• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 9 Νοεμβρίου 2017, 12:11

    Οι κατευθυντήριες γραμμές της παραγράφου 9.1.2 – βλ. ιδίως 9.1.2 β) – θα πρέπει να δημοσιεύονται. Με τον τρόπο αυτόν, θα αποτραπούν οι κίνδυνοι άνισης μεταχείρισης των εποπτευόμενων από την «ιδιωτική» παροχή υποδείξεων και οδηγιών σε αυτούς από την εποπτεύουσα αρχή. Κατ’ ελάχιστον, και στα πλαίσια της «υποστήριξης της συμμόρφωσης» και την διαφάνειας, όλες οι οδηγίες και υποδείξεις θα πρέπει να δημοσιεύονται με τον κατάλληλο τρόπο, έτσι ώστε να είναι προσιτοί από όλους τους εποπτευόμενους στην ίδια θέση, καθώς και το ευρύτερο κοινό. Για τον ίδιο λόγο, η διάκριση μεταξύ «κατευθυντήριων γραμμών» και «πληροφόρησης» (παράγραφος 9.1.3) δεν έχει κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο. Η παράγραφος 2.4 (άρθρο 9.2.4) αναφέρει ότι η «εάν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου, και μόνον εφόσον εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας του ελεγκτή, ο ελεγκτής σημειώνει τη μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές στην έκθεση ελέγχου και ακολούθως παρέχονται συστάσεις για συμμόρφωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας». Η διάταξη αφήνει να εννοηθεί ότι παραβάσεις (ακόμα και σοβαρές παραβάσεις) που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου αντιμετωπίζονται πάντα με σύσταση. Με την έννοια αυτή, είναι αντίθετη σε άλλες διατάξεις του ίδιου νομοσχεδίου, καθώς και στη διεθνή πρακτική (πρβλ. άρθρο V παρ. 1 και 2 Σύστασης 2001/331/ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να διασφαλίζεται η επιθεώρηση καλύπτει το «πλήρες φάσμα» των περιβαλλοντικών επιπτώσεων). Σε τελική ανάλυση, η διάταξη παρεμποδίζει την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων των οποίων ο ελεγκτής είναι μάρτυρας (και μάλιστα αυτόπτης), με βάση την «διατύπωση» του φύλλου ελέγχου. Επίσης παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο ελεγκτής είναι υποχρεωμένος να αναφέρει την παρανομία στην αρμόδια αρχή. Το άρθρο 9.3 προβλέπει την κατάταξη των δραστηριοτήτων σε πυραμίδα κινδύνου (risk-scoring): με βάση τα κριτήρια αυτά, καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η συχνότητα ελέγχων (9§4) και η αυτό-αξιολόγηση των εποπτευόμενων φορέων (άρθρο 12). Επιπλέον, το άρθρο 9§4.3 προβλέπει και κριτήρια συχνότητας ελέγχων. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο περιέχει πάρα πολλούς καταλόγους κριτηρίων: στα προηγούμενα άρθρα, υπάρχουν τα κριτήρια εκπόνησης προγράμματος ελέγχων (6§5), και τα κριτήρια αξιολόγησης καταγγελιών (7§4). Στα επόμενα άρθρα, υπάρχουν και τα κριτήρια αξιολόγησης της εποπτεύουσας αρχής (12§2). Οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι καν εναρμονισμένοι: έτσι, η «επαναληψιμότητα» της παράβασης είναι κριτήριο αξιολόγησης καταγγελιών, αλλά όχι εκπόνησης προγράμματος ελέγχων ή κατάταξης κινδύνου. Η διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων είναι κριτήριο συχνότητας ελέγχων, αλλά όχι της εκπόνησης του προγράμματος ελέγχων. Ακόμα χειρότερα, τα κριτήρια αυτά είναι βερμπαλιστικά και αυτοαναφορικά: έτσι, κριτήριο κατάταξης του βαθμού «επικινδυνότητας» είναι ο «εγγενής κίνδυνος» (!) των δραστηριοτήτων (§9.3.3.1). Όλα αυτά δημιουργούν σύγχυση, απαιτούν την έκδοση μεγάλου αριθμού διοικητικών πράξεων, και γεννούν βεβαιότητα ότι κάθε σύστημα ελέγχων θα υπολειτουργεί. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το εξής: η ειδική νομοθεσία (π.χ., η περιβαλλοντική, η νομοθεσία για τη βιομηχανική επικινδυνότητα, κλπ), η οποία δεσμεύει τις εποπτεύουσες αρχές, έχει ήδη κατατάξει με διάφορα συναφή κριτήρια τις δραστηριότητες: για παράδειγμα, για τις ανάγκες της περιβαλλοντικής αδειοδότησης ή της διαχείρισης της βιομηχανικής επικινδυνότητας. Η εκπόνηση μίας ακόμα κατάταξης, θα δημιουργήσει συγκρούσεις, επικαλύψεις, ερμηνευτικά προβλήματα και περιθώρια ευνοϊκής ή δυσμενούς μεταχείρισης ορισμένων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Ακόμα χειρότερα, ένα αναρμόδιο υπουργείο - το Υπουργείο Οικονομικών - θα «υποκαταστήσει» με τις δικές του αξιολογήσεις τις εκτιμήσεις πολύ αρμοδιότερων υπουργείων και υπηρεσιών (ΥΠΕΝ, υγειονομικές υπηρεσίες, κοκ.). Βασικό και δεσμευτικό συνεπώς κριτήριο επικινδυνότητας θα πρέπει να είναι και η κατάταξη της εγκατάστασης σύμφωνα με την ειδικότερη νομοθεσία που ρυθμίζει την αδειοδότηση και την λειτουργία της. Προτείνεται η διαγραφή του κριτηρίου συχνότητας ελέγχων γ) «διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων». Η εποπτεύουσα αρχή έχει την υποχρέωση ελέγχου, ακόμα και με επιτόπια επίσκεψη, ανάλογα με την παράβαση και την ισχύουσα νομοθεσία. Η προστασία της υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος είναι στοιχειώδης υποχρέωση της πολιτείας, για την οποία οφείλει να διασφαλίζει τους απαραίτητους πόρους. Αυτό άλλωστε ορίζεται και σε άλλα σημεία του νομοσχεδίου (βλ., π.χ., άρθρο 10§1).