• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνος' | 15 Νοεμβρίου 2009, 01:25

    Το τεστ δεξιοτήτων αποτελεί πρακτική η οποία είναι αντιγραφή ανάλογων διαδικασιών οι οποίες ακολουθούνται από πανεπιστήμια των ΗΠΑ (GRE, GMAT), το καναδικό Δημόσιο κλπ, όπου όμως το αποτέλεσμα των αντίστοιχων διαγωνισμών είναι ΠΡΟΑΠΑΙΤΗΣΗ. Αντίθετα, η λογική και ο τρόπος εφαρμογής του στις Ελληνικές συνθήκες δεν είναι ορθός για τους εξής λόγους: (α) Η ειδική γραπτή δοκιμασία καλείται να εξετάσει εαν και σε ποιο βαθμό ο υποψήφιος διαθέτει βασικές γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίες έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Από τη στιγμή που αυτές οι γνώσεις βαθμολογούνται, δεκάδες υποψήφιοι θα καταφύγουν σε πρακτικές λήψης έτοιμης - συμπυκνωμένης γνώσης (παραπαιδεία), ώστε να αποκτήσουν τις ανάλογες ικανότητες. Σημειώνω ότι είμαι γνώστης ανάλογων φαινομένων στο εξωτερικό και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά στο γνωστό διαγωνισμο GRE των πανεπιστημίων των ΗΠΑ, όπου Ασιάτες υποψήφιοι αρίστευαν στα τεστ αγγλικής γλώσσας αυτού χωρίς να ομιλούν καθόλου αγγλικά, έχοντας αποστηθίσει πληθώρα ερωτήσεων. (β) Όπως προαναφέρθηκε, στο εξωτερικό, τα συγκεκριμένα τεστ αποτελούν προααπαίτηση και όχι βαθμολογούμενο κριτήριο όπως στην περιπτωση των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ. Αναλογικά, αν πραγματικά επιδίωξη από την εφαρμογή της εν λογω ειδικής γραπτής δοκιμασίας είναι η πρόσληψη υπαλλήλων με ικανοποιητικό υπόβαθρο γενικών γνώσεων, θα έπρεπε όλοι οι διαγωνιζόμενοι να συμμετέχουν υποχρεωτικά σε αυτή και να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στους διαγωνισμούς με σειρά προτεραιότητας, αν και εφόσον έχουν λάβει μια ελάχιστη βαθμολογία (βάση) στην ειδική δοκιμασία. Αντίστοιχη άλλωστε πρακτική ακολουθείται και σε ό,τι αφορά στην απόδειξη της γνώσης Η/Υ. Γιατί άραγε να απαιτείται από το Ε.Δ. πιστοποίηση της γνώσης Η/Υ και όχι βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων τις οποίες ευαγγελίζεται η ειδική γραπτή δοκιμασία; (γ)Είναι τουλάχιστον απαράδεκτο, η βαθμολογία της ειδικής δοκιμασίας να είναι ισοδύναμη ή και να υπερβαίνει την βαθμολογία μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών. Οι κόποι, οι θυσίες, ο χρόνος και το κόστος για την απόκτηση -ιδιαίτερα- διδακτορικών τίτλων δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συγκριθούν με εξέταση λίγων ωρών σε γνώσεις οι οποίες λαμβάνονται κατακερματισμένες από την παρακολούθηση της επικαιρότητας και από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Άλλωστε, οι βασικές δεξιότητες και η εξειδίκευση αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικές πτυχές, οι οποίες δεν μπορούν να τίθενται ισοβαρώς για την πρόσληψη ενός υποψηφίου σε μια θέση με συγκεκριμένες επιστημονικές απαιτήσεις. Απορώ λοιπόν πώς είναι δυνατή η εξίσωση ερευνητικής δραστηριότητας και εξειδίκευσης σε ένα αντικείμενο με γενικές γνώσεις και δεξιότητες. Με την ίδια λογική άλλωστε, θα έπρεπε θεωρητικά ο αριστούχος της ειδικής δοκιμασίας να έχει τα απαραίτητα προσόντα συμμετοχής ως υποψήφιος σε θέσεις μελών ΔΕΠ. (δ) Αν εξετάσει κάποιος αναλυτικά τις βαθμολογίες της ειδικής δοκιμασίας (θα φροντίσω στις επόμενες ημέρες να παρέχω στη δημόσια διαβούλευση μια περιγραφική στατιστική ανάλυση), είναι πολύ πιθανό να διαπιστώσει ότι αυτές ακολουθούν κανονική κατανομή. Συνεπώς, η πλειοψηφία των υποψηφίων της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας κινείται περίπου στην ίδια βαθμολογική περιοχή (μ+/-σ), γεγονός που τους διαφοροποεί στο ελάχιστο και οδηγεί σε διαφορές μερικών μορίων, οι οποίες αντιστοιχούν σε απάντηση 2-3 περισσότερων ή λιγότερων ερωτήσεων. Πώς διαφοροποιείται ουσιαστικά η βασική γνώση και δεξιότητα δύο ανθρώπων, όταν ο ένας από τους δύο για τον Α ή Β λόγο δεν μπόρεσε να απαντήσει σε μία λίγοτερη ερώτηση; (ε) Περαιτέρω, το γεγονός ότι η ειδική δοκιμασία δεν επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, πρακτικα αποκλείει τον οποιονδήποτε δεν είχε τη δυνατότητα (τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή) να συμμετάσχει σε αυτή, από την "επί ίσοις όροις" συμμετοχή του σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ. Σημειώνεται ότι στο σύνολο των περιπτώσεων, στις πρώτες θέσεις όλοι οι υποψήφιοι έχουν αντίστοιχα προσόντα (μεταπτυχιακά, διδακτορικα, γλώσσες και τη μέγιστη εμπειρία) και ως εκ τούτου χωρίς τη συμμετοχή στην ειδική δοκιμασία δεν υπάρχει καμία πιθανότητα πρόσληψης. Πόσο μάλλον δε όταν δεν τηρήθηκε η νομική δέσμευση του παρελθόντος για τακτική επανάληψη της δοκιμασίας. Επιπλέον η έλλειψη έγκαιρου προγραμματισμού αποτελεί και δείγμα της ανεπάρκειας πόρων και προχειρότητας στην αρχική εφαρμογή του τεστ. Ουσιαστικα, με τη βιαστική, πρόχειρη και χωρίς κανένα μελλοντικό προγραμματισμό εφαρμογή της ειδικής δοκιμασίας, το ΑΣΕΠ και οι κυβερνώντες επέλεξαν την οδό του εμπορίου ελπίδας για πρόσληψη προς χιλιάδες υποψήφιους δημοσίους υπαλλήλους και διάκρισης έναντι των υπολοίπων. Είναι συνεπώς επιτακτικός ο προγραμματισμός της ειδικής δοκιμασίας τουλάχιστον δύο φορές κατ' έτος, αφού σε αντίθετη περίπτωση ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ αποκλείεται άδικα μεγάλο μέρος των υποψηφίων. Θα έπρεπε επιπρόσθετα το ΑΣΕΠ να μην προχωρήσει στη χρήση της βαθμολογίας της ήδη διεξαχθείσας γραπτης δοκιμασίας, χωρίς να έχει προγραμματίσει τους επόμενους διαγωνισμούς.