• Σχόλιο του χρήστη 'Καίτη' | 17 Μαΐου 2015, 00:10

    Η λέξις ιθαγενής και ιθαιγενής (Όμηρος: «Οδύσεια» Ξ 203) προέρχεται από το ιθύς, που σημαίνει «κατ’ ευθείαν» (Ε. Κοφινιώτη «Λεξικόν ομηρικόν» σελ. 157, Ν. Δασκαλάκη: «Λεξικόν ετυμολογικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» σελ. 209, J Hofmann: «Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής» σελ. 140 κ.α) και από το «γένος», που σημαίνει την φυλήν. Έχομεν λοιπόν σύνθεσιν των ιθύς+γένος και ιθαγενής καλείται ο έχων κατ’ ευθείαν σχέσιν με γένος. Στην Αρχαίαν Ελληνικήν Γλώσσαν ιθαγενής ονομάζεται ο γνήσιος προς συγκεκριμένον γένος. Κατά συνέπειαν το περιεχόμενον της ιθαγενείας είναι φυσικόν γεγονός (όχι επίκτητον) και ειδικώτερον φυλετικόν. Η έννοια του ιθαγενούς απαντάται στον Ηρόδοτον («Ιστορία»6,53) στον Αισχύλο («Πέρσαι» 306) στον Στράβωνα («Γεωγραφικά» 7,7,8)κ.τ.λ. Χάριν της ετυμολογίας σημειούμεν, ότι το ιθύς προέρχεται εκ του ρήματος ιθύω, που σημαίνει βαίνω κατ’ ευθείαν. Το ιθύω να μη συγχέεται με το ιθύνω, που σημαίνει κυβερνώ π.χ. ιθύνουσα τάξις. Το νομοσχέδιο είναι ΕΘΝΟΚΤΟΝΟ...............