• Σχόλιο του χρήστη 'Χρήστος Πιλάλης' | 18 Σεπτεμβρίου 2025, 09:31

    Πρόκειται για μια βαθιά ανατροπή που απειλεί τον δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης και παραδίδει το μέλλον της νεολαίας στις ανάγκες της αγοράς. Το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι η φοίτηση στις Ακαδημίες Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΑΕΚ) θα είναι δωρεάν, η κριτική μου όμως επικεντρώνεται στο απαράδεκτο μοντέλο διακυβέρνησης και σύμπραξης και αποκαλύπτει τις προθέσεις της κυβέρνησης. Στην καρδιά του σχεδίου βρίσκονται οι λεγόμενες ΑΕΚ (!) που θα ιδρύονται μέσα από συμφωνίες του Υπουργείου Παιδείας με επιχειρήσεις, επιμελητήρια και εργοδοτικούς φορείς. Οι ίδιοι οι εργοδότες θα συμμετέχουν στον καθορισμό ειδικοτήτων, στον εξοπλισμό και στη λειτουργία των Ακαδημιών. Δηλαδή, το τι θα διδάσκεται και πώς, θα εξαρτάται άμεσα από τις επιχειρήσεις. Το άρθρο για τη «συμφωνία ίδρυσης» προβλέπει ρητά τη σύμπραξη με οικονομικό φορέα και τη ρύθμιση όρων μαθητείας, εξοπλισμού και λειτουργίας της Ακαδημίας, κάτι που σημαίνει θεσμική είσοδος των εργοδοτών στον σχεδιασμό της εκπαίδευσης. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η πρόβλεψη ότι όσες εταιρείες συμμετέχουν θα δεσμεύονται να απορροφούν τουλάχιστον το 40% των αποφοίτων. Με άλλα λόγια, οι νέοι δεν θα επιλέγουν ελεύθερα τον επαγγελματικό τους δρόμο, αλλά θα κατευθύνονται από πριν σε συγκεκριμένους εργοδότες που ήδη είχαν λόγο στο πρόγραμμα σπουδών. Έτσι δημιουργείται ένας μηχανισμός προκαθορισμένης τροφοδότησης εργατικού δυναμικού στις ανάγκες της αγοράς. Η μαθητεία, δηλαδή η πρακτική άσκηση μέσα σε μια επιχείρηση, γίνεται υποχρεωτικό μέρος των σπουδών. Η πρακτική άσκηση θα μπορούσε να αποτελέσει θετική και απαραίτητη εμπειρία, μόνο εφόσον ήταν προαιρετική, με κατοχυρωμένα δικαιώματα, αξιοπρεπή αμοιβή και ανεξάρτητη εποπτεία. Η κριτική μου δεν στρέφεται ενάντια στην πρακτική μάθηση αυτή καθαυτή γιατί είναι αναγκαίο οι σπουδαστές να έχουν ουσιαστική εξάσκηση. Όμως αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί και μέσα από ισχυρά δημόσια εργαστήρια και σχολικές υποδομές, όχι αποκλειστικά μέσω της υποχρεωτικής εργασίας σε επιχειρήσεις. Στο σχέδιο νόμου, η μαθητεία καθίσταται υποχρεωτική προϋπόθεση αποφοίτησης, χωρίς να υπάρχει εναλλακτική διαδρομή ολοκλήρωσης σπουδών μέσα στη σχολή για όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν να εργαστούν σε επιχείρηση. Επιπλέον, δεν κατοχυρώνεται κατώτατη αμοιβή ούτε σύνδεση με συλλογικές συμβάσεις, και δεν προβλέπεται ανεξάρτητος μηχανισμός ελέγχου. Έτσι, αντί να λειτουργεί ως εκπαιδευτική γέφυρα, θα μετατραπεί σε φθηνή εργασία που υποκαθιστά κανονικές θέσεις και σε εργαλείο προσαρμογής των νέων στις άμεσες ανάγκες των εργοδοτών. Επίσης, ο Υποδιευθυντής Ακαδημίας ορίζεται ως εποπτεύων την πρακτική/μαθητεία, αλλά χωρίς ανεξάρτητους μηχανισμούς ελέγχου και κυρώσεων για τους εργοδότες. Την ίδια στιγμή, το σχέδιο νόμου προβλέπει γενναίες φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν ή χορηγούν εξοπλισμό στις Ακαδημίες. Έτσι, το δημόσιο ταμείο χάνει πόρους που θα μπορούσαν να στηρίξουν τις ήδη υπάρχουσες δημόσιες δομές, όπως τα ΕΠΑΛ, τα ΙΕΚ και τις Σχολές Ανώτερης Επαγγελματικής Κατάρτισης, οι οποίες εδώ και χρόνια λειτουργούν με σοβαρές ελλείψεις. Αντί λοιπόν να ενισχυθεί ένα ενιαίο δημόσιο σύστημα τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, η κυβέρνηση προσθέτει έναν νέο, παράλληλο θεσμό δίπλα στα ΙΕΚ. Το αποτέλεσμα είναι περισσότερη πολυδιάσπαση, ασαφή όρια και κίνδυνος περαιτέρω υποβάθμισης των υπαρχόντων δομών. Και όλα αυτά χωρίς ρόλο των εκπαιδευτικών ή των συνδικάτων των εργαζομένων, αφού το σχέδιο δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο μόνο στους εργοδότες. Η σύνθεση και ο διορισμός οργάνων, όπως η Δ.Ε.Α.Ε.Κ. και οι ρόλοι Υποδιευθυντή/ Συντονιστή, διαμορφώνονται με ισχυρή υπουργική επιρροή, λείπει ρητή, θεσμοθετημένη συμμετοχή εκπροσώπων εκπαιδευτικών, καταρτιζομένων και συνδικάτων με δικαίωμα ψήφου. Το δε άρθρο 34Β απαγορεύει ρητά τη διπλή φοίτηση (παράλληλη εγγραφή σε άλλη δομή), ενώ για πολίτες της ΕΕ και τρίτων χωρών απαιτείται ελάχιστο επίπεδο γλωσσομάθειας Β1 στα ελληνικά—πρόνοια που, χωρίς εγγυημένη δωρεάν πρόσβαση σε προπαρασκευαστικά τμήματα ελληνικής γλώσσας θα αποκλείσει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Η κυβέρνηση επικαλείται αόριστα και χωρίς στοιχεία το ευρωπαϊκό παράδειγμα, αλλά η πραγματικότητα δείχνει το ακριβώς αντίθετο: όπου κυριάρχησε η αγορά, όπως στη Γερμανία ή τη Σουηδία, δημιουργήθηκαν αδιέξοδα και ανισότητες· ενώ όπου υπήρξε ισχυρό δημόσιο πλαίσιο, συλλογικές συμβάσεις και δικλείδες ποιότητας, όπως στη Φινλανδία, η επαγγελματική εκπαίδευση έγινε ισότιμη και αποτελεσματική.