Άρθρο 09 – Υποστήριξη συμμόρφωσης

9.1 Υποστήριξη συμμόρφωσης μέσω παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση και πληροφόρησης προς τους φορείς και το κοινό.
9.1.1 Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
α. «Κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση» είναι η επίσημη πληροφορία της εποπτεύουσας αρχής ή των ελεγκτών που δίδεται σε συγκεκριμένη περίπτωση προς τον οικονομικό φορέα καθώς και οι επεξηγήσεις που παρέχει η εποπτεύουσα αρχή ή οι ελεγκτές για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση με τις κείμενες διατάξεις είτε παρέχονται σε συνέχεια του ελέγχου που διενεργήθηκε είτε παρέχονται σε ανεξάρτητο χρόνο.
β. «Πληροφόρηση» είναι η επικοινωνία και ανακοίνωση των δεδομένων που παρέχονται από την εποπτεύουσα αρχή προς τους οικονομικούς φορείς και το ευρύ κοινό.
9.1.2 Παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση
α. Οι εποπτεύουσες αρχές παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση προκειμένου να συνδράμουν στην κατανόηση και εφαρμογή των κείμενων διατάξεων από τους ελεγχόμενους. Η παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές εάν η προτεινόμενη ενέργεια είναι δεσμευτική βάσει της κείμενης νομοθεσίας ή αποτελεί μη δεσμευτική πρόταση του ελεγκτή σύμφωνα με τις καλές πρακτικές.
β. Οι εποπτεύουσες αρχές παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση στους ελεγχόμενους, στο πεδίο εποπτείας τους. Η εκάστοτε εποπτεύουσα αρχή ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση η οποία μπορεί να λαμβάνει χώρα με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), με ηλεκτρονικές αναρτήσεις (online), με ανταλλαγή επιστολών ή με τηλεφωνική επικοινωνία καθώς και με επιτόπου επίσκεψη του χώρου δραστηριότητας, ανάλογα με τους ανθρώπινους πόρους της εκάστοτε αρχής.
γ. Οι κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση από την εποπτεύουσα αρχή είναι δεσμευτικές εντός της ίδιας αρχής ή άλλης αντίστοιχης αρχής. Σε περίπτωση που οι κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση κριθούν σε μεταγενέστερο έλεγχο μη επαρκείς και παρασχεθούν νέες, ο ελεγχόμενος θα πρέπει να συμμορφωθεί με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση, ωστόσο, εφόσον ο ελεγχόμενος ενήργησε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες που του παρασχέθηκαν δεν επιβάλλονται μέτρα και κυρώσεις.
9.1.3 Πληροφόρηση
α. Οι Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού πληροφορούν το κοινό για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας τους, εκδίδοντας γενικές οδηγίες οι οποίες είναι κατανοητές και προσβάσιμες στο κοινό.
β. Οι αρχές πληροφορούν για τα κάτωθι:
i. Νομικές απαιτήσεις και τον τρόπο ερμηνείας τους
ii. Διαδικασίες συμμόρφωσης και αξιολόγησης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση που αφορούν στις νομικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται από τους ελεγχόμενους
iii. Μέσα και διαδικασίες επικοινωνίας με τις αρχές
iv. Παροχή πληροφοριών, κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση από τις αρχές
v. Διεξαγωγή των ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων τους, των ειδών του ελέγχου, των λιστών ελέγχου και της διαδικασίας
vi. Ενέργειες σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων
vii. Δικαιώματα προστασίας ελεγχόμενου [προσφυγή, ένσταση κ.λπ.]

γ. Η πληροφόρηση και οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες για τη συμμόρφωση μπορεί να λαμβάνει τις κάτωθι μορφές:
i. Πρόβλεψη κοινής πληροφόρησης για συγκεκριμένα ζητήματα
ii. Επεξεργασία και δημοσιοποίηση οδηγών ορθής πρακτικής και άλλων εγγράφων παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση που επεξηγούν στους φορείς με ποιους τρόπους μπορούν να συμμορφώνονται με τις κείμενες διατάξεις σε κάθε κλάδο
iii. Οργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων
iv. Πρόβλεψη συστάσεων και παροχής κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών για τη συμμόρφωση για το πώς επιτυγχάνεται η συμμόρφωση και για την μείωση και αποφυγή παραβάσεων κατά τη διάρκεια του ελέγχου
9.2. Φύλλα ελέγχου
9.2.1 Τα φύλλα ελέγχου καταρτίζονται από τις αρμόδιες Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού για το πεδίο ή τα πεδία της εποπτείας τους και είναι διαθέσιμα στη βάση δεδομένων της κάθε αρχής και προσβάσιμα στο κοινό και τους ελεγχόμενους. Οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να καταρτίζουν τα φύλλα ελέγχου και ανά αντικείμενο (π.χ. τομέας, κλάδος, δραστηριότητα, κατηγορία προϊόντων,) εάν κάποιο αντικείμενο ελέγχου απαιτεί διαφορετικό φύλλο ελέγχου για να καταστεί η εποπτεία αποτελεσματικότερη ή εάν διαφορετικά αντικείμενα ελέγχου ανήκουν στην εποπτεία που ασκείται από άλλη αρχή.
9.2.2 Τα φύλλα ελέγχου περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις και αποσκοπούν στην αποτροπή ή μείωση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον σε σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και το συγκεκριμένο είδος ελέγχου. Τα φύλλα ελέγχου σχεδιάζονται έτσι ώστε να ελεγχθούν τα στοιχεία, υλικά, πρακτικές και συστήματα διαχείρισης που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τους ως άνω κινδύνους.
9.2.3 Τα φύλλα ελέγχου χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια του ελέγχου με σκοπό να διασφαλίσουν τη συνοχή της διαδικασίας, τη συλλογή πληροφοριών, την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Τα φύλλα ελέγχου αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο για την αξιολόγηση του κινδύνου που εντοπίζεται στο πλαίσιο της εκάστοτε δραστηριότητας ή εγκατάστασης και έχουν σκοπό να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια των ελεγκτικών διαδικασιών.
9.2.4 Η διαδικασία του ελέγχου περιλαμβάνει τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις ή τις κατηγορίες απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου. Εάν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου, και μόνον εφόσον εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας του ελεγκτή ο ελεγκτής σημειώνει τη μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές στην έκθεση ελέγχου και ακολούθως παρέχονται συστάσεις για συμμόρφωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.
9.2.5 Τα φύλλα ελέγχου διατίθενται ελεύθερα στους οικονομικούς φορείς και το κοινό μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της εποπτεύουσας αρχής.
9.2.6 Τα φύλλα ελέγχου υιοθετούνται με απόφαση του Υπουργού ή με πράξη του ανώτατου ιεραρχικά προϊσταμένου ή διοικητικού οργάνου της αρμόδιας αρχής.
9.3 Κατάταξη κινδύνου
9.3.1 Η μεθοδολογία βαθμολογίας (scoring) σχεδιάζεται από την κάθε εποπτεύουσα αρχή υπό τη μορφή πυραμίδας κινδύνου (risk-pyramid), κατατάσσοντας και ιεραρχώντας τους κινδύνους από τον υψηλότερο στον χαμηλότερο κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.
9.3.2 Κάθε αρχή πρέπει να διεξάγει αξιολογήσεις κινδύνου βασιζόμενες στο επίπεδο της πιθανότητας επέλευσης σε σχέση με το εύρος της επίπτωσης που δύναται να προκαλείται από τις δραστηριότητες και τη λειτουργία των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων καθώς και από τη διάθεση των προϊόντων στην υγεία, ασφάλεια, το περιβάλλον και σε οποιαδήποτε άλλη πτυχή του Δημοσίου Συμφέροντος.
9.3.3 Οι αξιολογήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη οικονομικών φορέων, εγκαταστάσεων και προϊόντων ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητάς τους.
9.3.3.1 Τα κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων επί τη βάσει του βαθμού επικινδυνότητας, είναι κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:
α. Ο εγγενής κίνδυνος των δραστηριοτήτων και των διαδικασιών τους
β. Το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας της εγκατάστασης.
γ. Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα ή της εγκατάστασης.
δ. Το προφίλ επικινδυνότητας της εγκατάστασης βάσει των φύλλων ελέγχου και των αναθεωρημένων χαρακτηριστικών που ανευρέθηκαν κατά τον έλεγχο.
ε. Η ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης και λειτουργίας.
στ. Οι συστάσεις που έχουν γίνει στον οικονομικό φορέα, τα μέτρα καθώς και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.
9.3.3.2 Τα κριτήρια που επιτρέπουν την κατάταξη των προϊόντων και των οικονομικών φορέων που τα εισάγουν, τα κατασκευάζουν, τα διακινούν στην ελληνική αγορά επί τη βάσει του βαθμού επικινδυνότητάς τους είναι κατ’ελάχιστον τα ακόλουθα:
α. Η εγγενής επικινδυνότητα του προϊόντος.
β. Η ομάδα και ο αριθμός των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν.
γ. Το ιστορικό συμμόρφωσης του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα.
δ. Το προφίλ επικινδυνότητας του προϊόντος ή του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα βάσει των φύλλων ελέγχου και των αναθεωρημένων χαρακτηριστικών που ανευρέθησαν κατά τον έλεγχο.
ε. Η ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης και λειτουργίας.
στ. Οι συστάσεις που έχουν γίνει στον οικονομικό φορέα, τα μέτρα καθώς και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.
9.3.4 Η κατάταξη των οικονομικών φορέων και των εγκαταστάσεων που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, θα πρέπει να προβλέπει τουλάχιστον τρεις κατηγορίες κινδύνου (χαμηλού-μεσαίου-υψηλού) για τους σκοπούς του ορθού προγραμματισμού και της υλοποίησης των ελέγχων..
9.3.5 Τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου και η κατάταξη των δραστηριοτήτων καθορίζονται από την εποπτεύουσα αρχή εντός της σφαίρας του αντικειμένου και των αρμοδιοτήτων της.
Με απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εγκρίνονται τα κριτήρια και η κατάταξη που εισηγήθηκε η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή και ο τρόπος με τον οποίο επελέγησαν τα συγκεκριμένα κριτήρια και επήλθε συγκεκριμένη κατάταξη. Η ίδια ως άνω απόφαση μπορεί να τροποποιεί τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου και την κατάταξη των δραστηριοτήτων εφόσον δεν είναι σύμφωνα με τις αρχές του παρόντος νόμου. Τα κριτήρια και η κατάταξη αναθεωρούνται κάθε 5 έτη το ανώτερο.
9.3.6 Τα κριτήρια αξιολόγησης κινδύνου, ο τρόπος επιλογής τους και ο τρόπος κατάταξης των δραστηριοτήτων δημοσιεύονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Ωστόσο, εάν δικαιολογείται από το αντικείμενο συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να περιγράφεται μόνο η γενική προσέγγιση της ανάπτυξης των κριτηρίων και του τρόπου κατάταξης.
9.3.7 Πληροφορίες για τον βαθμό επικινδυνότητας των δραστηριοτήτων αναρτώνται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή και είναι διαθέσιμες προς όλες τις εποπτεύουσες αρχές και τους οικονομικούς φορείς.
9.4 Συχνότητα ελέγχων
9.4.1 Κάθε εποπτεύουσα αρχή καθορίζει τη συχνότητα των ελέγχων βασιζόμενη στην αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας που αφορά τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ή εγκατάσταση ή προϊόν.
9.4.2 Ενδεικτικά, η συχνότητα των ελέγχων θα πρέπει να βασίζεται στα παρακάτω στοιχεία:
α. Βαθμό κινδύνου.
β. Αναμενόμενη διάρκεια ελέγχου στην εκάστοτε κατηγορία κινδύνου.
γ. Διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων.
δ. Υποχρεωτική προτεραιότητα ελέγχου δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου.
9.4.3 Κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου, η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να προσαρμόζει τη συχνότητα των ελέγχων σε σχέση με τις υπάρχουσες συνθήκες και να πραγματοποιεί δειγματοληπτικούς ελέγχους σε χαμηλού ρίσκου δραστηριότητες, καθώς και άλλους ελέγχους που ανεξαρτήτως της κατηγοριοποίησης κινδύνου προκύπτουν στο πλαίσιο άμεσης αντιμετώπισης και διαχείρισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

  • 10 Νοεμβρίου 2017, 03:17 | ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗ-CISD

    Άρθρο 9: Η αναφορά στο Πρόγραμμα ελέγχων θα πρέπει να αποσαφηνισθεί, τόσο ως προς τους τακτικούς ελέγχους, όσο και ως προς τους έκτακτους, αναφέροντας τα κριτήρια βάση των οποίων θα διενεργούνται (καταγγελίες, έκτακτα συμβάντα, εντολές, κλπ.) σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται παρακάτω στο άρ. 10.

    Άρθρο 9 παρ. 9.3: Να συμπληρωθεί ότι το Πρόγραμμα ελέγχων βασίζεται και στα δεδομένα που παρέχουν οι αδειοδοτούσες αρχές. Σύμφωνα με την προηγούμενη παρατήρησή μας, η κατάρτιση του Προγράμματος τακτικών επιθεωρήσεων δεν μπορεί να βασίζεται σε πληροφορίες που προκύπτουν μέσω καταγγελιών.

    Άρθρο 9, παρ. 9.4: Τα πολυετή προγράμματα ελέγχων δεν θα πρέπει να εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού το κάθε τομεακό πρόγραμμα είναι περισσότερο αποτέλεσμα τεχνικής επεξεργασίας, παρά θέμα πολιτικής απόφασης.

    Άρθρο 9 παρ. 9.6: Για τον Περιβαλλοντικό έλεγχο ήδη υφίσταται σαφές και συνεκτικό νομικό πλαίσιο που ορίζει τη μεθοδολογία σύνταξης του προγραμματισμού των ελέγχων (άρ. 20 του ν.4014/2011), καθώς και τους παράγοντες που θέτει το άρθρο 9 της προτεινόμενης διάταξης, με βάση τις κατευθύνσεις του Ευρωπαϊκού Δικτύου Επιθεωρητών IMPEL. Με την προτεινόμενη διάταξη, έτσι όπως είναι διατυπωμένη, επιτυγχάνεται ουσιαστικά η κατάργησή του υφιστάμενου νομικού πλαισίου και η ακύρωση του ήδη δρομολογημένου πενταετούς Προγράμματος Περιβαλλοντικών Επιθεωρήσεων, θέτοντας αντ΄ αυτών μια αόριστη πρόβλεψη για την έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης στο μέλλον. Επομένως κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί ο υφιστάμενος νόμος που αφορά στη μεθοδολογία του περιβαλλοντικού ελέγχου. Προτείνεται επομένως:
    α) να προβλεφθεί η έκδοση ΥΑ από τον καθ΄ύλην αρμόδιο Υπουργό, και όχι ΚΥΑ, για την έγκριση της μεθοδολογίας σχεδιασμού της εποπτείας μόνο για τα θεματικά πεδία εποπτείας όπου δεν υφίστανται προβλέψεις
    β) να προβλεφθεί εξαίρεση της υποχρέωσης έκδοσης ΥΑ για τα πεδία εποπτείας όπου υφίστανται διατάξεις, «περί μεθοδολογίας σχεδιασμού εποπτείας» όπως στον πεδίο περιβαλλοντικού ελέγχου.

  • 9 Νοεμβρίου 2017, 12:11 | WWF Ελλάς

    Οι κατευθυντήριες γραμμές της παραγράφου 9.1.2 – βλ. ιδίως 9.1.2 β) – θα πρέπει να δημοσιεύονται. Με τον τρόπο αυτόν, θα αποτραπούν οι κίνδυνοι άνισης μεταχείρισης των εποπτευόμενων από την «ιδιωτική» παροχή υποδείξεων και οδηγιών σε αυτούς από την εποπτεύουσα αρχή. Κατ’ ελάχιστον, και στα πλαίσια της «υποστήριξης της συμμόρφωσης» και την διαφάνειας, όλες οι οδηγίες και υποδείξεις θα πρέπει να δημοσιεύονται με τον κατάλληλο τρόπο, έτσι ώστε να είναι προσιτοί από όλους τους εποπτευόμενους στην ίδια θέση, καθώς και το ευρύτερο κοινό.
    Για τον ίδιο λόγο, η διάκριση μεταξύ «κατευθυντήριων γραμμών» και «πληροφόρησης» (παράγραφος 9.1.3) δεν έχει κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο.
    Η παράγραφος 2.4 (άρθρο 9.2.4) αναφέρει ότι η «εάν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου, και μόνον εφόσον εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας του ελεγκτή, ο ελεγκτής σημειώνει τη μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές στην έκθεση ελέγχου και ακολούθως παρέχονται συστάσεις για συμμόρφωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας». Η διάταξη αφήνει να εννοηθεί ότι παραβάσεις (ακόμα και σοβαρές παραβάσεις) που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου αντιμετωπίζονται πάντα με σύσταση. Με την έννοια αυτή, είναι αντίθετη σε άλλες διατάξεις του ίδιου νομοσχεδίου, καθώς και στη διεθνή πρακτική (πρβλ. άρθρο V παρ. 1 και 2 Σύστασης 2001/331/ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να διασφαλίζεται η επιθεώρηση καλύπτει το «πλήρες φάσμα» των περιβαλλοντικών επιπτώσεων). Σε τελική ανάλυση, η διάταξη παρεμποδίζει την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων των οποίων ο ελεγκτής είναι μάρτυρας (και μάλιστα αυτόπτης), με βάση την «διατύπωση» του φύλλου ελέγχου. Επίσης παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο ελεγκτής είναι υποχρεωμένος να αναφέρει την παρανομία στην αρμόδια αρχή.
    Το άρθρο 9.3 προβλέπει την κατάταξη των δραστηριοτήτων σε πυραμίδα κινδύνου (risk-scoring): με βάση τα κριτήρια αυτά, καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η συχνότητα ελέγχων (9§4) και η αυτό-αξιολόγηση των εποπτευόμενων φορέων (άρθρο 12). Επιπλέον, το άρθρο 9§4.3 προβλέπει και κριτήρια συχνότητας ελέγχων.
    Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο περιέχει πάρα πολλούς καταλόγους κριτηρίων: στα προηγούμενα άρθρα, υπάρχουν τα κριτήρια εκπόνησης προγράμματος ελέγχων (6§5), και τα κριτήρια αξιολόγησης καταγγελιών (7§4). Στα επόμενα άρθρα, υπάρχουν και τα κριτήρια αξιολόγησης της εποπτεύουσας αρχής (12§2). Οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι καν εναρμονισμένοι: έτσι, η «επαναληψιμότητα» της παράβασης είναι κριτήριο αξιολόγησης καταγγελιών, αλλά όχι εκπόνησης προγράμματος ελέγχων ή κατάταξης κινδύνου. Η διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων είναι κριτήριο συχνότητας ελέγχων, αλλά όχι της εκπόνησης του προγράμματος ελέγχων. Ακόμα χειρότερα, τα κριτήρια αυτά είναι βερμπαλιστικά και αυτοαναφορικά: έτσι, κριτήριο κατάταξης του βαθμού «επικινδυνότητας» είναι ο «εγγενής κίνδυνος» (!) των δραστηριοτήτων (§9.3.3.1). Όλα αυτά δημιουργούν σύγχυση, απαιτούν την έκδοση μεγάλου αριθμού διοικητικών πράξεων, και γεννούν βεβαιότητα ότι κάθε σύστημα ελέγχων θα υπολειτουργεί.
    Ακόμα πιο σημαντικό είναι το εξής: η ειδική νομοθεσία (π.χ., η περιβαλλοντική, η νομοθεσία για τη βιομηχανική επικινδυνότητα, κλπ), η οποία δεσμεύει τις εποπτεύουσες αρχές, έχει ήδη κατατάξει με διάφορα συναφή κριτήρια τις δραστηριότητες: για παράδειγμα, για τις ανάγκες της περιβαλλοντικής αδειοδότησης ή της διαχείρισης της βιομηχανικής επικινδυνότητας. Η εκπόνηση μίας ακόμα κατάταξης, θα δημιουργήσει συγκρούσεις, επικαλύψεις, ερμηνευτικά προβλήματα και περιθώρια ευνοϊκής ή δυσμενούς μεταχείρισης ορισμένων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Ακόμα χειρότερα, ένα αναρμόδιο υπουργείο – το Υπουργείο Οικονομικών – θα «υποκαταστήσει» με τις δικές του αξιολογήσεις τις εκτιμήσεις πολύ αρμοδιότερων υπουργείων και υπηρεσιών (ΥΠΕΝ, υγειονομικές υπηρεσίες, κοκ.). Βασικό και δεσμευτικό συνεπώς κριτήριο επικινδυνότητας θα πρέπει να είναι και η κατάταξη της εγκατάστασης σύμφωνα με την ειδικότερη νομοθεσία που ρυθμίζει την αδειοδότηση και την λειτουργία της.
    Προτείνεται η διαγραφή του κριτηρίου συχνότητας ελέγχων γ) «διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων». Η εποπτεύουσα αρχή έχει την υποχρέωση ελέγχου, ακόμα και με επιτόπια επίσκεψη, ανάλογα με την παράβαση και την ισχύουσα νομοθεσία. Η προστασία της υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος είναι στοιχειώδης υποχρέωση της πολιτείας, για την οποία οφείλει να διασφαλίζει τους απαραίτητους πόρους. Αυτό άλλωστε ορίζεται και σε άλλα σημεία του νομοσχεδίου (βλ., π.χ., άρθρο 10§1).