Άρθρο πρώτο

το πρωτότυπο κείμενο περιλαμβάνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο του σχεδίου

 

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΠΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ 

Προοίμιο

    Τα Κράτη Μέρη στην παρούσα Σύμβαση,

Λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση των Κρατών, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, για την προαγωγή του οικουμενικού σεβασμού και την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

     Έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Υπενθυμίζοντας το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τα λοιπά συναφή διεθνή κείμενα στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του ανθρωπιστικού δικαίου και του διεθνούς ποινικού δικαίου.

      Υπενθυμίζοντας, επίσης, τη Διακήρυξη για την Προστασία όλων των Προσώπων από την Αναγκαστική Εξαφάνιση, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με την απόφαση της 47/133 της 18ης Δεκεμβρίου 1992.

       Έχοντας επίγνωση της εξαιρετικής σοβαρότητας της αναγκαστικής εξαφάνισης, η οποία αποτελεί έγκλημα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, που ορίζονται στο διεθνές δίκαιο, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

       Αποφασισμένα να αποτρέψουν τις αναγκαστικές εξαφανίσεις και να καταπολεμήσουν την ατιμωρησία για το έγκλημα της αναγκαστικής εξαφάνισης.

       Λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα κάθε προσώπου να μην υπόκειται σε  αναγκαστική εξαφάνιση, το δικαίωμα των θυμάτων στη δικαιοσύνη και σε επανόρθωση.
Επιβεβαιώνοντας το δικαίωμα κάθε θύματος να γνωρίζει την αλήθεια σχετικά με τις περιστάσεις μιας αναγκαστικής εξαφάνισης και την τύχη του εξαφανισμένου προσώπου και το δικαίωμα στην ελευθερία της αναζήτησης, λήψης και διάδοσης πληροφοριών για το σκοπό αυτό.

Συμφώνησαν στα ακόλουθα άρθρα:

 

Μέρος Ι

Άρθρο 1 

1.  Κανείς δεν υπόκειται σε αναγκαστική εξαφάνιση.

2. Καμία απολύτως εξαιρετική περίσταση, είτε κατάσταση πολέμου είτε απειλή πολέμου, εσωτερική πολιτική αστάθεια ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια έκτακτη ανάγκη, δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογία για αναγκαστική εξαφάνιση.

Άρθρο 2 

Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ως «αναγκαστική εξαφάνιση» θεωρείται η σύλληψη, η κράτηση, η αρπαγή ή οποιαδήποτε άλλη μορφή στέρησης της ελευθερίας από όργανα του Κράτους ή από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που ενεργούν με την άδεια, υποστήριξη ή συναίνεση του Κράτους, η οποία ακολουθείται  από άρνηση παραδοχής της στέρησης της ελευθερίας ή από απόκρυψη της τύχης ή του τόπου όπου βρίσκεται το εξαφανισμένο πρόσωπο, κάτι το οποίο θέτει ένα τέτοιο πρόσωπο εκτός της προστασίας του νόμου.

Άρθρο 3

Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τη διερεύνηση των πράξεων  που ορίζονται στο άρθρο 2, οι οποίες τελούνται από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που ενεργούν χωρίς την άδεια, την υποστήριξη ή τη συναίνεση του Κράτους και για την προσαγωγή των υπευθύνων στη δικαιοσύνη.

Άρθρο 4

Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι η αναγκαστική εξαφάνιση συνιστά αδίκημα, σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο.

Άρθρο 5

Η ευρεία ή συστηματική τέλεση αναγκαστικών εξαφανίσεων συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζεται στο εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο και επιφέρει τις συνέπειες που προβλέπονται από αυτό το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο.

Άρθρο 6

1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να θεωρείται ποινικώς υπεύθυνος, τουλάχιστον:

(α) Κάθε πρόσωπο που τελεί, διατάζει, παραγγέλλει ή υποκινεί την τέλεση, αποπειράται να τελέσει, είναι συνεργός ή συμμετέχει σε μία αναγκαστική εξαφάνιση.

(β) Ένας ιεραρχικά ανώτερος, ο οποίος:

(i) Γνώριζε, ή συνειδητά παρέβλεψε πληροφορίες, οι οποίες παρείχαν σαφείς ενδείξεις ότι ιεραρχικά κατώτεροι, που ευρίσκονταν υπό την ουσιαστική εξουσία και έλεγχο του, τελούσαν ή επρόκειτο να τελέσουν έγκλημα αναγκαστικής εξαφάνισης.

(ii) Ασκούσε ουσιαστική ευθύνη και έλεγχο επί των δραστηριοτήτων που σχετίζονταν με το έγκλημα της αναγκαστικής εξαφάνισης, και

(iii) Δεν έλαβε όλα τα αναγκαία και εύλογα μέτρα, εντός της εξουσίας του, για την πρόληψη ή την καταστολή της τέλεσης μιας αναγκαστικής εξαφάνισης ή για την παραπομπή του ζητήματος στις αρμόδιες αρχές προς έρευνα και ποινική δίωξη.

(γ) Η υποπαράγραφος (β) της παρούσας παραγράφου δεν θίγει τα υψηλότερα επίπεδα ευθύνης, τα οποία εφαρμόζονται βάσει του σχετικού διεθνούς δικαίου σε ένα στρατιωτικό διοικητή ή σε πρόσωπο που ενεργεί στην πράξη ως στρατιωτικός διοικητής.

2.  Καμία διαταγή ή οδηγία από οποιαδήποτε δημόσια αρχή, πολιτική, στρατιωτική ή άλλη, δεν μπορεί να τύχει επίκλησης προκειμένου να δικαιολογήσει ένα αδίκημα αναγκαστικής εξαφάνισης.

Άρθρο 7

1. Κάθε Κράτος Μέρος καθιστά το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης αξιόποινο  με κατάλληλες ποινές, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την εξαιρετική του σοβαρότητα.

2. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να θεσπίσει:

(α) Ελαφρυντικές περιστάσεις, ιδίως για πρόσωπα που, έχοντας εμπλακεί στην τέλεση μιας αναγκαστικής εξαφάνισης, συνεισφέρουν ουσιαστικά στον εντοπισμό του εξαφανισμένου προσώπου εν ζωή ή καθιστούν δυνατή τη διαλεύκανση υποθέσεων αναγκαστικής εξαφάνισης ή τον εντοπισμό των δραστών μιας αναγκαστικής εξαφάνισης.

(β) Με την επιφύλαξη άλλων ποινικών διαδικασιών, επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως σε περίπτωση θανάτου του εξαφανισμένου προσώπου ή τέλεσης αναγκαστικής εξαφάνισης που αφορά εγκύους, ανηλίκους, άτομα με αναπηρίες ή άλλα ιδιαιτέρως ευάλωτα πρόσωπα.

Άρθρο 8

Με την επιφύλαξη του άρθρου 5:

1. Κράτος Μέρος στο οποίο προβλέπεται παραγραφή για την αναγκαστική εξαφάνιση, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο χρόνος παραγραφής των ποινικών διαδικασιών:

(α) είναι μεγάλης διάρκειας και ανάλογος προς την εξαιρετική σοβαρότητα αυτού του αδικήματος,

(β) αρχίζει από τη στιγμή που παύει το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης, λαμβανομένου υπόψη του διαρκούς του χαρακτήρα.

2. Κάθε Κράτος Μέρος εγγυάται το δικαίωμα των θυμάτων αναγκαστικής εξαφάνισης σε αποτελεσματική προσφυγή, κατά τη διάρκεια του χρόνου της παραγραφής.

Άρθρο 9 

1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να θεμελιώσει την αρμοδιότητα του να ασκεί δικαιοδοσία για το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης όταν:

(α)  Το αδίκημα τελείται σε οποιοδήποτε έδαφος υπό τη δικαιοδοσία του ή σε πλοίο ή αεροσκάφος που έχει νηολογηθεί στο Κράτος αυτό.

(β)   Ο φερόμενος ως δράστης είναι υπήκοος του.

(γ)  Το εξαφανισμένο πρόσωπο είναι υπήκοος του και το εν λόγω Κράτος Μέρος το θεωρεί σκόπιμο.

2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει, ομοίως, τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να θεμελιώσει την αρμοδιότητα του να ασκεί δικαιοδοσία για το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης, όταν ο φερόμενος ως δράστης είναι παρών σε οποιοδήποτε έδαφος υπό τη δικαιοδοσία του, εκτός αν τον εκδώσει ή τον παραδώσει σε άλλο Κράτος, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις του ή τον παραδώσει σε ένα διεθνές ποινικό δικαστήριο, του οποίου τη δικαιοδοσία έχει αναγνωρίσει.

3. Η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει οποιαδήποτε επιπρόσθετη ποινική δικαιοδοσία, η οποία ασκείται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 10

1. Μόλις πειστεί, μετά από εξέταση των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του, ότι οι περιστάσεις το δικαιολογούν, κάθε Κράτος Μέρος, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ένα πρόσωπο, ύποπτο για την τέλεση αδικήματος αναγκαστικής εξαφάνισης, το θέτει υπό κράτηση ή λαμβάνει όποια άλλα νόμιμα μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλίσει την παρουσία του. Η κράτηση και τα άλλα νόμιμα μέτρα πρέπει να είναι σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Κράτους Μέρους αλλά μπορούν να διατηρηθούν μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί η παρουσία του προσώπου στις ποινικές διαδικασίες ή στις διαδικασίες παράδοσης ή έκδοσης.

2. Κράτος Μέρος, το οποίο έχει λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διενεργεί, αμέσως, προκαταρκτική εξέταση ή έρευνες, προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά. Γνωστοποιεί στα Κράτη Μέρη που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, τα μέτρα που έχει λάβει, σε εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της κράτησης και των περιστάσεων που δικαιολογούν την κράτηση και τα πορίσματα της προκαταρκτικής εξέτασης ή των ερευνών του, δηλώνοντας αν προτίθεται να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.

3. Κάθε πρόσωπο το οποίο βρίσκεται υπό κράτηση, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να επικοινωνεί αμέσως με τον πλησιέστερο αρμόδιο εκπρόσωπο του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος, ή, αν είναι ανιθαγενής, με τον εκπρόσωπο του Κράτους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του.

Άρθρο 11

1. Το Κράτος Μέρος, στο έδαφος υπό τη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται  πρόσωπο, το οποίο φέρεται ότι έχει τελέσει αδίκημα αναγκαστικής εξαφάνισης, αν δεν εκδώσει το πρόσωπο αυτό ή δεν το παραδώσει σε άλλο Κράτος, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις του, ή δεν το παραδώσει σε ένα διεθνές ποινικό δικαστήριο, του οποίου την αρμοδιότητα έχει αναγνωρίσει, υποβάλλει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές του, με σκοπό την ποινική δίωξη.

2. Οι αρχές αυτές λαμβάνουν την απόφασή τους με τον ίδιο τρόπο, όπως στην περίπτωση κάθε κοινού αδικήματος σοβαρής φύσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Κράτους Μέρους. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, οι κανόνες της απόδειξης που απαιτούνται για την ποινική δίωξη και την καταδίκη δεν είναι, σε καμία περίπτωση, λιγότερο αυστηροί από εκείνους που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1.

3. Κάθε πρόσωπο, κατά του οποίου κινούνται διαδικασίες σε σχέση με αδίκημα αναγκαστικής εξαφάνισης, απολαμβάνει εγγυήσεις δίκαιης μεταχείρισης, σε όλα τα στάδια των διαδικασιών. Κάθε πρόσωπο το οποίο δικάζεται για αδίκημα αναγκαστικής εξαφάνισης απολαμβάνει το δικαίωμα δίκαιης δίκης, ενώπιον αρμόδιου, ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, το οποίο έχει συσταθεί με νόμο.

Άρθρο 12

1. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι οποιοσδήποτε ισχυρίζεται ότι ένα πρόσωπο έχει υποστεί αναγκαστική εξαφάνιση, έχει το δικαίωμα να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες εξετάζουν τον ισχυρισμό ταχέως και αμερόληπτα και, όπου είναι αναγκαίο, διενεργούν χωρίς καθυστέρηση ενδελεχή και αμερόληπτη έρευνα. Λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, όπου είναι αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο καταγγέλλων, οι μάρτυρες, οι συγγενείς του  προσώπου που έχει εξαφανισθεί και ο συνήγορος υπεράσπισής τους, καθώς και τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην έρευνα, προστατεύονται από κάθε κακομεταχείριση ή εκφοβισμό, ως συνέπεια της καταγγελίας ή οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου δόθηκε.

2. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ένα πρόσωπο έχει υποστεί αναγκαστική εξαφάνιση, οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διενεργούν έρευνα, ακόμα και αν δεν έχει υπάρξει επίσημη καταγγελία.

3. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου:

(α) Διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες και πόρους για την αποτελεσματική διεξαγωγή της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε τεκμηρίωση και άλλες πληροφορίες σχετικές με την έρευνά τους.

(β) Έχουν πρόσβαση, εάν είναι αναγκαίο μετά από προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής, η οποία αποφαίνεται ταχέως για το θέμα, σε κάθε χώρο κράτησης ή σε κάθε άλλο χώρο, όπου υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να βρίσκεται το πρόσωπο που έχει εξαφανισθεί.

4. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και την τιμωρία πράξεων που παρακωλύουν τη διεξαγωγή μιας έρευνας. Διασφαλίζει, ιδίως, ότι τα πρόσωπα τα οποία είναι ύποπτα για τέλεση αδικήματος αναγκαστικής εξαφάνισης δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν την πρόοδο της έρευνας, μέσω πιέσεων ή πράξεων εκφοβισμού ή αντιποίνων, με στόχο τον καταγγέλλοντα, τους μάρτυρες, τους συγγενείς του προσώπου που έχει εξαφανισθεί ή τον συνήγορο υπεράσπισής τους ή πρόσωπα που συμμετέχουν στην έρευνα.

Άρθρο 13

1. Για τους σκοπούς της έκδοσης μεταξύ των Κρατών Μερών, το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης δεν θεωρείται ως πολιτικό αδίκημα ή ως αδίκημα που συνδέεται με πολιτικό αδίκημα ή ως αδίκημα που εμπνέεται από πολιτικά κίνητρα. Συνακόλουθα, αίτημα έκδοσης που βασίζεται σε τέτοιο αδίκημα δεν μπορεί να απορριφθεί για τους λόγους αυτούς και μόνο.

2. Το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στα αδικήματα  για τα οποία χωρεί έκδοση, σε οποιαδήποτε συνθήκη έκδοσης υφίσταται μεταξύ των Κρατών Μερών, πριν από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης.

3. Τα Κράτη Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμπεριλάβουν το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης, ως αδίκημα για το οποίο χωρεί έκδοση, σε οποιαδήποτε συνθήκη έκδοσης συναφθεί μεταγενέστερα μεταξύ τους.

4. Εάν ένα Κράτος Μέρος, το οποίο εξαρτά την έκδοση από την ύπαρξη σχετικής συνθήκης, λάβει αίτημα έκδοσης από άλλο Κράτος Μέρος, με το οποίο δεν έχει συνάψει συνθήκη έκδοσης, μπορεί να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως την αναγκαία νομική βάση για την έκδοση σε σχέση με το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης.

5. Τα Κράτη Μέρη, τα οποία δεν εξαρτούν την έκδοση από την ύπαρξη συνθήκης, αναγνωρίζουν το αδίκημα της αναγκαστικής εξαφάνισης ως αδίκημα για το οποίο χωρεί έκδοση μεταξύ τους.

6.  Η έκδοση, σε κάθε περίπτωση, υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο του Κράτους Μέρους-αποδέκτη του αιτήματος ή από τις εφαρμοστέες  συνθήκες έκδοσης, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των προϋποθέσεων σχετικά με την απαίτηση ελάχιστης ποινής για την έκδοση και των λόγων για τους οποίους το Κράτος Μέρος-αποδέκτης του αιτήματος μπορεί να αρνηθεί την έκδοση ή να την εξαρτήσει από ορισμένες προϋποθέσεις.

7. Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει υποχρέωση έκδοσης, αν το Κράτος Μέρος-αποδέκτης του αιτήματος έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι το αίτημα έχει υποβληθεί με σκοπό τη δίωξη ή την τιμωρία προσώπου, λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της ιθαγένειας, της εθνικής καταγωγής, των πολιτικών πεποιθήσεων του ή της συμμετοχής του προσώπου αυτού σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή ότι η συμμόρφωση με το αίτημα θα έβλαπτε το πρόσωπο αυτό, για οποιονδήποτε από αυτούς τους λόγους.

Άρθρο 14

1. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο το μέγιστο βαθμό αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, σε σχέση με ποινικές διαδικασίες που διεξάγονται αναφορικά με αδίκημα αναγκαστικής εξαφάνισης, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης όλων  των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους, τα οποία είναι αναγκαία για τις διαδικασίες.

2. Αυτή η αμοιβαία δικαστική συνδρομή υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του Κράτους Μέρους-αποδέκτη του αιτήματος ή από τις εφαρμοστέες συνθήκες περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συμπεριλαμβανομένων, ιδιαίτερα, των προϋποθέσεων σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους το Κράτος Μέρος-αποδέκτης του αιτήματος μπορεί να αρνηθεί την παροχή αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή να την εξαρτήσει από προϋποθέσεις.

Άρθρο 15 

Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους και παρέχουν, το ένα στο άλλο, το μέγιστο βαθμό αμοιβαίας συνδρομής, με σκοπό να βοηθήσουν τα θύματα αναγκαστικών εξαφανίσεων και για την αναζήτηση, τον εντοπισμό και την απελευθέρωση εξαφανισμένων προσώπων και, σε περίπτωση θανάτου, για την εκταφή και την ταυτοποίησή τους και την επιστροφή των λειψάνων τους.

Άρθρο 16 

1. Κανένα Κράτος Μέρος δεν απελαύνει, επιστρέφει («επαναπροωθεί»), παραδίδει ή εκδίδει ένα πρόσωπο σε άλλο Κράτος, όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο αυτό θα κινδύνευε να υποστεί αναγκαστική εξαφάνιση.

2. Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του εάν υπάρχουν οι λόγοι αυτοί, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένης, όπου εφαρμόζεται, της ύπαρξης, στο ενδιαφερόμενο Κράτος, επαναλαμβανόμενων, ιδιαιτέρως σοβαρών, κατάφωρων ή μαζικών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.

Άρθρο 17

1. Κανείς δεν υπόκειται σε μυστική κράτηση.

2. Με την επιφύλαξη των άλλων διεθνών υποχρεώσεων του Κράτους Μέρους, σε σχέση με τη στέρηση της ελευθερίας, κάθε Κράτος Μέρος, στη νομοθεσία του:

(α) θεσπίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να δοθούν διαταγές για τη στέρηση της ελευθερίας,

(β) καθορίζει τις αρχές εκείνες που εξουσιοδοτούνται να διατάξουν στέρηση της ελευθερίας,

(γ) εγγυάται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο στερείται της ελευθερίας του κρατείται, αποκλειστικά, σε επίσημα αναγνωρισμένους και εποπτευόμενους χώρους  στέρησης της ελευθερίας,

(δ) εγγυάται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο στερείται της ελευθερίας του επιτρέπεται να επικοινωνεί με την οικογένεια του, το συνήγορο του ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο της επιλογής του και να δέχεται επισκέψεις από αυτούς, υπό τους όρους, και μόνο, που καθορίζονται από το νόμο, ή, εάν πρόκειται περί αλλοδαπού, να επικοινωνεί με τις προξενικές αρχές του, σύμφωνα με το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο,

(ε) εγγυάται την πρόσβαση των αρμοδίων και νομίμως εξουσιοδοτημένων αρχών και θεσμών στους χώρους στέρησης της ελευθερίας προσώπων, με προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής, αν απαιτείται,

(στ) εγγυάται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο στερείται της ελευθερίας του ή, στην περίπτωση που υπάρχει υποψία ότι έχει τελεσθεί αναγκαστική εξαφάνιση, δεδομένου ότι το πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του δεν είναι ικανό να ασκήσει το δικαίωμα αυτό, οποιαδήποτε πρόσωπα με έννομο συμφέρον, όπως οι συγγενείς του στερουμένου της ελευθερίας προσώπου, οι αντιπρόσωποι τους ή ο συνήγορος τους, δικαιούνται, σε κάθε περίπτωση, να προσφύγουν σε ένα δικαστήριο, προκειμένου να μπορεί το δικαστήριο να αποφασίσει, χωρίς καθυστέρηση, σχετικά με τη νομιμότητα της στέρησης της ελευθερίας και να διατάξει την απελευθέρωση του προσώπου, εάν αυτή η στέρηση της ελευθερίας δεν είναι νόμιμη.

3. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει τη σύνταξη και τήρηση ενός ή περισσότερων ενημερωμένων, επίσημων μητρώων ή/και αρχείων των προσώπων που στερούνται της ελευθερίας τους, τα οποία καθίστανται το ταχύτερο διαθέσιμα, κατόπιν αιτήματος, σε κάθε δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή ή θεσμό εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό από τη νομοθεσία του εν λόγω Κράτους Μέρους ή από οποιοδήποτε σχετικό διεθνές νομικό κείμενο, στο οποίο είναι Μέρος το Κράτος αυτό. Οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά περιλαμβάνουν, τουλάχιστον:

(α) την ταυτότητα του στερουμένου της ελευθερίας προσώπου,

(β) την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο στα οποία το πρόσωπο στερήθηκε της ελευθερίας του και την ταυτότητα της αρχής που στέρησε την ελευθερία του προσώπου,

(γ) την αρχή η οποία διέταξε τη στέρηση της ελευθερίας και τους λόγους για τη στέρηση της ελευθερίας,

(δ) την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της στέρησης της ελευθερίας,

(ε) το χώρο στέρησης της ελευθερίας, την ημερομηνία και την ώρα εισόδου στο χώρο στέρησης της ελευθερίας και την αρχή που είναι υπεύθυνη για το χώρο στέρησης της ελευθερίας,

(στ) στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της υγείας του στερουμένου της ελευθερίας προσώπου,

(ζ) σε περίπτωση θανάτου κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, τις περιστάσεις και την αιτία του θανάτου και τον προορισμό των λειψάνων,

(η) την ημερομηνία και την ώρα της απελευθέρωσης ή της μεταγωγής σε έναν άλλο χώρο κράτησης, τον προορισμό και την αρχή που είναι υπεύθυνη για τη μεταγωγή.

 

Άρθρο 18

1. Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 19 και 20, κάθε Κράτος Μέρος εγγυάται την πρόσβαση στις ακόλουθες, τουλάχιστον, πληροφορίες, σε  οποιοδήποτε πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον για τις πληροφορίες αυτές, όπως οι συγγενείς του στερουμένου της ελευθερίας προσώπου, οι αντιπρόσωποι τους ή ο συνήγορος τους:

(α) την αρχή η οποία διέταξε τη στέρηση της ελευθερίας,

(β) την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο στα οποία το πρόσωπο στερήθηκε της ελευθερίας του και εισήχθη στο χώρο στέρησης της ελευθερίας,

(γ) την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της στέρησης της ελευθερίας,

(δ) τον τόπο όπου βρίσκεται το στερούμενο της ελευθερίας πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων, σε περίπτωση μεταγωγής σε άλλο χώρο στέρησης της ελευθερίας, του προορισμού και της αρχής που είναι υπεύθυνη για τη μεταγωγή,

(ε) την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο απελευθέρωσης,

(στ) στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της υγείας του στερουμένου της ελευθερίας προσώπου,

(ζ) σε περίπτωση θανάτου κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, τις περιστάσεις και την αιτία του θανάτου και τον προορισμό των λειψάνων.

2. Λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα, όπου είναι αναγκαίο, για την προστασία των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και προσώπων που συμμετέχουν στην έρευνα, από κάθε κακομεταχείριση, εκφοβισμό ή κύρωση ως συνέπεια της αναζήτησης πληροφοριών σχετικά με πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του.

Άρθρο 19

1. Προσωπικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών και γενετικών δεδομένων, που συλλέγονται και/ή διαβιβάζονται στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός  προσώπου που έχει εξαφανισθεί, δεν χρησιμοποιούνται ή καθίστανται διαθέσιμες για σκοπούς άλλους από την αναζήτηση του προσώπου που έχει εξαφανισθεί. Τούτο δεν θίγει τη χρήση των πληροφοριών αυτών σε ποινικές διαδικασίες σχετικές με αδίκημα αναγκαστικής εξαφάνισης ή την άσκηση του δικαιώματος επανόρθωσης.

2. Η συλλογή, επεξεργασία, χρήση και αποθήκευση των προσωπικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών και γενετικών δεδομένων, δεν θα πρέπει να παραβιάζει ή να έχει ως συνέπεια την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενός ατόμου.

Άρθρο 20

1. Το δικαίωμα πληροφόρησης που αναφέρεται στο άρθρο 18 μπορεί να περιοριστεί μόνο στις περιπτώσεις που ένα πρόσωπο βρίσκεται υπό την προστασία του νόμου και η στέρηση της ελευθερίας υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατ’ εξαίρεση, όπου αυτό είναι απολύτως αναγκαίο και όπου προβλέπεται από το νόμο, και εάν η διαβίβαση των πληροφοριών θα επηρέαζε αρνητικά την ιδιωτική ζωή ή την ασφάλεια του προσώπου, θα παρεμπόδιζε μια ποινική έρευνα, ή για άλλους ισοδύναμους λόγους, σύμφωνα με το νόμο και σύμφωνα με το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο και τους στόχους της παρούσας Σύμβασης. Σε καμία περίπτωση δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στο δικαίωμα πληροφόρησης που αναφέρεται στο άρθρο 18, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνιστούν συμπεριφορά που ορίζεται στο άρθρο 2 ή παραβιάζουν το άρθρο 17, παράγραφος 1.

2. Με την επιφύλαξη της εξέτασης της νομιμότητας της στέρησης της ελευθερίας ενός προσώπου, τα Κράτη Μέρη εγγυώνται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, το δικαίωμα σε ταχεία και αποτελεσματική δικαστική προσφυγή, ως μέσου για την απόκτηση, χωρίς καθυστέρηση, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1. Αυτό το δικαίωμα προσφυγής δεν μπορεί, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, να ανασταλεί ή να περιοριστεί.

Άρθρο 21 

Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα πρόσωπα που στερούνται της ελευθερίας τους απελευθερώνονται κατά τρόπο που επιτρέπει την αξιόπιστη επαλήθευση του ότι έχουν όντως απελευθερωθεί. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει, επίσης, τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων αυτών και την ικανότητα τους να ασκούν πλήρως τα δικαιώματα τους κατά το χρόνο της απελευθέρωσης, με την επιφύλαξη οποιωνδήποτε υποχρεώσεων τις οποίες μπορεί να υπέχουν τα εν λόγω πρόσωπα, βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

Άρθρο 22

Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη των ακόλουθων συμπεριφορών και την επιβολή κυρώσεων για αυτές:

(α) καθυστέρηση ή παρακώλυση των προσφυγών που αναφέρονται στο άρθρο 17, παράγραφος 2 (στ), και στο άρθρο 20, παράγραφος 2,

(β) παράλειψη καταχώρησης της στέρησης της ελευθερίας οποιουδήποτε προσώπου ή καταχώρηση οποιασδήποτε πληροφορίας την οποία ο αξιωματούχος που είναι υπεύθυνος για το επίσημο μητρώο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι είναι ανακριβής,

(γ) άρνηση παροχής πληροφοριών για τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου ή παροχή ανακριβών πληροφοριών, παρόλο που πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις για την παροχή των πληροφοριών αυτών.

 Άρθρο 23

1. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι η εκπαίδευση του προσωπικού εφαρμογής του νόμου, πολιτικού ή στρατιωτικού, του ιατρικού προσωπικού, των δημοσίων λειτουργών και των λοιπών προσώπων, τα οποία μπορεί να εμπλέκονται στην κράτηση ή νοσηλεία οποιουδήποτε προσώπου στερείται της ελευθερίας του, συμπεριλαμβάνει την απαραίτητη εκπαίδευση και ενημέρωση σχετικά με τις συναφείς διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, προκειμένου να:

(α) προληφθεί η εμπλοκή των λειτουργών αυτών σε αναγκαστικές εξαφανίσεις,

(β) δοθεί έμφαση στη σημασία της πρόληψης και των ερευνών, σε σχέση με τις αναγκαστικές εξαφανίσεις,

(γ) διασφαλιστεί η αναγνώριση της επείγουσας ανάγκης για την επίλυση υποθέσεων αναγκαστικών εξαφανίσεων.

2. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι απαγορεύονται οι διαταγές ή οι οδηγίες που επιτάσσουν, εγκρίνουν ή ενθαρρύνουν αναγκαστικές εξαφανίσεις. Κάθε Κράτος Μέρος εγγυάται ότι πρόσωπο που αρνείται να υπακούσει σε τέτοια διαταγή  δεν τιμωρείται.

3. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα οποία έχουν λόγους να πιστεύουν ότι έχει λάβει χώρα ή έχει σχεδιαστεί μια αναγκαστική εξαφάνιση, αναφέρουν το θέμα στους ανωτέρους τους και, όπου είναι αναγκαίο, στις κατάλληλες αρχές ή φορείς που έχουν την εξουσία αναθεώρησης ή θεραπείας.                    

Άρθρο 24

1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, «θύμα» σημαίνει το πρόσωπο που έχει εξαφανισθεί και οποιοδήποτε άτομο έχει υποστεί βλάβη, ως άμεσο αποτέλεσμα μιας αναγκαστικής εξαφάνισης.

2. Κάθε θύμα έχει το δικαίωμα να γνωρίζει την αλήθεια σχετικά με τις περιστάσεις της αναγκαστικής εξαφάνισης, την πρόοδο και τα αποτελέσματα της έρευνας και την τύχη του εξαφανισμένου προσώπου. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για το σκοπό αυτό.

3. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αναζήτηση, τον εντοπισμό και την απελευθέρωση των προσώπων που έχουν εξαφανισθεί και, σε περίπτωση θανάτου, για τον εντοπισμό, το σεβασμό και την επιστροφή των λειψάνων τους.

4. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει, στο νομικό του σύστημα, ότι τα θύματα αναγκαστικής εξαφάνισης έχουν το δικαίωμα σε επανόρθωση και σε ταχεία, δίκαιη και επαρκή αποζημίωση.

5. Το δικαίωμα σε επανόρθωση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου καλύπτει υλικές και ηθικές βλάβες και, όπου αρμόζει, άλλες μορφές επανόρθωσης, όπως:

(α) η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση,

(β) η αποκατάσταση,

(γ) η ικανοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης της αξιοπρέπειας και της φήμης,

(δ) οι εγγυήσεις μη επανάληψης.

6. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης συνέχισης της έρευνας μέχρις ότου αποσαφηνιστεί η τύχη του προσώπου που έχει εξαφανισθεί, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα  μέτρα σχετικά με τη νομική κατάσταση των εξαφανισμένων προσώπων, των οποίων η τύχη δεν έχει αποσαφηνιστεί, και με αυτή των συγγενών τους, σε τομείς όπως η κοινωνική πρόνοια, τα οικονομικά θέματα, το οικογενειακό δίκαιο και τα περιουσιακά δικαιώματα.

7. Κάθε Κράτος Μέρος εγγυάται το δικαίωμα σύστασης και ελεύθερης συμμετοχής σε οργανώσεις και ενώσεις που ασχολούνται με την προσπάθεια εξιχνίασης των περιστάσεων αναγκαστικών εξαφανίσεων και της τύχης των προσώπων που έχουν εξαφανισθεί και με την παροχή συνδρομής σε θύματα αναγκαστικών εξαφανίσεων.

Άρθρο 25 

1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και την τιμωρία, σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο:

(α) της παράνομης απομάκρυνσης παιδιών που υπόκεινται σε αναγκαστική εξαφάνιση, παιδιών των οποίων ο πατέρας, η μητέρα ή ο νόμιμος εκπρόσωπος υπόκειται σε αναγκαστική εξαφάνιση ή παιδιών που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της μητέρας τους, η οποία υπόκειται σε αναγκαστική εξαφάνιση,

(β) της πλαστογράφησης, απόκρυψης ή καταστροφής των εγγράφων που πιστοποιούν την πραγματική ταυτότητα των παιδιών που αναφέρονται στην ανωτέρω υποπαράγραφο (α).

2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την αναζήτηση και ταυτοποίηση των παιδιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (α) του παρόντος άρθρου και για την επιστροφή τους στις οικογένειες από τις οποίες προέρχονται, σύμφωνα με τις νομικές διαδικασίες και τις εφαρμοστέες διεθνείς συμφωνίες.

3. Τα Κράτη Μέρη συνδράμουν, το ένα το άλλο, στην αναζήτηση, την ταυτοποίηση και τον εντοπισμό των παιδιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (α) του παρόντος άρθρου.

4. Δεδομένης της ανάγκης προστασίας του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (α) του παρόντος άρθρου και του δικαιώματος τους να διατηρήσουν ή να αποκαταστήσουν την ταυτότητά τους, συμπεριλαμβανομένης της ιθαγένειας, του ονόματος και των οικογενειακών τους σχέσεων, όπως αναγνωρίζονται από το νόμο, τα Κράτη Μέρη που αναγνωρίζουν σύστημα υιοθεσίας ή άλλη μορφή τοποθέτησης παιδιών, διαθέτουν νομικές διαδικασίες για την αναθεώρηση της διαδικασίας υιοθεσίας ή τοποθέτησης, και, όπου αρμόζει, για την ακύρωση οποιασδήποτε υιοθεσίας ή τοποθέτησης παιδιών, η οποία προέρχεται από αναγκαστικές εξαφανίσεις.

5. Σε όλες τις περιπτώσεις, και ιδίως σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με το άρθρο αυτό, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη και ένα παιδί που είναι ικανό να διαμορφώνει τις δικές του απόψεις, έχει το δικαίωμα να τις εκφράζει ελεύθερα. Στις απόψεις του παιδιού δίνεται η δέουσα βαρύτητα, σύμφωνα με την ηλικία και την ωριμότητα του παιδιού.

Μέρος ΙΙ

Άρθρο 26

1. Συνιστάται Επιτροπή για τις Αναγκαστικές Εξαφανίσεις (εφεξής αναφέρεται ως «η Επιτροπή») για την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται από την παρούσα Σύμβαση. Η Επιτροπή αποτελείται από δέκα εμπειρογνώμονες υψηλής ηθικής και αναγνωρισμένης εμπειρίας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι συμμετέχουν στις εργασίες της με την ατομική τους ιδιότητα και είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι. Τα μέλη της Επιτροπής εκλέγονται από τα Κράτη Μέρη, σύμφωνα με δίκαιη γεωγραφική κατανομή. Λαμβάνεται δεόντως υπόψη η χρησιμότητα της συμμετοχής στις εργασίες της Επιτροπής προσώπων που έχουν σχετική νομική εμπειρία και η ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων.

2. Τα μέλη της Επιτροπής εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από ένα κατάλογο προσώπων, τα οποία προτείνονται από τα Κράτη Μέρη, μεταξύ των υπηκόων τους, σε ανά διετία συναντήσεις των Κρατών Μερών, που συγκαλούνται, για το σκοπό αυτό, από το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στις συναντήσεις αυτές, στις οποίες τα δύο τρίτα των Κρατών Μερών συνιστούν απαρτία, τα πρόσωπα που εκλέγονται στην Επιτροπή είναι εκείνα που αποκτούν το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων και την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων των αντιπροσώπων των Κρατών Μερών που είναι παρόντα και ψηφίζουν.

3. Οι πρώτες εκλογές πραγματοποιούνται το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η παρούσα Σύμβαση. Τέσσερις μήνες πριν την ημερομηνία της κάθε εκλογής, ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών απευθύνει επιστολή προς τα Κράτη Μέρη, προσκαλώντας τα να υποβάλουν υποψηφιότητες εντός τριών μηνών. Ο Γενικός Γραμματέας συντάσσει κατάλογο, με αλφαβητική σειρά, όλων των προσώπων που έχουν προταθεί με τον τρόπο αυτό, αναφέροντας το Κράτος Μέρος το οποίο πρότεινε κάθε υποψήφιο, και υποβάλλει τον κατάλογο αυτό σε όλα τα Κράτη Μέρη.

4. Τα μέλη της Επιτροπής εκλέγονται για θητεία τεσσάρων ετών. Υπάρχει η δυνατότητα επανεκλογής τους για μία μόνο φορά. Ωστόσο, η θητεία πέντε εκ των μελών, τα οποία θα εκλεγούν κατά την πρώτη εκλογή, λήγει μετά από δύο έτη. Αμέσως μετά την πρώτη εκλογή, τα ονόματα αυτών των πέντε μελών επιλέγονται με κλήρο από τον πρόεδρο της συνάντησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

5. Εάν ένα μέλος της Επιτροπής αποβιώσει ή παραιτηθεί ή, για οποιοδήποτε άλλο λόγο, δεν μπορεί πλέον να ασκεί τα καθήκοντά του στην Επιτροπή, το Κράτος Μέρος το οποίο τον πρότεινε, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ορίζει έναν άλλον υποψήφιο, μεταξύ των υπηκόων του, προκειμένου να εκτίσει τη θητεία του, υπό την προϋπόθεση της έγκρισης από την πλειοψηφία των Κρατών Μερών. Η έγκριση αυτή θεωρείται ότι έχει δοθεί, εκτός αν  τα μισά ή περισσότερα από τα Κράτη Μέρη απαντήσουν αρνητικά, εντός έξι εβδομάδων από την ενημέρωσή τους από το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού  Ηνωμένων Εθνών, σχετικά με τον προτεινόμενο διορισμό.

6. Η Επιτροπή θεσπίζει τους κανόνες διαδικασίας της.

7. Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών παρέχει στην Επιτροπή τα αναγκαία μέσα, προσωπικό και διευκολύνσεις για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων της. Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών συγκαλεί την πρώτη συνάντηση της Επιτροπής.

8. Τα μέλη της Επιτροπής δικαιούνται τις διευκολύνσεις, τα προνόμια και τις ασυλίες των εμπειρογνωμόνων που είναι σε αποστολή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως προβλέπεται στα σχετικά κεφάλαια της Σύμβασης για τα Προνόμια και τις Ασυλίες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

9. Κάθε Κράτος Μέρος συνεργάζεται με την Επιτροπή και παρέχει συνδρομή στα μέλη της στην εκπλήρωση της εντολής τους, στην έκταση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής που έχει αποδεχθεί το Κράτος Μέρος.

Άρθρο 27

Μια Διάσκεψη των Κρατών Μερών θα λάβει χώρα, το νωρίτερο τέσσερα έτη και το αργότερο έξι έτη μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, προκειμένου να αξιολογήσει τη λειτουργία της Επιτροπής και να αποφασίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 44, παράγραφος 2, εάν θα πρέπει να ανατεθεί σε άλλο φορέα – χωρίς να αποκλείεται οποιαδήποτε δυνατότητα – ο έλεγχος  της εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης, σύμφωνα με τα καθήκοντα που ορίζονται στα άρθρα 28 έως 36.

Άρθρο 28

1. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που παρέχονται από την παρούσα Σύμβαση, η Επιτροπή συνεργάζεται με όλα τα σχετικά όργανα, γραφεία και ειδικευμένους οργανισμούς και ταμεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, με τα όργανα ελέγχου της εφαρμογής συνθηκών, που έχουν συσταθεί με διεθνή κείμενα, με τις ειδικές διαδικασίες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και με τους σχετικούς περιφερειακούς διακυβερνητικούς οργανισμούς ή φορείς, καθώς και με όλους τους σχετικούς κρατικούς θεσμούς, υπηρεσίες ή γραφεία που εργάζονται για την προστασία όλων των προσώπων από τις αναγκαστικές εξαφανίσεις.

2. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Επιτροπή διαβουλεύεται με άλλα όργανα ελέγχου της εφαρμογής συνθηκών, που έχουν συσταθεί με σχετικά διεθνή κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως με την Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία συστάθηκε βάσει του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, με σκοπό τη διασφάλιση της συνοχής των αντίστοιχων παρατηρήσεων και συστάσεων τους.

Άρθρο 29

1. Κάθε Κράτος Μέρος υποβάλλει στην Επιτροπή, μέσω του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει προκειμένου να υλοποιηθούν οι υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παρούσας Σύμβασης, εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης για το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος.

2. Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καθιστά αυτή την έκθεση διαθέσιμη σε όλα τα Κράτη Μέρη.

3. Κάθε έκθεση εξετάζεται από την Επιτροπή, η οποία προβαίνει σε όσα σχόλια, παρατηρήσεις ή συστάσεις κρίνει κατάλληλα. Τα σχόλια, οι παρατηρήσεις ή οι συστάσεις γνωστοποιούνται στο ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος, το οποίο μπορεί να απαντήσει σε αυτά, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής.

4. Η Επιτροπή μπορεί, επίσης, να ζητήσει από τα Κράτη Μέρη να παρέχουν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης.

Άρθρο 30

1. Αίτημα αναζήτησης και ανεύρεσης ενός προσώπου που έχει εξαφανισθεί μπορεί να υποβληθεί στην Επιτροπή, με το χαρακτήρα του επείγοντος, από τους συγγενείς του προσώπου που έχει εξαφανισθεί ή τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, το συνήγορο τους ή από οποιοδήποτε πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτούς, καθώς και από κάθε άλλο πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον.

2. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι το αίτημα για επείγουσα δράση που υποβλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου:

(α) δεν είναι προδήλως αβάσιμο,

(β) δεν συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος υποβολής τέτοιων αιτημάτων,

(γ) έχει ήδη δεόντως υποβληθεί στα αρμόδια όργανα του ενδιαφερόμενου Κράτους Μέρους, όπως αυτά που έχουν την εξουσιοδότηση να διενεργούν έρευνες, όπου υφίσταται η δυνατότητα αυτή,

(δ) δεν είναι ασυμβίβαστο με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, και

(ε) το ίδιο ζήτημα δεν εξετάζεται στο πλαίσιο μιας άλλης διαδικασίας διεθνούς έρευνας ή διακανονισμού της ίδιας φύσης,

ζητά από το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος να της παράσχει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσώπων που αναζητούνται, εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή.

3. Υπό το φως των πληροφοριών που παρέχονται από το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να διαβιβάσει συστάσεις προς το Κράτος Μέρος, συμπεριλαμβανομένου και αιτήματος προς το Κράτος Μέρος να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και προσωρινών μέτρων, για τον εντοπισμό και την προστασία του εν λόγω προσώπου, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και να ενημερώσει την Επιτροπή, μέσα σε  συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για τα μέτρα που έλαβε, λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Η Επιτροπή ενημερώνει το πρόσωπο που υποβάλλει το αίτημα για επείγουσα δράση σχετικά με τις συστάσεις της και τις πληροφορίες που της παρέχει το Κράτος, καθώς αυτές καθίστανται διαθέσιμες.

4. Η Επιτροπή συνεχίζει τις προσπάθειες της να εργασθεί με το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος, για όσο χρονικό διάστημα η τύχη του προσώπου που αναζητείται δεν έχει διαλευκανθεί. Το πρόσωπο που υποβάλλει το αίτημα τηρείται ενήμερο.

Άρθρο 31

1. Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της κύρωσης της παρούσας Σύμβασης ή οποιαδήποτε στιγμή αργότερα, να δηλώσει ότι αναγνωρίζει την αρμοδιότητα της Επιτροπής να δέχεται και να εξετάζει αναφορές από ή εκ μέρους ατόμων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του, τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβίασης των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης από αυτό το Κράτος Μέρος. Η Επιτροπή δεν αποδέχεται καμία αναφορά που αφορά Κράτος Μέρος το οποίο δεν έχει προβεί σε τέτοια δήλωση.

2. Η Επιτροπή κηρύσσει μια αναφορά απαράδεκτη όταν:

(α) είναι ανώνυμη,

(β) συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος υποβολής των εν λόγω αναφορών ή είναι ασυμβίβαστη με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης,

(γ) το ίδιο ζήτημα εξετάζεται στο πλαίσιο μιας άλλης διαδικασίας διεθνούς έρευνας ή διακανονισμού ίδιας φύσης, ή όταν

(δ) δεν έχουν εξαντληθεί όλα τα διαθέσιμα αποτελεσματικά εσωτερικά ένδικα μέσα. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται όπου η εφαρμογή των ενδίκων μέσων  παρατείνεται πέραν της εύλογης διάρκειας.

3. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η αναφορά πληρεί τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, διαβιβάζει την αναφορά στο ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος, ζητώντας του να υποβάλει παρατηρήσεις και σχόλια, εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή.

4. Ανά πάσα στιγμή μετά τη λήψη μιας αναφοράς και πριν ληφθεί απόφαση επί της ουσίας, η Επιτροπή μπορεί να διαβιβάζει στο ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος, για επείγουσα εξέταση εκ μέρους του, αίτημα για τη λήψη από το Κράτος Μέρος των  προσωρινών εκείνων μέτρων που είναι αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί πιθανή ανεπανόρθωτη βλάβη για τα θύματα της υποτιθέμενης παραβίασης. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής δεν συνεπάγεται απόφαση σχετικά με το παραδεκτό ή την ουσία της αναφοράς.
5. Η Επιτροπή συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών κατά την εξέταση των αναφορών που προβλέπονται από το παρόν άρθρο. Ενημερώνει τον συντάκτη της αναφοράς για τις απαντήσεις που έλαβε από το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος. Όταν η Επιτροπή αποφασίζει την ολοκλήρωση της διαδικασίας, γνωστοποιεί τις απόψεις της στο Κράτος Μέρος και στο συντάκτη της αναφοράς.

Άρθρο 32 

Κράτος Μέρος στην παρούσα Σύμβαση μπορεί να δηλώσει, ανά πάσα στιγμή, ότι αναγνωρίζει την αρμοδιότητα της Επιτροπής να δέχεται και να εξετάζει αναφορές, με τις οποίες ένα Κράτος Μέρος ισχυρίζεται ότι ένα άλλο Κράτος Μέρος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του κατά την παρούσα Σύμβαση. Η Επιτροπή δεν δέχεται αναφορές που αφορούν Κράτος Μέρος το οποίο δεν έχει προβεί σε τέτοια δήλωση, ούτε αναφορές από Κράτος Μέρος το οποίο δεν έχει προβεί σε τέτοια δήλωση.

Άρθρο 33

1. Εάν η Επιτροπή λάβει αξιόπιστες πληροφορίες ότι ένα Κράτος Μέρος παραβιάζει σοβαρά τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με το εν λόγω Κράτος Μέρος, να ζητήσει, από ένα ή περισσότερα από τα μέλη της, να πραγματοποιήσουν μια επίσκεψη και να της υποβάλουν έκθεση, χωρίς καθυστέρηση.

2. Η Επιτροπή ενημερώνει το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος, εγγράφως, για την πρόθεση της να οργανώσει μια επίσκεψη, αναφέροντας τη σύνθεση της αντιπροσωπείας και το σκοπό της επίσκεψης. Το Κράτος Μέρος απαντά στην Επιτροπή σε εύλογο χρονικό διάστημα.

3. Κατόπιν τεκμηριωμένου αιτήματος από το Κράτος Μέρος, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει ή να ακυρώσει την επίσκεψη της.

4. Εάν το Κράτος Μέρος συμφωνεί με την επίσκεψη, η Επιτροπή και το εν λόγω Κράτος Μέρος συνεργάζονται προκειμένου να καθορίσουν τις λεπτομέρειες της επίσκεψης και το Κράτος Μέρος παρέχει στην Επιτροπή όλες τις διευκολύνσεις που απαιτούνται για την επιτυχή ολοκλήρωση της επίσκεψης.

5. Μετά την επίσκεψη της, η Επιτροπή γνωστοποιεί στο ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις της.

Άρθρο 34

Εάν η Επιτροπή λάβει πληροφορίες οι οποίες της φαίνεται να περιέχουν βάσιμες ενδείξεις για την τέλεση αναγκαστικών εξαφανίσεων σε ευρεία ή συστηματική βάση, στο έδαφος υπό τη δικαιοδοσία ενός Κράτους Μέρους, μπορεί, αφού ζητήσει από το ενδιαφερόμενο Κράτος Μέρος όλες τις συναφείς πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση, να θέσει επειγόντως το ζήτημα υπόψη της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μέσω του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Άρθρο 35

1. Η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα αποκλειστικά σε σχέση με αναγκαστικές εξαφανίσεις οι οποίες εκκίνησαν μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης.

2. Εάν ένα Κράτος καταστεί Μέρος στην παρούσα Σύμβαση μετά τη θέση της σε ισχύ, οι υποχρεώσεις του Κράτους αυτού έναντι της Επιτροπής αφορούν μόνο τις αναγκαστικές εξαφανίσεις οι οποίες εκκίνησαν μετά τη θέση σε ισχύ, για το εν λόγω Κράτος, της παρούσας Σύμβασης.

Άρθρο 36

1. Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της, κατά την παρούσα Σύμβαση, προς τα Κράτη Μέρη και τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

2. Πριν δημοσιευτεί στην ετήσια έκθεση μια παρατήρηση για ένα Κράτος Μέρος, το εν λόγω Κράτος Μέρος ενημερώνεται εκ των προτέρων και του παρέχεται εύλογο χρονικό διάστημα προκειμένου να απαντήσει. Αυτό το Κράτος Μέρος μπορεί να ζητήσει τη δημοσίευση των σχολίων ή των παρατηρήσεων του στην έκθεση.

Μέρος ΙΙΙ 

Άρθρο 37

Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν θίγει οποιεσδήποτε διατάξεις είναι ευνοϊκότερες για την προστασία όλων των προσώπων από τις αναγκαστικές εξαφανίσεις και οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνονται:

(α) στη νομοθεσία ενός Κράτους Μέρους,

(β) στο ισχύον, για το εν λόγω Κράτος, διεθνές δίκαιο.

Άρθρο 38

1. Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή για υπογραφή από όλα τα Κράτη Μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

2. Η παρούσα Σύμβαση υπόκειται σε κύρωση από όλα τα Κράτη Μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τα έγγραφα επικύρωσης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

3. Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή για προσχώρηση σε όλα τα Κράτη Μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η προσχώρηση πραγματοποιείται με την κατάθεση εγγράφου προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα.

Άρθρο 39

1. Η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης, στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του εικοστού εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης.

2. Για κάθε Κράτος που κυρώνει ή προσχωρεί στην παρούσα Σύμβαση, μετά την κατάθεση του εικοστού εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης, η παρούσα Σύμβαση  τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης του εν λόγω Κράτους.

 

Άρθρο 40

Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών γνωστοποιεί σε όλα τα Κράτη Μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και σε όλα τα Κράτη που έχουν υπογράψει ή προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση τα ακόλουθα:

(α) τις υπογραφές, κυρώσεις και προσχωρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 38,

(β) την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 39.

 

Άρθρο 41

Οι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης εφαρμόζονται σε όλα τα μέρη των ομοσπονδιακών Κρατών, χωρίς οποιουσδήποτε περιορισμούς ή εξαιρέσεις.

Άρθρο 42

1. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Κρατών Μερών σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, η οποία δεν μπορεί να διευθετηθεί μέσω διαπραγματεύσεων ή με τις διαδικασίες που προβλέπονται ρητά στην παρούσα Σύμβαση, υποβάλλεται σε διαιτησία μετά από αίτημα του ενός από αυτά. Εάν, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία του αιτήματος για διαιτησία, τα Μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από τα Μέρη αυτά μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, μετά από αίτηση, σύμφωνα με το Καταστατικό του Δικαστηρίου.

2. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά το χρόνο υπογραφής ή κύρωσης της παρούσας Σύμβασης ή προσχώρησης σε αυτή, να δηλώσει ότι δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, σε σχέση με οποιοδήποτε Κράτος Μέρος έχει προβεί σε τέτοια δήλωση.

3. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει προβεί σε δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αποσύρει τη δήλωση αυτή, με γνωστοποίηση προς το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Άρθρο 43

Η παρούσα Σύμβαση δεν θίγει τις διατάξεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών στις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 και στα δύο Πρόσθετα Πρωτόκολλα τους, της 8ης Ιουνίου 1977, ή τη δυνατότητα που είναι διαθέσιμη σε κάθε Κράτος Μέρος να εξουσιοδοτεί τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού να επισκέπτεται χώρους κράτησης, σε καταστάσεις που δεν καλύπτονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

Άρθρο 44

1. Κάθε Κράτος Μέρος στην παρούσα Σύμβαση μπορεί να προτείνει μια τροποποίηση και να την υποβάλει στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ο Γενικός Γραμματέας, στη συνέχεια, γνωστοποιεί την προτεινόμενη τροποποίηση στα Κράτη Μέρη στην παρούσα Σύμβαση, ζητώντας να δηλώσουν εάν είναι υπέρ της διεξαγωγής μιας διάσκεψης των Κρατών Μερών, με σκοπό την εξέταση  της πρότασης και την ψηφοφορία επ’αυτής. Σε περίπτωση κατά την οποία, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης αυτής, τουλάχιστον το ένα τρίτο των Κρατών Μερών τάσσεται υπέρ μιας τέτοιας διάσκεψης, ο Γενικός Γραμματέας συγκαλεί τη διάσκεψη, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

2. Οποιαδήποτε τροποποίηση υιοθετηθεί με πλειοψηφία των δύο τρίτων των Κρατών Μερών, τα οποία είναι παρόντα και ψηφίζουν στη διάσκεψη, υποβάλλεται προς αποδοχή, από το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε όλα τα Κράτη Μέρη.

3. Μια τροποποίηση, η οποία υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τίθεται σε ισχύ όταν την έχουν αποδεχθεί, σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνταγματικές τους διαδικασίες, τα δύο τρίτα των Κρατών Μερών στην παρούσα Σύμβαση.

4. Όταν τίθενται σε ισχύ τροποποιήσεις, είναι δεσμευτικές για εκείνα τα Κράτη Μέρη που τις έχουν αποδεχθεί, ενώ τα άλλα Κράτη Μέρη εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και από οποιαδήποτε προηγούμενη τροποποίηση, την οποία έχουν αποδεχθεί.

Άρθρο 45

1. Η παρούσα Σύμβαση, της οποίας το Αραβικό, Κινεζικό, Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό και Ισπανικό κείμενο είναι εξίσου αυθεντικά, κατατίθεται στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

2. Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αποστέλλει επικυρωμένα αντίγραφα της παρούσας Σύμβασης σε όλα τα Κράτη που αναφέρονται στο άρθρο 38.

ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΠΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΗΦΘΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ ΤΗΝ 20η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006 

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του θεματοφύλακα της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία όλων των Προσώπων από Αναγκαστική Εξαφάνιση που συνήφθη στη Νέα Υόρκη την 20η Δεκεμβρίου 2006 (Σύμβαση).

ΕΠΕΙΔΗ εμφαίνεται ότι το πρωτότυπο της Σύμβασης (στo Αραβικό, Κινεζικό, Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό και Ισπανικό κείμενο) εμπεριέχει σφάλματα.

ΕΠΕΙΔΗ οι σχετικές προτεινόμενες διορθώσεις έχουν κοινοποιηθεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα Κράτη με την γνωστοποίηση του θεματοφύλακα C.N. 737.2008.TREATIES-12 της 2ας Οκτωβρίου 2008.

ΕΠΕΙΔΗ έως την 31η Δεκεμβρίου 2008, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε το διάστημα που ορίστηκε για τη γνωστοποίηση αντιρρήσεων σχετικά με τις προτεινόμενες διορθώσεις, δεν γνωστοποιήθηκε καμία αντίρρηση.

ΠΡΟΕΒΗ στις διορθώσεις όπως αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος Πρακτικού, οι οποίες θα γίνουν στο αυθεντικό Αραβικό, Κινεζικό, Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό και Ισπανικό κείμενο της Σύμβασης.

ΠΡΟΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, η υπογεγραμμένη, Πατρίσια Ο’Μπράιαν, Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας και Νομικός Σύμβουλος, υπέγραψα το παρόν Πρακτικό.

Έγινε στην Έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη την 6η Ιανουαρίου 2009. 

Πατρίσια Ο’Μπράιαν (υπογραφή)

C.N.1040.2008.TREATIES-20 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ)

Άρθρο 44, παράγραφος 3: Η ακόλουθη πρόταση:

Μια τροποποίηση η οποία υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τίθεται σε ισχύ όταν την έχουν αποδεχθεί, σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνταγματικές τους διαδικασίες, τα δύο τρίτα των Κρατών Μερών στην παρούσα Σύμβαση.

Πρέπει να διορθωθεί ως εξής:

Μια τροποποίηση η οποία υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τίθεται σε ισχύ όταν την έχουν αποδεχθεί, σύμφωνα με τις αντίστοιχες συνταγματικές τους διαδικασίες, τα δύο τρίτα των Κρατών Μερών στην παρούσα Σύμβαση.

το πρωτότυπο κείμενο περιλαμβάνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο του σχεδίου