• Σχόλιο του χρήστη 'Ιάκωβος Απέργης' | 4 Νοεμβρίου 2009, 13:58

    Προτείνω την τροποποίηση του άρθρου 2 ως εξής: "1. Συνιστάται ανεξάρτητη αρχή με την επωνυμία «Συνήγορος του Δανειολήπτη» ως εξωδικαστικό όργανο επίλυσης των διαφορών των δανειοληπτών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του παρόντος με τραπεζικές ή λοιπές πιστωτικές εταιρείες. Ο «Συνήγορος του Δανειολήπτη» εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και κατά την άσκηση των καθηκόντων του απολαμβάνει προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Με Προεδρικό Διάταγμα που θα εκδοθεί θα εξειδικεύεται ο τρόπος λειτουργίας του και το προσωπικό από το οποίο θα απαρτίζεται. 2. Οποιοσδήποτε δανειολήπτης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του παρόντος υποβάλλει έγγραφη αίτηση προς τον «Συνήγορο του Δανειολήπτη» για τη ρύθμιση των χρεών του ή την απαλλαγή του από αυτά κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. Η αίτηση, η οποία υποβάλλεται σε σχετικό μηχανογραφημένο έντυπο που διαθέτει ο «Συνήγορος του Δανειολήπτη», δέον να περιέχει τα πλήρη στοιχεία του αιτούντος, την ή τις τραπεζική/-ές ή πιστωτική/-ές εταιρεία/-ες με την/τις οποία/-ες ο αιτών συνήψε δάνειο και τον αριθμό της δανειακής σύμβασης. Ο αιτών μπορεί να συνυποβάλει με την αίτησή του οποιοδήποτε έγγραφο κρίνει ότι μπορεί να διευκολύνει την αρχή να εξετάσει την διαφορά. Ο Συνήγορος μόλις λάβει την αίτηση καλεί την εμπλεκόμενη τραπεζική ή άλλη πιστωτική εταιρεία να του υποβάλει μέσα σε δέκα (10) ημέρες σχετικό φάκελο με τα πλήρη στοιχεία του δανείου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης κωλυσιεργίας της τραπεζικής ή πιστωτικής εταιρείας, η τελευταία εκπίπτει αυτοδικαίως των δικαιωμάτων της από την δανειακή σύμβαση. 3. Η διαδικασία ενώπιον του «Συνηγόρου του Δανειολήπτη» είναι έγγραφη, ο Συνήγορος όμως μπορεί να καλέσει τα εμπλεκόμενα μέρη σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση αν κρίνει ότι αυτό χρειάζεται για την αποτελεσματικότερη διευθέτηση της διαφοράς. Εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αιτήσεως, ο Συνήγορος οφείλει να συντάξει πόρισμα για τον τρόπο διευθέτησης της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς. Καμία πράξη εκτέλεσης δεν μπορεί να λάβει χώρα με ποινή απολύτου ακυρότητας έναντι όλων από την υποβολή της αίτησης έως τη σύνταξη του πορίσματος. Για δε τα στεγαστικά δάνεια ή τα καταναλωτικά δυνάμει των οποίων έχει εγγραφεί από την τραπεζική ή την πιστωτική εταιρεία συναινετική προσημείωση υποθήκης σε ακίνητη περιουσία του οφειλέτη απαγορεύεται επί ποινή απολύτου ακυρότητας έναντι όλων η κατάσχεση και η διενέργεια πλειστηριασμού σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη είτε πρόκειται για την προσημειωμένη είτε όχι. 3. Ειδικότερα ο Συνήγορος διαπιστώνει: α) Αν αναφέρεται επαρκώς στην εξώδικη δήλωση της πιστώτριας εταιρείας ο λόγος καταγγελίας του δανείου. Σε αντίθεση περίπτωση, η σύμβαση θεωρείται ως μη καταγγελθείσα. β) Ποιο είναι το χρονικό διάστημα που έχει ταχθεί από την επίδοση της καταγγελίας έως την εξόφληση του δανείου. Σε περίπτωση που για τα καταναλωτικά δάνεια ή τις πιστωτικές κάρτες ορίζεται προθεσμία εξόφλησης μικρότερη του τριμήνου από την επίδοση του εξωδίκου και για τα στεγαστικά μικρότερη του έτους, η σύμβαση θεωρείται ως μη καταγγελθείσα. Ειδικά στην περίπτωση που έχει εγγραφεί συναινετική προσημείωση υπέρ της πιστώτριας σε ακίνητο του οφειλέτη, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται κατά ένα έτος. γ) Αν στην κίνηση λογαριασμού ή στην επιταγή προς πληρωμή έγινε ανατοκισμός του κεφαλαίου ή υπολογίστηκε πέραν του τόκου υπερημερίας και επιπλέον συμβατικός τόκος. Στην περίπτωση αυτή, η τραπεζική ή πιστωτική εταιρεία εκπίπτει αυτοδικαίως του δικαιώματος αναζήτησης των τόκων και ο οφειλέτης οφείλει αποκλειστικά και μόνο το κεφάλαιο. δ) Αν στη βάση δεδομένων της «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» ενεγράφη ο δανειολήπτης από την επίδοση της εξώδικης καταγγελίας ή σε πρωτύτερο από αυτήν χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση αυτή, η τραπεζική ή πιστωτική εταιρεία εκπίπτει αυτοδικαίως του δικαιώματος αναζήτησης του συνόλου του οφειλόμενου ποσού. ε) Αν η Τράπεζα χρέωσε στον οφειλέτη την αμοιβή δικηγόρου και μηχανικού που κατέβαλε προκειμένου να εγγραφεί προσημείωση. Σε καταφατική περίπτωση δικαιούται να αναζητήσει μόνο το ήμισυ του ενεπομείναντος κεφαλαίου, ενώ εκπίπτει αυτοδικαίως του δικαιώματος αναζήτησης τόκων. ε) Αν ο οφειλέτης έχει επαρκή ή όχι περιουσία, ώστε να μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του παρόντος. Η τραπεζική ή πιστωτική εταιρεία φέρει το βάρος της απόδειξης περί ύπαρξης περιουσίας του οφειλέτη ικανής ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων. "