• Σχόλιο του χρήστη 'N. INKA' | 3 Νοεμβρίου 2009, 14:22

    ΑΡΘΡΟ 5 (4) 1. Αν δεν επιτευχθεί συμβιβαστική εξώδικη επίλυση της διαφοράς για το σύνολο των πιστωτών ή κάποιου από αυτούς, το Δικαστήριο του άρθρου 3 του παρόντος εκδικάζει την αίτηση του οφειλέτη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο και ρυθμίζει αυτό το σύνολο της διαφοράς και το περιεχόμενο της ρύθμισης. Το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για ρύθμιση και απαλλαγή χρεών 2. α. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα του οφειλέτη από την εργασία του και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει κάθε μήνα για χρονικό διάστημα από 3 έως 5 έτη ορισμένο ποσό για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του. Το ποσό αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτει σε κίνδυνο τις βιοτικές ανάγκες του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογενείας του. Σ.σ. Η ερμηνευτική τελευταία παράγραφος μπήκε για να διασφαλιστεί περαιτέρω ο οφειλέτης από την τυχόν προκατάληψη ή έλλειψη κοινωνικής γνώσης εκ μέρους του δικάζοντος. β. Κατά τον προσδιορισμό του ανωτέρω μηνιαίου και συνολικού ποσού και ποσοστού προσμετράται θετικά υπέρ του πιστωτή, με ειδική μνεία της απόφασης που εκδίδεται, η εκ μέρους του καταβολή κατά την διάρκεια της σύμβασης δανεισμού σημαντικού μέρους του ληφθέντος κεφαλαίου των προς ρύθμιση απαιτήσεων. Το Δικαστήριο μπορεί με βάση τα ανωτέρω να κρίνει διαφορετικά για τις περιπτώσεις δανειστικών συμβάσεων που εξετάζει. Σ.σ. Θα πρέπει να διαχωριστούν οι περιπτώσεις και να δοθεί διαφορετική καλύτερη ρύθμιση για δάνεια που έχουν εξυπηρετηθεί επαρκέστερα. Επιβραβεύεται έτσι και η προσπάθεια του οφειλέτη να αποπληρώσει. γ. Εάν στην απαίτηση του πιστωτή περιλαμβάνονται τόκοι, έξοδα και λοιπές χρεώσεις που είτε απαγορεύονται από το νόμο, είτε έχουν αμετάκλητα κριθεί παράνομες σε δίκες συλλογικών αγωγών, το Δικαστήριο αφαιρεί αυτές και αυτεπαγγέλτως από το σύνολο της απαίτησης και αναπροσαρμόζει αναλόγως τα χρηματικά ποσά, ακόμα και εάν σχετικό αίτημα δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση του οφειλέτη. Σ.σ. Δεν μπορεί να ρυθμίζονται από Δικαστήριο παράνομες χρεώσεις και να πληρώνονται και αυτές στο μέτρο που αναλογούν στο συνολικό ποσό. δ. Η καταβολή του ποσού της ρύθμισης γίνεται απευθείας από τον οφειλέτη στους πιστωτές του. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι τη λήξη της ανωτέρω περιόδου, πρέπει να έχει εξοφληθεί ποσοστό τουλάχιστον δέκα επί τοις εκατό των συνολικών οφειλών του, στο ύψος που αυτές ανέρχονταν κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης του οφειλέτη. Σ.σ. Οι σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου διέπονται από την αρχή της συναλλακτικής ελευθερίας. Ο ίδιος ο ιδιώτης πρέπει να είναι υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεών του. Το να τεθεί σε πτώχευση και να δεσμεύονται τα εισοδήματά του είναι όχι μόνο άκρως αρνητικό για την προσωπικότητά του, αλλά και δημιουργεί περαιτέρω κόστος και γραφειοκρατία. Σαφής είναι ο κίνδυνος να χρειάζεται ο οφειλέτης χρήματα (π.χ. για μια έκτακτη θεραπεία) και να χρειάζεται έγκριση ή ενέργεια άλλων προσώπων για να τα εξασφαλίσει. Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποφεύγεται και η κατάσχεση του μισθού. Ετσι ο οφειλέτης παραμένει ενεργός οικονομικά. 4. Με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή μπορεί είτε να αναστέλλεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του παρόντος, είτε να τροποποιείται η ανωτέρω απόφαση ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης αυτής είναι το Δικαστήριο του άρθρου 2. 5. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως σε περιπτώσεις χρόνιας ανεργίας, σημαντικών προβλημάτων υγείας, εισοδήματος που δεν επαρκεί για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών, είναι δυνατός ο προσδιορισμός χαμηλότερων ή και μηδενικών καταβολών, ακόμη κι αν δεν προκύπτει κατ’ αυτόν τον τρόπο η εξόφληση του ποσοστού της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Στην κρίση αυτή εκλαμβάνεται θετικά υπέρ του πιστωτή, με ειδική μνεία της απόφασης που εκδίδεται, η εκ μέρους του καταβολή κατά την διάρκεια της σύμβασης δανεισμού σημαντικού μέρους του ληφθέντος κεφαλαίου των προς ρύθμιση απαιτήσεων. Το Δικαστήριο δύναται να επανεξετάζει κάθε οκτώ μήνες, ή και νωρίτερα αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, την εξακολούθηση της συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων. 6. Την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη που ορίζει ο νόμος αυτός μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο, εάν κατά την κατάθεση της αίτησης, οι συνολικές καταβολές του προς τον πιστωτή υπερκαλύπτουν το ληφθέν κεφάλαιο και τους ετήσιους τόκους συμβατικούς τόκους που προβλέπονται από το νόμο για τους ιδιώτες. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις το Δικαστήριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσδιορίσει ρύθμιση υπολοίπου για ποσοστό ανώτερο του 10%. Σ.σ. Είναι μια επιπλέον ρύθμιση που απελευθερώνει τον οφειλέτη που οφείλει στην πραγματικότητα μόνο υπέρογκους τόκους και βρίσκεται δεσμευμένος από τον υπέρογκο τοκισμό, χωρίς να έχει την δυνατότητα να απελευθερωθεί από τον δανειστή του. Ουσιαστικά τιμωρείται και η τοκογλυφία κάποιων και διορθώνονται τα αρνητικά της αποτελέσματα. 7. Σε περίπτωση μη τήρησης από τον πιστωτή των όρων και των προϋποθέσεων που τάσσονται με την απόφαση ή τον επιτευχθέντα συμβιβασμό για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, η ρύθμιση αίρεται αυτοδίκαια και τα μέρη επανέρχονται στα πριν την ρύθμιση δικαιώματα και υποχρεώσεις τους. Σ.σ. Η ρύθμιση αυτή επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση, τα μέρη που είτε αμέλησαν είτε έλαβαν από το Δικαστήριο μία ρύθμιση την οποία δεν μπορούν στην πραγματικότητα να εξυπηρετήσουν. 8. Οφειλέτης του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία και τα προσδοκώμενα εισοδήματα είναι επαρκή σε σχέση με τον αριθμό των πιστωτών και το ύψος των απαιτήσεών τους, επαπειλείται όμως αποδεδειγμένα η δυνατότητα του να ανταποκριθεί στο εγγύς μέλλον στις υποχρεώσεις του, μπορεί να υποβάλλει, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, αίτηση προς το αυτό Δικαστήριο, ώστε να ρυθμιστούν οι οφειλές του. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο του άρθρου 2 του παρόντος μπορεί να προβεί σε ρύθμιση των μελλοντικών ή των προσφάτως καταστάντων ληξιπροθέσμων οφειλών. Ιδίως το Δικαστήριο μπορεί να ρυθμίσει τα ποσά των μηνιαίων καταβολών ή να χορηγήσει περίοδο χάριτος που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία έτη με επιτόκιο ενήμερης οφειλής, αποσκοπώντας στην τελική εξυπηρέτηση της σύμβασης δανείου. Το δικαστήριο μπορεί να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφαση αυτή οποτεδήποτε μετά από αίτηση του οφειλέτη ή και του πιστωτή εφόσον δεν εξυπηρετείται η ρύθμιση. Σ.σ. Η διαδικασία ρύθμισης αυτή και η δυνατότητα του Δικαστηρίου πρέπει να γίνεται μόνο με πρωτοβουλία του οφειλέτη και με σχετική αίτησή του. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ο οφειλέτης να ζητά μείωση των χρεών και να βρίσκεται σε κατάσταση δέσμευσης της περιουσίας του και για το σύνολο της απαίτησης. Ορθό συνεπώς είναι η δυνατότητα αυτή και να υπάρχει και να είναι αποτέλεσμα άλλης αίτησης. Στην περίπτωση αυτή εισάγεται ξανά η ρύθμιση για τις επαπειλούμενες καταστάσεις, που αφαιρέθηκε από τον προσδιορισμό του άρθρου 1, καθώς μόνο στην παρούσα περίπτωση έχει ουσιαστικό νόημα.