• Σχόλιο του χρήστη 'Μιχάλης' | 6 Ιανουαρίου 2010, 23:18

    Οξύτατα προβλήματα προσαρμογής στις σύγχρονες παραδοχές του κράτους δικαίου, παρουσιάζει σήμερα όχι μόνον η διαδικασία πολιτογράφησης, αλλά και οι διαδικασίες καθορισμού ή αμφισβήτησης ιθαγένειας, όπως αυτές περιγράφονται γενικότατα στα ισχύοντα άρθρα 25 παρ. 2 & 26 ΚΕΙ. Υπό το σημερινό καθεστώς, οι διαδικασίες αυτές διογκώνονται εξ αιτίας της απροθυμίας ή της αμηχανίας των δήμων, οι οποίοι, αν και κατ’ αρχήν είναι μόνοι αρμόδιοι για τη διενέργεια εγγραφών στο δημοτολόγιο (άρθρο 6 παρ. 1 π.δ. 497/91) αποτιμώντας αυτοδυνάμως τα νομικά και πραγματικά δεδομένα, στην πράξη απεμπολούν την αρμοδιότητά τους αυτή όποτε συναντούν αίτηση εγγραφής που παρουσιάζει το παραμικρό ερμηνευτικό ζήτημα, μεταμορφώνοντάς την σε αίτημα καθορισμού και μετακυλίοντάς την στην Περιφέρεια. Έτσι, η διαδικασία καθορισμού αφορά μεγάλο μέρος των σημερινών εκκρεμοτήτων και η σημασία της θα παραμείνει σοβαρή, καθ’ όσον όλες οι διατάξεις για την κτήση ιθαγένειας με γέννηση ή δήλωση, οσοδήποτε σαφείς και αν καταστούν, είναι αναπόφευκτο να παρουσιάσουν ζητήματα ερμηνείας που θα ήταν ίσως ασφαλέστερο ν’ αντιμετωπισθούν με διατάξεις νόμου, παρά με απλή εγκύκλιο. Επί πλέον, ιδίως στην πρώτη φάση, είναι πιθανό κάποιοι δήμοι να επεκτείνουν την ανωτέρω πρακτική τους σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του νέου νόμου, είτε από άγνοια είτε ακόμη και από πολιτική υστεροβουλία. Το παρόν σχέδιο αγγίζει τα προβλήματα αυτά μόνον εν μέρει, ορίζοντας δηλαδή ειδικές προθεσμίες. Πληρέστερη, όμως, θα ήταν η στοιχειώδης οργάνωση του καθορισμού ιθαγένειας στο πρότυπο της πολιτογράφησης, ούτως ώστε να ρυθμισθούν θέματα όπως: το έννομο συμφέρον για την κατάθεση σχετικής αίτησης («… και όποιος έχει έννομο συμφέρον για τη διαπίστωση της ελληνικής ιθαγένειας αποβιώσαντος»), η κατά τόπον αρμοδιότητα («στην Περιφέρεια η οποία αντιστοιχεί στην τελευταία τυχόν προσκομιζόμενη ή πιθανολογούμενη δημοτολογική ή άλλη εγγραφή, άλλως σε όποια Περιφέρεια επιθυμεί»), η απαγκίστρωση από ασυναφείς προϋποθέσεις («η νομιμότητα παραμονής στη χώρα δεν αποτελεί προϋπόθεση υποβολής της αίτησης»), η διευκρίνιση της αποδεικτικής δύναμης των δικαιολογητικών που αντιστοιχούν στους εκάστοτε κρίσιμους λόγους κτήσης («ληξιαρχικά ή δημοτολογικά γεγονότα γίνονται δεκτά ως βάση διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγένειας ακόμη και αν προκύπτουν από καταργηθέντα δημοτολόγια, καθώς και από έμμεση μνεία αυτών σε δευτερογενείς ληξιαρχικές ή δημοτολογικές εγγραφές είτε σε εγγραφές κτήσης ιθαγένειας σε προξενικά, στρατολογικά ή άλλα δημόσια μητρώα, εκτός αν η ακρίβεια της σχετικής μνείας αμφισβητηθεί αιτιολογημένα»), η αρμοδιότητα ορισμού του δήμου όπου θα εγγραφεί ο δικαιούχος αν δεν διαμένει στην Ελλάδα. Εναλλακτικά, αν δηλαδή προτιμηθεί η αποχή του νομοθέτη από κάθε σχετική ειδική ρύθμιση, θα μπορούσε τουλάχιστον να υπογραμμισθεί, με προσθήκη στο άρθρο 25 παρ. 2, ότι η εκεί οριζόμενη εμπλοκή της Περιφέρειας «δεν υποκαθιστά την ισχύουσα αρμοδιότητα των δήμων να κρίνουν αυτοδυνάμως κάθε αίτηση αρχικής εγγραφής στο δημοτολόγιο». Ανάλογα προβλήματα παρουσιάζει η διαδικασία αμφισβήτησης ιθαγένειας, η οποία θα μπορούσε να εξορθολογισθεί νομοθετικά με προσθήκη, στο άρθρο 26 ΚΕΙ, διατάξεων για: το βάρος κίνησης της σχετικής διαδικασίας («κάθε δημόσια υπηρεσία που αμφισβητεί την ελληνική ιθαγένεια προσώπου παρά την ύπαρξη εγγραφής σε δημοτολόγιο ή μητρώο αρρένων, υποβάλλει σχετικό ερώτημα στον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος αποφαίνεται μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου και σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας»), τη δημοσιότητα της πράξης («αν η απόφαση διαπιστώνει την ανυπαρξία ή αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας προσώπου εγγεγραμμένου σε δημοτολόγιο, δημοσιεύεται περίληψή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως») και την ισχύ του κατ’ άρθρο 27 παρ. 2 τεκμηρίου ιθαγενείας μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ανωτέρω διαδικασία.