• Σχόλιο του χρήστη 'ΔΗΜΗΤΡΗΣ' | 25 Μαρτίου 2011, 22:02

    Βάσει των σχετικών διατάξεων (99 επ.) του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, μείζονος σημασίας αποτελεί η αποστολή του δικαστηρίου να ανιχνεύσει την σκοπιμότητα, άλλως υποκρυπτόμενη πρόθεση του εκάστοτε αιτούντος την συνδιαλλαγή οφειλέτη. Η αναγωγή μάλιστα της αποστολής αυτής σε πρωταρχική προτεραιότητα του δικαστηρίου δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού οι νεωτεριστικές διατάξεις του ν. 3588/2007, που εισήχθησαν στο δικαϊκό μας σύστημα προς εξυπηρέτηση κοινωνικοοικονομικών σκοπών, είναι τόσο δραστικές προς τον σκοπό της εξυγίανσης προβληματικών πλην όμως βιώσιμων επιχειρήσεων, που εύκολα δύνανται να καταστρατηγηθούν από κακόβουλους – κακοπροαίρετους οφειλέτες. Αναπτύσσοντας τη σκέψη μου ακριβώς αυτήν, θεωρώ ότι αναλόγως της προθέσεως του οφειλέτη είναι ευμετάβλητη η σχέση μεταξύ του σκοπού της συνδιαλλαγής και του μέσου με το οποίο επιτυγχάνεται. Ειδικότερα, αδιαμφισβήτητος σκοπός της διαδικασίας της συνδιαλλαγής θα πρέπει να είναι η εξυγίανση των βιώσιμων επιχειρήσεων, ήτοι των οικονομικών εκείνων οργανισμών, η επερχόμενη (μέσω της πτωχεύσεως) εξόντωση των οποίων θα είχε αρνητική επίδραση στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, τόσο λόγω αυτής καθ’ αυτής της απώλειας ενός συνδέσμου – κρίκου από την οικονομική αλυσίδα, όσο και της παρεπόμενης και αλληλοεπιδρούσας με αυτήν κοινωνικής αναστάτωσης, λόγω της απώλειας θέσεων εργασίας. Από την άλλη πλευρά, μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι η για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και υφ’ όρων προστασία του οφειλέτη από τις διώξεις των πιστωτών του (ο οποίος κυριολεκτικά περιέρχεται σε μία κατάσταση «απυρόβλητου»). Το πρόβλημα λοιπόν γεννάται, όταν επέρχεται σύγχυση μεταξύ σκοπού και μέσου επίτευξης, ήτοι όταν η αναστολή των ατομικών διώξεων γίνεται αυτοσκοπός και η υποβολή αιτήσεως για την υπαγωγή στη διαδικασία συνδιαλλαγής το μέσο εξασφάλισης της πρώτης. Είναι άλλωστε δελεαστικό για κάθε οφειλέτη με μία διαδικασία υπαγόμενη στους κανόνες της εκουσίας δικαιοδοσίας (ήτοι, πιθανόν και χωρίς αντιδικία) να αποπειραθεί να επιτύχει κατά πάντων, όλα όσα θα έπρεπε να καταφέρει με αναρίθμητες αντιδικίες (ανακοπές και αιτήσεις αναστολής) μέσα στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτελέσεως. Επειδή αφενός μεν η διάταξη του άρθρου 116 του Κ.Πολ.Δ σύμφωνα με την οποία "Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις" είναι προφανώς ουτοπική στην ελληνική πραγματικότητα και ανεφάρμοστη, αφετέρου δε η προπτωχευτική διαδικασία υπάγεται στην εκουσία δικαιοδοσία, θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις που να αποτρέπουν την ενώπιον του Δικαστηρίου ανέλεγκτη και παραπλανητική παράθεση στοιχείων από τους οφειλέτες - υποψήφιους για υπαγωγή στη διαδικασία συνδιαλλαγής. Ενδεικτικά θα μπορούσε να προβλεφθεί διάταξη με την οποία θα είναι υποχρεωτική (και όχι προαιρετική όπως στην εκούσια δικαιοδοσία - 748 παρ.3 Κ.Πολ.Δ) η κλήτευση έστω κάποιου ποσοστού των πιστωτών (λ.χ να ορίζεται για τους 2-3 μεγαλύτερους πιστωτές), ώστε να μην εκδίδονται κατά συρροή αποφάσεις που κάνουν δεκτές αιτήσεις προληπτικών μέτρων και συνδιαλλαγών, ερήμην των πιστωτών. Και εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η προσπάθεια εξυγίανσης των προβληματικών επιχειρήσεων με μονομερή παροχή προνομίων ή έστω με περιαγωγή αυτών σε κατάσταση απυρόβλητου (βλ. αναστολή ατομικών διώξεων) δεν έχει συνέπειες (καλές ή κακές ανά περίπτωση) μόνο ως προς τους πιστωτές, αλλά ίσως να προκαλεί και ανισότητες σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις ("υγιείς") οι οποίες μολονότι κατόρθωσαν με ξεχωριστή και προφανώς συνετή επιχειρηματικότητα να επιβιώσουν μέσα στην οικονομική κρίση, αντί να επιβραβεύονται, περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στα πλαίσια του υποτιθέμενου θεμιτού ανταγωνισμού, αφού οι υπαγόμενες στο άρθρο 99 ανταγωνίστριες και κατά τα άλλα προβληματικές (εξ υπαιτίοτητάς τους κατά βάση) επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να λειτουργούν απέναντί τους, όχι με τους όρους της αγοράς, αλλά με τους ευνοϊκούς όρους μιας συνδιαλλαγής.