• Σχόλιο του χρήστη 'Ιωάννης Μαργαρης, Αντιπρόεδρος ΔΕΔΔΗΕ' | 28 Μαρτίου 2016, 10:48

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ συστάθηκε δυνάμει των άρθρων 122 επ. του ν. 4001/2011, κατ’ ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2009/72/ΕΚ και αποτελεί καθολικό διάδοχο του Κλάδου Διανομής της ΔΕΗ Α.Ε. Εκ των ex lege αρμοδιοτήτων της εταιρείας μας, ως αυτές οριοθετούνται ιδίως στα άρθρα 127 και 129 του ν. 4001/2011, όσο και των σχετικών καταστατικών της σκοπών, προκύπτει ότι η ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ είναι εκ του νόμου υπόχρεη για τη διασφάλιση της ασφαλούς, αξιόπιστης και εν γένει ομαλής λειτουργίας του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, ούσα αρμόδια για ζητήματα συντήρησης, ανάπτυξης και λειτουργίας αυτού. Στις βασικές ex lege αρμοδιότητες της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. (ιδίως άρθρα 127 και 129 του ν. 4001/2011) περιλαμβάνονται η μέριμνα και η υποχρέωση για την ασφαλή λειτουργία, συντήρηση και ανάπτυξη του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΗΕ), καθώς και ο ρόλος του Διαχειριστή και Λειτουργού της Αγοράς των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών. Ως προς το ζήτημα ρύθμισης των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων κάτω των ορίων εφαρμογής της Οδηγίας: Η στρατηγική και το πλαίσιο για τις συμβάσεις που συνάπτουν οι αναθέτοντες φορείς στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών θα πρέπει να αφορά σε βασικές αρχές και κατευθύνσεις και να προβλέπει και να παρέχει τη δυνατότητα για την περαιτέρω εξειδίκευσή της από το διοικητικό συμβούλιο κάθε αναθέτοντος φορέα βάσει των επιχειρησιακών τους σχεδίων και των στόχων τους. Η ρύθμιση του διαγωνιστικού πλαισίου, κατά τρόπο ενιαίο και άρα μη εξατομικευμένο, τόσο για τις Αναθέτουσες Αρχές όσο και για τους Αναθέτοντες Φορείς (μεταξύ των οποίων φυσικά και της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.), παραγνωρίζοντας ουσιαστικά μείζονες ιδιαιτερότητες αναφορικά με το ρόλο, τις αρμοδιότητες και εν τέλει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δομής και του τρόπου λειτουργίας αυτών και των υποκείμενων αγορών εντός των οποίων δραστηριοποιούνται, αναμένεται να έχει αρνητικές συνέπειες ή/και επιβράδυνση σημαντικών στόχων τους οποίους καλείται να υλοποιήσει η εταιρεία μας, με αυτονόητες εντεύθεν τις σημαντικές αρνητικές επενέργειες και στη συνολική λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ως προς το ζήτημα της παραπομπής στις διατάξεις περί δημοσίων έργων που περιέχονται στο Βιβλίο Ι για την ανάθεση και εκτέλεση των έργων των αναθετόντων φορέων: Οι διατάξεις του Βιβλίου ΙΙ, όσον αφορά στα έργα υποχρεώνουν ουσιαστικά στην εφαρμογή διαδικασιών ανάθεσης έργων του στενού δημόσιου τομέα (π.χ. α. 102 και 103 απαιτούν γνωμοδότηση “τεχνικού συμβουλίου”, εργοληπτικά πτυχία κλπ), καθιερώνουν αδικαιολογήτως ανελαστικές προθεσμίες (π.χ. α. 87 παρ. 8 δ & ε), προβλέπουν πειθαρχικές διώξεις ή καταβολή προστίμων σε περιπτώσεις ανυπαίτιας καθυστέρησης (π.χ. α. 93 παρ. 5 τέλος 2ου εδαφίου που προβλέπει «…..υποβολή του πρακτικού στην αναθέτουσα αρχή ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός μηνός από την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού, άλλως η παράβαση της προθεσμίας αυτής συνεπάγεται πειθαρχική ευθύνη των μελών της επιτροπής διαγωνισμού κατά το άρθρο 153 του παρόντος.», καθιερώνουν σταθερούς συντελεστές και τρόπους αξιολόγησης τεχνικών οικονομικών προσφορών (π.χ. άρθρα 104 και 105 αξιολόγηση συμφερότερων προσφορών προμηθειών και υπηρεσιών αντιστοίχως) οι οποίοι δεν προσιδιάζουν στο αντικείμενο των συμβάσεων του ΔΕΔΔΗΕ, και τέλος, περιλαμβάνουν προβλέψεις οι οποίες δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση να εφαρμοσθούν στους διαγωνισμούς του ΔΕΔΔΗΕ οι οποίοι διαγωνισμοί αφορούν σε μεγάλα και σύνθετα ΕΙΔΙΚΑ ΕΡΓΑ και όχι σε ΣΥΝΗΘΗ ΕΡΓΑ. ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 238 ΚΑΘΑΥΤΟΥ Θα ήταν ορθότερο και προτιμότερο από νομοτεχνική άποψη να μεταφερθεί η Οδηγία 2014/25/ΕΕ με ξεχωριστό νομοθέτημα και όχι με το αυτό νομοθέτημα με την Οδηγία 2004/24/ΕΕ, όπως εξάλλου ήταν η νομοτεχνική επιλογή του κοινοτικού νομοθέτη και όπως εξάλλου ήταν και η νομοτεχνική επιλογή με τα π.δ. 59 & 60/2007. Η ύπαρξη δύο νομοθετημάτων δεν αποκλείει ούτε δυσχεραίνει την παραπομπή από το ένα στο άλλο. Η οριοθέτηση του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής όπως λαμβάνει χώρα στην παρ. 1 (εφαρμογή του Βιβλίου ΙΙ στις διαδικασίες σύναψης και εκτέλεσης που πραγματοποιούνται από τους αναθέτοντες φορείς για συμβάσεις και διαγωνισμούς μελετών ανεξαρτήτως της εκτιμώμενης αξίας τους) είναι αντιφατική προς τη διατύπωση που περιέχεται στο άρθρο 251 παρ. 1 όπου αναφέρεται ότι «Οι διατάξεις του παρόντος Βιβλίου εφαρμόζεται στις συμβάσεις και στους διαγωνισμούς μελετών των οποίων η εκτιμώμενη αξία χωρίς το ΦΠΑ, είναι ίση με ή ανώτερη από τα ακόλουθα κατώτατα όρια:…». Το σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί. Πρέπει να είναι σαφές ποιοι κανόνες εφαρμόζονται στη διαδικασία ανάθεσης των συμβάσεων που η προϋπολογιζόμενη δαπάνη τους δεν ξεπερνάει τα κατώτατα όρια. Ορθότερη θα ήταν για την περίπτωση των υπολειπόμενων των κοινοτικών ορίων συμβάσεων μια διάταξη ανάλογη προς αυτή του άρθρου 146 του Γαλλικού Κώδικα Δημοσίων Προμηθειών (Code des Marchés Publics) που προβλέπει, για αυτές τις περιπτώσεις, ότι οι συμβάσεις μπορούν να ανατεθούν με μια προσαρμοσμένη διαδικασία (procédure adaptée) της οποίας οι ρυθμίσεις καθορίζονται ελεύθερα από τον αναθέτοντα φορέα ανάλογα με τη φύση και τα χαρακτηριστικά της ανάγκης που καλύπτεται, με τον αριθμό και την τοποθεσία των οικονομικών φορέων που μπορούν να ανταποκριθούν και τις περιστάσεις της προμήθειας. Για τον προσδιορισμό των ρυθμίσεων αυτών, ο αναθέτων φορέας μπορεί να αντλεί παράδειγμα από τις διαδικασίες του κώδικα, χωρίς πάντως εξ αυτού του λόγου να εφαρμόζονται οι κανόνες αυτοί και στις υπολειπόμενες των κατωφλιών συμβάσεις, παρά μόνον στην περίπτωση που ο αναθέτων φορέας κάνει ευθεία αναφορά στις σχετικές διατάξεις. Στην παρ. 7 προβλέπεται ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του Μέρους Β του Βιβλίου Ι και στις διαδικασίες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Βιβλίου ΙΙ. Πρόκειται για διάταξη που δεν προβλέπεται στην αντίστοιχη μεταφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 της Οδηγίας 2014/25. Με τον τρόπο αυτό ο εθνικός νομοθέτης κάνει μια επιλογή που στην ουσία αντιβαίνει σε αυτή τούτη την κοινοτική πολιτική στις δημόσιες συμβάσεις, που θέλει οι συμβάσεις στους τομείς των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας να συνάπτονται με πλέον ευέλικτο τρόπο. Ορθότερο θα ήταν να γίνονται παραπομπές σε συγκεκριμένα άρθρα του Βιβλίου Ι, όπου στην Οδηγία 2014/25 γίνεται παραπομπή στην Οδηγία 2014/24 (βλ. για τις συνέπειες της προτεινόμενης επιλογής τη γενικότερη παρατήρηση για τις συμβάσεις έργων). Αντ’ αυτής της επιλογής, προβλέπεται η εισαγωγή παρεκκλίσεων με Κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και του εποπτεύοντος Υπουργού. Όπως θέσαμε υπόψη της ΕΑΑΔΗΣΥ κατά τη διαβούλευση για την Εθνική Στρατηγική για τις Δημόσιες Συμβάσεις, ορθότερη θα ήταν, για τις συμβάσεις που δεν υπάγονται στην Οδηγία, καθώς και για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται σε αυτή, η έκδοση κανονισμών ανάθεσης και εκτέλεσης συμβάσεων και προτύπων τευχών από κάθε εταιρεία ξεχωριστά, τα οποία θα εγκρίνονται από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Διότι η θέσπιση κοινών διαγωνιστικών ρυθμίσεων για το Δημόσιο και για τους «εξαιρούμενους τομείς» (ύδατος, ενέργειας, μεταφορών και ταχυδρομικών υπηρεσιών) ανεξαρτήτως προϋπολογισμού, θα επιβαρύνει και δυσχεράνει σημαντικά τη λειτουργία των εταιρειών αυτών, στην περίπτωση δε της εταιρείας μας θα δυσχεράνει την προσήκουσα άσκηση των αρμοδιοτήτων της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ και δη ως προς το σκέλος της έγκαιρης προμήθειας αναγκαίων υλικών ή/και της έγκαιρης λήψης των απαραίτητων υπηρεσιών για την ασφαλή και ομαλή λειτουργία του ΕΔΔΗΕ. Πράγματι, εκ μόνου του γεγονότος ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να εισαγάγει ένα ελάχιστο κοινό corpus κανόνων, μέσω Οδηγίας και όχι Κανονισμού, με την εντεύθεν ευχέρεια που καταλείπεται στα κράτη μέλη, τις συμβάσεις στους τομείς κοινής ωφέλειας, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ισοπεδωτικά ομοιόμορφη ρύθμιση των διαδικασιών ανάθεσης μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Τούτο παραγνωρίζει πλήρως την ιδιαιτερότητα των δραστηριοτήτων που υπάγονται στην Οδηγία 2014/25 και μεταξύ τους και μεταξύ των φορέων του Δημοσίου, ενώ συναφώς υπενθυμίζεται ότι διαχρονικά ο ενωσιακός νομοθέτης έχει κάνει τη ρητή επιλογή να διαφοροποιήσει το σχετικό δευτερογενές ενωσιακό δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται ως προς τους αναθέτοντες φορείς. Τέτοια Κανονισμοί Ανάθεσης και Εκτέλεσης Συμβάσεων θα θέτουν αδιαμφισβήτητα τις γενικές αρχές και κατευθύνσεις αλλά θα διασφαλίζονται επίσης κατά τρόπο ευέλικτο και χωρίς λογικές προκρούστειας κλίνης, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εταιρείας διαγωνιστικές διαδικασίες γρήγορες και αποτελεσματικές και λήψη αποφάσεων από τα εταιρικά όργανα με την επιφύλαξη αδιαμφισβήτητα της δικαστικής κρίσης επ΄ αυτών. Είναι κρίσιμο να μην επιβαρύνεται ούτε άμεσα αλλά ούτε και έμμεσα η ΔΕΔΔΗΕ με συνεπακόλουθη και αναπόφευκτη την περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση του τελικού καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας . Η επίκληση των αρχών της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης, αναλογικότητας και προστασίας του γνήσιου και ελεύθερου ανταγωνισμού δεν αιτιολογεί, κατά την άποψή μας, την επιβολή της ανωτέρω «ενιαίας μεταχείρισης» ιδίως αφού οι ανωτέρω επικαλούμενες αρχές ρητά και ανεπιφύλακτα τηρούνται σε όλες τις διαγωνιστικές διαδικασίες των εταιρειών, όπως προβλέπεται από τους οικείους Κανονισμούς και Διαδικασίες Έργων Προμηθειών και Υπηρεσιών τους, που μέχρι σήμερα διέπονταν από την Οδηγία 2004/17/ΕΚ, και το ΠΔ 59/2007, σε διαφοροποίηση με το στενό Δημόσιο Τομέα, που οι διαδικασίες του διέπονταν από την Οδηγία 2004/18/ΕΚ, το ΠΔ 60/2007, το Ν. 3669/2008 και το ΠΔ 118/2007. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ΚΥΑ με την οποία εισάγονται παρεκκλίσεις αφορά συγκεκριμένο αναθέτοντα φορέα και όχι γενικώς ορισμένο τομέα δραστηριότητας. Ι. Μαργαρης Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ