• Σχόλιο του χρήστη 'Παρατηρητήριο Πολιτών για την Αειφόρο Ανάπτυξη-CISD' | 16 Σεπτεμβρίου 2019, 16:39

    Αθήνα 16 Σεπτεμβρίου 2019 Αναπτυξιακό Πολυνομοσχέδιο Το Παρατηρητήριο Πολιτών για την Αειφόρο Ανάπτυξη – CISD εκτιμά ότι η επανεκκίνηση της ανάπτυξης που έχει ανάγκη η χώρα θα πρέπει να ακολουθεί τις αρχές και τις κατευθύνσεις της αειφόρου ανάπτυξης και αυτό προφανώς προϋποθέτει, ανάμεσα σε άλλα, και κατάργηση των εμποδίων που λειτουργούν ως αντικίνητρα στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Χωρίς όμως να γίνονται εκπτώσεις που υπονομεύουν τις λοιπές συνιστώσες της αειφόρου ανάπτυξης, δηλαδή την κοινωνία και το περιβάλλον. Εκτός των άλλων αυτό απαιτεί ικανές δομές και υποδομές, καταρτισμένο και επαρκές προσωπικό, ισχυρή και σταθερή πολιτική βούληση, διαφάνεια, συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, συστηματική παρακολούθηση, αξιόπιστους ελέγχους, κοκ., δηλαδή ένα λειτουργικό σύγχρονο σύστημα περιβαλλοντικής διακυβέρνησης. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο, που προωθεί η κυβέρνηση, επιχειρεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο ασφάλειας για τους επενδυτές και τους πολίτες, θέτοντας ως βάση την καθιέρωση ενός ενιαίου ψηφιακού χάρτη (άρθ. 3 του Ν/Σ) όπου θα γίνεται πλέον η ενιαία αποτύπωση του συνόλου των γεωχωρικών δεδομένων με τρόπο δημόσια και δωρεάν προσβάσιμο στο κοινό, μέσω διαδικτύου, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν εάν οι δραστηριότητες που σκοπεύουν να ξεκινήσουν επιτρέπονται ή όχι που αποτελεί μεγάλη μεταρρυθμιστική τομή. Σε συνεργασία με το Εθνικό Μητρώο Υποδομών σε ψηφιακή μορφή, που επίσης καθιερώνεται, όλοι θα έχουμε πρόσβαση στις πληροφορίες, που θα συγκροτούν κάτι σαν «βιβλιάριο υγείας» της υποδομής ή κτηρίου. Στην παραπάνω δέσμη εάν αθροιστεί και το Ηλεκτρονικό Μητρώο των Επιχειρήσεων του Ν. 4014/2011, εφόσον βεβαίως συγκροτηθεί κα λειτουργήσει έως και την έκδοση της Περιβαλλοντικής Ενημερότητας, θα μπορούμε να μιλάμε για έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό στη λειτουργία του κράτους που πράγματι θα ενισχύει την απλοποίηση και την επιτάχυνση των επενδύσεων. Και τούτο διότι και άλλα μέτρα που προωθούνται προς την σωστή κατεύθυνση προάγουν ουσιαστικά τόσο την οργάνωση και λειτουργία των οργανωμένων υποδοχέων βιομηχανικών και άλλων δραστηριοτήτων, όσο και την απλοποίηση της αδειοδότησης των επιχειρήσεων εντός Επιχειρηματικών Πάρκων με την αποφασιστικότητα που διαφαίνεται για την εφαρμογή της νομοθεσίας που επιτρέπει στις υπάρχουσες Μεμονωμένες Μεγάλες Μονάδες, να μετατρέψουν τις εγκαταστάσεις τους σε Επιχειρηματικά Πάρκα, ενώ σημαντική πρόοδος καταγράφεται στην ανάπτυξη της αυτοδιαχείρισης των αναγκών των Επιχειρηματικών Πάρκων, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό θα πρέπει να οδηγεί στη δραστική μείωση των δημοτικών τελών. Στο πλαίσιο της μεγαλύτερης ευελιξίας που επιχειρείται για τις στρατηγικές επενδύσεις εισάγονται σημαντικές ρυθμίσεις, όπως μια ευέλικτη διαδικασία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης από ορκωτούς-ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες καθώς και από πολιτικούς μηχανικούς, μηχανολόγους μηχανικούς ή άλλης επαγγελματικής ειδικότητας πρόσωπα, που πληρούν τα κριτήρια που ορίζει η σχετική διάταξη. Ωστόσο, το πολυνομοσχέδιο, στο σύνολό του, εν ονόματι της επανεκκίνησης της ανάπτυξης καταλήγει σε μια σαρωτική ισοπέδωση και των τριών συνιστωσών της αειφόρου ανάπτυξης, συσκοτίζοντας συχνά ουσιαστικά ζητήματα τα οποία επιχειρεί να επιλύσει ή εμπλέκοντας νομοθετήματα ή ακόμη και αλλοιώνοντας φιλοσοφίες που βρίσκονται πίσω από σχεδιασμούς που έχουν προωθηθεί έως σήμερα και εφαρμόζονται με επιτυχία, όπως για παράδειγμα:  Η υπαγωγή σε καθεστώς κρατικής επιδότησης δραστηριοτήτων που συχνά έχουν τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος, τη στιγμή που το ζητούμενο, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η ανακατανομή των δημοσιονομικών πόρων από περιβαλλοντικά επιζήμιες δραστηριότητες  Η έλλειψη συντονισμού του εν λόγω πολυνομοσχεδίου με λοιπές πετυχημένες εθνικές στρατηγικές, όπως για παράδειγμα το Εθνικό Σχέδιο για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και το Εθνικό Σχέδιο για την Κυκλική Οικονομία, με αποτέλεσμα να αποπροσανατολίζεται ο στόχος της μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλού άνθρακα που είναι και το ζητούμενο,  οι θεσμικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης (Ν.4014/2011 για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, Ν. 3982/2011 για την αδειοδότηση της βιομηχανικής δραστηριότητας και νόμο ομπρέλα Ν.4262/2014), που αξιολογήθηκαν καταρχήν ως θετικές πρωτοβουλίες στο επίπεδο του νομοθετικού περιεχομένου. Το πολυνομοσχέδιο επιχειρώντας να διευκολύνει τις επενδύσεις απλοποιώντας τις διαδικασίες αδειοδότησης δεν κάνει καμία διαφοροποίηση ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους επενδύσεων κατά χρήση (βιομηχανία, υποδομή, τουρισμός, κλπ) καταργώντας εξίσου ολόκληρα στάδια της υφιστάμενης διαδικασίας (γνωμοδοτήσεις ή/και εγκρίσεις, κλπ.) χωρίς να εξετάζεται το επίπεδο των επιπτώσεων. Η απλούστευση των διαδικασιών, η μείωση της γραφειοκρατίας και των χρόνων αναμονής απαιτούν και προϋποθέτουν την ανάπτυξη και εφαρμογή ενός ορθολογικού συστήματος ελέγχου τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στη βάση ενός απλοποιημένου και αποτελεσματικού πλαισίου περιβαλλοντικής αδειοδότησης που μπορεί να περνά και μέσα από έναν κεντρικό φορέα υπηρεσιών μιας στάσης (one-stop-shop), αλλά έχοντας αποσαφηνίσει με ακρίβεια τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικής αδειοδότησης, η οποία και θα καθοδηγεί τις περιφερειακές υπηρεσίες, θα εγγυάται την τήρηση των προβλεπόμενων από το νόμο χρονοδιαγραμμάτων (άπρακτη προθεσμία) και θα αξιοποιεί τις υπηρεσίες διαπιστευμένων αξιολογητών. Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι το επίμαχο στοιχείο που οφείλει να αναδείξει αυτό το πολυνομοσχέδιο είναι η πλήρης αποσαφήνιση του τρόπου ανάπτυξης και λειτουργίας των Επιχειρηματικών Πάρκων επιλύοντας τις όποιες αγκυλώσεις. Μόνο έτσι θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα διαθέτει η χώρα το κατάλληλο περιβάλλον που θα επιτρέψει τη χωρική αναδιοργάνωση των άτυπων συγκεντρώσεων και τη χωροθέτηση επιχειρήσεων βιομηχανίας και εφοδιαστικής σε Υποδοχείς και μόνο έτσι θα δούμε να κατευθύνεται το επενδυτικό ενδιαφέρον σε οργανωμένους υποδοχείς έναντι της εκτός σχεδίου δόμησης. Η περιβαλλοντική νομοθεσία δεν αποτελεί έναν απομονωμένο τομέα, αλλά αντίθετα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις πολιτικές προτεραιότητες αλλά και την διοικητική ικανότητα του κράτους να προσαρμοστεί στις σύγχρονες και πιεστικές προκλήσεις. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη διασφάλιση του κεντρικού συντονιστικού ρόλου του ΥΠΕΝ, τόσο κατά την έγκριση όσο και κατά τον έλεγχο τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (περιβαλλοντικών όρων), μετά από την άμεση άρση των συναρμοδιοτήτων και την καθιέρωση μιας κοινής μεθοδολογίας τακτικών ελέγχων στη βάση αντικειμενικής μεθόδου επιλογής των επιχειρήσεων που θα υπόκεινται σε έλεγχο και της συχνότητας των ελέγχων και υπολογισμού του ύψους του προστίμου. Είναι προφανές ότι τα παραπάνω προϋποθέτουν ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, ανάδειξη του συμβουλευτικού και υποστηρικτικού ρόλου τους, αναβάθμιση του ελεγκτικού έργου, εντατικοποίηση των ελέγχων από εξειδικευμένα μικτά κλιμάκια, ανάπτυξη συστήματος επιβράβευσης των συνεπών επιχειρήσεων και ρητός προσδιορισμός του αποτρεπτικού έναντι του κατασταλτικού χαρακτήρα των προστίμων, κλπ. Αν και η πιο ασφαλής επιλογή για την βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων και της βελτίωσης της περιβαλλοντικής συμμόρφωσης είναι η μετατροπή των Ελεγκτικών Μηχανισμών σε Αυτοτελείς Ανεξάρτητες Αρχές, συνεργαζόμενες κάτω από ένα Συντονιστικό Όργανο υψηλού επιπέδου, με ισχυρές αρμοδιότητες και ενισχυμένο ρόλο, όπως συμβαίνει τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ Η ενίσχυση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με την περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά και η διασφάλιση της πληρότητας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων προϋποθέτει υλοποίηση δράσεων και δομών ενίσχυσης, υποστήριξης και συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων και της τοπικής κοινωνίας μέσα από μια νέα προσέγγιση στα ζητήματα αειφόρου ανάπτυξης που θα εγγυάται τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, τύπου βιομηχανία, βιοτεχνία, αποθήκες – logistics, θα πρέπει να κατευθυνθούν προς τα οργανωμένα επιχειρηματικά πάρκα που αποτελούν σημαντική παράμετρο για την ανασυγκρότηση της βιομηχανικής οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων, ειδικότερα μάλιστα σε εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου για τα επιχειρηματικά πάρκα, με τη συνεργασία και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που μεταφέρει τις καλές διεθνείς πρακτικές, όπως η βιομηχανική συμβίωση που ενισχύει την κυκλική οικονομία. Άρα το κρίσιμο ζητούμενο είναι να δοθούν σημαντικά κίνητρα και σειρά «προνομίων» για δραστηριότητες που θα επιλέγουν να εγκαθίστανται εντός οργανωμένων Υποδοχέων, όπως είναι η απλούστευση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης προκειμένου να αποτρέπεται η χωροθέτηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων (κύρια βιομηχανίας-βιοτεχνίας) σε εκτός σχεδίου περιοχές για τις οποίες δεν έχουν καθοριστεί χρήσεις γης. Τέτοια κίνητρα μπορεί να είναι η έκπτωση δραστηριότητας σε χαμηλότερη κατηγορία (π.χ. κατηγορία Α2) αλλά μόνο στην περίπτωση που αυτή εγκαθίσταται εντός οργανωμένου επιχειρηματικού πάρκου το οποίο έχει αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά και το οποίο προβλέπεται από Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο ή κάθε άλλο επίπεδο σχεδιασμό χρήσεων γης για το οποίο έχει εκπονηθεί Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ). Στην περίπτωση αυτή και μόνο αυτή να μπορεί να γίνεται αυτοδίκαιη μετάπτωση από την κατηγορία Α1 στην κατηγορία Α2 και από την κατηγορία Α2 στην κατηγορία Β. Οι ΑΕΠΟ των δραστηριοτήτων κατηγορίας Β που θα έχουν προκύψει από μετάπτωση από την κατηγορία Α2, θα πρέπει να αντικατασταθούν από Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ), με ενσωμάτωση αυτών στην άδεια λειτουργίας τους, με ευθύνη πλέον της αρμόδιας αρχής για την έκδοση άδειας λειτουργίας και όχι της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Όσον αφορά στις δραστηριότητες κατηγορίας Β προ της μετάπτωσης σε χαμηλότερη κατηγορία, η αδειοδότηση θα πρέπει να παραμείνει ως είχε, ήτοι από την αρμόδια αρχή για έκδοση άδειας λειτουργίας με συνημμένες τις αντίστοιχες Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις. Η σύγχρονη επιχειρηματικότητα επιδιώκει την τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας καθώς αποτελεί εγγύηση για την ανταγωνιστική λειτουργία των κλάδων και αγορών, και την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και της κοινωνίας και για το λόγο αυτό τάσσεται υπέρ ενός αξιόπιστου συστήματος ελέγχου που θα την προάγει και θα την πιστοποιεί. Οι σύγχρονες προκλήσεις πολλές και δεν είναι τυχαίο ότι η συμμόρφωση με την περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί κυρίαρχο σημείο κάθε επενδυτικού προγραμματισμού και δέσμευση την οποία οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις αναλαμβάνουν και τηρούν. Ωστόσο, τόσο η πολυπλοκότητα, η ασάφεια της νομοθεσίας και η επικάλυψη αρμοδιοτήτων μεταξύ των φορέων, όσο και τα δραματικά ελλείμματα στελέχωσης ή και γνώσης των υπηρεσιών, επιδρούν ανασταλτικά στην αποτελεσματικότητα του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού. Έτσι, μεγαλώνει το έλλειμμα συμμόρφωσης με την ισχύουσα νομοθεσία, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργείται και για τις επιχειρήσεις η αίσθηση «ανασφάλειας δικαίου», ειδικά για όσες επιδιώκουν και επενδύουν στην τήρηση των απαιτήσεων της νομοθεσίας και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτή. Αξίζει να τονιστεί ότι «το ρυθμιστικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η χώρα μας δεν είναι μόνο μια ποσοτική αναφορά σε ένα σημαντικό πλήθος εμποδίων, αλλά είναι πάνω από όλα μια ποιοτική αναφορά σε ένα συγκεκριμένο σύστημα παραγωγής ρυθμίσεων, σε μία συγκεκριμένη κουλτούρα του διοικείν και του συμπράττειν με την επιχειρηματική κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών» (ΣΕΒ 2011, Έκθεση με θέμα: «Νέα Προσέγγιση για τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος»). Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι ο τομέας του ελέγχου και της εποπτείας, ιδιαίτερα σε θέματα τήρησης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας χρήζει ενδυνάμωσης και ουσιαστικής μέριμνας σε κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος των αρμόδιων υπηρεσιών και υπαλλήλων. Οι επιθεωρητές στον τομέα του περιβάλλοντος και άλλοι επαγγελματίες χρειάζονται τεχνογνωσία και κατάρτιση προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί μέσα από μέτρα που θα συμβάλλουν στην αποσαφήνιση ρόλων και αρμοδιοτήτων, στην υιοθέτηση ενιαίων διαδικασιών ελέγχου και επιβολής προστίμων, κλπ., αλλά και βελτίωση της διαχείρισης των καταγγελιών από τους πολίτες ώστε να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο (π.χ. χρήση δορυφορικών εικόνων και άλλων πηγών γεωχωρικών δεδομένων για να εντοπίζει την παράνομη απόρριψη αποβλήτων, την παράνομη χρήση γης και άλλες παραβάσεις). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να υπάρξει για την καταπολέμηση του περιβαλλοντικού εγκλήματος με έμφαση στα εγκλήματα που αφορούν σε απόβλητα, τα οποία δεν καταστρέφουν μόνο το περιβάλλον (έδαφος, επιφανειακά και υπόγεια νερά, βιοποικιλότητα) αλλά υπονομεύουν και την κυκλική οικονομία, ενώ τα εγκλήματα κατά των άγριων ειδών θέτουν σε κίνδυνο τα απειλούμενα είδη. Και όλα τα παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ελλείψεις των εποπτικών και ελεγκτικών μηχανισμών έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων για τους παραβάτες έναντι των επιχειρήσεων που συμμορφώνονται με τους περιβαλλοντικούς όρους, με προφανείς αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο. Εάν συνυπολογίσομε μάλιστα και τη χρονοβόρα διαδικασία ενστάσεων κατά πιθανών προστίμων, ή σε ακραίες περιπτώσεις αναστολών αδειών, τα οποία επιβάλλονται από τους εκάστοτε επιθεωρητές και ειδικότερα λόγω των καθυστερήσεων και αναβολών που παρουσιάζονται στις διαδικασίες προσφυγών στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, τότε αντιλαμβανόμαστε καλύτερα και τα σημαντικά διοικητικά και χρηματοοικονομικά κόστη. Εν κατακλείδι το πολυνομοσχέδιο αν και φιλόδοξο δεν καταφέρνει να βάλει μια τάξη στα ζητήματα που προσπαθεί να επιλύσει αφήνοντας τεράστια κενά ως προς τα θέματα οργάνωσης και εφαρμογής. Λείπουν οι βασικοί άξονες ενεργειών που μπορούν να εγγυηθούν βελτιστοποίηση των ελέγχων και ξεμπλοκάρισμα των επενδυτικών σχεδίων, όπως η στελέχωση των υπηρεσιών με ανθρώπινους πόρους με εμπειρία στο αντικείμενο των αξιολογήσεων, διαχειρίσεων και παρακολουθήσεων των Επενδυτικών Σχεδίων, αλλά και η θέσπιση χρόνου ολοκλήρωσης των ενεργειών και τέλος αξιοποίηση επιστημόνων με εμπειρία. Ο τρόπος λειτουργίας των Μητρώων ΕΜΠΑ και ΕΜΠΕ είναι δυσλειτουργικός και αναξιόπιστος. Πρέπει να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να μπορεί να γίνεται ουσιαστικός έλεγχος ως προς την αξιοπιστία των τεστ και των επιλεγμένων ατόμων. Η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το «γραφειοκρατικό» Δημόσιο προς τους ιδιώτες (δηλαδή προς τα μέλη ΕΜΠΕ – ΕΜΠ11Α που δεν έχουν οικονομικό συμφέρον σχετιζόμενο με θετικές αξιολογήσεις και ελέγχους) μπορεί να συμβάλλει στην ορθότερη λειτουργία του όλου συστήματος, αλλά θα πρέπει να συνοδεύεται από ικανό και αμερόληπτο έλεγχο (επιτάχυνση διαδικασιών, αλλά όχι εις βάρος της ποιότητας – νομιμότητας – διαφάνειας). Τέλος, κρίνεται άκρως ενδιαφέρουσα η απόφαση για την μεταφορά της αδειοδοτικής αρμοδιότητας μεγάλων επενδυτικών σχεδίων στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης (άρθ. 1, παρ. 4 του Ν/Σ), καθώς και η δυνατότητα χορήγησης αποκλίσεων ή εξαιρέσεων από το καθεστώς και τους όρους δόμησης (άρθ. 1, παρ. 3 του Ν/Σ), όταν πρόκειται για επενδύσεις υψηλού δημοσίου συμφέροντος με την προϋπόθεση της ορθής εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων εκ μέρους της διοίκησης. Η Πρόεδρος Μαργαρίτα Καραβασίλη