• Σχόλιο του χρήστη 'VALUE RIGHT Α.Ε. – Λουκάς Δημήτρης, Κυριαζής Ηλίας' | 11 Οκτωβρίου 2012, 10:58

    Άρθρο 22 Τροποποίηση φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της επένδυσης Το ερώτημα το οποίο ανακύπτει σε σχέση με τον Ν.3908/2011 είναι το εξής: Εφόσον βάσει ΟΔΗΓΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΥΠΑΓΩΓΗΣ των Γενικών Επενδυτικών Σχεδίων του Ν.3908/2011 των Γενικών Επενδυτικών Σχεδίων και των Μεγάλων Επενδυτικών Σχεδίων και του Κώδικα Δεοντολογίας Αξιολογητών: Έκδοση 1γ / 15-11-2011 δίδονται σαφής κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά το ενισχυόμενο και επιλέξιμο επενδυτικό κόστος, ποια είναι η σκοπιμότητα της προσκόμισης αναλυτικού προϋπολογισμού κόστους, προτιμολογίων – προσφορών, prospectus κ.λ.π. κατά την φάση υποβολής της επενδυτικής πρότασης; Ειδικότερα στην περίπτωση, κατά την οποία υπάρχουν μεταβολές του εγκεκριμένου φυσικού και οικονομικού αντικειμένου μεταξύ κατηγοριών ενεργειών, οι οποίες στο σύνολο τους υπερβαίνουν το 10% του εγκεκριμένου προϋπολογισμού, ο φορέας της επένδυσης υποχρεούται στην υποβολή προς την αρμόδια -περί τούτο- Υπηρεσία σχετικού αιτήματος τροποποίησης. Άμεση απόρροια των ανωτέρω είναι να εξετάζεται το οικονομικό και φυσικό αντικείμενο τουλάχιστον δύο (2) φορές και εν προκειμένω τρεις (3) φορές (εφόσον υπάρχει και αίτημα τροποποίησης) για το ίδιο θέμα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για κάτι τέτοιο. Η απλούστευση και φιλοσοφία επιτάχυνσης των διαδικασιών και η εύλογη ανάγκη κατάργησης της υπερβάλλουσας γραφειοκρατίας, απαιτεί όπως υποβάλει έκαστος επενδυτικός φορέας, με το εκάστοτε ισχύον πλαφόν επενδυτικών δαπανών, με αναφορά στις βαθμολογούμενες ομάδες δαπανών, οι οποίες θα εξετάζονται μια και μόνο φορά και το στάδιο διενέργειας ενδιάμεσων – τελικών έλεγχων πιστοποίησης και ολοκλήρωσης των επενδυτικών σχεδίων, οπότε πραγματοποιείται η εξέταση και αντιπαραβολή των εξοφλημένων τιμολογίων – παραστατικών και πληρωμών των εγκεκριμένων επενδυτικών έργων, ούτως ώστε να προσδιορισθεί και ο βαθμός επίτευξης ή/και ενδεχόμενης απόκλισης εκ της αρχικής στοχοθέτησης κατά τη φάση υποβολή της επενδυτικής πρότασης. Σε κάθε περίπτωση -δε- θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι καθυστερήσεις -από πλευράς της εκάστοτε αρμόδιας Υπηρεσίας- πάντα υπήρχαν και δυστυχώς θα συνεχίσουν να υφίστανται (ακόμη και αυτήν τη στιγμή το ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ δεν δύναται -για πολλούς και διαφόρους λόγους- να συμμορφωθεί προς τις δικές του δεσμεύσεις) σε όλα τα στάδια από την αξιολόγηση μέχρι την πιστοποίηση ολοκλήρωσης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας μίας επένδυσης, η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις Επενδυτικού/Αναπτυξιακού Νόμου, με αποτέλεσμα επέρχονται αλλαγές στην οικονομική συγκυρία. Συχνό είναι το φαινόμενο -από πλευράς του επενδυτικού φορέα- ανασχεδιασμού διαφόρων -μεν- επιμέρους (δευτερευόντων) -δε- στοιχείων του εγκεκριμένου επενδυτικού κόστους, ούτως ώστε να δύναται να ανταπεξέλθει στις επιταγές των καιρών και να κατορθώσει να εναρμονιστεί στις αντίξοες οικονομικές συνθήκες του σύγχρονου επιχειρηματικού γίγνεσθαι, ενδεχομένως ευρισκόμενος σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές σε σχέση με τις επικρατούσες, δύο (2) ή τρία (3) πριν, όταν δηλαδή αρχικώς υπέβαλε την επενδυτική του πρόταση. Περαιτέρω, οποιεσδήποτε αλλαγές σε κατασκευαστικό επίπεδο, σε χρήσεις χώρων και εν γένει αποκλίσεις ή διαφοροποιήσεις στο φυσικό ή οικονομικό αντικείμενο κατά την υλοποίηση του έργου, σε σχέση με την απόφαση υπαγωγής, οι οποίες -ενδεχομένως- να μην επηρεάζουν, αλλοιώνουν ή αντίκεινται στην φύση και στην βιωσιμότητα της επένδυσης ή τον χαρακτήρα κίνητρου της αιτούμενης επιχορήγησης (μικρής κλίμακας διαφοροποιήσεις σε επιμέρους χαρακτηριστικά του επενδυτικού έργου), οι οποίες -συχνά- αυθαίρετα από την Υπηρεσία κρίνονται ως «διαφοροποιήσεις από το εγκεκριμένο επενδυτικό σχέδιο», άνω του 10% και χρίζουν αιτήματος τροποποίησης (με αμφίβολο αποτέλεσμα, κατά την κρίση -πάντα- της Υπηρεσίας), ενδεχομένως να αποτελούν καταλυτικής σημασίας παραμέτρους, στα πλαίσια της διασφαλίσεως της ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας της επένδυσης. Ευθύνη και υποχρέωση του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ είναι να εναρμονίζεται στο μέτρο του εφικτού και να προσαρμόζεται εγκαίρως στις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες, δράττοντας -μεν- την ευκαιρία να καθίσταται αρωγός της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, εκμεταλλευόμενο -δε- την οικονομική συγκυρία προς όφελος της προώθησης της «ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» και της «ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ», εάν ασφαλώς θέλει να δικαιολογεί και τον «ΤΙΤΛΟ» του και όχι να εξωθεί το όποιο εναπομένον επενδυτικό ενδιαφέρον σε αναγκαστικές: οικονομικές, λογιστικές, τεχνικές και άλλες δικολαβίστικες προσαρμογές, προς χάριν «συμμόρφωσης/προσαρμογής» και μάλιστα σε αρκετές -εάν όχι όλες τις- περιπτώσεις ετεροχρονισμένα (αναδρομική ισχύς αποφάσεων). Πόσο μάλλον -δε- να αναγκάζει τους επενδυτές να συμμορφωθούν σε ένα θεσμικό πλαίσιο, το οποίο να μην καθίσταται ευθύς εξαρχής σαφές και ακριβές, αλλά λόγω παραλείψεων, ελλείψεων, ημιμάθειας και χρονικής υστέρησης σε αντίδραση του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟ-ΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ, επί εξ’ αρχής διαφαινόμενων προβλημάτων, να δημιουργείται ένα νέο πολλές φορές πλαίσιο εκ των υστέρων (ex post) εγκυκλίων – ρυθμιστικών/υπουργικών αποφάσεων – οδηγιών – τροπολογιών που ουσιαστικά αποτρέπει το όποιο επενδυτικό ενδιαφέρον. Τρανό παράδειγμα αποτελεί ο ΟΔΗΓΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΥΠΑΓΩΓΗΣ των Γενικών Επενδυτικών Σχεδίων του Ν.3908/2011 των Γενικών Επενδυτικών Σχεδίων και των Μεγάλων Επενδυτικών Σχεδίων και του Κώδικα Δεοντολογίας Αξιολογητών: Έκδοση 1γ / 15-11-2011, καθώς εξεδόθη προς αντικατάσταση προγενέστερου ΟΔΗΓΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ, με αμφότερους να δημοσιεύονται κατόπιν της ενεργοποίησης του Ν.3908/2011. Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι οι αλλαγές οι οποίες προκρίνονται π.χ. με τον ΟΔΗΓΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΥΠΑΓΩΓΗΣ Έκδοση 1γ / 15-11-2011 για μια επένδυση η οποία υπεβλήθη τον Οκτώβριο του 2011, ενδεχομένως ο επενδυτής τελικά να μην έπαιρνε την απόφαση να προβεί σε υποβολή αιτήματος υπαγωγής, εάν είχαν γνωστοποιηθεί/δημοσιευθει νωρίτερα οι συγκεκριμένες προδιαγραφές, διότι κατά την κρίση του η συγκεκριμένη επένδυση πιθανόν να καθίστανται ασύμφορη – μη αποδοτική. Συνοψίζοντας, κάποιος θα μπορούσε να προσομοιάσει τις επενδυτικές προτάσεις – αιτήματα υπαγωγής σε Επενδυτικούς/Αναπτυξιακούς Νόμους (Ν.3299/2004 και Ν.3908/2011), ως μια επένδυση:  Με αβέβαιο επενδυτικό κόστος, λόγω αιφνιδιασμού των επενδυτών, με συμπληρωματικές κανονιστικές αποφάσεις ή/και ανακύπτουσες ανάγκες συμπληρωματικής αύξησης μετοχικού/εταιρικού κεφαλαίου, λόγω περικοπών επενδυτικών δαπανών, αυθαιρεσίας στην ερμηνεία του «μεγέθους» των επενδυτικών φορέων (Ορισμός ΜΜΕ) και στρεβλών διατυπώσεων ή/και όσον αφορά την «απαγόρευση συσσώρευσης». Ειδικότερα στον Ν.3908/2011 οι επενδυτικοί φορείς με εγκεκριμένες επενδυτικές προτάσεις με ενισχυόμενο επενδυτικό κόστους μικρότερο του επιλέξιμου, υποχρεούνται στην υλοποίηση του συνόλου του επενδυτικού κόστους, ως αρχικά υπεβλήθη, ασχέτως εάν τελικά η Υπηρεσία δεν αναγνώρισε το επενδυτικό κόστος στο σύνολό του.  Αδικαιολόγητες χρονικές καθυστερήσεις σε όλα τα στάδια -από πλευράς της εκάστοτε αρμόδιας Υπηρεσίας- σε όλα τα στάδια από την αξιολόγηση μέχρι την πιστοποίηση ολοκλήρωσης και έναρξης παραγωγικής λειτουργίας μίας επένδυσης. Τόσο στα Χρηματοοικονομικά Μαθηματικά όσο και στην Αξιολόγηση Επενδύσεων, τα οποία αποτελούν μαθήματα 3ου έτους σε όλες τις Οικονομικές Σχολές/Οικονομικά Πανεπιστήμια της χώρας, υπάρχει η έννοια της «Χρονικής Αξίας του Χρήματος», παράμετρος η οποία -όπως διαπιστώνεται- δεν λαμβάνεται υπόψη από το ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ-ΤΗΤΑΣ, ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ.  Πιθανολογούμενη απόδοση, εφόσον ως επί το πλείστον τελικά το επενδυτικό σενάριο, διαφοροποιείται αρκετά σε σχέση με το αρχικά υποβληθέν αίτημα (ποτέ πρακτικά η ιδία συμμετοχή δεν είναι τουλάχιστον 25%, ασχέτως χρηματοδοτικού σχήματος της ενισχυόμενης επένδυσης), για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν. Εξ’ όσων έως αυτό το σημείο αναφέρθηκαν, ανακύπτει και ένα ακόμη εύλογο θέμα. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει διαφορά μεταξύ των πραγματοποιηθέντων επενδυτικών δαπανών και κατ’ επέκταση του εκτελεσθέντος φυσικού και συνακόλουθου οικονομικού αντικείμενου σε σχέση με το εγκεκριμένο (βάσει υπαγωγής), φαινόμενο το οφείλεται επί παραδείγματι στο γεγονός ότι ενδεχομένως να χρησιμοποιηθήκαν ύλες και υλικά κατασκευής και πραγματοποιήθηκαν εργασίες, οι οποίες παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις (άνω του 10%) σε σχέση με την απόφαση υπαγωγής. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω περικοπών κόστους Ε/Σ, κατά τη φάση αξιολόγησης των επενδύσεων (συχνά -δε- αναιτιολόγητα), σε σχέση με το αρχικώς υποβληθέντα αιτήματα, με αποτέλεσμα να μην δύνανται να υλοποιήσουν το σύνολο των επενδυτικών τους δαπανών (προϋπολογισμοί), με συγκριμένες προσμετρήσεις – επιμετρήσεις – προδιαγραφές, χρησιμοποιώντας τα υλικά κατασκευής σύμφωνα με τις αιτήσεις υπαγωγής. Ευθύς αμέσως καθίσταται σαφές ότι αν υλοποιούσαν τις συγκεκριμένες επενδυτικές δαπάνες (βάσει αιτήσεως) με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές (ύλες και υλικά κατασκευής), σε χαμηλότερο επενδυτικό κόστος σε σχέση με το υποβληθέν, τηρώντας ευλαβικά τις αρχικές προσμετρήσεις και τις αυστηρές περιγραφές επενδυτικών δαπανών με λιγότερα χρήματα (σε χαμηλότερο κόστος), αυτό θα συνιστούσε υπερτιμολόγηση από πλευράς των επενδυτικών φορέων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Στο άρθρο 241 του ν. 4072/2011 (Α΄ 86) παράγραφος 15, με την οποία προστέθηκε άρθρο 14Β στο ν. 3908/2011 και ειδικότερα στο τέλος του πρώτου εδαφίου προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Αίτημα τροποποίησης φυσικού και οικονομικού αντικειμένου δύναται να υποβληθεί άπαξ καθ' όλη τη διάρκεια υλοποίησης του Επενδυτικού Σχεδίου. Στις περιπτώσεις εξέτασης επενδυτικών σχεδίων παραγωγής ενέργειας από Α.Π.Ε. δεν απαιτείται υποβολή αιτήματος τροποποίησης για αλλαγή προμηθευτή ή τύπου μηχανολογικού εξοπλισμού, όταν η συνολική ονομαστική ισχύς δε μεταβάλλεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10%. Ο φορέας της επένδυσης δεν υποβάλλει αίτημα τροποποίησης όταν γίνονται μεταβολές του εγκεκριμένου φυσικού και οικονομικού αντικειμένου μεταξύ κατηγοριών ενεργειών, με την προϋπόθεση ότι οι μεταβολές αυτές στο σύνολο τους δεν θα ξεπερνούν το 10% του εγκεκριμένου προϋπολογισμού. ………………………………………………………………………………………………...... Στο συγκεκριμένο εδάφιο, εμμέσως υπονοείται ότι μόνο στις περιπτώσεις εξέτασης επενδυτικών σχεδίων παραγωγής ενέργειας από Α.Π.Ε. δεν απαιτείται υποβολή αιτήματος τροποποίησης για αλλαγή προμηθευτή ή τύπου μηχανολογικού εξοπλισμού, όταν η συνολική ονομαστική ισχύς δε μεταβάλλεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10%. Εντούτοις υπάρχει ασάφεια όσον αφορά τις υπόλοιπες περιπτώσεις Ε/Σ, στις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις (α) αλλαγής προμηθευτή ή/και (β) τύπου μηχανολογικού εξοπλισμού, χωρίς ωστόσο να επέρχεται μεταβολή της ονομαστικής ισχύος άνω του 10%. Σε αυτές τις περιπτώσεις και για επενδυτικά σχέδια, πέραν των ενεργειακών, π.χ. στον τομέα της μεταποίησης (δευτερογενής τομέας) ή/και στον τουριστικό τομέα ή/και στον τριτογενή τομέα (π.χ. logistics – παροχή υπηρεσιών αποθήκευσης/ εφοδιαστικής αλυσίδας), θα πρέπει να αποσαφηνιστεί εάν -τελικά- απαιτείται η υποβολή αιτήματος τροποποίησης. Προτείνεται -ως εκ τούτου- η αλλαγή στο τρόπο αξιόλογης των επενδυτικών προτάσεων, οι οποίες κατά τη φάση της υποβολής αυτών, θα πρέπει να εξ αρχής να κατατίθενται στην αρμόδια περί τούτο Υπηρεσία (Υποδοχής – Αξιολόγησης), με κάποια εντελώς τυπικό προϋπολογισμό, χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση αναλυτικού προϋπολογισμού κόστους, ο οποίος να περιλαμβάνει μόνο τις βασικές κατηγορίες/ομάδες επενδυτικών δαπανών, πλήρως εναρμονισμένος με το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο (ΕΓΛΣ) και κατ’ επέκταση τον ΚΒΣ (Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων), όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση ενίσχυσης παγίων (υλικών) στοιχείων:  Κτίρια και Τεχνικά Έργα  Μηχανήματα – Τεχνικές Εγκαταστ. – Λοιπός Μηχαν/κός Εξοπλισμός  Μεταφορικά Μέσα  Έπιπλα και Λοιπός Εξοπλισμός, δεδομένου ότι στα πλαίσια της απλούστευσης και επιτάχυνσης των διαδικασιών, το σύνολο των επενδυτικών δαπανών θα εξετάζεται μια και μόνο φορά και το στάδιο διενέργειας έλεγχων πιστοποίησης – ολοκλήρωσης των Ε/Σ, οπότε πραγματοποιείται η εξέταση και αντιπαραβολή των εξοφλημένων τιμολογίων – παραστατικών και πληρωμών των εγκεκριμένων επενδυτικών έργων (οπότε θα πραγματοποιείται και η ταξινόμηση αυτών στις βασικές κατηγορίες επενδυτικών δαπανών), ούτως ώστε να προσδιορισθεί και ο βαθμός επίτευξης ή/και ενδεχόμενης απόκλισης εκ της αρχικής στοχοθέτησης κατά τη φάση υποβολή της επενδυτικής πρότασης και προσκομίζονται όλες οι αδειοδοτήσεις -από πλευράς του επενδυτικού φορέα- προς τεκμηρίωση της νομιμότητας των οποιονδήποτε παρεμβάσεών του.