• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνος Παρίσσης' | 15 Νοεμβρίου 2009, 04:51

    Ως δικηγόρος του Διοικητικού Δικαίου, ασχολούμαι κατά κύριο λόγο με θέματα του ΑΣΕΠ τα τελαυταία 9 χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα, βλέπω την αβάστασχτη ταλαιπωρία των υποψηφίων για ζητήματα που θα μπορούσαν να λυθούν χωρίς κόστος σε μικρό χρόνο, τα οποία όμως φτάνουν τελικά να λύνονται από τα Διοικητικά Εφετεία της Αθήνας ή το ΣΤΕ μετά από 4-9 χρόνια και με αβάσταχτο κόστος, τόσο για τους υποψηφίους που επωμίζονται τη δυσθεώρητη δικαστική δαπάνη, όσο και για το ΑΣΕΠ ή τον κατά περίπτωση αρμόδιο φορέα, που καλείται να αποζημιώσει τους υποψηφίους που δικαιώνονται με πολλές δεκάδες χιλιάδες Ευρώ για τις απωλεσθείσες αποδοχές. Οι προτάσεις μου αφορούν τρεις άξονες: το συστημικό μέρος, τα ουσιαστικό μέρος ορισμένων διατάξεων του Ν. 2190/1994 και το δικονομικό μέρος: ΠΡΩΤΟΝ: Υπάρχει τεράστια διοικητική δαπάνη, περιβαλλοντική επιβάρυνση, ταλαιπωρία των υποψηφίων, σπατάλη χρόνου για όλες τις πλευρές και επιβάρυνση των δικαστηρίων, διότι δεν υφίσταται ένα μηχανογραφικό σύστημα που να κάνει τα ακόλουθα τρία απλά πράγματα: (α) Να τηρεί μια βάση δεδομένων με όλα τα προσόντα των υποψηφίων και ένα αντίστοιχο φυσικό αρχείο δικαιολογητικών, που να επικαιοροποιούνται μόνο όποτε αυτά μεταβάλλονται, σε πρώτη φάση με πρωτοβουλία του υποψηφίου (μόνο μια φορά εγγραφή και αποστολή δικαιολογητικών ανά υποψήφιο και μετέπειτα μόνο αποστολή συμπληρωματικών δικαιολογητικών). Ειδική ρύθμιση ίσως να απαιτηθεί για την εμπειρία, αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να ρυθμιστεί κατάλληλα. (β) Να τηρεί μια δεύτερη βάση δεδομένων, η οποία να επικαιροποιείται συνεχώς, με τις θέσεις που προκηρύσσονται και τα απαιτούμενα προσόντα. (γ) Να κάνει διασταυρώσεις (matching) των στοιχείων από τις δυο βάσεις δεδομένων, ώστε να ενημερώνει τους υποψηφίους αυτόματα μόλος βρεθεί κάποια θέση αντίστοιχη των προσόντων τους, ή να παρέχει τη δυναντότητα να αναζητούν και να επιλέγουν εκείνοι τις θέσεις που τους ενδιαφέρου. Οι δυνατότητες αυτοματοποίησης και περαιτέρω απλοποίησης θα είναι αμέτρητες (π.χ. ενημέρωση/alerts με rss, sms κλπ, ή σε επόμενη φάση, αυτόματη ενημέρωση του αρχείου των δικαιολογητικών απευθείας από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες κλπ), ωστόσο, ένα κεντρικό σύστημα με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο ή ακριβό, ούτε να σχεδιαστεί, ούτε να υλοποιηθεί. Τυχόν διαφωνίες ως προς την αξιολόγηση των στοιχείων, η οποία θα γίνεται μια φορά, θα λύνονται από τα τμήματα του ΑΣΕΠ (σε διαδικασία με 2 βαθμούς διοικητικού ελέγχου, ώστε ο υποψήφιος να μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της πρώτης κρίσης), και στη συνέχεια, αν δε λυθεί το ζήτημα, από τα Διοικητικά Εφετεία, που όμως, με τον ανωτέρω τρόπο, θα έχουν πολύ μικρότερο όγκο υποθέσεων του ΑΣΕΠ. ΔΕΥΤΕΡΟΝ: ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ, δηλαδή μέχρι να περάσει το ΑΣΕΠ στην προταθείσα (τρίτη) φάση της μηχανοργάνωσής του, είναι οπωσδήποτε απαραίτητη η εξής αλλαγή: Το ΑΣΕΠ έχει επιβάλλει, για ακατανόητους λόγους, την τυπολατρική διάταξη του άρθρου 20 §7 του Ν. 2738/1999, η οποία δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, παρά μόνο ταλαιπωρεί τους πάντες, ακόμη και το ίδιο το ΑΣΕΠ, δημιουργώντας άσκοπες δικαστικές διαμάχες. Παραθέτω απόσπασμα από σχετική αίτηση ακύρωσης: Από την εισηγητική έκθεση του Ν. 2738/99 προκύπτει ο σκοπός στον οποίον απέβλεψε ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 20 παρ.7 του ως άνω Νόμου, η οποία συμπλήρωσε το άρθρο 16 παρ. 6 του Ν.2190/94, και ο οποίος σκοπός ορίζεται ως «…η δυνατότητα οριστικοποιήσεως των πινάκων των υποψηφίων και των πινάκων διοριστέων, διότι διαφορετικά (οι πίνακες) θα μεταβάλλονται διαρκώς αν ο υποψήφιος θα έχει τη δυνατότητα να προσκομίζει δικαιολογητικά, έστω και με τη μορφή συμπληρωματικών ή διευκρινιστικών πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων». Ωστόσο, καίτοι ο σκοπός αυτός του νομοθέτη είναι σκοπός δημοσίου συμφέροντος καταρχάς συνταγματικά ανεκτός (αποφυγή παράτασης της διαδικασίας επιλογής εις το διηνεκές), η απόλυτη απαγόρευση υποβολής, έστω και συμπληρωματικών ή διευκρινιστικών στοιχείων σε μεταγενέστερο χρόνο, εκτός από υπέρμετρα επαχθής, είναι και απρόσφορη ως προς τον δεδηλωμένο ως άνω σκοπό. Τούτο, κατ’ αρχήν διότι, γενικότερα, η ενδικοφανής διαδικασία που ακολουθείται (ένσταση κατά των πινάκων κατάταξης, άλλοτε αντιρρήσεις και ήδη αίτηση θεραπείας κατά του πίνακα διοριστέων κλπ) έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την καθυστέρηση της διαδικασίας οριστικοποίησης των πινάκων (και μάλιστα την αναμόρφωσή τους σε κάθε στάδιο). Επομένως, η επίμαχη διάταξη ουδέν προσφέρει ως προς την ταχύτητα της διαδικασίας, καθώς η απαγόρευση της προσκόμισης συμπληρωματικών δικαιολογητικών κατά το στάδιο των ενστάσεων ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π. ουδόλως επηρεάζει την εξέλιξη της ενδικοφανούς διαδικασίας, η οποία θα ακολουθούσε την ίδια πορεία, με ενδεχομένως περισσότερα στοιχεία. Επιπλέον, λόγος θέσπισης της ενδικοφανούς διαδικασίας, παρά την ανάγκη για ταχεία εξέλιξη των διαγωνισμών, είναι η επιλογή του νομοθέτη να προκρίνει την ορθότητα του αποτελέσματος έναντι της ταχύτητας της διαδικασίας και της «οριστικοποίησης» των πινάκων. Όμως, η απαγόρευση προσκόμισης συμπληρωματικών και διευκρινιστικών δικαιολογητικών, και μάλιστα ανεξαρτήτως λόγου (ήτοι, ακόμη κι αν η ανάγκη προσκόμισης συμπληρωματικών δικαιολογητικών ανακύπτει από σ φ ά λ μ α τ η ς ί δ ι α ς τ η ς δ ι ο ί κ η σ η ς), αποκλείοντας έτσι την ανταπόδειξη, έχει ως αποτέλεσμα την εν μέρει κατάλυση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης. Έτσι, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα ως προς την επιτάχυνση της διαδικασίας, εν όψει και της θέσεως που διατυπώθηκε αμέσως ανωτέρω, η διοίκηση (το Α.Σ.Ε.Π.) καλείται να κρίνει, στα πλαίσια της ενδικοφανούς διαδικασίας, με λιγότερα στοιχεία από τα διαθέσιμα και οπωσδήποτε λιγότερα από τα πραγματικώς αναγκαία, ώστε να σχηματίσει ολοκληρωμένη ουσιαστική άποψη. Περαιτέρω, η νομοθετική αυτή διάταξη εν μέρει αντιστρατεύεται και τον ίδιο το σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε, καθόσον, όχι μόνο δεν συνεισφέρει στην αποφυγή της κατάρτισης εσφαλμένων πινάκων κατάταξης και διοριστέων, αλλά, πολύ περισσότερο, έχει ως άμεσο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα η οριστικοποίηση των πινάκων να αναστέλλεται για πολλαπλάσιο χρόνο εξ αιτίας αυτής της ίδιας της διάταξης, καθώς αναγκάζει τους υποψηφίους να προσφύγουν στα δικαστήρια για να αποδείξουν ότι πράγματι πληρούν τις προϋποθέσεις διορισμού. Εκτός όλων αυτών, η επίμαχη διάταξη, στο βαθμό που επιχειρεί να δεσμεύσει ακόμη και το δικαστήριο κατά το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης, είναι και μη αναγκαία, δεδομένου ότι ο σκοπός στον οποίον απέβλεψε ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση της ανωτέρω απόλυτης και υπέρμετρα επαχθούς ρύθμισης καλύπτεται, ήδη, πλήρως από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (Σύνταγμα, άρθρο 26). Βάσει της συνταγματικής αυτής διάταξης, είναι ούτως ή άλλως μη νόμιμη η υποβολή από τον υποψήφιο ενός δικαιολογητικού το πρώτον εις το Δικαστήριο και, εν πάση περιπτώσει, κι αν υποβληθεί τέτοιο στοιχείο για πρώτη φορά στο στάδιο της δικαστικής προστασίας, το Δικαστήριο δεν δύναται σε καμία περίπτωση να το αξιολογήσει. Συνεπώς, εν όψει όλων των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 20 παρ.7 του Ν. 2738/1999 ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ (άρθρο 25 §1 του Συντάγματος), αφού υφίσταται υπέρμετρη δυσαναλογία μεταξύ του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού και του μέτρου που επέλεξε ο νομοθέτης για την επίτευξη αυτού. Ενός μέτρου υπέρμετρα επαχθούς για τους υποψηφίους εκείνους που, καίτοι διαθέτουν πράγματι τα απαιτούμενα εκ του νόμου τυπικά προσόντα και έχουν υποβάλει με την αίτησή τους τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, στερούνται του δικαιώματος κατάληψης των σχετικών θέσεων, με συνακόλουθη παραβίαση και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματός τους στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητος και της επαγγελματικής εξελίξεώς τους (άρθρα 2 §1 και 5 §§1 και 3 του Συντάγματος). Στο βαθμό, μάλιστα, που, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η απαγόρευση εισάγεται με σκοπό, μεταξύ των άλλων, και να εμποδιστεί η προσκόμιση δικαιολογητικών «…ακόμη και ενώπιον του δικαστηρίου το πρώτον…», η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας είναι ακόμη πιο εμφανής, καθόσον, αφενός ο διοικούμενος υφίσταται μια υπέρμετρα αυστηρή ρύθμιση, καταλυτική συνταγματικών ελευθεριών του, και αφετέρου πρόκειται για μια ανεπίτρεπτη συνταγματικά επέμβαση του κοινού νομοθέτη στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης (η οποία μάλιστα έγινε με σκοπό να ανατραπεί πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας), η οποία όμως, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της επιτάχυνσης της διαδικασίας, είναι από απρόσφορη έως αντίθετη με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και μη αναγκαία. ΤΡΙΤΟΝ: Είναι άμεσα αναγκαίες, πρώτιστα για κοινωνικούς λόγους, αλλά και για λόγους ταχύτητας της απονομής δικαιοσύνης, οι ακόλουθες δικονομικές ρυθμίσεις: (α) Τροποποίηση του Ν. 702/1977 ώστε να υπάγεται στα Διοικητικά Εφετεία (αντί του ΣΤΕ) η σε πρώτο βαθμό εκδίκαση όλων των διαφορών που αφορούν τους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, και όχι όπως σήμερα, που δεν υπάρχει ρύθμιση για τους εποπτευόμενους οργανισμούς (π.χ. Δημοτικές Επιχειρήσεις) και όλες οι υποθέσεις που αφορούν τους διαγωνισμούς που διεξάγουν να παραμένουν στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣΤΕ. (β) Ορισμός ότι όλες ανεξαιρέτως οι υποθέσεις που αφορούν προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ θα μπορούν να δικάζονται ΚΑΙ από το Διοικητικό Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ο υποψήφιος (συντρέχουσα αρμοδιότητα). (γ) Θέσπιση ενδικοφανούς διαδικασίας δευτεροβάθμιας κρίσης ενώπιον του ΑΣΕΠ, πριν την προσφυγή στα δικαστήρια: Σήμερα, εάν κάποιος υποψήφιος είναι στους αρχικούς πίνακες διοριστέων, δεν έχει, ευλόγως (λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος ως διοριστέος) έννομο συμφέρον προσβολής των αρχικών πινάκων. Αν όμως στη συνέχεια, στα πλαίσια του ελέγχου νομιμότητας, αλλάξει η σειρά κατάταξής τους και βρεθεί εκτός τελικού πίνακα διοριστέων, δεν έχει ουσιαστικά καμμιά άλλη δυνατότητα από το να προσφύγει στα δικαστήρια, καθώς το ΑΣΕΠ απορρίπτει συλλήβδην όλες σχεδόν τις αιτήσεις θεραπείας, και μάλισα, δεν είναι καν υποχρεωμένο να τις απορρίψει ρητά (εφαρμόζεται το γενικό καθεστώς του ΚΔιοικΔιαδ). Επιπλέον, ο υποψήφιος που εμπίπτει στην κατηγορία αυτή αδικείται έναντι των λοιπών υποψηφίων, διότι δεν του δίδεται ποτέ, έναντι εκείνων, το δικαίωμα να προβάλει τις αντιρρήσεις του ενώπιον του ΑΣΕΠ πριν βρεθεί εκτός διοριστέων.