- Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 16 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί υποβολής αίτησης εξαίρεσης, αντικαθίσταται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: α) για τα στάδια μέχρι και την κίνηση της ποινικής δίωξης έως δέκα (10) ημέρες πριν από την προσδιορισμένη ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του αρμόδιου πλημμελειοδικείου, β) στο στάδιο της ανάκρισης έως την παράδοση των εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη, γ) στη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος και δ) στην κύρια διαδικασία πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία. Γι’ αυτόν το σκοπό οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να πληροφορηθούν το όνομα του εισαγγελέα πριν από τη σύνταξη της πρότασής του και τη σύνθεση του συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας υποβάλλει σε αυτό την πρότασή του. Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς δικαστηρίου ή περισσότερων από το ήμισυ των μελών της σύνθεσης αυτού, η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από την ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης.».
- Στην παρ. 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, περί απόφασης επί αιτήσεως εξαίρεσης, προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
« 1. Αν βεβαιωθεί η βασιμότητα του λόγου, γίνεται δεκτή η εξαίρεση και διατάσσεται εκείνος που εξαιρέθηκε να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Οι πράξεις που έχει ήδη ενεργήσει ή στις οποίες έχει συμπράξει είναι αυτοδικαίως άκυρες, εκτός αν το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο κρίνουν διαφορετικά, επειδή η υπόθεση δεν μπορεί να επανέλθει σε προγενέστερο δικονομικό στάδιο ή οι πράξεις να επαναληφθούν. Αν δεν υπάρχει αναπληρωτής του, το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο παραπέμπει τη δίκη σε άλλο δικαστήριο ή συμβούλιο σύμφωνα με τις σχετικές για την αρμοδιότητα κατά παραπομπή διατάξεις. Διαφορετικά, κατά τις περιστάσεις, ή απορρίπτεται η αίτηση ή διατάσσεται ο αιτών να φέρει ισχυρότερες αποδείξεις.».