• Σχόλιο του χρήστη 'Χριστόφορος Δεληπέτρος' | 2 Μαΐου 2011, 00:32

    Η εντοπιότητα ως κριτήριο μετάθεσης των εκπαιδευτικών (α) Η εντοπιότητα ως κριτήριο μεταθέσεων των εκπαιδευτικών εμφανίζεται για πρώτη φορά με το Π.Δ. 102/83, που αφορούσε τις μεταθέσεις των εκπαιδευτικών της δημοτικής εκπαίδευσης, [«Οι εκπαιδευτικοί που ζητούν μετάθεση ή τοποθέτηση σε ΠΥΣΔ(δημοτικής)Ε ή Νομαρχιακό Διαμέρισμα σε Δήμο ή Κοινότητα του οποίου είναι Δημότες παίρνουν δύο (2) μονάδες μετάθεσης. Δύο (2) μονάδες παίρνουν κι αν ζητούν μετάθεση στο Δήμο ή Κοινότητα που είναι δημότες, εφόσον ο πληθυσμός τους είναι μικρότερος από 5.000 κατοίκους» (Π.Δ. 102/83, αρθ. 2, παρ 5)]. Από τις σχετικές ρυθμίσεις προκύπτει ότι η εντοπιότητα ως κριτήριο εφαρμοζόταν γενικά για τη μετάθεση των δασκάλων από νομό σε νομό (ΠΥΣΔΕ) ενώ για τη μετάθεση σε σχολικές μονάδες εφαρμοζόταν μόνο σε περιπτώσεις σχολικών μονάδων μικρών χωριών και κωμοπόλεων, με πληθυσμό μέχρι 5000 κατοίκους. Με το ΠΔ 115/89, το οποίο για πρώτη φορά ρύθμισε ενιαία τις μεταθέσεις των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η εντοπιότητα (άρθ. 16, παρ. 9) ως κριτήριο μετάθεσης ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης [«Μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα λαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί της Α/θμιας και της Δ/θμιας εκπαίδευσης όταν ζητούν μετάθεση από μία περιοχή σε άλλη περιοχή, εφόσον είναι δημότες δήμου ή κοινότητας της περιοχής αυτής από διετίας τουλάχιστον μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μετάθεσης. Οι μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα υπολογίζονται και όταν οι εκπαιδευτικοί ζητούν μετάθεση ή τοποθέτηση μέσα στην ίδια περιοχή, εφόσον είναι δημότες του δήμου ή της κοινότητας όπου λειτουργούν τα σχολεία, στα οποία επιθυμούν να μετατεθούν ή να τοποθετηθούν, εκτός αν ο δήμος ή η κοινότητα είναι πρωτεύουσα νομού ή ανήκει σε περιοχές της τέως διοίκησης πρωτευούσης (ΤΔΠ) ή του τέως Δήμου Θεσσαλονίκης (ΔΘ)»]. Από τη σχετική διατύπωση προκύπτει ότι για την εφαρμογή του κριτηρίου της εντοπιότητας καθιερώνεται ως επιπλέον προϋπόθεση ότι η ιδιότητα του δημότη πρέπει να έχει αποκτηθεί τουλάχιστο από διετίας («από διετίας τουλάχιστον»). Επιπρόσθετα, μόρια μετάθεσης για εντοπιότητα αποδίδονται μόνο εάν κάποιος ζητά μετάθεση όχι για το νομό / νομαρχιακό διαμέρισμα αλλά για την περιοχή μετάθεσης όπου ανήκει ο δήμος ή η κοινότητα του οποίου είναι δημότης. Τέλος, στην περίπτωση των μεταθέσεων και τοποθετήσεων σε σχολικές μονάδες διατηρείται (με διαφορετική διατύπωση και ρύθμιση) ο περιορισμός για τις μεταθέσεις και τοποθετήσεις μόνο σε σχολικές μονάδες που λειτουργούν εκτός μεγάλων αστικών κέντρων, δηλαδή δεν ισχύει στην περίπτωση αυτών που λειτουργούν στις πρωτεύουσες νομών ή στις περιοχές της τέως Διοίκησης Πρωτευούσης ή του τέως δήμου Θεσσαλονίκης. Με το Π.Δ. 50/96, που ισχύει μέχρι σήμερα για τις μεταθέσεις των εκπαιδευτικών των δύο βαθμίδων, οι ρυθμίσεις για την εντοπιότητα ως κριτήριο μετάθεσης είναι ουσιαστικά οι ίδιες με αυτές που καθιερώθηκαν με το ΠΔ 115/89, με μόνη διαφορά ότι έχει απαλειφθεί κάθε πληθυσμιακός περιορισμός για την εφαρμογή του κριτηρίου στην περίπτωση των μεταθέσεων και τοποθετήσεων σε σχολικές μονάδες της ίδιας περιοχής [«Μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα λαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί της Α/θμιας και Δ/θμιας εκπαίδευσης όταν ζητούν μετάθεση από μία περιοχή σε άλλη περιοχή, εφόσον είναι δημότες Δήμου ή Κοινότητας της περιοχής αυτής από διετίας τουλάχιστον μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μετάθεσης. Οι μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα υπολογίζονται και όταν οι εκπαιδευτικοί ζητούν μετάθεση ή τοποθέτηση μέσα στην ίδια περιοχή, εφόσον είναι δημότες του Δήμου ή της Κοινότητας όπου λειτουργούν τα σχολεία, στα οποία επιθυμούν να μετατεθούν ή να τοποθετηθούν» (ΠΔ 50/96, άρθ. 16, παρ. 9)] (β) Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για την εντοπιότητα ως κριτήριο τις μεταθέσεις των εκπαιδευτικών αποδεικνύει την προβληματικότητα του κριτηρίου αυτού. Η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να επεκταθεί ακόμα και στο εάν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται ένα τέτοιο κριτήριο στο σύστημα μεταθέσεων των εκπαιδευτικών σήμερα, δηλαδή σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης και γενικότερης ενθάρρυνσης της κινητικότητας των εργαζομένων. Εν πάση περιπτώσει, στο σχόλιο μας αυτό θα περιορισθούμε στην τεχνική διάσταση του θέματος. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, με βάση την ισχύουσα σήμερα ρύθμιση του Π.Δ. 50/96, μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα λαμβάνει κάθε εκπαιδευτικός που επιδιώκει τη μετάθεση του σε περιοχή μετάθεσης όπου ανήκει ο δήμος του οποίου ο εκπαιδευτικός είναι δημότης τουλάχιστο για τα δύο τελευταία χρόνια ή επιδιώκει μετάθεση ή τοποθέτηση σε σχολική μονάδα του δήμου αυτού. Με δεδομένο δε ότι για την απόκτηση της ιδιότητας του δημότη, κάποιος / κάποια θα πρέπει να έχει μόνιμη κατοικία στο αντίστοιχο δήμο τουλάχιστο για δύο χρόνια [παρ. 7 του άρθρου 15 του Ν. 3463/2006 / του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων: «Ο ενήλικος ή ο έγγαμος μπορεί με αίτησή του μετά από μία διετία να γίνει δημότης σε κάποιο Δήμο ή Κοινότητα, όταν αποκτά εκεί μόνιμη κατοικία»], προκύπτει ότι με την ισχύουσα μέχρι σήμερα νομοθεσία, μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα λαμβάνει ένας / μία εκπαιδευτικός εφόσον έχει τουλάχιστον για τέσσερα χρόνια μόνιμη κατοικία στο δήμο προς τον οποίο επιδιώκει να μετακινηθεί [δηλαδή δύο χρόνια μόνιμης κατοικίας πριν την απόκτηση της ιδιότητας του δημότη και δύο χρόνια μόνιμης κατοικίας μετά την απόκτησή της ιδιότητας του δημότη]. Στην τελική πρόταση της επιτροπής η οποία έχει τεθεί σε διαβούλευση, προβλέπεται (Β.1) ότι «μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα λαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί που ζητούν μετάθεση σε σχολεία που λειτουργούν στην περιοχή του δήμου της έδρας τους. Έδρα του εκπαιδευτικού αποτελεί ο δήμος όπου υπάγεται η μόνιμη κατοικία του. Αλλαγή έδρας γίνεται με γραπτή δήλωση του εκπαιδευτικού μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους και ισχύει από το μεθεπόμενο σχολικό έτος. Η δήλωση συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία». Από την πολύπλοκη και καινοφανή αυτή διατύπωση και ρύθμιση, εκείνο το οποίο ουσιαστικά συνάγεται είναι ότι κάποιος για να αποκτήσει δικαίωμα να λάβει μονάδες μετάθεσης από το κριτήριο της εντοπιότητας πρέπει να έχει στην πράξη δύο χρόνια περίπου μόνιμης κατοικίας σε κάποιο δήμο. Για την απόδειξη και πιστοποίηση του τόπου μόνιμης κατοικίας του, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να καταθέτει ‘αποδεικτικά στοιχεία’ [που δεν προσδιορίζονται στην πρόταση ούτε ως προς το είδος ούτε ως προς την αποδεικτική τους ισχύ] στις αντίστοιχες περιφερειακές υπηρεσίες διοίκησης της σχολικής εκπαίδευσης όπου υποβάλλει αίτηση μετάθεσης και είναι αυτονόητο ότι σε περιπτώσεις αμφισβήτησης του τόπου μόνιμης κατοικίας αυτές οι αμφισβητήσεις πρέπει να επιλύονται με αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων και των διοικητικών υπηρεσιών της εκπαίδευσης σε τοπικό, περιφερειακό ή κεντρικό επίπεδο. Εκείνο το οποίο διαπιστώνει και μπορεί να επισημάνει κάποιος είναι ότι στην πράξη η προτεινόμενη ρύθμιση: (α) Εισάγει και καθιερώνει σύντμηση του προαπαιτούμενου χρόνου μόνιμης κατοικίας σε ένα δήμο, ώστε να δικαιούται κάποιος μονάδες μετάθεσης από το κριτήριο της εντοπιότητας σε δύο χρόνια περίπου [με βάση της διατύπωση της πρότασης της επιτροπής: «Αλλαγή έδρας γίνεται με γραπτή δήλωση του εκπαιδευτικού μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους και ισχύει από το μεθεπόμενο σχολικό έτος»] από τα τέσσερα χρόνια τουλάχιστο, που όπως έχει ήδη αναλυθεί, απαιτείται στην πράξη από τη μέχρι σήμερα ισχύουσα νομοθεσία. (β) αναθέτει [σιωπηλά] στις τοπικές, περιφερειακές και κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες της σχολικής εκπαίδευσης και τα αντίστοιχα υπηρεσιακά συμβούλια να αποφαίνονται και να κρίνουν για οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις ήθελαν εγερθούν ως προς την μόνιμη κατοικία κάποιου εκπαιδευτικού, αμφισβητήσεις οι οποίες ενδεχομένως να φθάσουν τελικά και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Διερωτάται καθένας εάν τα μέλη της Ομάδας Εργασίας, που ουσιαστικά προτείνουν την ανάθεση της αρμοδιότητας για βεβαίωση και πιστοποίηση του τόπου μόνιμης κατοικίας ενός / μιας εκπαιδευτικού στις υπηρεσίες διοίκησης της σχολικής εκπαίδευσης έχουν συναίσθηση του όγκου της εργασίας που μεταθέτουν στις διοικητικές υπηρεσίες της εκπαίδευσης και των δυσεπίλυτων προβλημάτων που αυτές θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και να επιλύσουν. Το τι συνιστά μόνιμη κατοικία και πως αποδεικνύεται ο τόπος της μόνιμης κατοικίας είναι ένα πολύπλοκο και ακανθώδες νομικό και πραγματικό ζήτημα, το οποίο έχει δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα στη δημόσια διοίκηση τα τελευταία χρόνια, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά σε μία πλήρως τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη Ειδική Έκθεση της Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη κ. Καλλιόπης Σπανού, καθηγήτριας διοικητικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών [«Το κριτήριο της εντοπιότητας και η βεβαίωση μόνιμης κατοικίας», Ειδική Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, Αθήνα, Ιούλιος 2009, διαθέσιμο στο διαδίκτυο www.synigoros.gr]. Το γεγονός ότι η προτεινόμενη από την Ομάδα Εργασίας διατύπωση έχει ήδη αποκηρυχθεί και από τη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι και άλλοι συμμερίζονται τις ανησυχίες μας ως προς τα προβλήματα που θα δημιουργήσει στην πρακτική της εφαρμογή η προτεινόμενη από την Ομάδα Εργασίας διατύπωση / ρύθμιση. Με δεδομένο ότι οι διοικητικές υπηρεσίες και τα υπηρεσιακά συμβούλια της σχολικής εκπαίδευσης έχουν πολύ περισσότερα και πολύ σημαντικότερα προβλήματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούν και να επιλύσουν, σε σχέση με την απόδειξη και πιστοποίηση του τόπου της μόνιμης κατοικίας ενός εκπαιδευτικού, και με δεδομένου ότι μετά από διετή μόνιμη κατοικία σε κάποιο δήμο, καθένας δικαιούται, με βάση τον ισχύοντα Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, να αποκτήσει την ιδιότητα του δημότη, ορθότερο και πρακτικότερο είναι να προβλεφθεί απλά και μόνο ότι μονάδες μετάθεσης με βάση το κριτήριο της εντοπιότητας δικαιούται να λαμβάνει ένας εκπαιδευτικός από τη στιγμή που αποκτά την ιδιότητα του δημότη ενός δήμου και επιθυμεί τη μετακίνησή του πλησιέστερα προς το δήμο αυτό. Με αυτό τον τρόπο οι όποιες αμφισβητήσεις και τα όποια προβλήματα αναφορικά με την πιστοποίηση και απόδειξη του τόπου της μόνιμης κατοικίας κάποιου θα επιλύονται μακράν και εκτός των διοικητικών υπηρεσιών της σχολικής εκπαίδευσης, δηλαδή σε επίπεδο δήμου όπου υπάρχει η σχετική εμπειρία και όπου υπάρχουν μηχανισμοί ακόμα και για επιτόπιες αυτοψίες. Ταυτόχρονα επιτυγχάνεται ουσιαστικά ο στόχος της σύντμησης του χρόνου μόνιμης κατοικίας από τέσσερα έτη, που ισχύει σήμερα, σε δύο έτη, που φαίνεται ότι αποτελεί τη βούληση και προτείνεται ουσιαστικά από την Ομάδα Εργασίας για τις μεταθέσεις και αποσπάσεις, ως προϋπόθεση για την απόδοση των μονάδων μετάθεσης με βάση το κριτήριο της εντοπιότητας. Άλλωστε ανάλογη διατύπωση περιλαμβανόταν ως εναλλακτική διατύπωση και στο ‘κείμενο εργασίας’ που είχε δοθεί στην ομάδα εργασίας και είχε διαρρεύσει στο διαδίκτυο [www.alfavita.gr/artro.php?id=19194] και στον τύπο στην αρχή του τρέχοντος έτους και το οποίο περιελάμβανε κάποιες κατευθυντήριες αρχές για την αναμόρφωση του συστήματος των μεταθέσεων [«Σε κάθε περίπτωση μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα λαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί που ζητούν μετάθεση σε σχολεία που λειτουργούν στην περιοχή του δήμου όπου είναι δημότες»]. Επιπρόσθετα, όπως έχει ήδη σημειωθεί εισαγωγικά, ανάλογη διατύπωση υπήρχε στο ΠΔ 102/83 (άρθ. 2, παρ. 5), με το οποίο για πρώτη φορά καθιερώθηκε η εντοπιότητα ως κριτήριο μετάθεσης για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η προτεινομένη στο σημείωμά μας αυτό διατύπωση είναι ουσιαστικά ισοδύναμη με την προτεινόμενη από την Ομάδα Εργασίας ρύθμιση, χωρίς όμως τα προβλήματα και τις δυσκολίες που εκείνη θα δημιουργήσει. (γ) Ένα άμεσα συναφές ζήτημα το οποίο τίθεται αναφορικά με την απόδοση των μορίων εντοπιότητας είναι σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να αποδίδονται μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα. Το ζήτημα αυτό έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση των μονάδων συνυπηρέτησης, για το λόγο αυτό το σκεπτικό που αναπτύσσεται στην προκειμένη περίπτωση είναι κοινό. Το πρώτο σημείο είναι εάν οι μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα καθώς επίσης και για συνυπηρέτηση πρέπει να αποδίδονται αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση που κάποιος ζητά μετάθεση για την περιοχή μετάθεσης όπου ανήκει ο δήμος του οποίου είναι δημότης ή όπου είναι η έδρα της εργασίας του / της συζύγου ή, αντίθετα, πρέπει να αποδίδονται μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα και συνυπηρέτηση για μετάθεση σε οποιοδήποτε σημείο του νομού ή της περιφέρειας του ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ όπου ανήκει ο αντίστοιχος δήμος. Με δεδομένο ότι η καθιέρωση της εντοπιότητας και της συνυπηρέτησης ως κριτηρίων μετάθεσης για τους εκπαιδευτικούς έχει γίνει με σκοπό τη διευκόλυνση των εκπαιδευτικών που εμπίπτουν στις συγκεκριμένες κατηγορίες να επιτύχουν να προσεγγίσουν στον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους ή στον τόπο όπου εργάζεται ο / η σύζυγος τους και με δεδομένο ότι η προσέγγιση αυτή στις περισσότερες των περιπτώσεων, εάν όχι πάντοτε, μπορεί να επιτευχθεί ουσιαστικά και εξίσου αποτελεσματικά όχι μόνο με τη μετάθεση αποκλειστικά και μόνο στην περιοχή μετάθεσης όπου ανήκει ο συγκεκριμένος δήμος αλλά και σε άλλη (γειτονική) περιοχή μετάθεσης του ίδιου νομού / της ίδιας περιφέρεις ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ, είναι επιβεβλημένο να επανεξετασθεί η ισχύουσα ρύθμιση και να καθιερωθεί ότι μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα και συνυπηρέτηση θα λαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί που ζητούν μετάθεση για οποιαδήποτε περιοχή μετάθεσης του νομού ή της περιφέρειας του ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ όπου ανήκει ο αντίστοιχος δήμος στον οποίο θεμελιώνονται τα σχετικά δικαιώματα. Σε τελευταία ανάλυση καθένας δικαιούται να μη δηλώσει όλες τις περιοχές μετάθεσης ενός νομού / μιας περιφέρειας ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ. Το θέμα έχει ήδη τεθεί και από αρκετούς εκπαιδευτικούς που έχουν λάβει μέρος στη δημόσια διαβούλευση για την αναμόρφωση του συστήματος μεταθέσεων και αποσπάσεων. Σημειώνεται εν προκειμένω ότι η σχετική ρύθμιση του Π.Δ. 102/83 (αρθ. 2, παρ 5) με την οποία για πρώτη φορά καθιερώθηκε η εντοπιότητα ως κριτήριο μετάθεσης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθιέρωνε την απόδοση των μορίων μετάθεσης για τη μετάθεση γενικά στο νομό ή το νομαρχιακό διαμέρισμα ενώ και σήμερα στις περιπτώσεις όπου νομοί ή περιφέρειες ΠΥΣΔΕ δεν είναι χωρισμένες σε περιοχές μετάθεσης (Α’ Αθήνας, Λευκάδας κλπ), η απόδοση των μορίων μετάθεσης για εντοπιότητα και συνυπηρέτηση γίνεται για μετάθεση σε ολόκληρη την περιφέρεια του αντιστοίχου ΠΥΣΔΕ. Με μια τέτοια ρύθμιση που θα προβλέπει την απόδοση μορίων μετάθεσης για εντοπιότητα και συνυπηρέτηση σε όλες τις περιοχές μετάθεσης του νομού ή της περιφέρειας του ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ όπου ανήκει ο δήμος στον οποίο θεμελιώνονται τα αντίστοιχα δικαιώματα επιτυγχάνεται πληρέστερα και αποτελεσματικότερα ο σκοπός της καθιέρωσης των συγκεκριμένων κριτηρίων μετάθεσης για τους εκπαιδευτικούς. Το δεύτερο σημείο σχετίζεται με το εάν έχει πλέον νόημα η εφαρμογή των δύο αυτών κριτηρίων μετάθεσης (εντοπιότητας και συνυπηρέτησης) και για τις μεταθέσεις και τοποθετήσεις σε σχολικές μονάδες των δήμων της ίδιας περιοχής μετάθεσης ή μήπως θα πρέπει οι μονάδες μετάθεσης για εντοπιότητα και συνυπηρέτηση να υπολογίζονται αποκλειστικά και μόνο για τις μεταθέσεις από περιοχή σε περιοχή, οι οποίες διενεργούνται από το Υπουργείο Παιδείας. Όπως έχει ήδη σημειωθεί εισαγωγικά, εφαρμογή του κριτηρίου της εντοπιότητας για μεταθέσεις και τοποθετήσεις σε σχολικές μονάδες της ίδιας σχολικής περιοχής καθιερώθηκε αρχικά μόνο για σχολικές μονάδες μικρών χωριών ή κωμοπόλεων (ΠΔ 102/83), ανάλογος περιορισμός καθιερώθηκε στη συνέχεια με το ΠΔ 115/89 ενώ καταργήθηκε κάθε περιορισμός με το ΠΔ 50/96. Είναι προφανές ότι ή αρχική θεσμοθέτηση της εντοπιότητας ως κριτηρίου μετάθεσης απέβλεπε στην ενίσχυση των ημιαστικών και αγροτικών περιοχών της χώρας, με διευκόλυνση όσων εκπαιδευτικών ήθελαν να μετακινηθούν προς αυτές, κάτι το οποίο δεν ισχύει με τη σημερινή μορφή της ρύθμισης αυτής. Με δεδομένη την ομαδοποίηση και συνένωση των περισσοτέρων δήμων της χώρας μέσα στο πλαίσιο της πρόσφατης ανασυγκρότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης (πρόγραμμα «Καλλικράτης») δεν έχει πλέον ουσιαστικά νόημα η εφαρμογή των κριτηρίων της εντοπιότητας και της συνυπηρέτησης για τις τοποθετήσεις και μεταθέσεις στις σχολικές μονάδες συγκεκριμένων δήμων της ίδιας περιοχής. Άλλωστε, ανάλογη ρύθμιση θεσπίσθηκε πέρυσι και για τις μεταθέσεις των πολυτέκνων εκπαιδευτικών. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή (Ν. 3848/2010, άρθ. 30, παρ. 3) το κριτήριο της πολυτεκνίας για θεμελίωση του δικαιώματος της κατά προτεραιότητα μετάθεσης ισχύει πλέον μόνο για τις μεταθέσεις από περιοχή σε περιοχή και όχι για τις μεταθέσεις και τις τοποθετήσεις σε συγκεκριμένες σχολικές μονάδες. Με την προτεινόμενη στο σημείωμα μας αυτό εφαρμογή των κριτηρίων μετάθεσης της εντοπιότητας και της συνυπηρέτησης αποκλειστικά και μόνο στις μεταθέσεις από περιοχή σε περιοχή απλουστεύεται παράλληλα η όλη διαδικασία των μεταθέσεων και τοποθετήσεων σε τοπικό επίπεδο ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ. (δ) Ένα άλλο (έμμεσα) σχετικό ζήτημα είναι το θέμα της διατήρησης ή μη των περιοχών μετάθεσης και της μετάθεσης ή μη των εκπαιδευτικών απευθείας σε σχολικές μονάδες ή σε επίπεδο νομού. Η διατήρηση του θεσμού των περιοχών μετάθεσης και η διενέργεια των μεταθέσεων των εκπαιδευτικών αρχικά σε περιοχές μετάθεσης είναι αναγκαίες και επιβεβλημένες για καθαρά υπηρεσιακούς λόγους. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται μεγαλύτερη ευελιξία των υπηρεσιών διοίκησης της εκπαίδευσης κατά τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και το όλο σύστημα δεν καθίσταται δύσκαμπτο και δυσλειτουργικό. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια αλλά και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση κατά το μέρος που αναφερόμαστε στους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων, ο θεσμός των περιοχών μετάθεσης καθιστά εφικτό τον υπολογισμό των κενών και των πλεονασμάτων σε εκπαιδευτικούς κατά τρόπο περισσότερο ρεαλιστικό, αφού επιτρέπει τον συμψηφισμό των μερικών πλεονασμάτων και των κενών των επί μέρους σχολικών μονάδων σε ένα δεύτερο ενδιάμεσο επίπεδο που βρίσκεται ανάμεσα στις σχολικές μονάδες και στην περιφέρεια του ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ. Παράλληλα, το σύστημα των περιοχών μετάθεσης επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να επιδιώξουν τη μετάθεσή τους σε συγκεκριμένες περιοχές για τις οποίες ενδιαφέρονται άμεσα και να αποφύγουν κάποιες περιοχές μετάθεσης ενός νομού στις οποίες δεν επιθυμούν να τοποθετηθούν. Εκείνο το οποίο πρέπει να αλλάξει στην περίπτωση των περιοχών μετάθεσης είναι η ‘λογική’ με την οποία χαράσσονται και διαμορφώνονται τα όρια των περιοχών μετάθεσης. Ούτως ή άλλως οι περιοχές μετάθεσης πρέπει να τροποποιηθούν στο άμεσο μέλλον ώστε να προσαρμοσθούν στα δεδομένα που διαμορφώθηκαν με την πρόσφατη ανασυγκρότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης (πρόγραμμα «Καλλικράτης») ώστε τα σχολεία ενός δήμου να ανήκουν όλα σε μία περιοχή μετάθεσης και αυτό αποτελεί μία ευκαιρία επανεξέτασης και αναδιάρθρωσης όλων των περιοχών μετάθεσης. Μέχρι σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι περιοχές μετάθεσης στους επαρχιακούς νομούς της χώρας διαμορφώνονταν με βάση τη ‘λογική των ομόκεντρων κύκλων / δακτυλίων’. Ειδικότερα, η κεντρική περιοχή, όπου ήταν η έδρα του ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ αποτελούσε την Α’ περιοχή και τα σχολεία της είχαν τα λιγότερα συνήθως μόρια δυσμενών συνθηκών (πχ 1-2), ένας δεύτερος κύκλος / δακτύλιος αποτελούσε την Β’ περιοχή μετάθεσης και περιλάμβανε τα σχολεία που βρίσκονταν σε μικρή ακτίνα έξω από την έδρα του ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ και είχαν σχετικά λίγα μόρια δυσμενών συνθηκών (πχ 3-5), ένας τρίτος κύκλος / δακτύλιος περιλάμβανε τα σχολεία που βρίσκονταν σε μεγαλύτερη ακτίνα από την έδρα και συνήθως είχαν περισσότερα μόρια (πχ 5-8) και, τέλος, ένας τελευταίος κύκλος / δακτύλιος είχε τα περισσότερο απομακρυσμένα σχολεία με 9 και πλέον μόρια δυσμενών συνθηκών. Αποτέλεσμα της διαμόρφωσης των περιοχών μετάθεσης με αυτόν τον τρόπο ήταν οι περιοχές μετάθεσης που αντιστοιχούν στους εξωτερικούς κύκλους / δακτυλίους ενός νομού να περιλαμβάνουν σχολεία τα οποία δεν είχαν καθόλου ή, εν πάση περιπτώσει, εύκολη οδική / συγκοινωνιακή σύνδεση μεταξύ τους. Εκείνο που πρέπει να γίνει μελλοντικά είναι κάθε νομός / περιφέρεια ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ να χωρίζεται σε περιοχές μετάθεσης, με εξαίρεση τους πολύ μικρούς νομούς (πχ Λευκάδα). Η έδρα του νομού και η ευρύτερη περιοχή της να αποτελούν ένα βασικό κύκλο και να συγκροτούν την Α’ περιοχή μετάθεσης. Σε κάποιους σχετικά μικρούς νομούς, και μόνο σε αυτούς, το υπόλοιπο του νομού, που με μορφή δακτυλίου περιβάλλει την κεντρική περιοχή μετάθεσης, θα μπορούσε να αποτελέσει μία ακόμα δεύτερη περιοχή μετάθεσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση μεσαίου ή μεγάλου νομού / μεγάλης περιφέρειας ΠΥΣΔΕ / ΠΥΣΠΕ επιβάλλεται να διαμορφώνονται οι υπόλοιπες περιοχές μετάθεσης με βάση τη ‘λογική της γεωγραφικής ενότητας και της οδικής σύνδεσης’, δηλαδή με βάση οδικούς άξονες που καθιστούν δυνατή την επικοινωνία και σύνδεση των σχολικών μονάδων μιας γεωγραφικής περιοχής μεταξύ τους. Ειδικά για τους νομούς που αποτελούνται από πολλά νησιά ή έχουν και νησιώτικα συμπλέγματα, τα επί μέρους νησιώτικα συμπλέγματα πρέπει να αποτελούν χωριστές περιοχές μετάθεσης. Μια τέτοια οριοθέτηση των περιοχών μετάθεσης, με κριτήρια γεωγραφικής ενότητας και οδικής / συγκοινωνιακής σύνδεσης, (1) καθίσταται αναπόφευκτη λόγω και της πρόσφατης συνένωσης των δήμων σε μεγαλύτερους δήμους (2) είναι περισσότερο λειτουργική για τις υπηρεσίες διοίκησης της σχολικής εκπαίδευσης και τη στελέχωση των σχολικών μονάδων, όχι μόνο ως προς τα πλήρη οργανικά κενά θέσεων εκπαιδευτικών αλλά και ως προς τα λειτουργικά και τα μερικά κενά που εμφανίζονται και (3) καθιστά ουσιαστικά χωρίς νόημα την εφαρμογή των κριτηρίων μετάθεσης της εντοπιότητας και της συνυπηρέτησης για τις μεταθέσεις και τοποθετήσεις σε σχολικές μονάδες της ίδιας περιοχής, θέμα για το οποίο έχει ήδη γίνει λόγος στην προηγούμενη ενότητα. Οι περιοχές μετάθεσης είναι δυνατό και επιβάλλεται να είναι κοινές τόσο για την πρωτοβάθμια όσο και για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Χριστόφορος Δεληπέτρος Καθηγητής Δ/θμιας Εκπ/σης