• Σχόλιο του χρήστη 'Ιωάννης Αβρανάς' | 27 Οκτωβρίου 2016, 13:17

    Η διαχρονική κατάσταση στο πεδίο της υποδοχής αιτούντων διεθνούς προστασίας και ασυνόδευτων ανηλίκων στην Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξόχως προβληματική. Η απόκλιση μεταξύ της συνολικής δυναμικότητας του συστήματος υποδοχής και φιλοξενίας και του συνολικού αριθμού των αιτούντων που έχρηζαν σχετικής προστασίας διατηρήθηκε διαχρονικά, χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις, δυσανάλογα μεγάλη υπό την έννοια ότι, μόνο μια πολύ μικρή μειοψηφία των δικαιούχων (αιτούντων) κατέστη δυνατό να ωφεληθεί από τις παρεχόμενες συνθήκες υποδοχής της χώρας. Στην περίπτωση δε των ασυνόδευτων ανηλίκων η χρήση των παρεχόμενων συνθηκών ήταν ως επί το πλείστον εργαλειακή (με κύριο στόχο την άρση της κράτησης) και η κινητικότητα της ροής προς έξοδο από τη χώρα αμείωτη. Αιτίες αυτής της προβληματικής κατάστασης ήταν, βασικά, η ανυπαρξία ενός ολοκληρωμένου συστήματος ασύλου, το οποίο να είναι σε θέση να διαχειρίζεται τις υποβαλλόμενες αιτήσεις σε πραγματικό χρόνο, καθώς και ενός συστήματος υποδοχής που να ακολουθεί τη ροή της διαδικασίας ασύλου με αποτελεσματικότητα ως προς την παροχή των απαιτούμενων συνθηκών υποδοχής. Οι επιμέρους ελλείψεις, αλλά κυρίως η ανυπαρξία των εν λόγω συστημάτων, που συνιστούν βασικές προϋποθέσεις μιας λειτουργικής κρατικής δομής στο πεδίο της υποδοχής αιτούντων διεθνούς προστασίας, είναι εν πολλοίς γνωστές σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια ανάλυση δε θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στη στόχευση του παρόντος σχολιασμού. Λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση του πεδίου της υποδοχής, καθώς και τις τρέχουσες προκλήσεις στη διαχείριση των υπέρμετρα αυξημένων μεταναστευτικών ροών της περιόδου, δεδομένων μάλιστα των επιβεβλημένων δημοσιονομικών περιορισμών επί του εθνικού προϋπολογισμού, κατατίθενται ακολούθως κάποια σχόλια επί του προτεινόμενου σχεδίου νόμου (άρθρα 6 & 7), υπό τη βασική παραδοχή ότι η ενσωμάτωση των προβλέψεων της Οδηγίας στο εγχώριο Δίκαιο, ιδίως σε ζητήματα προστασίας ευάλωτων πληθυσμών, οφείλει να είναι απολύτως ακριβής, αποσκοπώντας κυρίως στην αποφυγή αστοχιών και στρεβλώσεων στο διαδικαστικό επίπεδο εφαρμογής. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος καταδεικνύεται απτός, μεταξύ άλλων, από την κοινή εμπειρία μέχρι σήμερα, στη βάση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Αλλά ακόμη και όταν αντικειμενικοί και ανελαστικοί παράγοντες εκτιμάται ότι καθιστούν πρακτικά ανέφικτη την παροχή των προτεινόμενων (από την Οδηγία) εγγυήσεων ως προς την αποτελεσματική κάλυψη των πληθυσμιακών ομάδων που χρήζουν συνθηκών υποδοχής, κρίνεται προτιμητέα μία ενδεχόμενη απόκλιση μεταξύ των ακέραια θεσμοθετημένων υποχρεώσεων της Πολιτείας και των, εξ' ανάγκης, μειωμένων παρεχόμενων συνθηκών έναντι μιας επιλογής ελαττωμένων εγγυήσεων, υπό τον φόβο πιθανής ανακολουθίας στο επίπεδο εφαρμογής. Τέλος, κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας, κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει η συνεκτίμηση των πραγματικών συνθηκών και καταστάσεων σε επίπεδο κράτους μέλους, οι οποίες δύνανται να στρεβλώνουν ή και να ακυρώνουν στην πράξη τις προτεινόμενες εγγυήσεις προστασίας ενός νομικού κειμένου, ορμώμενου εξ ενός περιβάλλοντος με διαφορετικές ορίζουσες και δεδομένα.