• Η Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε ιδρύθηκε με τον ν.2860/14-11-2000 άρθρο 24 (ΦΕΚ/Α/251) και λειτουργεί σύμφωνα με το (ΦΕΚ/Α/1942/08.09.2009), με στόχο να αποτελέσει ένα ευέλικτο μηχανισμό για τη βέλτιστη υλοποίησης έργων σε Φορείς του Δημοσίου Τομέα καθώς και την υποστήριξη της παραγωγικής τους λειτουργίας αυτών. Βασικός σκοπός της εταιρίας είναι : • η εκτέλεση Δράσεων και Έργων βελτίωσης της Διοικητικής ικανότητας της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο εφαρμογής του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση», • η εκτέλεση Δράσεων και Έργων στον Τομέα της Πληροφορικής, των Επικοινωνιών και νέων Τεχνολογιών για τη βελτίωση της Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο εφαρμογής των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων «Κοινωνία της Πληροφορίας» του Γ’ ΚΠΣ και «Ψηφιακή Σύγκλιση», • η υποστήριξη ή/και διαχείριση της λειτουργίας συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνίας της Δημόσιας Διοίκησης • η ανάληψη της εκτέλεσης ως δικαιούχου όλων των ανωτέρω δράσεων και έργων ευθύνης του οικείου Υπουργείου ή Περιφέρειας ή Ανεξάρτητης Αρχής ή ΝΠΙΔ ή ΝΠΔΔ ανεξάρτητα από την πηγή χρηματοδότησης συμπεριλαμβανομένων Έργων Τεχνικής Βοήθειας. Μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα της Εταιρίας στο πλαίσιο του σκοπού της λειτουργίας της συνοψίζονται ως εξής: • απορρόφηση σημαντικών κοινοτικών κονδυλίων από το ΕΠ «Κοινωνία της Πληροφορίας» με την υλοποίηση και υποστήριξη σημαντικών Έργων ΤΠΕ & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης σε όλο το φάσμα του Δημόσιου Τομέα π.χ. Υγεία, ΟΤΑ, Μεταφορές, Εθνική Άμυνα, Παιδεία, Οικονομία, κλπ • παραγωγική λειτουργία Έργων στις εγκαταστάσεις της Εταιρίας π.χ. η Κεντρική Κυβερνητική Πύλη ΕΡΜΗΣ, τα Πληροφοριακά Συστήματα των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων της Χώρας καθώς και Κεντρικά Συστήματα Μηχανογράφησης Νοσοκομείων τριών (3) Υγειονομικών Περιφερειών της Χώρας. Με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της, η Εταιρία στελεχώθηκε με προσωπικό, το οποίο στη πλειονότητά του προέρχεται από αντίστοιχες εταιρίες των κλάδων της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών, καθώς και από εταιρίες συμβούλων της Ελλάδας αλλά και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα συγκεκριμένα στελέχη, καλύπτουν τις οργανικές θέσεις που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Εταιρίας, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας με δικαίωμα ανανέωσης κατόπιν συγκεκριμένων διαδικασιών αξιολόγησης σύμφωνα με τον υφιστάμενο κανονισμό προσωπικού της, ο οποίος είναι απόφαση του Αρμόδιου Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει Νομοθετικής εξουσιοδότησης από τον Ιδρυτικό Νόμο. Αξίζει να σημειωθεί δε, ότι την παρούσα χρονική στιγμή η πλειονότητα των στελεχών διανύει το χρονικό διάστημα της τρίτης κατά σειρά σύμβασης ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, εύλογα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το τακτικό προσωπικό της ΚτΠ ΑΕ που απασχολείται με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου τριετούς διάρκειας, σε καμία περίπτωση δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου 2190/94 που αφορούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου, καθώς το εν λόγω προσωπικό δεν καλύπτει εποχικές ανάγκες αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες με βάση τις οργανικές θέσεις που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Εταιρίας (ΦΕΚ/Α/529-2008), όπως έχει ήδη αναφερθεί. Η συγκεκριμένη κατάσταση έχει δημιουργήσει το παράδοξο της ύπαρξης μιας Εταιρίας της οποίας το οργανόγραμμα στελεχώνεται με συμβασιούχους ορισμένου χρόνου, η οποία καλείται ταυτόχρονα να υλοποιήσει και να υποστηρίξει την παραγωγική λειτουργία έργων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Έργα τα οποία με τη σειρά τους καλούνται να συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό της χώρας και της πορείας της προς την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση. Σε μια πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε να προκύψει το συμπέρασμα ότι η υπό συζήτηση νομοθετική πρωτοβουλία αίρει το προαναφερθέν παράδοξο, καθώς προβλέπει την πρόσληψη του προσωπικού της ΚτΠ ΑΕ με βάση το νόμο 2190/94 στη βάση συμβάσεων αορίστου χρόνου. Είμαστε ωστόσο στη δυσάρεστη θέση να σας ενημερώσουμε ότι η πραγματικότητα πόρρω απέχει από την συγκεκριμένη διαπίστωση. Συγκεκριμένα ενδεχόμενη ένταξη της ΚτΠ ΑΕ στο συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο αναπόφευκτα θα επιφέρει τα παρακάτω: • Απαξίωση της εταιρίας και του ρόλου της, αρκεί κανείς να λάβει υπόψη ότι τα στελέχη της εταιρίας - και μέχρι να προσληφθούν και να εκπαιδευτούν τα νέα στελέχη - θα εργάζονται χωρίς κανένα απολύτως κίνητρο με συγκεκριμένη «ημερομηνία λήξης», που ταυτίζεται με αυτή της υπάρχουσας σύμβασής τους. Θα βρεθούμε δηλαδή σε νέο οφθαλμοφανές παράδοξο, να ζητείται από τα στελέχη της εταιρίας, να διαχειριστούν και να παραλάβουν έργα εκατομμυρίων ευρώ, αντιδικώντας ενδεχομένως με αναδόχους εταιρίες, οι οποίες κατ’ ανάγκη αντιπροσωπεύουν τους μελλοντικούς εργοδότες τους. • Πρόκληση σημαντικών δυσλειτουργιών στην υποστήριξη της παραγωγικής λειτουργίας σειράς έργων φορέων της Δημόσιας Διοίκησης, τα εν λόγω έργα αφορούν κρίσιμους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης και υποστηρίζονται από την ύπαρξη συγκεκριμένου στελεχιακού δυναμικού το οποίο έχει συμμετάσχει σε μακροχρόνια προγράμματα κατάρτισης προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρόλου του. Η πιθανή αποχώρηση του εν λόγω προσωπικού – λόγω της λήξης των συμβάσεών τους – θα δημιουργήσει σοβαρές δυσλειτουργίες στην υποστήριξη των συγκεκριμένων έργων και κατ’ επέκταση στο λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης, Το Σωματείο Εργαζομένων στην ΚτΠ ΑΕ αντιλαμβάνεται την ενδεχόμενη ένταξη της Εταιρίας στην υπό διαβούλευση νομοθετική πρωτοβουλία ως αποτέλεσμα των προθέσεων της πολιτικής ηγεσίας να άρει την παράδοξη και άδικη -για τα στελέχη της Εταιρίας- υπάρχουσα κατάσταση όσον αφορά τα θέματα του προσωπικού. Ωστόσο, όπως έχει σαφώς τεκμηριωθεί παραπάνω, η συγκεκριμένη ενέργεια δεν υλοποιεί σε καμία περίπτωση τις εν λόγω προθέσεις, αντίθετα μάλιστα οδηγεί στην πλήρη απαξίωση της εταιρίας και του ρόλου της και δημιουργεί σοβαρές δυσλειτουργίες στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης. Εν κατακλείδι, με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η ΚτΠ ΑΕ, σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο που τη διέπει, δεν είναι δυνατόν να ενταχτεί στις διατάξεις του Ν. 2190/94. Προτείνουμε λοιπόν, την τροποποίηση του Ιδρυτικού Νόμου της Εταιρίας καθώς και την αυτοτελή Νομοθετική Ρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος των εργαζομένων στην ΚτΠ ΑΕ., έτσι ώστε να εξασφαλιστεί το παρόν και το μέλλον της Εταιρίας σε σχέση με τις ιδιαιτερότητες του πλαισίου λειτουργίας της καθώς και τις ανάγκες που αυτή καλύπτει όσον αφορά το Δημόσιο Συμφέρον.