• Σχόλιο του χρήστη 'Γιάννης' | 21 Νοεμβρίου 2019, 11:19

    1. Πρέπει να μην υπάρχει ελάχιστος απαιτούμενος χρόνος άσκησης καθηκόντων θέσης ευθύνης για να θέσει κάποιος υποψηφιότητα για προϊστάμενος (Διευθυντής , Γενικός Διευθυντής). Αν τα μόρια είναι επαρκή αυτό πρέπει να αρκεί. Εφόσον υπάρχει τέτοιος ελάχιστος απαιτούμενος χρόνος, τουλάχιστον να είναι σαφές ότι διανυθείς χρόνος άνω του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος. 2. Πρέπει να μην μοριοδοτείται η άσκηση καθηκόντων ευθύνης που διανύθηκε κατόπιν τοποθέτησης ή αναπλήρωσης αλλά μόνο αυτή που διανύθηκε κατόπιν κρίσης. Δεν πρέπει να πριμοδοτούνται οι "δεινόσαυροι" και οι "κομματικοί". Εφόσον μοριοδοτείται όμως, τουλάχιστον να μην μοριοδοτείται με τα ίδια μόρια. Δεν μπορεί η κρίση να μην συνυπολογίζεται πουθενά. 3. Πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη ότι όσοι προϊστάμενοι τοποθετούνται κατόπιν κρίσης σε θέσεις ευθύνης και για οποιοδήποτε λόγο , που οφείλεται στην υπηρεσία (κατάργηση οργανικής θέσης, αλλαγή οργανογράμματος κλπ), παύονται από τα καθήκοντά τους, να μετατάσσονται αυτοδικαίως σε άλλη ανάλογη θέση ευθύνης για το υπόλοιπο της θητείας τους ή να λογίζεται ως πραγματικά διανυθείσα η τριετής θητεία στη θέση ευθύνης που τους είχε ανατεθεί. 4. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την αναγνώριση και μοριοδότηση προϋπηρεσίας ιδιωτικού τομέα, από υπαλλήλους, οι οποίοι πριν την αίτηση για αναγνώριση αυτής της προϋπηρεσίας, μετατάχθηκαν σε διαφορετικό κλάδο και βαθμό, λόγω απόκτησης δεύτερου πτυχίου. Δυστυχώς αυτές οι περιπτώσεις έχουν μείνει αδικαιολόγητα εκτός της επιρροής του Π.Δ. 69/2016 με αποτέλεσμα να υπάρχει το οξύμωρο σχήμα να αναγνωρίζεται και να μοριοδοτείται ο χρόνος προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα, αν αυτός έχει αναγνωριστεί πριν την μετάταξη του υπαλλήλου και να μην αναγνωρίζεται ο χρόνος αν η μετάταξη έτυχε να συντελεστεί πριν την αίτηση για αναγνώριση. Η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία είναι μια ευκαιρία για τη διόρθωση αυτής της αδικίας. 5. Πρέπει να καθοριστεί πιο σαφής και αυστηρός τρόπος αναγνώρισης της συνάφειας, ειδικά για τις περιπτώσεις των διδακτορικών, γιατί αυτό αποτελεί συχνότατα πεδίο ύπουλης υποβάθμισης προσόντων και ύπουλου υποβιβασμού υποψηφίων, ενίοτε συντελούμενη από συναδέλφους, συνυποψηφίους ή και εν δυνάμει ανταγωνιστές τους που μετέχουν στα υπηρεσίακά συμβούλια ή στα συμβούλια επιλογής προσωπικού. Είναι πολύ εύκολο να βγάζεις κάποιον υποψήφιο από τη μέση δια της μη αναγνώρισης συνάφειας στο διδακτορικό του (πράγμα που θα του αφαιρέσει τόσα μόρια που δεν θα μπορεί πια να είναι ανταγωνιστικός) αντί να τον περάσεις στη συνέντευξη, όπου μπορεί και να δείξει την ικανότητά του. Εξάλλου η μη αναγνώριση συνάφειας δεν μπορεί να κριθεί επί της ουσίας ούτε από τα δικαστήρια, οπότε μπορεί να αποτελεί ένα πεδίο ανεξέλεγκτο και βολικό για "ξεκαθαρίσματα λογαριασμών" εντός των υπηρεσιών. Γενικά πάντως, δεν είναι δυνατόν να κρίνεται η συνάφεια ενός διδακτορικού από τον τίτλο της διατριβής και να αγνοείται ότι το διδακτορικό δίπλωμα πιστοποιεί τη βαθύτατη γνώση όλου του επιστημονικού πεδίου. Δεν είναι δυνατόν ο διδάκτορας πχ πολιτικής επιστήμης να μπορεί να διδάξει όλο το πεδίο της οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους στο πανεπιστήμιο και να μην μπορεί να του αναγνωριστεί αυτή η γνώση στις υπηρεσίες που παρέχει ως υπάλληλος στο κράτος, γιατί π.χ. ο τίτλος της διατριβής του αφορά κάτι ειδικό που δεν τυχαίνει να υπάρχει στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία που υπηρετεί. Η διατριβή είναι έρευνα επί του ειδικού, η οποία όμως απαιτεί την πλήρη γνώση όλου του γενικού, που αφορά το επιστημονικό πεδίο. Το διδακτορικό δεν είναι ειδίκευση για να κρίνεται στενά αλλά γενίκευση επί του επιστημονικού πεδίου, οπότε πρέπει να κρίνεται επί αυτής της βάσης η συνάφειά του. Επίσης ο κάτοχος διδακτορικού έχει αποκτήσει, πέραν των γνώσεων επί του επιστημονικού πεδίου και άλλες αναλυτικές και συνθετικές ικανότητες, οι οποίες είναι πάντα χρήσιμες και πρέπει να αναγνωρίζονται και να μοριοδοτούνται. Πρέπει να γίνει σαφές στο κείμενο του νόμου ότι η συνάφεια των διδακτορικών δεν μπορεί να κρίνεται με στενή λογική αλλά επί τη βάση του επιστημονικού πεδίου.