• Σχόλιο του χρήστη 'CISD-Παρατηρητήριο Πολιτών για την Αειφόρο Ανάπτυξη' | 13 Σεπτεμβρίου 2019, 16:38

    ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ Η επανεκκίνηση της ανάπτυξης που έχει ανάγκη η χώρα με γνώμονα την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης προϋποθέτει την κατάργηση των εμποδίων που λειτουργούν ως αντικίνητρα στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Χωρίς όμως να γίνουν εκπτώσεις και στις άλλες συνιστώσες της αειφόρου ανάπτυξης, δηλαδή στην κοινωνία και στο περιβάλλον. Δηλαδή απαιτεί δομές, υποδομές, καταρτισμένο και επαρκές προσωπικό, πολιτική βούληση, παρακολούθηση, ελέγχους, κοκ., δηλαδή ένα λειτουργικό σύγχρονο σύστημα περιβαλλοντικής διακυβέρνησης. Το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο ασφάλειας για τους επενδυτές και τους πολίτες, καθιερώνοντας καταρχάς τον ενιαίο ψηφιακό χάρτη για την ενιαία αποτύπωση του συνόλου των γεωχωρικών δεδομένων με τρόπο δημόσια και δωρεάν προσβάσιμο στο κοινό, μέσω διαδικτύου, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν εάν οι δραστηριότητες που σκοπεύουν να ξεκινήσουν επιτρέπονται ή όχι. Θετική εξέλιξη βέβαια μαζί με το Εθνικό Μητρώο Υποδομών, το οποίο επίσης καθιερώνεται σε ψηφιακή μορφή ώστε όλοι να έχουμε πρόσβαση στις πληροφορίες, που θα συγκροτούν κάτι σαν «βιβλιάριο υγείας» της υποδομής ή κτηρίου. Στο πλαίσιο της μεγαλύτερης ευελιξίας που επιχειρείται για τις στρατηγικές επενδύσεις εισάγονται σημαντικές ρυθμίσεις, όπως μια ευέλικτη διαδικασία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης από ορκωτούς-ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες καθώς και από πολιτικούς μηχανικούς, μηχανολόγους μηχανικούς ή άλλης επαγγελματικής ειδικότητας πρόσωπα, που πληρούν τα κριτήρια που ορίζει η σχετική διάταξη. Ωστόσο, στο σύνολό του το πολυνομοσχέδιο εν ονόματι της επανεκκίνησης της ανάπτυξης καταλήγει σε μια σαρωτική ισοπέδωση και των τριών συνιστωσών της αειφόρου ανάπτυξης, συσκοτίζοντας συχνά ουσιαστικά ζητήματα τα οποία επιχειρεί να επιλύσει ή εμπλέκοντας νομοθετήματα ή ακόμη και αλλοιώνοντας φιλοσοφίες που βρίσκονται πίσω από σχεδιασμούς που έχουν προωθηθεί έως σήμερα και εφαρμόζονται με επιτυχία, όπως για παράδειγμα:  οι θεσμικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης (Ν.4014/2011 για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, Ν. 3982/2011 για την αδειοδότηση της βιομηχανικής δραστηριότητας και νόμο ομπρέλα Ν.4262/2014), που αξιολογήθηκαν καταρχήν ως θετικές πρωτοβουλίες στο επίπεδο του νομοθετικού περιεχομένου Το πολυνομοσχέδιο επιχειρώντας να διευκολύνει τις επενδύσεις απλοποιώντας τις διαδικασίες αδειοδότησης δεν κάνει καμία διαφοροποίηση ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους επενδύσεων κατά χρήση (βιομηχανία, υποδομή, τουρισμός, κλπ) καταργώντας εξίσου ολόκληρα στάδια της υφιστάμενης διαδικασίας (γνωμοδοτήσεις ή/και εγκρίσεις, κλπ.) χωρίς να εξετάζεται το επίπεδο των επιπτώσεων. Η απλούστευση των διαδικασιών, η μείωση της γραφειοκρατίας και των χρόνων αναμονής απαιτούν και προϋποθέτουν την ανάπτυξη και εφαρμογή ενός ορθολογικού συστήματος ελέγχου τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στη βάση ενός απλοποιημένου και αποτελεσματικού πλαισίου περιβαλλοντικής αδειοδότησης που μπορεί να περνά και μέσα από έναν κεντρικό φορέα υπηρεσιών μιας στάσης (one-stop-shop), αλλά έχοντας αποσαφηνίσει με ακρίβεια τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικής αδειοδότησης, η οποία και θα καθοδηγεί τις περιφερειακές υπηρεσίες, θα εγγυάται την τήρηση των προβλεπόμενων από το νόμο χρονοδιαγραμμάτων (άπρακτη προθεσμία) και θα αξιοποιεί τις υπηρεσίες διαπιστευμένων αξιολογητών. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη διασφάλιση του κεντρικού συντονιστικού ρόλου του ΥΠΕΝ, τόσο κατά την έγκριση όσο και κατά τον έλεγχο τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (περιβαλλοντικών όρων), μετά από την άμεση άρση των συναρμοδιοτήτων και την καθιέρωση μιας κοινής μεθοδολογίας τακτικών ελέγχων στη βάση αντικειμενικής μεθόδου επιλογής των επιχειρήσεων που θα υπόκεινται σε έλεγχο και της συχνότητας των ελέγχων και υπολογισμού του ύψους του προστίμου. . Είναι προφανές ότι τα παραπάνω προϋποθέτουν ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, ανάδειξη του συμβουλευτικού και υποστηρικτικού ρόλου τους, αναβάθμιση του ελεγκτικού έργου, εντατικοποίηση των ελέγχων από εξειδικευμένα μικτά κλιμάκια, ανάπτυξη συστήματος επιβράβευσης των συνεπών επιχειρήσεων και ρητός προσδιορισμός του αποτρεπτικού έναντι του κατασταλτικού χαρακτήρα των προστίμων, κλπ. Αν και η πιο ασφαλής επιλογή για την βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων και της βελτίωσης της περιβαλλοντικής συμμόρφωσης είναι η μετατροπή των Ελεγκτικών Μηχανισμών σε Αυτοτελείς Ανεξάρτητες Αρχές, συνεργαζόμενες κάτω από ένα Συντονιστικό Όργανο υψηλού επιπέδου, με ισχυρές αρμοδιότητες και ενισχυμένο ρόλο, όπως συμβαίνει τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ Η ενίσχυση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με την περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά και η διασφάλιση της πληρότητας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων προϋποθέτει υλοποίηση δράσεων και δομών ενίσχυσης, υποστήριξης και συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων και της τοπικής κοινωνίας μέσα από μια νέα προσέγγιση στα ζητήματα αειφόρου ανάπτυξης που θα εγγυάται τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, τύπου βιομηχανία, βιοτεχνία, αποθήκες – logistics, θα πρέπει να κατευθυνθούν προς τα οργανωμένα επιχειρηματικά πάρκα που αποτελούν σημαντική παράμετρο για την ανασυγκρότηση της βιομηχανικής οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων, ειδικότερα μάλιστα σε εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου για τα επιχειρηματικά πάρκα, με τη συνεργασία και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που μεταφέρει τις καλές διεθνείς πρακτικές, όπως η βιομηχανική συμβίωση που ενισχύει την κυκλική οικονομία. Άρα το κρίσιμο ζητούμενο είναι να δοθούν σημαντικά κίνητρα και σειρά «προνομίων» για δραστηριότητες που θα επιλέγουν να εγκαθίστανται εντός οργανωμένων Υποδοχέων, όπως είναι η απλούστευση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης προκειμένου να αποτρέπεται η χωροθέτηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων (κύρια βιομηχανίας-βιοτεχνίας) σε εκτός σχεδίου περιοχές για τις οποίες δεν έχουν καθοριστεί χρήσεις γης. Τέτοια κίνητρα μπορεί να είναι η έκπτωση δραστηριότητας σε χαμηλότερη κατηγορία (π.χ. κατηγορία Α2) αλλά μόνο στην περίπτωση που αυτή εγκαθίσταται εντός οργανωμένου επιχειρηματικού πάρκου το οποίο έχει αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά μετά από εκπόνηση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ). Στην περίπτωση αυτή και μόνο αυτή να μπορεί να γίνεται αυτοδίκαιη μετάπτωση από την κατηγορία Α1 στην κατηγορία Α2 και από την κατηγορία Α2 στην κατηγορία Β. Οι ΑΕΠΟ των δραστηριοτήτων κατηγορίας Β που θα έχουν προκύψει από μετάπτωση από την κατηγορία Α2, θα πρέπει να αντικατασταθούν από Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ), με ενσωμάτωση αυτών στην άδεια λειτουργίας τους, με ευθύνη πλέον της αρμόδιας αρχής για την έκδοση άδειας λειτουργίας και όχι της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Όσον αφορά στις δραστηριότητες κατηγορίας Β προ της μετάπτωσης σε χαμηλότερη κατηγορία, η αδειοδότηση θα πρέπει να παραμείνει ως είχε, ήτοι από την αρμόδια αρχή για έκδοση άδειας λειτουργίας με συνημμένες τις αντίστοιχες Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις. Ταυτόχρονα, εστιάζοντας στα ζητήματα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας θα πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι αυτή δεν αποτελεί έναν απομονωμένο τομέα, αλλά αντίθετα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις πολιτικές προτεραιότητες αλλά και την διοικητική ικανότητα του κράτους να προσαρμοστεί στις σύγχρονες και πιεστικές προκλήσεις. Η σύγχρονη επιχειρηματικότητα επιδιώκει την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας καθώς αποτελεί εγγύηση για την ανταγωνιστική λειτουργία των κλάδων και αγορών, και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και της κοινωνίας και για το λόγο αυτό τάσσεται υπέρ ενός αξιόπιστου συστήματος ελέγχου που θα την προάγει και θα την πιστοποιεί. Οι σύγχρονες προκλήσεις πολλές και δεν είναι τυχαίο ότι η συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί κυρίαρχο σημείο κάθε επενδυτικού προγραμματισμού και δέσμευση την οποία οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις αναλαμβάνουν και τηρούν. Ωστόσο, τόσο η πολυπλοκότητα, η ασάφεια της νομοθεσίας και η επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων, όσο και τα δραματικά ελλείμματα στελέχωσης ή και γνώσης των υπηρεσιών, επιδρούν ανασταλτικά στην αποτελεσματικότητα του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού. Έτσι, μεγαλώνει το έλλειμμα συμμόρφωσης με την ισχύουσα νομοθεσία, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργείται και για τις επιχειρήσεις η αίσθηση «ανασφάλειας δικαίου», ειδικά για όσες επιδιώκουν και επενδύουν στην τήρηση των απαιτήσεων της νομοθεσίας και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτή. Αξίζει να τονιστεί ότι «το ρυθμιστικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η χώρα μας δεν είναι μόνο μια ποσοτική αναφορά σε ένα σημαντικό πλήθος εμποδίων, αλλά είναι πάνω από όλα μια ποιοτική αναφορά σε ένα συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής ρυθμίσεων, σε μία συγκεκριμένη κουλτούρα του διοικείν και του συμπράττειν με την επιχειρηματική κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών» (ΣΕΒ 2011, Έκθεση με θέμα: «Νέα Προσέγγιση για τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος»). Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι ο τομέας του ελέγχου και της εποπτείας, ιδιαίτερα σε θέματα τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας χρήζει ενδυνάμωσης και ουσιαστικής μέριμνας σε κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος των αρμόδιων υπηρεσιών και υπαλλήλων. Οι επιθεωρητές στον τομέα του περιβάλλοντος και άλλοι επαγγελματίες χρειάζονται τεχνογνωσία και κατάρτιση προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί μέσα από μέτρα που θα συμβάλλουν στην αποσαφήνιση ρόλων και αρμοδιοτήτων, στην υιοθέτηση ενιαίων διαδικασιών ελέγχου και επιβολής προστίμων, κλπ., αλλά και βελτίωση της διαχείρισης των καταγγελιών από τους πολίτες ώστε να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο (π.χ. χρήση δορυφορικών εικόνων και άλλων πηγών γεωχωρικών δεδομένων για να εντοπίζει την παράνομη απόρριψη αποβλήτων, την παράνομη χρήση γης και άλλες παραβάσεις). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να υπάρξει για την καταπολέμηση του περιβαλλοντικού εγκλήματος με έμφαση στα εγκλήματα που αφορούν σε απόβλητα, τα οποία δεν καταστρέφουν μόνο το περιβάλλον (έδαφος, επιφανειακά και υπόγεια νερά, βιοποικιλότητα) αλλά υπονομεύουν και την κυκλική οικονομία, ενώ τα εγκλήματα κατά των άγριων ειδών θέτουν σε κίνδυνο τα απειλούμενα είδη. Και όλα τα παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ελλείψεις των εποπτικών και ελεγκτικών μηχανισμών έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων για τους παραβάτες έναντι των επιχειρήσεων που συμμορφώνονται με τους περιβαλλοντικούς όρους, με προφανείς αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο. Εάν συνυπολογίσομε μάλιστα και τη χρονοβόρα διαδικασία ενστάσεων κατά πιθανών προστίμων, ή σε ακραίες περιπτώσεις αναστολών αδειών, τα οποία επιβάλλονται από τους εκάστοτε επιθεωρητές και ειδικότερα λόγω των καθυστερήσεων και αναβολών που παρουσιάζονται στις διαδικασίες προσφυγών στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, τότε αντιλαμβανόμαστε καλύτερα και τα σημαντικά διοικητικά και χρηματοοικονομικά κόστη.