• Σχόλιο του χρήστη 'Καλλιόπη Κάτσικα' | 16 Σεπτεμβρίου 2019, 11:50

    Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που προέρχεται από το δίκτυο της Δ.Ε.Η, τους σταθμούς ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, τις κεραίες της ασύρματης και κινητής τηλεφωνίας, καθώς και τα RADAR, ανήκει στο φάσμα των μη ιονιζουσών ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών (Μ.Ι.Η.Μ.Α). Ας μιλήσουμε για ΟΡΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ γιατί για όρια ασφαλείας ούτε λόγος δεν πρέπει να γίνεται. Θυμίζουμε ότι: τα «όρια» της ICNIRP (= Διεθνής Επιτροπή για την Προστασία από μη Ιονίζουσες Ακτινοβολίες) υπό τύπον οδηγίας δόθηκαν προ 20ετίας. Έκαναν ένα πείραμα με ένα γυάλινο βάζο με νερό όπου βύθισαν ένα θερμόμετρο και το ακτινοβόλησαν για 5-6 λεπτά. Όταν είδαν να ανεβαίνει η θερμοκρασία στο θερμόμετρο κατά 1° C. . Σταμάτησαν το πείραμα και θεσμοθέτησαν αυτό το όριο τής ΗΜΑ που έδωσε αυτήν την άνοδο της θερμοκρασίας. Συνεπώς ΕΛΑΒΑΝ ΥΠΟΨΙΝ τους μόνον τη ΘΕΡΜΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ τηε ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας για 5-6 λεπτά της ώρας και καθόλου τη ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠ’ΙΔΡΑΣΉ της στα κύτταρα των έμβιων όντων και μάλιστα όλη μέρα ισοβίως (πχ.μέσα στα σπίτια τους) Από αυτήν την υπό τύπον οδηγίας ασύλληπτα υψηλή τιμή ορίων των 10.000.000μw/m², στα οποία κατέληξαν, και υπό τον περιορισμό των αποστάσεων των 300μ. από σχολεία, νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς και γηροκομεία, ήρθε ο νόμος στην Ελλάδα να κατεβάσει τα όρια στα 70% των υπαρχόντων δηλαδή στα 7.000.000μw/m² και να ΚΑΤΑΡΓΉΣΕΙ ΤΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ. Ήταν τόσο υψηλά ο πήχης των ορίων ώστε και με τη μείωση τα όρια ήταν σε δυσθεώρητο ύψος σε σχέση με άλλες ευρωπ, χώρες. Αρχικά όρια: όταν ίσχυε απόσταση 300μ από ευαίσθ. ομάδες έντασης: 61,4 V/m, πυκνότητας:10 W/m2 ή 10.000.000 μW/m2 Σημερινά όρια τού 60% χωρίς αποστάσεις : έντασης: 51,4 v/m, πυκνότητας : 7w/m2 ή 7.000.000 μw/m2 Ιταλίας όρια: του Livio Giuliani: έντασης: 6v/m2 , πυκνότητας: 0,1w/m2 ή 100.000 μw/m2 Από πρακτική άποψη τα θεσμοθετημένα όρια «ασφαλείας» τής ICNIRP στην Ελλάδα δεν ξεπερνιούνται σχεδόν ποτέ, ακόμα κι όταν οι κεραίες είναι τοποθετημένες σε ταράτσες σπιτιών σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Για να ξεπεραστεί το όριο πρέπει η μέτρηση να γίνει σχεδόν δίπλα στην κεραία βάσης. Αυτά για τους ελέγχους της ΕΕΑΕ και τα όρια που τους επιβάλλει ο Νόμος να ελέγχουν. Αυτά τα όρια δέχεστε με το παρόν υπό διαβούλευση νομοσχέδιό σας, και ειδικότερα στο άρθρο 32 παρ.3. όπου το 60% (των 10.000.000μw/m²) δηλαδή τα 60.000.000μw/m². Τα θεωρείται ακίνδυνα για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους όταν στην Ιταλία θεσμοθέτησαν τα 100.000μw/m².ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέθεσε μελέτη το 2001 στην Τεχνική Ομάδα του και αυτή κατέληξε ότι επαρκές όριο συνολικά εκπεμπόμενης ακτινοβολίας είναι τα 100μW/m² stoa –science&Technology Options Assessment EN 20000703 2001 ευρωπαϊκή οδηγία. Συγκρίνετέ τα με τα «ασφαλή» όρια δίπλα σε σχολεία (εφόσον κατήργησε ό νόμος και τις αποστάσεις «μειώνοντας» στο 60% των προ 20ετίας «ενδεδειγμένων» Συγκρίνετε λοιπόν τα 6.000.000μw/m² δίπλα στα σχολεία με τα 100μw/m² του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Γι’ αυτό λοιπόν προτείνουμε αυτό το νομοσχέδιο να το επεξεργαστούν επιστήμονες ΒΙΟΛΟΓΟΙ, που ασχολούνται και έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι βλαβερέστατες οι συνέπειες της ΗΜΑ επί των κυττάρων των ανθρώπων, πως η ΗΜΑ εισέρχεται από το μαλακό κρανίο των παιδιών στον εγκέφαλό τους, πως επηρεάζει τη γονιμότητα των γυναικών κά. Για να μην αναφέρουμε για την υγεία των ηλεκτροϋπερευαίσθητων , που ζουν ένα. συνεχές μαρτύριο. Περιμένουμε ως Διαδημοτική Δράση για την Προστασία από την ΗΜΑ, να ενημερωθείτε και συνεργαστείτε με τους Βιολόγους για τη επανασύνταξη αυτού του νομοσχεδίου, το οποίο σε αυτήν τη φάση πρέπει να αποσύρετε. Σύμφωνα με την Αρχή της Προφύλαξης που ενσωμάτωσε την προστασία και από τις μη ιονίζουσες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες, είναι ευθύνη αυτών που υποστηρίζουν τη μη επικινδυνότητα συγκεκριμένων ορίων έκθεσης στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία να την αποδείξουν. Δηλαδή όταν υπάρχουν αποτελέσματα επιστημονικών πειραμάτων που δεν συγκλίνουν, η αβεβαιότητα πρέπει να οδηγεί μάλλον σε αυστηρότερα παρά σε χαλαρότερα όρια ασφαλείας. Αυτό είναι μία πολύ σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με την συνήθη πρακτική, σύμφωνα με την οποία η επικινδυνότητα λαμβάνεται υπόψιν μόνον όταν είναι πλήρως και καθολικά αποδεδειγμένη.