• Σχόλιο του χρήστη 'Νίκος Χρυσικός' | 2 Σεπτεμβρίου 2016, 21:37

    H διοικητική αυτοτέλεια των ΟΤΑ, ήτοι το δικαίωμα τους να ρυθμίζουν και να διευθύνουν στα πλαίσια του νόμου με δική τους ευθύνη και προς όφελος των δημοτών τους, τις δημόσιες τοπικές υποθέσεις εκτιμώντας το δημοτικό συμφέρον σε κάθε περίπτωση, κατοχυρώνεται από το άρθρο 102 Σ, και τα σχετικώς οριζόμενα στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας που κυρώθηκε με το ν. 1850/89 και στο άρθρο 1 του ν. 3463/2006 (Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων). Συνεπώς η διάταξη κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αν και κατά την άποψή μου και υπό τις ισχύουσες ρυθμίσεις του Καλλικράτη (αρθ. 72 και 176) τα αρμόδια όργανα των ΟΤΑ μπορούν ελεύθερα να αποφασίσουν την μη άσκηση ενδίκων μέσων σε τέτοιες υποθέσεις. και τούτο διότι η μόνη περίπτωση κατά την οποία η εξάντληση των ενδίκων μέσων φαίνεται να είναι υποχρεωτική είναι η οριζόμενη με την εξαιρετική διάταξη του άρθρου 72 § 2 για τους ΟΤΑ α΄βαθμού και αντίστοιχη ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 176 περ. ζ΄για τους ΟΤΑ β΄βαθμού του ν. 3852/2010, («Προκειμένου για μισθολογικές απαιτήσεις κάθε μορφής, περιλαμβανομένων και των επιδομάτων, δεν είναι δυνατή η παραίτηση από την άσκηση των ενδίκων μέσων, ο δικαστικός ή εξώδικος συμβιβασμός και η κατάργηση δίκης εκτός από τις περιπτώσεις που το νομικό ζήτημα έχει κριθεί με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου»). Είναι προφανές ότι οι περιπτώσεις στη ρύθμιση των οποίων αποσκοπεί η ρύθμιση της νέας διάταξης, κατά την έννοια της υφιστάμενης ρύθμισης, δεν έχουν, ούτως ή άλλως, ως αντικείμενο «μισθολογικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις μισθών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και γενικά μισθολογικών παροχών οποιασδήποτε μορφής» , αλλά τη νομική φύση και ταυτότητα της επίδικης έννομης σχέσης. Η αναγνώριση μιας εριζόμενης κατά τη νομική φύση της σχέσεως εργασίας ως ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δεν αποτελεί «μισθολογική διαφορά» κατά την έννοια των περιπτώσεων των άρθρων 72 παρ. 2 και 176 περ. ζ΄, οι δε περαιτέρω (και αυτομάτως επερχόμενες) έννομες συνέπειες του χαρακτηρισμού δεν αποκτούν αυτοτελή νομική σημασία. Στο μέτρο λοιπόν που με μία δικαστική απόφαση αναγνωρίζεται μόνον η νομική μορφή της σχέσεως εργασίας που συνδέει εργαζόμενο με ΟΤΑ χωρίς να επιδικάζει διαφορές αποδοχών, έχω την γνώμη δεν είναι "υποχρεωτική" η εξάντληση των ενδίκων μέσων. Με τη "νέα" διάταξη για να είναι δυνατή η παραίτηση απο τα ένδικα μέσα πρέπει να συντρέξουν και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που τίθενται με αυτή, δηλαδή: α) η προηγούμενη παραίτηση των απασχολουμένων από τις "παρεπόμενες" χρηματικές απαιτήσεις (αξιώσεις αναδρομικών αποδοχών) και β) η διαπίστωση της ύπαρξης πιστώσεων στον προϋπολογισμό του φορέα για την κάλυψη της (μελλοντικής) δαπάνης που προκύπτει από την άμεση συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση, η οποία μνημονεύεται στην απόφαση παραίτησης και λαμβάνεται ύστερα από απλή (και όχι απαραίτητα σύμφωνη) γνωμοδότηση δικηγόρου και του προϊσταμένου της οικονομικής υπηρεσίας του φορέα. Κατά την άποψή μου η νέα διάταξη θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής δηλαδή να παρέχει στους ΟΤΑ υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα να παραιτούνται από τα ένδικα μέσα και στις περιπτώσεις μισθολογικών αξιώσεων, που σε πολλές περιπτώσεις διαιωνίζονται δίχως σοβαρό λόγο, λόγω της υποχρεωτικής εξάντλησης των ενδίκων μέσων, επιβαρύνοντας τους φορείς με τόκους υπερημερίας και δικαστικές δαπάνες. Θα συμφωνούσα συνεπώς με την πρόταση του σχολίου του συναδέλφου Μιχάλη Ράσσα, να προστεθεί επιπλέον εδάφιο στην παράγραφο 1, ως εξής: «Με τους ίδιους όρους και τις ίδιες προϋποθέσεις επιτρέπεται η μη άσκηση ενδίκων μέσων ή η παραίτηση από ήδη ασκηθέντα ένδικα μέσα κατά δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν ή αναγνωρίζουν μισθολογικές διαφορές στο προσωπικό των ΟΤΑ». Νικόλαος Δ. Χρυσικός Δικηγόρος Θεσσαλονίκης Προϊστάμενος Δ/νσης Νομικής Υποστήριξης / Νομικός Σύμβουλος Δήμου Θεσσαλονίκης