Άρθρο 4

Το άρθρο 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως αυτός κυρώθηκε με τον Ν. 3284/2004 και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7

Διαδικασία πολιτογράφησης
1. Ο δήμος ή η κοινότητα εξετάζει την πληρότητα των δικαιολογητικών και διαβιβάζει την αίτηση μαζί με τα δικαιολογητικά στην αρμόδια για θέματα ιθαγένειας υπηρεσία της Περιφέρειας, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 για την περαιτέρω εξέταση της αίτησης. Αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας απορρίπτει την αίτηση.
2. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας προβαίνει στην εξέταση της αίτησης, τηρώντας την προτεραιότητα κατάθεσης. Κατά την εξέταση, η υπηρεσία ζητεί αυτεπαγγέλτως πιστοποιητικό ποινικού μητρώου για δικαστική χρήση και πιστοποιητικό μη απέλασης. Στη συνέχεια, ο φάκελος διαβιβάζεται στην αρμόδια αστυνομική αρχή του τόπου διαμονής του ενδιαφερομένου, η οποία διαθέτει αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών για να διαβιβάσει τη γνώμη της, εφόσον το κρίνει αναγκαίο .
3. Μετά την εξέταση του φακέλου, η αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας καλεί τον αλλοδαπό σε συνέντευξη, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ενώπιον της Επιτροπής Πολιτογράφησης, προκειμένου η Επιτροπή να διατυπώσει γνώμη προς τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης σχετικά με την επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, την ένταξή του στην ελληνική κοινωνία καθώς και τη δυνατότητά του να συμμετάσχει ενεργά και ουσιαστικά στην πολιτική ζωή της χώρας, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες την διέπουν. Πριν ή και κατά την προσέλευσή του ενώπιον της Επιτροπής, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να καταθέσει ενώπιον αυτής στοιχεία πιστοποίησης της γνώσης της ελληνικής γλώσσας ή όποια άλλα στοιχεία κρίνει ο ίδιος χρήσιμα για τη διαμόρφωση άποψης σχετικά με την ύπαρξη δεσμών με τη χώρα.
4. Στη συνέχεια, με την αιτιολογημένη εισήγηση της Επιτροπής Πολιτογράφησης, ο φάκελος διαβιβάζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
5. Η κλήση του αλλοδαπού σε συνέντευξη γίνεται με απόδειξη. Μη εμφάνισή του δικαιολογείται μόνο για λόγους ανωτέρας βίας. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης μη εμφάνισης, η αίτηση πολιτογράφησης απορρίπτεται από τον Υπουργό».

  • 7 Ιανουαρίου 2010, 23:37 | Κάρμεν

    Νομίζω ότι τα δικαιολογητικά θα έπρεπε να καταθέτουν κατευθείαν στην αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας, για ευνόητους λόγους. Εκτός αν υπάρξουν ασφαλιστικές δικλίδες, ώστε να αποφευχθεί την δήθεν «καθυστέρηση» δικαιολογητικών, δήθεν «απώλεια» αυτών και άλλα πολλά δήθεν, τα οποία παραπέμπουν σε προσκείμενους η όχι του κάθε δήμαρχου, λόγο το ότι η σημερινοί δήμοι, είναι στην πλειοψηφία τους, πολύ λίγων κατοίκων κ.τ.λ.

  • 7 Ιανουαρίου 2010, 23:18 | E.T.

    Η διαδικασία πολιτογράφησης είναι χρονοβόρα, γι΄ αυτό και σημαντικό βήμα είναι η αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων μηνών που δίνεται στην αστυνομική αρχή για να απαντήσει, και μάλιστα εφόσον το κρίνει αναγκαίο. Ανάλογη πρόβλεψη δεν υπάρχει για τις Περιφέρειες, όπου θα πρέπει να θεπιστούν ανάλογοι χρονικοί περιορισμοί που θα τηρούνται, για την εξέταση του φακέλου, την κλήση του αλλοδαπού σε συνέντευξη, καθώς και για την αποστολή του φακέλου με την αιτιολογημένη εισήγηση της Επιτροπής Πολιτογράφησης προς τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.

  • 7 Ιανουαρίου 2010, 18:39 | Ευριπίδης Τσιβγιούρας

    Με το άρθρο αυτό λύεται η ασάφεια του άρθρου 2, όπου απαιτείται η μη τελεση των σε αυτό περιγραφόμενων αξιόποινων πράξεων τα προηγούμενα δέκα έτη, χωρίς να προσδιορίζεται ο τόπος τέλεσης, δηλαδή στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Από το προβλεπόμενο αίτημα ποινικού μητρώου συνάγεται έμμεσα ότι το άρθρο 2 απαιτεί τη μη τέλεση των εν λόγω ποινικών αδικημάτων στην Ελλάδα.
    Ωστόσο, τέτοιο ποινικό μητρώο μπορεί να προσκομίσει μόνο ο αλλοδαπός που διαμένει νομίμως στην ελλάδα δέκα έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως και συνεπώς πρακτικά τίθεται εμπόδιο στον αλλοδαπό που διαμένει νομίμως στην Ελλάδα π.χ. επτά έτη και ετσι συμπληρώνει κατά το άρθρο 2 την απαιτούμενη πενταετία αλλά δεν μπορεί να αποδείξει δέκα προηγούμενα έτη μη παραβατικής συμπεριφοράς.

  • 6 Ιανουαρίου 2010, 23:12 | Παναγιώτης Βαρλάγκας

    Έγραψε ο κ. Πολυζωιδης Πετρος (5 Ιανουαρίου 2010 @ 15:16)
    ——————
    «ΕΛΛΗΝΑΣ είναι αυτός που έχει DNA Ελληνικό ,έχει γεννηθεί από Έλληνες.»
    ——————

    «DNA Ελληνικό»… Μάλιστα… Δηλ. *φυλετικός*, τουτέστιν *ρατσιστικός* είναι ο ορισμός του Έλληνος κατά τον συμπολίτη μας, βασισμένος στα χρωμοσώματα ενός εκάστου και στην «ελληνικότητά» τους (αλήθεια, πώς να φαντάζεται αλήθεια ότι η βιολογική και η ιατρική επιστήμη θα καθορίζουν επιστημονικώς τηn «ελληνικότητα» του DNA;)

    Είναι όμως ορθός ένας τέτοιος ορισμός;

    Η απάντηση είναι ένα περίτρανο: «ΟΧΙ» !

    * Γ. Μαριδάκης, «Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον», Τόμος 1ος, 1950 σελ. 203:

    «Ο καθορισμός των στοιχείων δυνάμει των οποίων άνθρωπός τις είνε ιθαγενής Πολιτείας τινός βάσην έχει ή την αρχή του αίματος (jus sanguinis) ή την αρχήν του εδάφους (jus soli). Κατά την αρχήν του αίματος, η ιθαγένεια των γονέων καταλαμβάνει αυτοδικαίως το τέκνον άμα τη γεννήσει του, οπουδήποτε και αν γεννηθεί. *Το λεγόμενον jus sanguinis ουδεμίαν σχέσιν έχει με την θεωρίαν καθ’ ην οι πολίται της Πολιτείας πρέπει να ανήκουν εις την αυτήν φυλήν (Race)*. Η λέξις «αίμα» δεν πρέπει να παραπλανά. Jus sanguinis σημαίνει ότι ο γεννώμενος εκ γονέων εχόντων την ιθαγένειαν ωρισμένης Πολιτείας άμα τη γεννήσει του αποκτά αυτοδικαίως την ιθαγένειαν ην έχουν οι γονείς του. *Ουδαμώς σημαίνει ότι ιθαγενείς της Πολιτείας δύνανται να γείνουν μόνον οι ανήκοντες εις ωρισμένην φυλήν*»

  • 6 Ιανουαρίου 2010, 23:18 | Μιχάλης

    Οξύτατα προβλήματα προσαρμογής στις σύγχρονες παραδοχές του κράτους δικαίου, παρουσιάζει σήμερα όχι μόνον η διαδικασία πολιτογράφησης, αλλά και οι διαδικασίες καθορισμού ή αμφισβήτησης ιθαγένειας, όπως αυτές περιγράφονται γενικότατα στα ισχύοντα άρθρα 25 παρ. 2 & 26 ΚΕΙ. Υπό το σημερινό καθεστώς, οι διαδικασίες αυτές διογκώνονται εξ αιτίας της απροθυμίας ή της αμηχανίας των δήμων, οι οποίοι, αν και κατ’ αρχήν είναι μόνοι αρμόδιοι για τη διενέργεια εγγραφών στο δημοτολόγιο (άρθρο 6 παρ. 1 π.δ. 497/91) αποτιμώντας αυτοδυνάμως τα νομικά και πραγματικά δεδομένα, στην πράξη απεμπολούν την αρμοδιότητά τους αυτή όποτε συναντούν αίτηση εγγραφής που παρουσιάζει το παραμικρό ερμηνευτικό ζήτημα, μεταμορφώνοντάς την σε αίτημα καθορισμού και μετακυλίοντάς την στην Περιφέρεια. Έτσι, η διαδικασία καθορισμού αφορά μεγάλο μέρος των σημερινών εκκρεμοτήτων και η σημασία της θα παραμείνει σοβαρή, καθ’ όσον όλες οι διατάξεις για την κτήση ιθαγένειας με γέννηση ή δήλωση, οσοδήποτε σαφείς και αν καταστούν, είναι αναπόφευκτο να παρουσιάσουν ζητήματα ερμηνείας που θα ήταν ίσως ασφαλέστερο ν’ αντιμετωπισθούν με διατάξεις νόμου, παρά με απλή εγκύκλιο. Επί πλέον, ιδίως στην πρώτη φάση, είναι πιθανό κάποιοι δήμοι να επεκτείνουν την ανωτέρω πρακτική τους σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του νέου νόμου, είτε από άγνοια είτε ακόμη και από πολιτική υστεροβουλία.
    Το παρόν σχέδιο αγγίζει τα προβλήματα αυτά μόνον εν μέρει, ορίζοντας δηλαδή ειδικές προθεσμίες. Πληρέστερη, όμως, θα ήταν η στοιχειώδης οργάνωση του καθορισμού ιθαγένειας στο πρότυπο της πολιτογράφησης, ούτως ώστε να ρυθμισθούν θέματα όπως: το έννομο συμφέρον για την κατάθεση σχετικής αίτησης («… και όποιος έχει έννομο συμφέρον για τη διαπίστωση της ελληνικής ιθαγένειας αποβιώσαντος»), η κατά τόπον αρμοδιότητα («στην Περιφέρεια η οποία αντιστοιχεί στην τελευταία τυχόν προσκομιζόμενη ή πιθανολογούμενη δημοτολογική ή άλλη εγγραφή, άλλως σε όποια Περιφέρεια επιθυμεί»), η απαγκίστρωση από ασυναφείς προϋποθέσεις («η νομιμότητα παραμονής στη χώρα δεν αποτελεί προϋπόθεση υποβολής της αίτησης»), η διευκρίνιση της αποδεικτικής δύναμης των δικαιολογητικών που αντιστοιχούν στους εκάστοτε κρίσιμους λόγους κτήσης («ληξιαρχικά ή δημοτολογικά γεγονότα γίνονται δεκτά ως βάση διαπίστωσης της ελληνικής ιθαγένειας ακόμη και αν προκύπτουν από καταργηθέντα δημοτολόγια, καθώς και από έμμεση μνεία αυτών σε δευτερογενείς ληξιαρχικές ή δημοτολογικές εγγραφές είτε σε εγγραφές κτήσης ιθαγένειας σε προξενικά, στρατολογικά ή άλλα δημόσια μητρώα, εκτός αν η ακρίβεια της σχετικής μνείας αμφισβητηθεί αιτιολογημένα»), η αρμοδιότητα ορισμού του δήμου όπου θα εγγραφεί ο δικαιούχος αν δεν διαμένει στην Ελλάδα. Εναλλακτικά, αν δηλαδή προτιμηθεί η αποχή του νομοθέτη από κάθε σχετική ειδική ρύθμιση, θα μπορούσε τουλάχιστον να υπογραμμισθεί, με προσθήκη στο άρθρο 25 παρ. 2, ότι η εκεί οριζόμενη εμπλοκή της Περιφέρειας «δεν υποκαθιστά την ισχύουσα αρμοδιότητα των δήμων να κρίνουν αυτοδυνάμως κάθε αίτηση αρχικής εγγραφής στο δημοτολόγιο».
    Ανάλογα προβλήματα παρουσιάζει η διαδικασία αμφισβήτησης ιθαγένειας, η οποία θα μπορούσε να εξορθολογισθεί νομοθετικά με προσθήκη, στο άρθρο 26 ΚΕΙ, διατάξεων για: το βάρος κίνησης της σχετικής διαδικασίας («κάθε δημόσια υπηρεσία που αμφισβητεί την ελληνική ιθαγένεια προσώπου παρά την ύπαρξη εγγραφής σε δημοτολόγιο ή μητρώο αρρένων, υποβάλλει σχετικό ερώτημα στον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος αποφαίνεται μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου και σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας»), τη δημοσιότητα της πράξης («αν η απόφαση διαπιστώνει την ανυπαρξία ή αποβολή της ελληνικής ιθαγένειας προσώπου εγγεγραμμένου σε δημοτολόγιο, δημοσιεύεται περίληψή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως») και την ισχύ του κατ’ άρθρο 27 παρ. 2 τεκμηρίου ιθαγενείας μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ανωτέρω διαδικασία.

  • 6 Ιανουαρίου 2010, 21:31 | KΩΣΤΑΣ

    Θεωρώ ότι η διαδικασία είναι πολύπλοκη και χρονοβόρα και είναι σίγουρο ότι «κάποιοι» μέσα από το σύστημα συστηματικά θα αποκομίσουν μαύρο χρήμα εις βάρος ταλαιπωρημένων συνανθρώπων μας…
    Θα πρέπει προσκομίζοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά στο δήμο να ελέγχονται από την αστυνομία και στη συνέχεια να προωθούνται στο υπουργείο Εσωτερικών ώστε να περνούν από μια επιτροπή.