• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΛΙΚΗ ΓΑΛΗ' | 5 Ιουνίου 2020, 11:58

    Το σημερινό «Τμήμα Χημικών Αναλύσεων της Δ/νσης Ελέγχων και Παρατηρητηρίων» του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (π.δ 147/2017, άρθρο 56) αποτελεί ένα από τα ιστορικότερα και σημαντικότερα χημικά εργαστήρια του Ελληνικού Κράτους. Συστάθηκε το έτος 1949 ως Ειδικό Πειραματικό Εργαστήριο στο τότε Υπουργείο Εφοδιασμού και Διανομών με βασικό αντικείμενο την απόδοση σίτου σε άλευρο και με πειραματικές αρτοποιήσεις την απόδοση αλεύρου σε ψωμί. Το έτος 1956 το Πειραματικό αυτό Εργαστήριο ξεκίνησε να μελετά σε ετήσια βάση το ελληνικό ελαιόλαδο και το έτος 1962, λόγω της εξειδίκευσης που είχε αποκτήσει σε θέματα λιπαρών υλών, ξεκίνησε επίσημα η συνεργασία του με το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου (Δ.Σ.Ε) για τη δημιουργία του «αρχείου ελαιολάδου» της χώρας μας, το οποίο τηρείται ανελλιπώς από το Χημικό Εργαστήριο όλα αυτά τα χρόνια μέχρι σήμερα. Από το έτος 1992 το Εργαστήριο εξειδικεύεται και συμμετέχει - εκπροσωπώντας τη χώρα στο Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου - στην μελέτη νέων μεθόδων ανάλυσης ελαιόλαδου για την αυθεντικότητα και την ανίχνευση νοθείας του. Το έτος 1982 εκλήθη από το Δ.Σ.Ε να συμμετάσχει στην εκπόνηση μεθόδου για τον προσδιορισμό των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του παρθένου ελαιολάδου και για τον σκοπό αυτόν ίδρυσε ομάδα δοκιμαστών οι οποίοι εκπαιδεύονται στην οργανοληπτική αξιολόγηση παρθένου ελαιολάδου. Το έτος 2002, με την εφαρμογή του νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού με τον οποίο προβλέπεται η οργανοληπτική αξιολόγηση παρθένου ελαιολάδου από ομάδα δοκιμαστών ως παράμετρος ποιοτικής κατάταξης αυτού, η ομάδα δοκιμαστών του Χημικού Εργαστηρίου συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των αναγνωρισμένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ομάδων δοκιμαστών. Το έτος 2006 τα Χημικά εργαστήρια διαπιστεύτηκαν από τον Εθνικό Φορέα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ EN ISO/IEC 17025:2005 για την διενέργεια αναλύσεων που αφορούν την ποιότητα του παρθένου ελαιολάδου. Τα Χημικά Εργαστήρια στην παρούσα φάση τους ως Τμήμα Χημικών Αναλύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων στο πλαίσιο της αποστολής και των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 56 του πδ 147/2017: α) αποτελούν μέχρι στιγμής τον μοναδικό Δημόσιο Φορέα οργανοληπτικής αξιολόγησης του Ελαιολάδου στη χώρα και αποτελούν σε παγκόσμιο ένα από τα εννέα (9) βασικά εργαστήρια του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου. β) διενεργούν στο πλαίσιο αυτό χημικές και οργανοληπτικές αναλύσεις ελαιολάδου κατόπιν αιτημάτων των υπεύθυνων φορέων ελέγχου της αγοράς, ιδιωτών, εξαγωγέων ή και αλλοδαπών Εθνικών Αρχών και συμμετέχουν με την Οργανοληπτική ομάδα τους στον επίσημο έλεγχο ποιότητας του Ελληνικού ελαιολάδου που διενεργεί σε ετήσια βάση ο ΕΦΕΤ και τα αποτελέσματα του οποίου αποστέλλονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημειώνεται ότι για την παροχή αυτών των υπηρεσιών καταβάλλονται τέλη υπέρ του Δημοσίου. γ) λειτουργούν χημικό εργαστήριο με σύγχρονο αναλυτικό εξοπλισμό, οποίος ανανεώθηκε και ενισχύθηκε το 2012 με πρόγραμμα ΕΣΠΑ, ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης πληροφοριών εργαστηρίου (LIMS), και το ιστορικό αρχείο των στοιχείων των ελαιολάδων των ελαιοκομικών Περιφερειών της χώρας. δ) διαθέτουν εξειδικευμένους και άριστα καταρτισμένους επιστήμονες οι οποίοι εκπροσωπούν τη χώρα σε όργανα διεθνών οργανισμών για θέματα που αφορούν το ελαιόλαδο συμμετέχουν στις συναντήσεις των εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου και της Διαχειριστικής Επιτροπής Λιπαρών Υλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ε) διαθέτουν πλήρως εκπαιδευμένη και υψηλού επιπέδου Ομάδα δοκιμαστών για τη διενέργεια οργανοληπτικής αξιολόγησης του ελαιολάδου στ) συμβάλλουν στη χαρτογράφηση των ελληνικών ελαιολάδων και την προστασία της εμπορίας τους και στην προώθησή τους στο εξωτερικό. Για τις μελέτες, δημοσιεύσεις, την εφαρμογή νέων μεθόδων και τις ερευνητικές εργασίες είναι σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τον ΕΦΕΤ, τις Βιομηχανίες και τις Βιοτεχνίες Ελαιολάδου και γενικά τους ενδιαφερόμενους για το ελαιόλαδο. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές η καίρια σημασία, το ξεχωριστό έργο και η μοναδική τεχνογνωσία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο που διαθέτουν σε εθνικό και διεθνές επίπεδο τα Χημικά Εργαστήρια. Τα στοιχεία αυτά καθιστούν αν μη τι άλλο επιβεβλημένη και αναγκαία την περαιτέρω υποστήριξη, την υλική αλλά και έμπρακτη ενίσχυση του ρόλου του Τμήματος ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση της παροχής των υψηλού επιπέδου υπηρεσιών τους, οι οποίες είναι μοναδικές σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, με μεγάλη έκπληξη διαπιστώσαμε ότι το άρθρο 17 παρ. 2 του σχεδίου νόμου με τίτλο «Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς, διατάξεις για την ανάπτυξη, την έρευνα και την καινοτομία», το οποίο τέθηκε σε διαβούλευση την 01.06.2020 (http://www.opengov.gr/ypoian/?p=11125) κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της ενίσχυσης του τμήματος, καθώς το ως άνω άρθρο αναγράφει ότι «οι αρμοδιότητες του Τμήματος Χημικών Αναλύσεων μεταφέρονται στο Τμήμα Ελέγχου της Αγοράς της Διεύθυνσης Διυπηρεσιακής Συνεργασίας για την Αντιμετώπιση του Παράνομου Εμπορίου» η οποία υπάγεται στη νέα Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς (ΔΙ.ΜΕ.Α). Η εν τοις πράγμασι διάλυση της αυτοτέλειας των Χημικών Εργαστηρίων ως τμήματος για πρώτη φορά στα χρονικά και η υπαγωγή τους ως υποσύνολο ενός τμήματος Ελέγχου το οποίο έχει κατά τα λοιπά διακριτό και άσχετο αντικείμενο από αυτό των Χημικών Εργαστηρίων, εκτός του ότι εν τοις πράγμασι υποβαθμίζει το ρόλο των Χημικών Εργαστηρίων, δημιουργεί μια πλήρως δυσλειτουργική και αναποτελεσματική οργανωτική δομή λόγω του ετερόκλητου χαρακτήρα της. Με την προτεινόμενη διάταξη ένα Χημικό Εργαστήριο με ξεχωριστό ποιοτικά και ποσοτικά έργο καίριας Εθνικής σημασίας διαλύεται ως αυτοτελής ενότητα και «συγκολλάται» σε μια άλλη δομή, μπαίνοντας υπό τη σκέπη ενός τμήματος με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά, τρόπους εργασίας, μεθοδολογία, προφίλ ανθρώπινου δυναμικού, στόχευση και αποστολή. Θεωρούμε σε κάθε περίπτωση ότι τα Χημικά Εργαστήρια λόγω της ιστορικότητας τους, αλλά κυρίως εξαιτίας του εξειδικευμένου και ιδιαίτερης αξίας έργου που παρέχουν στην Πολιτεία, τους ιδιώτες και τους εξαγωγείς, καθώς και λόγω της διαπίστευσης τους από τον Εθνικό Φορέα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) και της αναγνώρισής τους από το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου (Δ.Σ.Ε), πρέπει να συνεχίσουν την λειτουργία τους σαν ανεξάρτητο τμήμα στην νέα Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς (ΔΙ.ΜΕ.Α).