• Σχόλιο του χρήστη 'Απόστολος' | 8 Μαΐου 2021, 13:05

    Ορισμένες σκέψεις και προβληματισμοί επί του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπ. Εσωτερικών «Θεσμικό πλαίσιο τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα». Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ρύθμιση του πλαισίου οργάνωσης και αποτελεσματικής εφαρμογής της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα κρίνεται, εκ των πραγμάτων, χρήσιμη, επωφελής, ακόμα και απαραίτητη λόγω του ότι συντρέχει μια πληθώρα λόγων οι οποίοι είναι σαφώς περισσότεροι από αυτούς που αναφέρονται σtα Άρθρα 1 και 2 της σχετικής Αιτιολογικής Έκθεσης (λ.χ. οι ακατάλληλες έως και επικίνδυνες κτιριακές εγκαταστάσεις, η έλλειψη στοιχειωδών κανόνων εργονομίας και χωρικής διαρρύθμισης, οι απαρχαιωμένες υποδομές και εξοπλισμός πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών κ.ο.κ.). Με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, σε αντικείμενα εργασίας όπου η τηλεργασία είναι εφικτό να εφαρμοστεί, το παραγόμενο έργο δύναται να έχει πολλαπλά οφέλη, σε σχέση με την «εργασία στο γραφείο», τόσο για τους εξυπηρετούμενους πολίτες όσο και για τους εργαζόμενους υπαλλήλους. Ενώ, λοιπόν, υπάρχει ρητή παραδοχή ότι η τηλεργασία (μπορεί να) είναι (τουλάχιστον) εξίσου αποτελεσματική με την «εργασία στο γραφείο» η δομή και η λογική του σχεδίου νόμου του Υπ. Εσωτερικών «Θεσμικό πλαίσιο τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα» φαίνεται να αμφισβητεί έμπρακτα τη συγκεκριμένη παραδοχή. Η ανωτέρω αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας (ουσιαστικά της καθολικής υπεροχής της τηλεργασίας έναντι της «εργασίας στο γραφείο») εδράζεται σε τρεις από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις: Α) Χρονικός περιορισμός της τηλεργασίας. Στο Άρθρο 14 της σχετικής Αιτιολογικής Έκθεσης αναφέρεται «Η τηλεργασία πραγματοποιείται αποκλειστικά σε διάστημα τριών (3) μηνών και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα (40) εργάσιμες ημέρες ανά ημερολογιακό έτος είτε ο τηλεργαζόμενος τις λάβει σε συνεχείς ημέρες είτε διακοπτόμενα.» Για το τρέχον έτος οι καθαρές εργάσιμες ημέρες ανέρχονται σε 227. Σύμφωνα με τον προτεινόμενο χρονικό περιορισμό η τηλεργασία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 17,62% των καθαρών εργάσιμων ημερών, μόνο! Αλήθεια, πως αυτό το ελάχιστο ποσοστό επί των καθαρών εργάσιμων ημερών, και μάλιστα εντός μόνο ενός συγκεκριμένου τριμήνου, μπορεί να επιφέρει το οποιοδήποτε ουσιαστικό και σοβαρό όφελος; Β) Ποσοτικός περιορισμός τηλεργασίας. Στο Άρθρο 14 της σχετικής Αιτιολογικής Έκθεσης αναφέρεται «Με την διάταξη του άρθρου 9 τίθεται το μέγιστο όριο 25% στον αριθμό των υπαλλήλων που μπορούν να εργαστούν με τηλεργασία ανά Διεύθυνση (ή Αυτοτελές Τμήμα) του φορέα. Το όριο αυτό υπολογίζεται επί του συνόλου των υπαλλήλων της εν λόγω Διεύθυνσης (ή του εν λόγω Αυτοτελούς Τμήματος) των οποίων η φύση των καθηκόντων τους καθιστά εφικτή την εκτέλεσή τους μέσω τηλεργασίας. Δηλαδή, μόνο το (κατά μέγιστο) 25% του αριθμού των υπαλλήλων μπορούν να εργαστούν με τηλεργασία ανά Διεύθυνση (ή Αυτοτελές Τμήμα) του φορέα με χρονικό περιορισμό που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 17,62% των καθαρών εργάσιμων ημερών εκάστου εργαζομένου. Οι δυο παραπάνω ρυθμίσεις (χρονικός και ποσοτικός περιορισμός της τηλεργασίας), η αναγκαιότητα και τα συγκεκριμένα όρια των οποίων ούτε προκύπτουν λογικοφανώς ούτε και τεκμηριώνονται, και περιορίζουν δραστικά τα δυνητικά οφέλη της νομοθετικής ρύθμισης αλλά και θέτουν ουσιαστικά σε αμφισβήτηση την ίδια την αποτελεσματικότητα της καινοτομίας που το σχέδιο νόμου εισάγει. Γ) Ρόλος των Προϊσταμένων Διεύθυνσης. Οι Προϊστάμενοι Διεύθυνσης καθίστανται ο κομβικός ρυθμιστικός παράγοντας του καθορισμού των θέσεων τηλεργασίας από την πλευρά του φορέα καθώς και της έκδοσης της απόφασης για τηλεργασία. Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει, και υπονοεί, ότι οι Προϊστάμενοι Διεύθυνσης είναι σε θέση και πρόκειται να λειτουργούν αμερόληπτα και αποτελεσματικά κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων καθορισμού των θέσεων τηλεργασίας και της έκδοσης της απόφασης για τηλεργασία για τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους – ελλείψει, μάλιστα, κάποιου ελεγκτικού μηχανισμού ή διαδικασίας υποβολής ενστάσεων. Δυστυχώς η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από αυτό που ο νομοθέτης θεωρεί ως δεδομένο (δηλαδή την αποτελεσματική και αμερόληπτη λειτουργία των Προϊσταμένων Διεύθυνσης). Τελειώνοντας και συνοψίζοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι αναμφισβήτητα η ρύθμιση του πλαισίου οργάνωσης και αποτελεσματικής εφαρμογής της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα, τόσο σε κανονικές όσο και σε έκτακτες συνθήκες, μέσω της αξιοποίησης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών είναι και χρήσιμη και ωφέλιμη – πρακτικά είναι απαραίτητη. Όμως, το προτεινόμενο σύστημα ρύθμισης της εφαρμογής της τηλεργασίας στον Δημόσιο Τομέα εμπεριέχει δομικά στοιχεία τα οποία περιορίζουν έως και αποκλείουν τα δυνητικά οφέλη της τηλεργασίας τόσο σε μίκρο-επίπεδο όσο και σε μάκρο-επίπεδο. Ουσιαστικά προτείνεται η εισαγωγή ενός ασφυκτικά περιορισμένου, χρονικά και ποσοτικά, πλαισίου τηλεργασίας το οποίο επαφίεται αποκλειστικά στις διαθέσεις και τρόπο λειτουργίας των Προϊσταμένων Διεύθυνσης. Θεωρώ ότι αυτό το Προϊσταμενοκεντρικό και ασφυκτικά περιορισμένο, χρονικά και ποσοτικά, πλαίσιο τηλεργασίας θα πρέπει να ανασχεδιαστεί ριζικά ως προς τους τρεις αυτούς άξονες. Αν το σχέδιο νόμου μείνει ως έχει το αποτέλεσμα θα είναι μεν κάτι καλύτερο από το υφιστάμενο σύστημα αλλά, σε όρους πραγματικών θετικών επιπτώσεων, θα είναι μάλλον «πολύ κακό για το τίποτα».