• Σχόλιο του χρήστη 'ΡΟΜΠΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ' | 29 Αυγούστου 2016, 11:20

    «ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ Ο.Τ.Α. ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΑΡΘ.2 παρ. 2 και 3.α Κείμενο προτεινόμενης διάταξης: 2. Για το διορισμό στη θέση του Ελεγκτή Νομιμότητας απαιτούνται: α) πτυχίο νομικού τμήματος ελληνικού Α.Ε.Ι. ή ισότιμου της αλλοδαπής και μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δίπλωμα ελληνικού Α.Ε.Ι. ή ισότιμου της αλλοδαπής και β) άριστη ή πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας. 3. α. Για τη θέση αυτή μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα και μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, κάτοχος πτυχίου νομικού τμήματος ελληνικού Α.Ε.Ι. ή ισότιμου της αλλοδαπής ή Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με άριστη ή πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας, ο οποίος έχει ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης τουλάχιστον επί ένα έτος ή Διεύθυνσης τουλάχιστον επί τρία έτη. Στο παραπάνω κείμενο προτεινόμενης διάταξης ορίζονται τα προσόντα του ελεγκτή νομιμότητας των Δήμων. Παρατηρείται ότι: 1. Η θέση του ελεγκτή νομιμότητας αφορά σε πτυχιούχους νομικής και μόνο, και η άριστη ή πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας. 2. Τη θέση του ελεγκτή νομιμότητας μπορούν να διεκδικήσουν δυο κατηγορίες νομικών επιστημόνων: α) δικηγόροι με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών β) δημ. υπάλληλοι με διευθυντική εμπειρία ή εμπειρία άσκησης καθηκόντων Γενικής Διεύθυνσης. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι: Ι) οι νομομαθείς προερχόμενοι από τον υπαλληλικό μηχανισμό φέρουν το τεκμήριο γνώσης και εμπειρίας με τη Δημόσια Διοίκηση (όχι κατ’ ανάγκη με την Αυτοδιοίκηση, γιατί άραγε;) σε μέγεθος δυο και πλέον δεκαετιών, εφόσον πρόκειται για ανθρώπους με εμπειρία Γενικού Διευθυντή ΙΙ) οι νομομαθείς προερχόμενοι από το δικηγορικό επάγγελμα δεν φέρουν το τεκμήριο γνώσης και εμπειρίας από τη Δημόσια Διοίκηση. Αναφορικά, δε, με τη δικηγορική εμπειρία, ουδόλως λαμβάνεται υπόψη ότι από την τρέχουσα καθημερινότητα μεγάλο τμήμα των δικηγορικών υποθέσεων αποτελούν υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, αγοραπωλησιών, εταιρικού – πτωχευτικού δικαίου, κοινού ποινικού δικαίου, τομείς που ουδόλως σχετίζονται με τη Δημόσια Διοίκηση ή την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την περιγραφή της διάταξης, ο νομομαθής υπάλληλος με διοικητική εμπειρία δεκαετιών, φέρει περισσότερα εχέγγυα τριβής και εμπειρίας από τη Δημόσια Διοίκηση, συγκρινόμενος με το νομομαθή δικηγόρο που είναι, μεν, κάτοχος διδακτορικού τίτλου (δε γνωρίζουμε εάν το διδακτορικό θα αφορά στη Δημ. Διοίκηση ή π.χ στην νεωτερική αντίληψη του σωφρονιστικού κώδικα, παρόλα αυτά, έστω ότι καλώς εξισώνονται τα δύο) αλλά ουδόλως απαιτείται να φέρει εμπειρία από τη Δημόσια Διοίκηση. Και στο σημείο αυτό προκύπτει το ερώτημα: εκφράζει ο κοινός νομοθέτης διάθεση ισότιμης αντιμετώπισης μεταξύ των δύο; Πώς ο ένας νομομαθής απαιτείται να φέρει την εμπειρία δεκαετιών στο αντικείμενο της διεκδικούμενης θέσης, ενώ ο άλλος νομομαθής δεν απαιτείται να τη φέρει; Είναι, δε, τόσο εξώφθαλμη αυτή η άνιση μεταχείριση των δυο ομάδων νομικών επιστημόνων που αναρωτιέται κάποιος εάν σκοπίμως για τους μεν απαιτείται η κατάθεση τόσου κόπου και τόση εξέλιξη στην ιεραρχία, ώστε να ευνοούνται πολύ πιο εύκολα οι μη έχοντες τη σχετική εμπειρία καλυπτόμενοι πίσω από τους τίτλους ενός μεταπτυχιακού (το οποίο διαρκεί μέχρι δύο χρόνια) ή ενός διδακτορικού (το οποίο διαρκεί μέχρι πέντε χρόνια) αντί της τριβής με τη δημόσια Διοίκηση διάρκειας 25 ετών! Εάν, δε, σκεφθεί κανείς ότι το αντικείμενο των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών που εξομοιώνεται με τη διοικητική εμπειρία των δεκαετιών, μπορεί και να μη σχετίζεται με τη δημόσια διοίκηση, ενώ η εμπειρία του Γενικού ή απλού Διευθυντή του Δημοσίου είναι αδύνατο να μη σχετίζεται με τη Δημόσια Διοίκηση μπορεί και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι επιδίωξη του νομοθέτη είναι να δώσει μια «δήθεν» δυνατότητα στους ανώτερους υπαλλήλους να διεκδικήσουν τη θέση, ενώ να δημιουργεί περισσότερους διεκδικητές μεταξύ των δικηγόρων σκοπίμως, αγγίζοντας τα όρια της φωτογράφισης των δυνητικών υποψηφίων. Για τη τήρηση της ισότιμης μεταχείρισης, οι δυο κατηγορίες νομικών επιστημόνων θα έπρεπε να περιγράφονται διαφορετικά και, κατά τη γνώμη μου: μία δεκαετία αποδεδειγμένης δικηγορικής εμπειρίας στον τομέα του Δημοσίου θα ήταν υποχρεωτικό να τεθεί, έστω για να τηρηθούν τα προσχήματα μιας ισόρροπης και ισορροπημένης διάταξης. Ακόμη και αριθμητικά να το προσεγγίσει κάποιος, τα δέκα χρόνια δικηγορικής εμπειρίας σχετιζόμενης με τη Δημόσια Διοίκηση, με την προσαύξηση ενός πενταετούς διάρκειας διδακτορικού τίτλου σπουδών, αντιστοιχεί σε μικρότερο χρόνο της 25χρονης υπηρεσίας που μπορεί να έχει ένα Γενικός Διευθυντής, ή, τουλάχιστον, της εικοσάχρονης ένα Διευθυντής. Δηλαδή, ακόμη και μέσα από αυτήν την προσθήκη στις προϋποθέσεις, ο νομικός επιστήμονας που προέρχεται από τη δικηγορία βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από το νομικό επιστήμονα που προέρχεται από τη Δημόσια Διοίκηση. 2. Τέλος, δεν μπορεί να μη γίνει μία αναφορά στο θέμα της ξένης γλώσσας. Ορίζεται ως απαραίτητο προσόν η άριστη ή πολύ καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας. Γιατί, άραγε, δεν ορίζεται ποιας γλώσσας ή ποιας μεταξύ ποιών γλωσσών; Η απάντηση σε αυτό το ζήτημα κατά τη γνώμη μου είναι η εξής: για τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης θέσης το αυτονόητο προαπαιτούμενο είναι η άνετη επαφή και χρήση της ξένης βιβλιογραφίας, αποφάσεων και νομολογίας που παράγονται από την ευρωπαϊκή Γραφειοκρατία κ.λ.π. Δεν είναι αυτονόητη απαίτηση ο Ελεγκτής νομιμότητας να είναι σε θέση να συντάξει ένα άρθρο, ένα υπόμνημα ή μία μελέτη προς τις ισότιμες και ισόβαθμες ευρωπαϊκές Αρχές και όργανα προασπιζόμενος τη δουλειά και το κύρος των Αρχών της Χώρας του; Μπορεί τη σύνταξη ενός κειμένου τέτοιας βαρύτητας να την κάνει αυτός που έχει πολύ καλή γνώση, ή αυτός που έχει άριστη γνώση της ξένης γλώσσας; Μπορεί τη σύνταξη ενός κειμένου τέτοιας βαρύτητας να την κάνει αυτός που έχει άριστη γνώση της ουκρανικής, ή π.χ. της Αγγλικής, που είναι και μία από τις γλώσσες ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας; Σε ένα σύγχρονο κράτος είναι λογικό οι ξένες γλώσσες που απαιτούνται να κρίνονται ανάλογα με το είδος της επαγγελματικής θέσης. Πιθανώς για μια άλλη θέση να είναι απαραίτητη η βουλγαρική, η ρωσική, ή η αραβική γλώσσα. Για τη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, είναι δυνατό να μην λαμβάνεται υπόψη η ευρωπαϊκή αξία των πορισμάτων περί τη νομιμότητα λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και να μην απαιτείται η άριστη γνώση μιας από τις επίσημες γλώσσες της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας; Θέλω να πιστεύω ότι αυτή η αοριστία στο κείμενο της προταθείσας διάταξης υπάρχει από απροσεξία και όχι από σκοπιμότητα, επειδή συμβαίνει να υπάρχουν νομικοί επιστήμονες που δεν γνωρίζουν άριστα αγγλικά ή γαλλικά, αλλά γνωρίζουν π.χ. άριστα σερβικά ή βουλγαρικά, έχοντας σπουδάσει σε χώρες της Βαλκανικής.