Σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»

 Μεταφορτώστε το σχέδιο νόμου σε μορφή pdf εδώ 

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

με τίτλο

«Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Άρθρο 1: Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμουςΜετονομασία του αδικήματος της ψευδορκίας σε ψευδή κατάθεση – Τροποποίηση περ. ε’ άρθρου 8 ΠΚ
Άρθρο 2: Απρόσφορη απόπειρα – Προσθήκη άρθρου 43 στον ΠΚ
Άρθρο 3: Δικαστική επιμέτρηση της ποινής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 79 ΠΚ
Άρθρο 4: Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής – Τροποποίηση παρ. 4 και αντικατάσταση παρ. 5 και 6 άρθρου 80 ΠΚ
Άρθρο 5: Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας – Τροποποίηση παρ. 4 και αντικατάσταση παρ. 5 άρθρου 81 ΠΚ
Άρθρο 6: Προσθήκη της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας για τον υπολογισμό του χρόνου προσωρινής κράτησης – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 82 ΠΚ
Άρθρο 7: Μειωμένη ποινή – Τροποποίηση άρθρου 83 ΠΚ
Άρθρο 8: Συνολική ποινή στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή – Τροποποίηση παρ. 2  άρθρου 94 ΠΚ
Άρθρο 9: Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο – Αντικατάσταση παρ. 1 και 4 άρθρου 99 ΠΚ
Άρθρο 10: Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 100 ΠΚ
Άρθρο 11: Ανάκληση της αναστολής – Αντικατάσταση άρθρου 101 ΠΚ
Άρθρο 12: Άρση της αναστολής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 102 ΠΚ
Άρθρο 13: Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης – Τροποποίηση άρθρου 103 ΠΚ
Άρθρο 14: Δικαστικές δαπάνες και παρεπόμενες ποινές – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 104 ΠΚ
Άρθρο 15: Διάρκεια κοινωφελούς εργασίας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 104Α ΠΚ
Άρθρο 16: Λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 104Β ΠΚ
Άρθρο 17: Έκτιση της ποινής στην κατοικία – Τροποποίηση άρθρου 105 ΠΚ
Άρθρο 18: Παροχή κοινωφελούς εργασίας – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 105Α ΠΚ
Άρθρο 19: Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης – Τροποποίηση παρ. 1, 4 και 6 άρθρου 105Β ΠΚ
Άρθρο 20: Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 106 ΠΚ
Άρθρο 21: Ανάκληση της απόλυσης – Τροποποίηση άρθρου 107 ΠΚ
Άρθρο 22: Άρση της απόλυσης – Τροποποίηση άρθρου 108 ΠΚ
Άρθρο 23: Συνέπειες της μη ανάκλησης – Τροποποίηση άρθρου 109 ΠΚ
Άρθρο 24: Χορήγηση της υπό όρο απόλυσης – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 110 ΠΚ
Άρθρο 25: Απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση – Τροποποίηση παρ. 6, 7 και 8 και προσθήκη παρ. 11 άρθρου 110Α ΠΚ
Άρθρο 26: Αναστολή της παραγραφής – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 113 ΠΚ
Άρθρο 27: Έναρξη της παραγραφής του χρόνου των ποινών – Τροποποίηση άρθρου 119 ΠΚ
Άρθρο 28: Απόλυση υπό όρο – Τροποποίηση παρ. 3 και 6 άρθρου 129 ΠΚ
Άρθρο 29: Απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση – Τροποποίηση παρ. 5 και 6 άρθρου 129Α ΠΚ
Άρθρο 30: Νεαροί ενήλικες – Τροποποίηση άρθρου 133 ΠΚ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Άρθρο 31: Εσχάτη προδοσία – Αναμόρφωση της ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 134 ΠΚ
Άρθρο 32: Δωροληψία πολιτικών προσώπων – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 159 ΠΚ
Άρθρο 33: Δωροδοκία πολιτικών προσώπων – Τροποποίηση περ. γ’ παρ. 4 άρθρου 159Α ΠΚ
Άρθρο 34: Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 168 ΠΚ
Άρθρο 35: Αξιόποινη υποστήριξη – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 187Β ΠΚ
Άρθρο 36: Διασπορά ψευδών ειδήσεων – Αντικατάσταση άρθρου 191 ΠΚ
Άρθρο 37: Παραχάραξη νομίσματος και άλλων μέσων πληρωμής – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 207 ΠΚ
Άρθρο 38: Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 208 ΠΚ
Άρθρο 39: Προπαρασκευαστικές πράξεις – Τροποποίηση άρθρου 211 ΠΚ
Άρθρο 40: Διακεκριμένη περίπτωση πλαστογραφίας – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 216 ΠΚ
Άρθρο 41: Δωροληψία υπαλλήλου – Αντικατάσταση παρ. 5 άρθρου 235 ΠΚ
Άρθρο 42: Δωροδοκία υπαλλήλου – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 236 ΠΚ
Άρθρο 43: Ευνοϊκά μέτρα – Κατάργηση παρ. 1 και τροποποίηση παρ. 2, 3, 4 άρθρου 263Α ΠΚ
Άρθρο 44: Εμπρησμός – Αντικατάσταση άρθρου 264 ΠΚ
Άρθρο 45: Εμπρησμός σε δάση – Αντικατάσταση άρθρου 265 ΠΚ
Άρθρο 46: Πλημμύρα – Τροποποίηση άρθρου 268 ΠΚ
Άρθρο 47: Έκρηξη – Τροποποίηση άρθρου 270 ΠΚ
Άρθρο 48: Κοινώς επικίνδυνη βλάβη – Τροποποίηση άρθρου 273 ΠΚ
Άρθρο 49: Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 275 ΠΚ
Άρθρο 50: Πρόκληση ναυαγίου – Τροποποίηση άρθρου 277 ΠΚ
Άρθρο 51: Δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό από αμέλεια – Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 279 ΠΚ
Άρθρο 52: Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 285 ΠΚ
Άρθρο 53: Παραβίαση κανόνων οικοδομικής από αμέλεια – Τροποποίηση άρθρου 286 ΠΚ
Άρθρο 54: Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 289 ΠΚ
Άρθρο 55: Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία – Τροποποίηση άρθρου 290 ΠΚ
Άρθρο 56: Επικίνδυνη οδήγηση – Τροποποίηση άρθρου 290Α ΠΚ
Άρθρο 57: Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών

– Τροποποίηση άρθρου 291 ΠΚ

Άρθρο 58: Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 292Α ΠΚ
Άρθρο 59: Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 293 ΠΚ
Άρθρο 60: Ανθρωποκτονία με δόλο – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 299 ΠΚ
Άρθρο 61: Σωματική βλάβη – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 308 ΠΚ
Άρθρο 62: Επικίνδυνη σωματική βλάβη – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση άρθρου 309 ΠΚ
Άρθρο 63: Βαριά σωματική βλάβη – Αντικατάσταση άρθρου 310 ΠΚ
Άρθρο 64: Σωματική βλάβη από αμέλεια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 314 ΠΚ
Άρθρο 65: Εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας υπαλλήλου – Ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση – Προσθήκη άρθρου 315Α ΠΚ
Άρθρο 66: Εμπορία ανθρώπων – Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 323Α ΠΚ
Άρθρο 67: Αυτοδικία – Τροποποίηση άρθρου 331 ΠΚ
Άρθρο 68: Βιασμός – Τροποποίηση παρ. 3 και 4 άρθρου 336 ΠΚ
Άρθρο 69: Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 337 ΠΚ
Άρθρο 70: Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 338 ΠΚ
Άρθρο 71: Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 339 ΠΚ
Άρθρο 72: Γενική διάταξη για τα άρθρα 338 και 339 ΠΚ – Προσθήκη άρθρου 340 ΠΚ
Άρθρο 73: Κατάχρηση ανηλίκων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 342 ΠΚ
Άρθρο 74: Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη προσώπου που αναζητά εργασία – Αντικατάσταση περ. β’ άρθρου 343 ΠΚ
Άρθρο 75: Έγκληση – Τροποποίηση άρθρου 344 ΠΚ
Άρθρο 76: Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 345 ΠΚ
Άρθρο 77: Πορνογραφία ανηλίκων – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 348Α ΠΚ
Άρθρο 78: Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής – Τροποποίηση άρθρου 351Α ΠΚ
Άρθρο 79: Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 353 ΠΚ
Άρθρο 80: Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου – Τροποποίηση άρθρου 360 ΠΚ
Άρθρο 81: Παραβάσεις σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκου – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 360Α ΠΚ
Άρθρο 82: Κλοπή – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 372 ΠΚ
Άρθρο 83: Υπεξαίρεση – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 375 ΠΚ
Άρθρο 84: Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας – Τροποποίηση πρώτου εδαφίου άρθρου 377 ΠΚ
Άρθρο 85: Ληστεία – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 380 ΠΚ
Άρθρο 86: Εκβίαση – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 385 ΠΚ
Άρθρο 87: Απάτη – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 386 ΠΚ
Άρθρο 88: Απάτη με υπολογιστή – Τροποποίηση περ. ε΄ άρθρου 386Α ΠΚ
Άρθρο 89: Απιστία – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 390 ΠΚ
Άρθρο 90: Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 394 ΠΚ
Άρθρο 91: Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα – Τροποποίηση άρθρου 396 ΠΚ
Άρθρο 92: Αλιεία σε χωρικά ύδατα – Προσθήκη νέου άρθρου 398 στον Ποινικό Κώδικα
Άρθρο 93: Τοκογλυφία – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση άρθρου 404 ΠΚ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 94: Μεταβατικές διατάξεις – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 2, 3, 4 άρθρου 465 ΠΚ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 95: Καταργούμενες διατάξεις
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 96: Δικαιώματα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο πλαίσιο της ανώτατης εποπτείας στην ανάκριση – Τροποποίηση τελευταίου εδαφίου άρθρου 32 ΚΠΔ
Άρθρο 97: Κίνηση ποινικής δίωξης επί ανηλίκων για πράξεις που αν τις διέπραττε ο ανήλικος, θα διατασσόταν προκαταρκτική εξέταση – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 43 ΚΠΔ
Άρθρο 98: Αποχή από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος με πράξεις του προϊσταμένου εισαγγελέα του τμήματος οικονομικού εγκλήματος – Τροποποίηση άρθρου 47 ΚΠΔ
Άρθρο 99: Κήρυξη απαράδεκτης νέας δίωξης για την ίδια πράξη λόγω εκκρεμοδικίας – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 57 ΚΠΔ
Άρθρο 100: Αναβολή με πράξη του εισαγγελέα κάθε ενέργειας κατά του θύματος για την περίπτωση διάπραξης του εγκλήματος 351Α ΠΚ – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 59 ΚΠΔ
Άρθρο 101: Δικαίωμα παράστασης του κατηγορούμενου ανηλίκου με συνήγορο – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 99 ΚΠΔ
Άρθρο 102: Αρμοδιότητα μονομελούς εφετείου επί εγκλημάτων του Δασικού Κώδικα και του νόμου περί προστασίας των δασών – Τροποποίηση περ. β’ άρθρου 110 ΚΠΔ
Άρθρο 103: Αρμοδιότητα τριμελούς εφετείου επί κακουργημάτων αρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου – Τροποποίηση περ. 6 παρ. Α άρθρου 111 ΚΠΔ
Άρθρο 104: Αρμοδιότητα μονομελούς πλημμελειοδικείου επί των αδικημάτων του άρθρου 57 του ν. 4497/2017 και της παρ. 1 του άρθρου 372 ΠΚ – Τροποποίηση άρθρου 115 ΚΠΔ
Άρθρο 105: Εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων επί πλημμελήματος σε βάρος μελών δικαστηρίου – Αντικατάσταση τίτλου και τροποποίηση άρθρου 117 ΚΠΔ
Άρθρο 106: Κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου – Τροποποίηση περ. β’ άρθρου 119 ΚΠΔ
Άρθρο 107: Εξαίρεση από την παραπομπή στον εισαγγελέα σε περίπτωση αναρμοδιότητας του μονομελούς πλημμελειοδικείου – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 120 ΚΠΔ
Άρθρο 108: Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως – Αντικατάσταση άρθρου 121 ΚΠΔ
Άρθρο 109: Αρμοδιότητα προϊσταμένου οικονομικού εγκλήματος επί της εποπτείας και τον συντονισμό των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 132 ΚΠΔ
Άρθρο 110: Ανάλυση D.N.A. επί αυτοφώρων εγκλημάτων- εποπτεία του ειδικού αρχείου γενετικών τύπων – Καταστροφή στοιχείων – Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 201 ΚΠΔ
Άρθρο 111: Μαρτυρία συγκατηγορουμένου ως μόνο αποδεικτικό μέσο – Τροποποίηση άρθρου 211 ΚΠΔ
Άρθρο 112: Προστασία μαρτύρων μέσω μετεγκατάστασης σε άλλη χώρα – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 218 ΚΠΔ
Άρθρο 113: Κατάθεση μάρτυρα χωρίς αναφορά της πηγής πληροφοριών – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 224 ΚΠΔ
Άρθρο 114: Εξέταση ανήλικων μαρτύρων θυμάτων προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας – Τροποποίηση παρ. 1 και αντικατάσταση παρ. 7 άρθρου 227 ΚΠΔ
Άρθρο 115: Μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής – Τροποποίηση παρ. 1 και 6 άρθρου 228 ΚΠΔ
Άρθρο 116: Χωρισμός της υπόθεσης επί συναφών εγκλημάτων και εισαγωγή της στο δικαστικό συμβούλιο – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 245 ΚΠΔ
Άρθρο 117: Λόγοι επιβολής περιοριστικών όρων – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 282 ΚΠΔ
Άρθρο 118: Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση – Προϋποθέσεις- Διάρκεια του κατ΄οίκον περιορισμού για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή – Τροποποίηση παρ. 2 και 4 άρθρου 284 ΚΠΔ
Άρθρο 119: Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης μετά από παραπεμπτικό βούλευμα επί του κατ΄οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση σε σχέση με τη διάρκεια, άρση, εξακολούθηση ή παράτασή του – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 285 ΚΠΔ
Άρθρο 120: Η προσωρινή κράτηση ανηλίκων – Τροποποίηση άρθρου 287 ΚΠΔ
Άρθρο 121: Έναρξη υπολογισμού της προθεσμίας άσκησης προσφυγής του κατηγορουμένου – Δυνατότητα άρσης των περιοριστικών όρων -Τροποποίηση τίτλου και παρ. 1 και 4 άρθρου 290 ΚΠΔ
Άρθρο 122: Επιβολή περιοριστικών όρων ή κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση -Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 292 ΚΠΔ
Άρθρο 123: Ανώτατα όρια προσωρινής κράτησης σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων – Αντικατάσταση τίτλου άρθρου 293 ΚΠΔ
Άρθρο 124: Άρση ή αντικατάσταση προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου – Αντικατάσταση τίτλου και τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 294 ΚΠΔ
Άρθρο 125: Προϋποθέσεις απόδοσης της εγγύησης – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 3 άρθρου 299 ΚΠΔ
Άρθρο 126: Περάτωση της κύριας ανάκρισης επί πλημμελημάτων και επί αγνώστου δράστη- Τροποποίηση παρ. 3 και 5 άρθρου 308 ΚΠΔ
Άρθρο 127: Υποχρεωτικός διορισμός δικηγόρου για πλημμελήματα για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 340 ΚΠΔ
Άρθρο 128: Ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν από την απόφαση για την ενοχή – Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 343 ΚΠΔ
Άρθρο 129: Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης εφόσον ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να ασκήσει έφεση – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 430 ΚΠΔ
Άρθρο 130: Ποια είναι τα ένδικα μέσα – Αντικατάσταση άρθρου 462 ΚΠΔ
Άρθρο 131: Άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα – Τροποποίηση άρθρου 465 ΚΠΔ
Άρθρο 132: Παραδεκτή άσκηση ενδίκου μέσου ως προϋπόθεση αναστολής – Χορήγηση αναστολής από το τριμελές ή πενταμελές εφετείο – Τροποποίηση άρθρου 471 ΚΠΔ
Άρθρο 133: Προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων σε περίπτωση έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Πότε άρχεται η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης – Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 473 ΚΠΔ
Άρθρο 134: Τρόποι και λόγοι άσκησης ενδίκου μέσου – Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 474 ΚΠΔ
Άρθρο 135: Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος – Άσκηση ενδίκου μέσου από κρατούμενο αναιρεσείοντα – Τροποποίηση παρ. 1 και 2  άρθρου 476 ΚΠΔ
Άρθρο 136: Σε ποιους επιτρέπεται έφεση κατά του βουλεύματος – Τροποποίηση άρθρου 477 ΚΠΔ
Άρθρο 137: Άσκηση έφεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών από τον κατηγορούμενο για λόγους εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης – Τροποποίηση περ. β’ παρ. 1 άρθρου 478 ΚΠΔ
Άρθρο 138: Προθεσμία άσκησης αίτησης αναίρεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 483 ΚΠΔ
Άρθρο 139: Παραδεκτό άσκησης αίτησης αναίρεσης ως προϋπόθεση για την εξέτασή της – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 484 ΚΠΔ
Άρθρο 140: Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα επί παραδεκτής έφεσης κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα – Τροποποίηση άρθρου 488 ΚΠΔ
Άρθρο 141: Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης τριμελούς πλημμελειοδικείου και εφετείου για πλημμελήματα από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα – Τροποποίηση περ. β’ και κατάργηση περ. δ’ άρθρου 489 ΚΠΔ
Άρθρο 142: Έφεση στην περίπτωση μη καταβολής χρηματικής ποινής – Αντικατάσταση τίτλου και άρθρου 490 ΚΠΔ
Άρθρο 143: Άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα εφετών κατά καταδικαστικής απόφασης του μονομελούς εφετείου της περιφέρειας του εφετείου του – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 491 ΚΠΔ
Άρθρο 144: Ανασταλτική δύναμη της έφεσης επί περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων – Τροποποίηση παρ. 3 και 4 άρθρου 497 ΚΠΔ
Άρθρο 1454: Επιδόσεις επί έφεσης σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου ή μη ακριβούς δηλωθείσας διεύθυνσης – Τροποποίηση άρθρου 498 ΚΠΔ
Άρθρο 146: Παραδεκτό της έφεσης – Απουσία του εκκαλούντος κατά τη νέα συζήτηση μετά από διακοπή ή αναβολή – Τροποποίηση παρ. 2 και 3 και προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 501 ΚΠΔ
Άρθρο 147: Αρμόδιο δικαστήριο για την τύχη της εγγύησης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 503 ΚΠΔ
Άρθρο 148: Προθεσμία αναίρεσης για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου – Τροποποίηση άρθρου 507 ΚΠΔ
Άρθρο 149: Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως – Αυτεπάγγελτη εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου που ισχύει μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου – Τροποποίηση άρθρου 511 ΚΠΔ
Άρθρο 150: Υποχρέωση του εισαγγελέα για κατάθεση σημειώματος – Αντικατάσταση άρθρου 513 ΚΠΔ
Άρθρο 151: Μη δυνατότητα άσκησης δεύτερης αναίρεσης – Τροποποίηση άρθρου 514 ΚΠΔ
Άρθρο 152: Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής – Τροποποίηση άρθρου 522 ΚΠΔ
Άρθρο 153: Προθεσμία για την υποβολή της αίτησης για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης – Τροποποίηση άρθρου 523 ΚΠΔ
Άρθρο 154: Δέσμευση των αποφάσεων της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής – Προσθήκη εδαφίου στην παρ. 1 άρθρου 524 ΚΠΔ
Άρθρο 155: Αντικατάσταση τίτλου εβδόμου βιβλίου ΚΠΔ
Άρθρο 156: Εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για το ίδιο έγκλημα – Τρόπος κλήτευσης του καταδικασθέντος στο αρμόδιο δικαστήριο – Τροποποίηση άρθρου 550 ΚΠΔ
Άρθρο 157: Αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής επί καταδικών που απαγγέλθηκαν από δικαστήρια ανηλίκων για διαφορετικά εγκλήματα – Προσθήκη εδαφίων στην παρ. 2 άρθρου 551 ΚΠΔ
Άρθρο 158: Εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής επί περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του ιδίου προσώπου – Τροποποίηση παρ. 1 του άρθρου 552 ΚΠΔ
Άρθρο 159: Βεβαίωση χρηματικών ποινών – Τροποποίηση άρθρου 553 ΚΠΔ
Άρθρο 160: Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης – Τροποποίηση άρθρου 556 ΚΠΔ
Άρθρο 161: Αμφιβολίες σχετικά με το είδος ή τη διάρκεια της ποινής – Αντικατάσταση άρθρου 562 ΚΠΔ
Άρθρο 162: Μη εξαίρεση από την ιδιάζουσα δωσιδικία δικηγόρων ή δικαστών για τα αδικήματα του α.ν. 86/1967 και του α.ν. 690/1945 – Τροποποίηση άρθρου 586 ΚΠΔ
Άρθρο 163: Αναβολή εκτέλεσης επί ποινής που έχει μετατραπεί σε χρηματική – Προσθήκη άρθρου 593 στον ΚΠΔ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 164: Έναρξη ισχύος

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

 

 

Άρθρο 1

Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους – Μετονομασία του αδικήματος της ψευδορκίας σε ψευδή κατάθεση – Τροποποίηση περ. ε’ άρθρου 8 ΠΚ

Στην περ. ε΄ του άρθρου 8 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95) η λέξη «ψευδορκία» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ψευδή κατάθεση» και το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 8

Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους

Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου τέλεσης, για τις εξής πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή:

α) εσχάτη προδοσία ή προσβολές της διεθνούς υπόστασης της χώρας σε βάρος του ελληνικού κράτους,

β) εγκλήματα που αφορούν τη στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης στην Ελλάδα,

γ) αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως υπάλληλοι του ελληνικού κράτους, ή οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα,

δ) πράξη που στρέφεται εναντίον υπαλλήλου του ελληνικού κράτους ή Έλληνα υπαλλήλου οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή απευθύνεται προς αυτούς, εφόσον τελείται κατά την άσκηση της υπηρεσίας τους ή σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους,

ε) ψευδή κατάθεση σε διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές,

στ) τρομοκρατικές πράξεις,

ζ) πειρατεία,

η) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα,

θ) παράνομη εμπορία ναρκωτικών,

ι) εμπορία ανθρώπων,

ια) κάθε άλλο έγκλημα, για το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραμμένες και επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων.»

 

Άρθρο 2

Απρόσφορη απόπειρα – Προσθήκη άρθρου 43 στον ΠΚ

Μετά από το άρθρο 42 του ΠΚ προστίθεται άρθρο 43 ως εξής:

 

«Άρθρο 43

Απρόσφορη απόπειρα

  1. Όποιος επιχείρησε να εκτελέσει έγκλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό.
  2. Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παραμένει ατιμώρητος.».

Άρθρο 3

 Δικαστική επιμέτρηση της ποινής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 79 ΠΚ

Στην παρ. 2 του άρθρου 79 του ΠΚ, α) η λέξη «του εγκλήματος» αντικαθίσταται με τη λέξη «της πράξης», β) στην περ. α’ μετά από τις λέξεις «τη βλάβη που» προστίθεται η λέξη «αυτή» και το άρθρο 79 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 79

Δικαστική επιμέτρηση της ποινής

  1. Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι` αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του.
  2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που αυτή προξένησε ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της πράξης, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή της.
  3. Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του.
  4. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος.
  5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ` επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών.
  6. Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της.
  7. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε.».

Άρθρο 4

Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής – Τροποποίηση παρ. 4 και αντικατάσταση παρ. 5 και 6 άρθρου 80 ΠΚ

Στο άρθρο 80 του ΠΚ, α) στην παρ. 4 προστίθενται οι λέξεις «, και αυτεπαγγέλτως,» μετά τη φράση «το δικαστήριο καθορίζει» και οι λέξεις «ή εφάπαξ» μετά τη φράση «να καταβάλει σε δόσεις», β) οι παρ. 5 και 6 αντικαθίστανται και το άρθρο 80 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 80

Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής

  1. Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής, το δικαστήριο ορίζει στην απόφαση τόσο τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων όσο και το ύψος τους.
  2. Κατά τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερήσιων μονάδων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του υπαιτίου γι` αυτή.
  3. Το δικαστήριο καθορίζει το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα τα καθαρά έσοδα που αποκτά από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο.
  4. Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει, και αυτεπαγγέλτως, προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις ή εφάπαξ την ποινή του.
  5. Αν η αδυναμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή των δόσεων αυτής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος μετά την επιβολή της ποινής, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση: α) προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή επέκταση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε (5) έτη, β) μείωση του ύψους της ημερήσιας μονάδας ή γ) αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά.
  6. Σε περίπτωση μη καταβολής της χρηματικής ποινής σύμφωνα με τα παραπάνω αυτή ή το μη καταβληθέν μέρος, βεβαιώνεται κατά το άρθρο 553 ΚΠΔ.».

Άρθρο 5

Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας – Τροποποίηση παρ. 4 και αντικατάσταση παρ. 5 άρθρου 81 ΠΚ

Στο άρθρο 81 του ΠΚ, α) στην παρ. 4 απαλείφονται οι λέξεις «η φυλάκιση ή» και οι λέξεις «μία μέρα φυλάκισης ή», β) αντικαθίσταται η παρ. 5 και το άρθρο 81 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 81

Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας

  1. Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνονται υπόψη και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου, καθώς και οι επαγγελματικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις.
  2. Στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες.
  3. Η κοινωφελής εργασία πραγματοποιείται προς όφελος του κοινού σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή μη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του. Με την ίδια απόφαση ορίζονται επίσης η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
  4. Στην απόφαση καθορίζεται και η χρηματική ποινή που θα πρέπει να αποτίσει ο καταδικασθείς, αν δεν εκτελέσει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία. Τέσσερις ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν προς μια ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής.
  5. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, και λαμβάνοντας υπόψη το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, το Δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής μπορεί: α) να παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση της εργασίας μέχρι ένα (1) επιπλέον έτος, β) να επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφού αφαιρέσει το ποσό που αναλογεί στην ήδη εκτιθείσα ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθορίζοντας για κάθε δύο (2) ώρες εργασίας μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.».

Άρθρο 6

Προσθήκη της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας για τον υπολογισμό του χρόνου προσωρινής κράτησης – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 82 ΠΚ

 

Στην παρ. 4 του άρθρου 82 του ΠΚ μετά από τις λέξεις «χρηματική ποινή» προστίθενται οι λέξεις «ή ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας» και το άρθρο 82 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 82

Υπολογισμός του χρόνου της προσωρινής κράτησης

  1. Όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή, αφαιρείται ο χρόνος κράτησης μετά τη σύλληψη, ο χρόνος της προσωρινής κράτησης, καθώς και ο χρόνος παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
  2. Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται, αφαιρείται από την επιβληθείσα συνολική ποινή ο χρόνος της κράτησης που διατάχθηκε για οποιοδήποτε από αυτά, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασθέντα αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί. Αν ο κρατηθείς αθωωθεί για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί και γι’ αυτά που συνεκδικάσθηκαν, ο χρόνος κράτησης αφαιρείται από άλλες ποινές, εφόσον επιβάλλονται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν από την κράτηση.
  3. Η αρμόδια αρχή για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί από την ποινή τον χρόνο κράτησης που μεσολάβησε από την έκδοση της απόφασης έως τότε που αυτή έγινε αμετάκλητη.
  4. Όταν επιβάλλεται μόνο χρηματική ποινή ή ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας για το έγκλημα για το οποίο ο καταδικασθείς είχε κρατηθεί, αφαιρούνται από την ποινή που του επιβλήθηκε οι ημερήσιες μονάδες που αντιστοιχούν στον χρόνο κράτησης.».

Άρθρο 7

Μειωμένη ποινή – Τροποποίηση άρθρου 83 ΠΚ

Στο άρθρο 83 του ΠΚ προστίθεται περ. γ΄, αναριθμούνται οι περ. γ’ και δ’ σε περ. δ’ και ε’ και το άρθρο 83 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 83

Μειωμένη ποινή

Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως οκτώ έτη, δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη, ε) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.».

 

Άρθρο 8

Συνολική ποινή στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή -Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 94 ΠΚ

Στην παρ. 2 του άρθρου 94 του ΠΚ προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 94 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 94

Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών

  1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση.
  2. Αν τα εγκλήματα που συρρέουν τελέστηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή σύμφωνα με την παρ. 1.
  3. Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο ή επήλθε παραγραφή ή αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξακολουθεί η εκτέλεση των υπόλοιπων ποινών και, αν συντρέχει περίπτωση, ο εισαγγελέας προκαλεί νέα προσμέτρηση γι` αυτές, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασθέντος.
  4. Ποινές στερητικές της ελευθερίας ανώτερες του ενός έτους που επιβάλλονται για κακούργημα ή πλημμέλημα με δόλο το οποίο τέλεσε κρατούμενος κατά τη διάρκεια της αδείας του εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος.».

Άρθρο 9

Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο – Αντικατάσταση παρ. 1 και 4 άρθρου 99 ΠΚ

Οι παρ. 1 και 4 του άρθρου 99 του ΠΚ αντικαθίστανται και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 99

Αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρο

  1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για εγκλήματα δόλου σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από τρία (3) έτη με μία ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη. Αν το δικαστήριο κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της απόφασης στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, εφαρμόζει το άρθρο 104Α ΠΚ, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, οπότε διατάσσει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής. Το δικαστήριο μπορεί με ειδική αιτιολογία να χορηγήσει την αναστολή και εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πέντε (5) έτη φυλάκισης, εκτός αν συντρέχει η εξαίρεση της απόλυτης αναγκαιότητας εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή.
  2. Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, οι οποίοι, διαζευκτικά ή σωρευτικά, είναι ιδίως: α) η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος, β) η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως ένα έτος, αν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης, γ) η καταβολή ποσού ύψους έως δέκα χιλιάδες ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς, δ) η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων, ε) η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα, στ) η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής, ζ) η εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα, η) η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
  3. Μετά από αίτηση του εισαγγελέα εκτέλεσης της ποινής ή του καταδικασθέντος, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την άρση ή την τροποποίηση των όρων που έχει επιβάλει. Νέα αίτηση του καταδικασθέντος μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο τριμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης.
  4. Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί κατά την κρίση του σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Το τελευταίο, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει τη μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α ΠΚ, γ) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 100 ΠΚ ή την έκτιση ολόκληρης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.».

Άρθρο 10

Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής – Αντικατάσταση άρθρου 100 ΠΚ

 

Το άρθρο 100 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 100

Αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής

 

  1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α ΠΚ δεν θα είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτό είναι απολύτως αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών, και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου. Στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 105Β ΠΚ. Ο χρόνος δοκιμασίας για το αναστελλόμενο μέρος της ποινής αρχίζει μετά την ολοκλήρωση της έκτισης του μέρους της  ποινής που δεν ανεστάλη.
  2. Οι παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ ανάλογη εφαρμογή. Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων μετά την έκτιση μέρους της ποινής το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των παραβιάσεων, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, γ) να διατάξει την έκτιση του υπολοίπου της ποινής που ανεστάλη. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.».

Άρθρο 11

Ανάκληση της αναστολής – Αντικατάσταση άρθρου 101 ΠΚ

 

To άρθρο 101 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 101

Ανάκληση της αναστολής

 

  1. Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής, αλλά κατά τη διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κάποια από τις πράξεις που ορίζει το άρθρο 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την αναστολή που χορηγήθηκε.
  2. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη για έγκλημα δόλου που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η ποινή που επιβλήθηκε με μια ή περισσότερες αποφάσεις υπερβαίνει συνολικά τα τρία έτη, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.».

Άρθρο 12

Άρση της αναστολής – Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 102 ΠΚ

 

Η παρ. 1 του άρθρου 102 του ΠΚ αντικαθίσταται και το άρθρο 102 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 102

Άρση της αναστολής

  1. Αν κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασθείς καταδικαστεί και πάλι αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή για έγκλημα δόλου που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.».
  2. Αν η αναστολή δεν ανακληθεί και δεν αρθεί, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.».

Άρθρο 13

Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης – Τροποποίηση άρθρου 103 ΠΚ

Στο άρθρο 103 του ΠΚ, α) τροποποιούνται τα άρθρα του ΠΚ στα οποία γίνεται παραπομπή, β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 103 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 103

Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης

 

Αν η καταδίκη που ορίζουν τα άρθρα 99, 101, 102 επήλθε με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, η ενέργειά της όσον αφορά τη χορήγηση, την ανάκληση και την άρση της αναστολής κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε διατάξεις διεθνών ή ευρωπαϊκών κειμένων που δεσμεύουν τη χώρα. Σε περίπτωση άρσης της αναστολής, αρμόδιο είναι το δικαστήριο που χορήγησε την αναστολή.».

Άρθρο 14

Δικαστικές δαπάνες και παρεπόμενες ποινές – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 104 ΠΚ

Στο άρθρο 104 του ΠΚ, α) τροποποιείται ο τίτλος με τη διαγραφή της λέξης «αποζημιώσεις», β) τροποποιείται η παρ. 1 με την απαλοιφή των περιπτώσεων  πληρωμής αστικής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης και το άρθρο 104 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 104

Δικαστικές δαπάνες και παρεπόμενες ποινές

  1. Η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασθέντα από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
  2. Οι παρεπόμενες ποινές αναστέλλονται και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή. Αν όμως πρόκειται για αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων κατά το άρθρο 60, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη μη αναστολή.».

Άρθρο 15

Διάρκεια κοινωφελούς εργασίας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 104Α ΠΚ

Στην παρ. 1 του άρθρου 104Α του ΠΚ, α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο με την απαλοιφή  της αναφοράς στο άρθρο 100 του ΠΚ, β) τροποποιούνται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο με τη μείωση των ωρών  κοινωφελούς εργασίας και το άρθρο 104Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 104Α

Μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία

  1. Όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από δύο ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών.
  2. Η μετατροπή δεν είναι εφικτή αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί ή δεν είναι παρών. Αν ο καταδικασθείς δεν ήταν παρών, μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.
  3. Αν επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων της παραγράφου 1, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει νέο υπολογισμό της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.».

Άρθρο 16

Λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 104Β ΠΚ

Στην παρ. 1 του άρθρου 104Β του ΠΚ, α) αντικαθίστανται οι περ. α’, γ’ και δ’, β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 104Β διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 104Β

Λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής

  1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας, β) ο υπαίτιος έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος. Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής.
  2. Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.»

Άρθρο 17

Έκτιση της ποινής στην κατοικία – Τροποποίηση άρθρου 105 ΠΚ

Στο άρθρο 105 του ΠΚ, α) στην παρ. 1 τροποποιείται το πρώτο εδάφιο ως προς την προϋπόθεση καταδίκης σε πρόσκαιρη ποινή στέρησης της ελευθερίας και προστίθεται τέταρτο εδάφιο, β) στην παρ. 2 τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο με την προσθήκη ως προϋπόθεσης για την εξουσιοδοτική διάταξη της γνώμης του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.), γ) στην παρ. 3, τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο ως προς τις προϋποθέσεις για την ανάκληση της έκτισης της ποινής στην κατοικία και προστίθεται τρίτο εδάφιο, δ) προστίθεται παρ. 4 και το άρθρο 105 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 105Έκτιση της ποινής στην κατοικία 1. Όποιος καταδικάστηκε σε πρόσκαιρη στερητική της ελευθερίας ποινή και έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας εκτίει την ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής στην κατοικία του, εκτός αν το δικαστήριο, με ειδική αιτιολογία, κρίνει ότι η έκτιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων. Αν το πιο πάνω όριο ηλικίας έχει συμπληρωθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αποφασίζει το δικαστήριο που επιβάλλει την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποφασίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών της περιοχής που εδρεύει το δικαστήριο αυτό, μετά από αίτηση του καταδικασθέντος. Το βούλευμα που απορρίπτει την αίτηση υπόκειται σε έφεση.

  1. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει, ανεξαρτήτως ποινής, και για τις μητέρες που έχουν την επιμέλεια ανήλικων τέκνων, τα οποία δεν έχουν συμπληρώσει το όγδοο έτος της ηλικίας τους. Ισχύει επίσης, χωρίς τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, για εκείνους που νοσούν από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλονται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικοί, από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία άνω του εξήντα επτά τοις εκατό (67%), από γεροντική άνοια ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου. Για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται γνωμάτευση δύο ιατρών δημόσιου νοσοκομείου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας μπορεί, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ), να προστίθενται και άλλα είδη ασθενειών ανάλογης βαρύτητας.
  2. Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο εάν κατά τις προηγούμενες παραγράφους αντικαταστήσει την στερητική της ελευθερίας ποινή με έκτισή της στην κατοικία, μπορεί να επιβάλει στον καταδικασθέντα κατάλληλους κατά την κρίση του όρους από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 99 παρ. 2 περιπτώσεις δ` έως στ`, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ή έκτιση με ηλεκτρονική επιτήρηση. Το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να ανακαλέσει την έκτιση της ποινής στην κατοικία, αν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2 ή ότι ο καταδικασθείς αδικαιολογήτως δεν εκτίει πραγματικά την ποινή στην κατοικία. Για την ανάκληση εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 3 του άρθρου 110 ΠΚ.
  3. Ο αρμόδιος για την έκτιση της ποινής εισαγγελέας δύναται: α) να χορηγεί άδεια εξόδου από την κατοικία για αποδεδειγμένα σοβαρούς λόγους, β) να παραγγέλλει το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του καταδικασθέντος να ελέγχει την πραγματική κατ’ οίκον έκτιση της ποινής.».

Άρθρο 18

Παροχή κοινωφελούς εργασίας – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 105Α ΠΚ

Η παρ. 4 του άρθρου 105Α του ΠΚ αντικαθίσταται και το άρθρο 105Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 105Α

Παροχή κοινωφελούς εργασίας

  1. Ο καταδικαζόμενος σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει συνολικά τα πέντε έτη, μπορεί να δηλώσει προς το δικαστήριο ότι επιθυμεί να μετατραπεί το υπόλοιπο της ποινής του έως τον χρόνο της υπό όρο απόλυσης, κατά το επόμενο άρθρο, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αφού θα έχει εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο αυτής. Το Δικαστήριο, μετατρέπει την ποινή, εν όλω ή εν μέρει, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει ότι η βαρύτητα της πράξης, οι συνθήκες τέλεσής της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καταδικασθέντος, καθιστούν απολύτως αναγκαία την έκτιση της ποινής στο κατάστημα κράτησης για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων.
  2. Για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, κάθε μήνας φυλάκισης αντιστοιχεί σε σαράντα ώρες κοινωφελούς εργασίας, η οποία πρέπει να εκτελεστεί εντός του οριζόμενου στην προηγούμενη παράγραφο χρόνου.
  3. Η μετατροπή δεν προϋποθέτει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.

4. Η παρ. 3 του άρθρου 81 ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των  υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, και λαμβάνοντας υπόψη το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής μπορεί να διατάξει την έκτιση της φυλάκισης που επιβλήθηκε αφού αφαιρέσει την εκτιθείσα ποινή και τον χρόνο παροχής κοινωφελούς εργασίας υπολογίζοντας αυτόν σύμφωνα με την παρ. 2.».

Άρθρο 19

Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης – Τροποποίηση παρ. 1, 4 και 6 άρθρου 105Β ΠΚ

Στο άρθρο 105Β του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 1 με την προσθήκη νέας περ. γ) και την αναρίθμηση της περ. γ) σε περ. δ), β) τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4  ως προς τις διακριβούμενες ασθένειες, γ) το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 αντικαθίσταται από δύο εδάφια και το άρθρο 105Β διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 105Β

Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης

  1. Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης, τα δύο πέμπτα αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, τα τρία πέμπτα αυτής, γ) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα αυτής και δ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι έτη.
  2. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.
  3. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
  4. Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατουμένους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατουμένους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατουμένους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν. 4139/2013 οργανισμού και ζ) κρατουμένους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου καθώς και της αναπηρίας στις περ. α΄ και β΄ γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 105.
  5. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά είτε κατά την προηγούμενη παράγραφο είτε κατά τις ειδικές διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχο υπολογισμό.
  6. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 134, 187, 187 Α, 299 παρ. 1, 323Α, 324, 380, 385 καθώς και γι’ αυτά του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Kώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε έτη.».

Άρθρο 20

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 106 ΠΚ 

Στην παρ. 1 του άρθρου 106 του ΠΚ, α) μετά από τη λέξη «καθιστά» διαγράφεται η λέξη «απολύτως», β) στο δεύτερο εδάφιο μετά από τις λέξεις «μόνη η» προστίθεται η λέξη «αναιτιολόγητη» και το άρθρο 106 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 106

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης

  1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης.
  2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περιπτώσεων δ` έως στ` της παραγράφου 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση εκείνου που απολύθηκε.
  3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.».

Άρθρο 21

Ανάκληση της απόλυσης – Τροποποίηση άρθρου 107 ΠΚ

Στο άρθρο 107 του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 1 με την προσθήκη περαιτέρω προϋπόθεσης για την ανάκληση απόλυσης, β) τροποποιείται η παρ. 2 ως προς τη δυνατότητα που απολείπεται στον κατάδικο να ζητήσει εκ νέου την υπό όρο απόλυσή του και το άρθρο 107 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 107

Ανάκληση της απόλυσης

 

  1. Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση ή εφόσον ασκήθηκε σε βάρος του δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, το οποίο τελέστηκε στο χρονικό διάστημα του άρθρου 109.
  2. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της ποινής, ο κατάδικος όμως δεν εμποδίζεται να ζητήσει εκ νέου την υπό όρο απόλυσή του.».

Άρθρο 22

Άρση της απόλυσης – Τροποποίηση άρθρου 108 ΠΚ

Στο άρθρο 108 του ΠΚ, α) τα δύο πρώτα εδάφια αριθμούνται ως παρ. 1, β) στο πρώτο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «από τότε που θα γίνει αμετάκλητη η νέα καταδίκη», γ) προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 108 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 108

Άρση της απόλυσης

 

  1. 1. Η απόλυση αίρεται αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το επόμενο άρθρο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα με δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από ένα έτος. Στην περίπτωση αυτή εκτίει αθροιστικά, από τότε που θα γίνει αμετάκλητη η νέα καταδίκη, και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο όφειλε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απόλυσης. Σε περίπτωση άρσης της απόλυσης για καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη εκτίει δέκα επιπλέον έτη και επί σωρευτικής συνδρομής ισοβίων καθείρξεων δεκαπέντε επιπλέον έτη.
  2. Η άρση της απόλυσης δεν εμποδίζει τη χορήγηση νέας υπό όρο απόλυσης.».

Άρθρο 23

Συνέπειες της μη ανάκλησης – Τροποποίηση άρθρου 109 ΠΚ

 

Στο άρθρο 109 του ΠΚ στο τίτλο και στα δύο εδάφια μετά από τη λέξη «ανάκληση» διαγράφονται οι λέξεις «ή άρση» και το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 109

Συνέπειες της μη ανάκλησης

Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν δέκα έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκληση της απόλυσης.».

Άρθρο 24

Χορήγηση της υπό όρο απόλυσης – Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 110 ΠΚ

 

Στο άρθρο 110 του ΠΚ προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 110 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 110

Διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης

  1. Για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο που διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο από τον διευθυντή της φυλακής ή τις αρμόδιες αρχές.
  2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο καταδικασθείς. Η αίτηση υποβάλλεται δύο μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου που προβλέπει το άρθρο 105Β. Αν η διεύθυνση του καταστήματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης, υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο.
  3. Για την ανάκληση αποφασίζει το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των αρχών που εποπτεύουν αυτόν που απολύθηκε. Το εδάφιο β` της πρώτης παραγράφου εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.
  4. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας τάξης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε μπορεί να διατάξει την προσωρινή σύλληψή του ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως με τη νόμιμη διαδικασία η απόφαση για την ανάκληση. Αν αποφασιστεί η ανάκληση, θεωρείται ότι αυτή επήλθε την ημέρα της σύλληψης.
  5. Κατά του βουλεύματος που κρίνει τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης επιτρέπεται έφεση από τον εισαγγελέα και τον καταδικασθέντα για οποιοδήποτε λόγο με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 473 έως 476 ΚΠΔ.».

 

Άρθρο 25

Απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση – Τροποποίηση παρ. 6, 7 και 8 και προσθήκη παρ. 11 άρθρου 110Α ΠΚ

Στο άρθρο 110Α του ΠΚ, α) τροποποιείται το τέταρτο εδάφιο της παρ. 6 με την προσθήκη αναφοράς στην παρ. 3 του άρθρου 106 του ΠΚ, β) στην παρ. 7 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, γ) στην παρ. 8 προστίθεται τέταρτο εδάφιο, δ) προστίθεται παρ. 11 και το άρθρο 110Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 110ΑΑπόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση 1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν, με αίτησή τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 106 παρ. 1, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 284 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για φυλάκιση, το ένα πέμπτο αυτής, β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα δύο πέμπτα αυτής και γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον δεκατέσσερα έτη.2. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει είκοσι δύο έτη, ακόμη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.3. Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας.4. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά την προηγούμενη παράγραφο. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα η απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα πέμπτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, για δώδεκα έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός πέμπτου ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δώδεκα ετών, προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα δεκατέσσερα έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι έτη.5. Για την απόλυση του καταδικασθέντος κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.6. Ο απολυθείς σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου επιτρέπεται να ευρίσκεται προκαθορισμένες ώρες της ημέρας εκτός του τόπου του κατ` οίκον περιορισμού του αποκλειστικά για λόγους εργασίας, εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, συμμετοχής του σε εγκεκριμένο πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ ή και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που του έχουν επιβληθεί. Οι ώρες απουσίας του καταδικασθέντος από τον τόπο του κατ` οίκον περιορισμού του και το σύνολο των υποχρεώσεών του καθορίζονται είτε με το βούλευμα που διέταξε την απόλυσή του είτε μετά τη χορηγηθείσα απόλυση, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Με διάταξή του, ο ίδιος εισαγγελέας είτε κατόπιν αίτησης του καταδικασθέντος είτε αυτεπαγγέλτως, αποφασίζει για την αλλαγή του τόπου του κατ` οίκον περιορισμού, την τροποποίηση του προγράμματος των ωρών απουσίας του καταδικασθέντος από αυτόν και την επιβολή ή τροποποίηση των υποχρεώσεων του τελευταίου. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 106 παρ. 2 και 3.7. Η απόλυση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου μπορεί να μη χορηγηθεί, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 106. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 110 εφαρμόζεται αναλόγως.8. Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν ο καταδικασθείς δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν και πιθανολογείται ότι ενόψει της βαρύτητας της παράβασης των υποχρεώσεών του, του τρόπου και των εν γένει συνθηκών που αυτή συντελέστηκε, δεν παρέχει την προσδοκία ότι θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο μέλλον. Σε περίπτωση ανάκλησης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο καταδικασθείς διατηρεί πάντως το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ` άρθρο 105Β. Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 110 εφαρμόζονται αναλόγως.9. Η απόλυση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αίρεται, όταν ο καταδικασθείς, κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 10, τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα με δόλο που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών, για το οποίο καταδικάστηκε αμετακλήτως. Σε περίπτωση άρσης της απόλυσης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο καταδικασθείς στην περίπτωση αυτή δικαιούται να απολυθεί υπό όρο κατ` άρθρο 105Β, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 105Β παρ. 1. Το ίδιο ισχύει αν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί απόλυση κατ’ άρθρο 105Β, χωρίς όμως να έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 109. Δεν εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο, αν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί στον καταδικασθέντα η απόλυση υπό όρο κατ` άρθρο 105Β, χωρίς να έχει ανακληθεί, με αποτέλεσμα η ποινή για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση να θεωρείται ότι έχει ήδη εκτιθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 109.10. Η με το παρόν άρθρο χορηγούμενη απόλυση εκτείνεται μέχρι του χρονικού σημείου της χορήγησης στον καταδικασθέντα της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105Β.11. Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 134, 187, 187 Α, 299 παρ. 1, 323Α, 324, 380, 385 καθώς και γι’ αυτά του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Kώδικα , δεν επιτρέπεται απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση.». Άρθρο 26Αναστολή της παραγραφής – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 113 ΠΚ

Η παρ. 4 του άρθρου 113 του ΠΚ αντικαθίσταται και το άρθρο 113 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 113

Αναστολή της παραγραφής

  1. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη, καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση.
  2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε έτη για τα κακουργήματα και τρία έτη για τα πλημμελήματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει όταν η αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης, ή η αναβολή της δίκης, λαμβάνει χώρα κατ` εφαρμογή των άρθρων 29, 59 και 61 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
  3. Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψή της δεν αναστέλλει την παραγραφή.
  4. Η προθεσμία της παραγραφής των κακουργημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκου αρχίζει από την ενηλικίωση του θύματος. Η προθεσμία της παραγραφής των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 323Α, 324 και στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του παρόντος Κώδικα, όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκου, αρχίζει ένα έτος μετά από την ενηλικίωση του θύματος, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, και τρία έτη μετά την ενηλικίωση, εφόσον πρόκειται για κακούργημα.».

Άρθρο 27

Έναρξη της παραγραφής του χρόνου των ποινών – Τροποποίηση άρθρου 119 ΠΚ

Στο άρθρο 119 του ΠΚ προστίθεται η επιφύλαξη σε άλλες διατάξεις και το άρθρο 119 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 119

Έναρξη της παραγραφής του χρόνου των ποινών

Η παραγραφή των ποινών αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση έγινε αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.».

Άρθρο 28

Απόλυση υπό όρο – Τροποποίηση παρ. 3 και 6 άρθρου 129 ΠΚ

Στο άρθρο 129 του ΠΚ, α) στην παρ. 3 προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, β) τροποποιείται η παρ. 6 ως προς την αναφορά στο τελούμενο έγκλημα και την ποινή του και το άρθρο 129 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 129

Απόλυση υπό όρο

  1. Το δικαστήριο απολύει υπό όρο τον ανήλικο μετά τη λήξη του ενός δευτέρου του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και ορίζει τον χρόνο της δοκιμασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το υπόλοιπο της ποινής. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως περιορισμός που εκτίθηκε θεωρείται και αυτός που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
  2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του ανηλίκου κατά την έκτιση του περιορισμού καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.
  3. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, η διεύθυνση του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο ανήλικος υποβάλλει αίτηση προς το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων στο Πλημμελειοδικείο του τόπου όπου εκτίεται ο περιορισμός μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος δύο μήνες πριν συμπληρωθεί η έκτιση του ενός δευτέρου του περιορισμού που επιβλήθηκε. Ο ανήλικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του δικαστηρίου, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή να εκπροσωπηθεί από συνήγορο που διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο, ως προς το γνήσιο της υπογραφής, από το διευθυντή του καταστήματος κράτησης, από δικηγόρο ή από τις αρμόδιες αρχές. Το δικαστήριο συνεδριάζει υποχρεωτικά μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη συμπλήρωση της έκτισης του ημίσεος του περιορισμού που επιβλήθηκε. Αν η αίτηση για απόλυση υπό όρο δε γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά δύο μήνες από την απόρριψη, εκτός αν υπάρξουν νέα στοιχεία.
  4. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να χορηγηθεί και πριν από την έκτιση του ενός δευτέρου του περιορισμού που επιβλήθηκε, μόνο για σπουδαίους λόγους και εφόσον έχει εκτιθεί πραγματικά το ένα τρίτο αυτού.
  5. Στον απολυόμενο μπορεί να επιβληθούν κατά τη διάρκεια του χρόνου δοκιμασίας υποχρεώσεις που αφορούν στον τρόπο ζωής του και ιδίως στον τόπο διαμονής, στη διαπαιδαγώγηση ή την παρακολούθηση εγκεκριμένου από το νόμο θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης από ναρκωτικές ή άλλες ουσίες. Αν ο απολυόμενος παραβιάσει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, όταν πιθανολογείται ότι ενόψει της βαρύτητας της παράβασης των υποχρεώσεών, του τρόπου και των εν γένει συνθηκών που αυτή συντελέσθηκε, δεν παρέχει ο ανήλικος την προσδοκία ότι στο μέλλον θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του. Σε περίπτωση ανάκλησης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή.
  6. Αν ο απολυθείς κατά το χρόνο της δοκιμασίας καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο σε ποινή άνω του ενός έτους, η απόλυση αίρεται και εφαρμόζεται το άρθρο 132.
  7. Αν μετά την απόλυση παρέλθει ο χρόνος δοκιμασίας τον οποίο όρισε η απόφαση χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε.».

Άρθρο 29

Απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση – Τροποποίηση παρ. 5 και 6 άρθρου 129Α ΠΚ

Στο άρθρο 129Α του ΠΚ, α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 ως προς τις προϋποθέσεις άρσης της απόλυσης υπό όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση του ανηλίκου, β) τροποποιείται  το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 ως προς τις προϋποθέσεις άρσης της απόλυσης υπό όρο του απολυθέντος ανηλίκου και το άρθρο 129Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 129Α

Απόλυση υπό τον όρο του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση

  1. Ανήλικοι οι οποίοι καταδικάσθηκαν σε ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, μπορούν, μετά από αίτησή τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 284 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον έχουν εκτίσει το ένα τρίτο της ποινής τους. Η αίτηση συνοδεύεται από έκθεση της Κοινωνικής Υπηρεσίας του καταστήματος κράτησης και έκθεση της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων, όπου γίνεται ειδική μνεία στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του καταδικασθέντος, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις του με τα πρόσωπα με τα οποία ενδέχεται να συνοικήσει εάν του χορηγηθεί η απόλυση. Οι παρ. 2 και 3 εδ. β` και γ` του άρθρου 129 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.
  2. Ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί πάντως να χορηγηθεί, αν ο ανήλικος δεν έχει παραμείνει στο κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα πέμπτο της ποινής του.
  3. Η παρ. 6 του άρθρου 110 Α έχει και στην περίπτωση αυτή εφαρμογή.
  4. Το ίδιο ισχύει και για την παρ. 5 του άρθρου 129. Αν η απόλυση υπό τον όρο του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση ανακληθεί, ο ανήλικος διατηρεί το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ` άρθρο 129.
  5. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση αίρεται, αν ο απολυθείς κατά το χρονικό διάστημα που διαρκεί η εν λόγω απόλυση τέλεσε, ως ενήλικος, πλημμέλημα με δόλο για το οποίο καταδικάστηκε οποτεδήποτε αμετακλήτως σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο ανήλικος διατηρεί το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 129.
  6. Η απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση αίρεται αν ο απολυθείς, όσο διαρκεί η εν λόγω απόλυση, τέλεσε, ως ενήλικος, κακούργημα ή ως ανήλικος, πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα, για την οποία και καταδικάστηκε οποτεδήποτε αμετακλήτως. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή και ο ανήλικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ` άρθρο 129, αφού παραμείνει στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παρ. 1 και 4. Το ίδιο ισχύει αν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση υπό όρο κατ` άρθρο 129, χωρίς όμως να έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 129 παρ. 7. Δεν εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο, αν κατά τον χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση υπό όρο κατ` άρθρο 129 χωρίς να έχει ανακληθεί, με αποτέλεσμα να θεωρείται η ποινή για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση ήδη εκτιθείσα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 129 παρ. 7.
  7. Η παρ. 7 του άρθρου 129 ισχύει και στην περίπτωση αυτή.».

Άρθρο 30

Νεαροί ενήλικες – Τροποποίηση άρθρου 133 ΠΚ

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 133 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την κατάργηση της δυνατότητας περιορισμού του δράστη σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και το άρθρο 133 διαμορφώνεται ως εξής :

«Άρθρο 133

Νεαροί ενήλικες

Όταν ο δράστης κατά τον χρόνο τέλεσης αξιόποινης πράξης δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 εδ. β΄ του άρθρου 130.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

 

Άρθρο 31

Εσχάτη προδοσία – Αναμόρφωση της ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 134 ΠΚ

Η παρ. 1 του άρθρου 134 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την προβλεπόμενη ποινή και το άρθρο 134 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 134

Εσχάτη προδοσία

  1. Όποιος επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού ή να αποστερήσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία, τον Πρωθυπουργό, την Κυβέρνηση ή τη Βουλή από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.
  2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και: α) όποιος επιχειρεί να τελέσει την πράξη της προηγούμενης παραγράφου με κατάχρηση της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους ή με σφετερισμό της ιδιότητας αυτής, καθώς και β) όποιος ασκεί την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό.
  3. Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο Κεφάλαιο αυτό: α) η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με εκλογή, β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες, ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια, γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, δ) η αρχή του πολυκομματισμού, ε) η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα, στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους νόμους, ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.».

Άρθρο 32

Δωροληψία πολιτικών προσώπων – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 159 ΠΚ

Στην παρ. 4 του άρθρου 159 του ΠΚ, α) στο δεύτερο εδάφιο διασαφηνίζεται η εφαρμογή της διάταξης στην περίπτωση τέλεσης της πράξης στην αλλοδαπή από ημεδαπό, β) προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 159 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 159

Δωροληψία πολιτικών προσώπων

  1. Με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες τιμωρείται ο Πρωθυπουργός, τα μέλη της Κυβέρνησης, οι Υφυπουργοί, οι βουλευτές, οι περιφερειάρχες, οι δήμαρχοι ή τα μέλη των κατά το άρθρο 157 παρ. 2 συμβουλίων ή των επιτροπών τους, οι οποίοι ζητούν ή λαμβάνουν άμεσα ή μέσω τρίτου, για τους εαυτούς τους ή άλλους, οποιοσδήποτε φύσης ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή απαιτούν τέτοια ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή τους, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά.
  2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται το μέλος της Βουλής, των συμβουλίων τοπικής αυτοδιοίκησης και των επιτροπών τους που σχετικά με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία η οποία διενεργείται από τα ως άνω σώματα ή επιτροπές δέχεται την παροχή ή υπόσχεση οποιασδήποτε φύσης ωφελήματος, για τον εαυτό του ή για άλλον, ή ζητεί τέτοιο ως αντάλλαγμα για να μη λάβει μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία, για να υποστηρίξει ορισμένο θέμα προς ψήφιση ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο.
  3. Σε περίπτωση καταδίκης για τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλεται και έκπτωση από τη δημόσια θέση που κατέχει ο καταδικασθείς.
  4. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται από: α) μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος, β) μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης όταν η πράξη τελείται από τον Πρωθυπουργό, μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργό άλλου κράτους, καθώς και από μέλη του κοινοβουλίου ή συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης άλλου κράτους.
  5. Οι διατάξεις των άρθρων 238 και 263Α παρ. 2 έως 5 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων.».

Άρθρο 33

Δωροδοκία πολιτικών προσώπων – Τροποποίηση περ. γ’ παρ. 4 άρθρου 159Α ΠΚ

Η περ. γ’ της παρ. 4 του άρθρου 159Α του ΠΚ τροποποιείται με τη διεύρυνση του κύκλου των πολιτικών προσώπων και το άρθρο 159Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 159Α

Δωροδοκία πολιτικών προσώπων

  1. Όποιος υπόσχεται ή παρέχει στον Πρωθυπουργό ή μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργό, βουλευτή, τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο, άμεσα ή μέσω άλλου, οποιαδήποτε ωφελήματα που δεν δικαιούται για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.
  2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος σχετικά με εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή, ή το κατά το άρθρο 157 παρ. 2 συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιτροπή τους, υπόσχεται ή παρέχει σε μέλος των πιο πάνω σωμάτων ή των επιτροπών τους οποιαδήποτε ωφελήματα που δεν δικαιούται, για τον εαυτό του ή για άλλον, για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο.
  3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης των προηγουμένων παραγράφων.
  4. Οι παρ. 1 έως 3 εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται προς: α) μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος, β) μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, γ) τον Πρωθυπουργό, μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργό άλλου κράτους, καθώς και μέλη του Κοινοβουλίου ή οποιουδήποτε συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης άλλου κράτους. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε.
  5. Οι διατάξεις των άρθρων 238 και 263 Α έχουν ανάλογη εφαρμογή και στα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων.».

Άρθρο 34

Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 168 ΠΚ

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 168 του ΠΚ τροποποιείται ως προς το είδος της ποινής με την προσθήκη της διαζευκτικής δυνατότητας επιβολής  χρηματικής ποινής  και το άρθρο 168 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 168

Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας

  1. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε χώρο δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη ρητή εναντίωση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή.
  2. Όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, προκαλεί διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, εμποδίζει αυθαίρετα ή διαταράσσει σοβαρά τη λειτουργία συλλογικού ή μονοπρόσωπου οργάνου των φορέων του προηγούμενου εδαφίου».
  3. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε χώρο που χρησιμοποιείται από υπάλληλο πλειστηριασμού κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ή παραμένει στον χώρο αυτό παρά τη θέληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού που τον χρησιμοποιεί, και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του πλειστηριασμού τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή. Με φυλάκιση έως έξι (6) μηνών ή χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος παράνομα εισέρχεται ή παραμένει στον προαναφερόμενο χώρο κατά τον χρόνο μη διεξαγωγής του πλειστηριασμού με σκοπό την παρακώλυση αυτού.».

Άρθρο 35

Αξιόποινη υποστήριξη – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 187Β ΠΚ

Η παρ. 3 του άρθρου 187Β του ΠΚ τροποποιείται ως προς την παραπομπή σε άρθρο του ΠΚ και το άρθρο 187Β διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 187Β

Αξιόποινη υποστήριξη

  1. Όποιος παρέχει κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης τους, σε τρομοκρατική οργάνωση ή σε μεμονωμένο τρομοκράτη ή για τη συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης ή για να καταστεί κάποιος τρομοκράτης ή τα εισπράττει, συλλέγει ή διαχειρίζεται χάριν των ανωτέρω, ανεξάρτητα από τη διάπραξη οποιουδήποτε εγκλήματος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου, όταν η τρομοκρατική οργάνωση έχει συσταθεί ή σκοπείται να συσταθεί μόνο για την τέλεση πλημμελημάτων. Το ίδιο ισχύει όταν ο μεμονωμένος τρομοκράτης τελεί ή σκοπεί να τελέσει μόνο πλημμελήματα.
  2. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών τιμωρείται και όποιος, εν γνώσει της μελλοντικής αξιοποίησής τους, παρέχει ουσιώδεις πληροφορίες για να διευκολύνει ή να υποβοηθήσει την τέλεση από τρομοκρατική οργάνωση ή από μεμονωμένο τρομοκράτη οποιουδήποτε κακουργήματος.
  3. Με κάθειρξη ως δέκα έτη τιμωρείται όποιος, με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ενόρκων, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων ή διερμηνέων, ή με δωροδοκία των ίδιων προσώπων, ματαιώνει την αποκάλυψη, τη δίωξη ή την τιμωρία των εγκλημάτων των άρθρων 187 παρ. 1 και 187Α καθώς και των κακουργημάτων που τελέστηκαν από εγκληματικές ή τρομοκρατικές οργανώσεις, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη.
  4. Κατά την επιμέτρηση της ποινής των εγκλημάτων της παραγράφου 1 λαμβάνονται υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών – μερών της Σύμβασης της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.».

Άρθρο 36

Διασπορά ψευδών ειδήσεων – Αντικατάσταση άρθρου 191 ΠΚ

Το άρθρο 191 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 191

Διασπορά ψευδών ειδήσεων

  1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων.
  1. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.».

 

Άρθρο 37

Παραχάραξη νομίσματος και άλλων μέσων πληρωμής – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 207 ΠΚ

Η παρ. 3 του άρθρου 207 του ΠΚ τροποποιείται ως προς το είδος της ποινής με την απαλοιφή της δυνατότητας επιβολής χρηματικής ποινής και το άρθρο 207 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 207

Παραχάραξη νομίσματος και άλλων μέσων πληρωμής

  1. Όποιος παραποιεί ή νοθεύει νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, ή κατέχει πλαστό νόμισμα με τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
  2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, με τον ίδιο σκοπό, παραποιεί ή νοθεύει κάθε άλλο ενσώματο μέσο, εκτός από το νόμισμα, που λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλο μέσο πληρωμής, επιτρέπει στον κάτοχο ή στο χρήστη του να μεταφέρει χρήματα ή νομισματική αξία και προστατεύεται από την απομίμηση ή τη δόλια χρήση μέσω σχεδιασμού, κωδικού ή υπογραφής ή άλλου πρόσφορου τρόπου, όπως πιστωτικές κάρτες, κάρτες των ευρωεπιταγών, λοιπές κάρτες εκδιδόμενες από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ταξιδιωτικές επιταγές, ευρωεπιταγές, λοιπές επιταγές και συναλλαγματικές.
  3. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις μικρού αριθμού πλαστών ή μικρής φερόμενης αξίας τους, οι πράξεις των παρ. 1 και 2 τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 38

Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής

– Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 208 ΠΚ

Η παρ. 1 του άρθρου 208 του ΠΚ τροποποιείται ως προς το είδος της ποινής με την απαλοιφή της δυνατότητας επιβολής χρηματικής ποινής και το άρθρο 208 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 208

Κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων μέσων πληρωμής

  1. Όποιος, εν γνώσει της πλαστότητας, θέτει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο πλαστό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από τον χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, ή άλλο μέσο πληρωμής, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις μικρού αριθμού πλαστών ή μικρής φερόμενης αξίας τους επιβάλλεται φυλάκιση έως δύο έτη.
  2. Αν ο υπαίτιος ή αντιπρόσωπός του είχε δεχτεί το πλαστό νόμισμα ή άλλο μέσο πληρωμής σαν γνήσιο, επιβάλλεται φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται, αν ο υπαίτιος ενήργησε εκτελώντας εντολή εκείνου στον οποίο δόθηκε το νόμισμα ή άλλο μέσο πληρωμής σαν γνήσιο, όταν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης με τον εντολέα ή ζει μαζί του στην ίδια κατοικία.».

Άρθρο 39

Προπαρασκευαστικές πράξεις – Τροποποίηση άρθρου 211 ΠΚ

Στο άρθρο 211 του ΠΚ τροποποιείται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ώστε οι πράξεις που περιγράφονται να είναι άδικες, αν με αυτές προετοιμάζεται η τέλεση των αδικημάτων των άρθρων 207, 208Α και 208Β και το άρθρο 211 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 211

Προπαρασκευαστικές πράξεις

Όποιος προετοιμάζοντας τη διάπραξη κάποιου από τα εγκλήματα των άρθρων 207, 208Α και 208Β, κατασκευάζει ή κατέχει εργαλεία, αντικείμενα, προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλα μέσα ειδικά προσαρμοσμένα, κατάλληλα γι’ αυτόν το σκοπό, καθώς και ολογραφήματα ή λοιπά συστατικά στοιχεία του νομίσματος, τα οποία χρησιμεύουν για την προστασία από την     παραχάραξη, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.».

Άρθρο 40

Διακεκριμένη περίπτωση πλαστογραφίας – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 216 ΠΚ

 

Η παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τροποποιείται νομοτεχνικά και ως προς το πλαίσιο της ποινής ανάλογα με τον βαθμό της ζημίας και το άρθρο 216 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 216

Πλαστογραφία

  1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
  2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο.
  3. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 και 2 σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται:

α) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή,

β) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.

  1. Αν οι πράξεις των παρ. 1 και 2 στρέφονται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει συνολικά τις 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Οι πράξεις αυτές παραγράφονται μετά είκοσι έτη.».

Άρθρο 41

Δωροληψία υπαλλήλου – Αντικατάσταση παρ. 5 άρθρου 235 ΠΚ

Η παρ. 5 του άρθρου 235 του ΠΚ αντικαθίσταται και το άρθρο 235 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 235

Δωροληψία υπαλλήλου

  1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ` επάγγελμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.
  2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντα του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ` επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.
  3. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητά του, τιμωρείται με φυλάκιση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.
  4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος δεν απέτρεψαν από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχό τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων.
  5. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους που απασχολούνται με οποιαδήποτε συμβατική σχέση σε: α) όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) κάθε δημόσιο διεθνή ή υπερεθνικό οργανισμό ή φορέα στον οποίο η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και από κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι, ακόμα κι αν οι πράξεις των περ. α’ και β’ δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκαν. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από υπάλληλο ξένης χώρας.».

Άρθρο 42

Δωροδοκία υπαλλήλου – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 236 ΠΚ

Η παρ. 1 του άρθρου 236 του ΠΚ τροποποιείται ως προς το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 236 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 236

Δωροδοκία υπαλλήλου

  1. Όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση.
  2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή.
  3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχό του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης πράξης των προηγούμενων παραγράφων.
  4. Οι διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται προς: α) λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους με οποιαδήποτε συμβατική σχέση οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα και κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα στον οποίο η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και προς κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι ή β) οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για ξένη χώρα.

Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε και για τη δίωξη του πλημμελήματος της παραγράφου 1 δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 έγκληση ή αίτηση.».

Άρθρο 43

Ευνοϊκά μέτρα – Κατάργηση παρ. 1 και τροποποίηση παρ. 2, 3, 4 άρθρου 263Α ΠΚ

Στο άρθρο 263Α του ΠΚ, α) καταργείται η παρ. 1 περί του θεσμού της έμπρακτης μετάνοιας για το αδίκημα της δωροδοκίας και δωροδοκίας δικαστή, β) τροποποιούνται οι παρ. 2, 3 και 4 ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις του ΠΚ και το άρθρο 263Α του ΠΚ διαμορφώνεται εξής:

«Άρθρο 263ΑΕυνοϊκά μέτρα 1. [Καταργείται]2. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 236 παρ. 1, 2 και 3 και 237 παρ. 2 και 3 ή ο συμμέτοχος στις πράξεις των άρθρων 235 παρ. 1, 2 και 3, 237 παρ. 1 και 239 έως 260, καθώς και του άρθρου 390, όταν τελείται από υπάλληλο, συμβάλει ουσιωδώς, με αναγγελία στην αρχή, στην αποκάλυψη της συμμετοχής υπαλλήλου στις πράξεις αυτές, τιμωρείται με ποινή μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 44 παρ. 2. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής, ανεξάρτητα αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 99. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με βούλευμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του αρμοδίου εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ασκηθείσας ποινικής δίωξης κατά του υπαιτίου για ορισμένο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αλήθεια των εισφερόμενων στοιχείων. Την αναστολή της δίωξης μπορεί να διατάξει και το δικαστήριο, εφόσον τα στοιχεία εισφέρονται μέχρι την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό. Με το ίδιο βούλευμα ή απόφαση μπορεί να διαταχθεί και η άρση ή η αντικατάσταση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού που έχουν επιβληθεί. Αν μετά την αναστολή της ποινικής δίωξης προκύψει ότι τα εισφερθέντα από τον υπαίτιο στοιχεία δεν ήσαν επαρκή για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του υπαλλήλου, το σχετικό βούλευμα ή απόφαση ανακαλείται και συνεχίζεται κατά του υπαιτίου η ανασταλείσα ποινική δίωξη.3. Υπάλληλος, υπαίτιος για την τέλεση των πράξεων των άρθρων 235 έως 260, καθώς και του άρθρου 390, ή συμμέτοχος στις πράξεις αυτές, ο οποίος συμβάλλει ουσιωδώς, με αναγγελία στην αρχή, στην αποκάλυψη της συμμετοχής στις πράξεις αυτές άλλων υπαλλήλων, τιμωρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, εφόσον το πρόσωπο που καταγγέλλεται κατέχει θέση ανώτερη της δικής του και ο ίδιος έχει μεταβιβάσει στο Δημόσιο όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχει αποκτήσει, αμέσως ή εμμέσως, από την τέλεση ή τη συμμετοχή στην τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων. Αν κατ` εξαίρεση η μεταβίβαση αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το δικαστήριο μπορεί να επιφυλαχθεί ως προς την επί ποινής κρίση του, διακόπτοντας προς τούτο τη διαδικασία για ορισμένη ημερομηνία και χωρίς το χρονικό περιορισμό του άρθρου 352 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή ορίζει και τις συγκεκριμένες μεταβιβάσεις ή άλλες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί ο δράστης για να τύχει του σχετικού ευεργετήματος. Με την απόφαση περί διακοπής της δίκης το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την άρση ή την αντικατάσταση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού που έχουν επιβληθεί.4.α) Αν κάποιος από τους υπαιτίους των εγκλημάτων των άρθρων 235 έως 260, 390 και 396 ή πράξεων νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται άμεσα από τις συγκεκριμένες εγκληματικές δραστηριότητες, εισφέρει αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή στις πράξεις αυτές προσώπων που διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, το δικαστικό συμβούλιο, με βούλευμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής δίωξης και την αμελλητί παραπομπή της δικογραφίας στη Βουλή. Την παραπάνω αναστολή μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και όταν τα στοιχεία εισφέρονται μέχρι την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό. Με το ίδιο βούλευμα ή απόφαση μπορεί να διαταχθεί και η άρση ή η αντικατάσταση των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού που έχουν ταχθεί.β) Αν η Βουλή κρίνει, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, ότι τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργού ή Υφυπουργού, το βούλευμα ή η απόφαση ανακαλείται και η ανασταλείσα ποινική δίωξη συνεχίζεται. Αν η Βουλή αποφασίσει την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργού ή Υφυπουργού κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταδίκης από το Ειδικό Δικαστήριο, ο κατά το προηγούμενο εδάφιο συμμέτοχος που εισέφερε τα αποδεικτικά στοιχεία τιμωρείται με ποινή μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 44 παρ. 2. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2.

  1. Αν η κίνηση της ποινικής διαδικασίας δεν είναι δυνατή λόγω εξάλειψης του αξιόποινου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 86 παρ. 3 εδ. β’ του Συντάγματος, στον κατηγορούμενο επιβάλλεται ποινή μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 44 παρ. 2. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2.».

Άρθρο 44

Εμπρησμός – Αντικατάσταση άρθρου 264 ΠΚ

Το άρθρο 264 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 264Εμπρησμός 1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περίπτωση της περ. β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 45

Εμπρησμός σε δάση – Αντικατάσταση άρθρου 265 ΠΚ

Το άρθρο 265 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 265Εμπρησμός σε δάση 1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των περ. α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περ. β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση, και αν από αμέλεια προκαλεί μια τέτοια πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.».

Άρθρο 46

Πλημμύρα – Τροποποίηση άρθρου 268 ΠΚΣτο άρθρο 268 του ΠΚ, α) στην παρ. 1: αα) τροποποιείται η περ. α΄ ως προς το πλαίσιο ποινής και η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», αβ) στην περ. β΄ η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», β) στην παρ. 2: βα) οι λέξεις «προέκυψε κίνδυνος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος», ββ) προστίθεται η λέξη «κίνδυνος» πριν από τις λέξεις «για άνθρωπο», βγ) τροποποιείται το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 268 του ΠΚ διαμορφώνεται ως εξής:  «Άρθρο 268Πλημμύρα 1. Όποιος προξενεί πλημμύρα τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πλημμύρα από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 47

Έκρηξη – Τροποποίηση άρθρου 270 ΠΚΣτο άρθρο 270 του ΠΚ, α) στην παρ. 1: αα) τροποποιείται η περ. α΄ ως προς το πλαίσιο της ποινής και η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», αβ) στην περ. β΄  η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», β) στην παρ. 2: βα) οι λέξεις «προέκυψε κίνδυνος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος», ββ) προστίθεται η λέξη «κίνδυνος» πριν από τις λέξεις «για άνθρωπο», βγ) τροποποιείται το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 270 διαμορφώνεται ως εξής:  «Άρθρο 270Έκρηξη 1. Όποιος προξενεί έκρηξη με οποιοδήποτε τρόπο, και ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

  1. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την έκρηξη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 48Κοινώς επικίνδυνη βλάβη – Τροποποίηση άρθρου 273 ΠΚ

Στο άρθρο 273 του ΠΚ, α) στην παρ. 1: αα) τροποποιείται η περ. α΄ ως προς το πλαίσιο της ποινής και η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», αβ) στην περ. β΄ η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», β) στην παρ. 2: βα) οι λέξεις «προέκυψε κίνδυνος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος», ββ) προστίθεται η λέξη «κίνδυνος» πριν από τις λέξεις «για άνθρωπο» και το άρθρο 273 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 273Κοινώς επικίνδυνη βλάβη 1. Όποιος καταστρέφει ή προξενεί βλάβη σε πράγμα δικό του ή ξένο, κινητό ή ακίνητο, όπως ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, οικοδομικά ή άλλα έργα για την προστασία από φυσικές και άλλες καταστροφές, τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, ή τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την καταστροφή ή τη βλάβη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.». Άρθρο 49Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 275 ΠΚ

Η παρ. 2 του άρθρου 275 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την ποινή, η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει» και το άρθρο 275 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 275

Άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων

  1. Όποιος σε μεταλλεία, σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες που η λειτουργία τους είναι επικίνδυνη για τη ζωή των εργαζομένων, καταστρέφει ή με οποιονδήποτε τρόπο αχρηστεύει εγκαταστάσεις που ασφαλίζουν από αυτόν τον κίνδυνο ή διακόπτει τη λειτουργία τους, τιμωρείται:

α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

β) με κάθειρξη αν στην περίπτωση του στοιχείου α΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη,

γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου α΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

  1. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την καταστροφή, την αχρήστευση ή τη διακοπή λειτουργίας ασφαλιστικής εγκατάστασης από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 50Πρόκληση ναυαγίου – Τροποποίηση άρθρου 277 ΠΚ

Στο άρθρο 277 του ΠΚ, α) στην παρ. 1: αα) τροποποιείται η περ. α’ ως προς το πλαίσιο ποινής και η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», αβ) στην περ. β’  η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», β) στην παρ. 2: βα) οι λέξεις «προέκυψε κίνδυνος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος», ββ) προστίθεται η λέξη «κίνδυνος» πριν από τις λέξεις «για άνθρωπο», βγ) τροποποιείται το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 277 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 277Πρόκληση ναυαγίου 1. Όποιος προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.». Άρθρο 51Δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό από αμέλεια – Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 279 ΠΚ

Η παρ. 3 του άρθρου 279 του ΠΚ αντικαθίσταται και το άρθρο 279 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 279

Δηλητηρίαση πραγμάτων προορισμένων για χρήση από το κοινό

  1. Όποιος δηλητηριάζει: α) πηγές, πηγάδια, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές νερού, β) τρόφιμα, ποτά ή άλλα πράγματα που είναι προορισμένα για πώληση ή για χρήση από το κοινό των οποίων η χρήση μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εισάγει σε κάποιο από αυτά άλλες ύλες που μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται επίσης όποιος κατέχει προς πώληση, πωλεί ή θέτει με οποιοδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία τα υπό στοιχείο β` πράγματα.
  2. Οι πράξεις της παρ. 1 τιμωρούνται α) με κάθειρξη αν είχαν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
  3. Αν στις περιπτώσεις της παρ. 1 η πράξη τελείται από αμέλεια και από αυτήν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη.».

 

Άρθρο 52Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 285 ΠΚ

 

Η παρ. 4 του άρθρου 285 του ΠΚ αντικαθίσταται και το άρθρο 285 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 285

Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών

  1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα, β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων.
  2. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, και αν είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.
  3. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατος, μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ισόβια κάθειρξη.
  4. Όποιος στις περιπτώσεις της παρ. 1 από αμέλεια παραβιάζει τα μέτρα και από την παραβίαση μπορεί να προκύψει: α) κοινός κίνδυνος για ζώα, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, και β) κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.».

Άρθρο 53Παραβίαση κανόνων οικοδομικής από αμέλεια – Τροποποίηση άρθρου 286 ΠΚ

Στην παρ. 2 του άρθρου 286 του ΠΚ προστίθεται η φράση «και από την παραβίαση μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο» και το άρθρο 286 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 286

Παραβίαση κανόνων οικοδομικής

  1. Όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή κατεδάφισης ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη αν στην περίπτωση του στοιχείου α΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη, γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου α΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
  2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου παραβιάζει από αμέλεια τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και από την παραβίαση μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.
  3. Η παραγραφή των εγκλημάτων της παραγράφου 1 στοιχεία β΄ και γ΄ αρχίζει από την επέλευση του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης και πάντως δεν μπορεί να υπερβεί τα τριάντα έτη από την παραβίαση των κανόνων.».

Άρθρο 54 Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 289 ΠΚ

Στην παρ. 1 του άρθρου 289 του ΠΚ η αναφορά στην παρ. 3 του άρθρου 265 αντικαθίσταται από την αναφορά στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου και το άρθρο 289 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 289

Έμπρακτη μετάνοια και δικαστική άφεση της ποινής

  1. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 των άρθρων 264, 265, 268, 270, 273, 275, 277 και 286, της παρ. 3 του άρθρου 279, και της παρ. 4 του άρθρου 285 ο υπαίτιος δεν τιμωρείται, αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή του.
  2. Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων του παρόντος κεφαλαίου το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της.».

Άρθρο 55Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία – Τροποποίηση άρθρου 290 ΠΚ

Στο άρθρο 290 του ΠΚ, α) στην παρ. 1: αα) τροποποιείται η υποπερ. αα΄ ως προς το πλαίσιο ποινής και η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τη φράση «μπορεί να προκύψει», αβ) στην υποπερ. ββ΄ η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τη φράση «μπορεί να προκύψει», αγ) στην υποπερ. γγ’ προστίθεται η λέξη «σημαντική» πριν από τη λέξη «βλάβη», β) στην παρ. 2: βα) η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τη φράση «μπορεί να προκύψει», ββ) μετά από τις λέξεις «ξένα πράγματα ή» προστίθεται η λέξη «κίνδυνος» και το άρθρο 290 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 290Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία 1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους: α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχημάτων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, ή δ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις, τιμωρείται: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη άλλου ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.». Άρθρο 56Επικίνδυνη οδήγηση – Τροποποίηση άρθρου 290Α ΠΚ

Στο άρθρο 290Α του ΠΚ, α) στην παρ. 1: αα) τροποποιείται η υποπερ. αα΄ ως προς το πλαίσιο ποινής και η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», αβ) στην υποπερ. ββ’ η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», αγ) στην υποπερ. γγ’ πριν τη λέξη «βλάβη» προστίθεται η λέξη «σημαντική», β) στην παρ. 2: βα) η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τη φράση «μπορεί να προκύψει», ββ) μετά από τις λέξεις «ξένα πράγματα ή» προστίθεται η λέξη «κίνδυνος» και το άρθρο 290Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 290ΑΕπικίνδυνη οδήγηση 1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

  1. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.».

Άρθρο 57

Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών

– Τροποποίηση άρθρου 291 ΠΚ

Στο άρθρο 291 του ΠΚ, α) στην παρ. 1 αα) προστίθεται περ. ε΄ και η υφιστάμενη περ. ε’ αναριθμείται σε περ. στ’, αβ) τροποποιείται η υποπερ. αα΄ ως προς το πλαίσιο ποινής και η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μπορεί να προκύψει», αγ) στην υποπερ. ββ΄ η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τις λέξεις  «μπορεί να προκύψει», αδ) στην υποπερ. γγ’ πριν τη λέξη «βλάβη» προστίθεται η λέξη «σημαντική», β) στην παρ. 2 μετά από τη λέξη «αεροπλάνο» προστίθενται οι λέξεις «ή χειρίζεται εξ αποστάσεως σύστημα μη επανδρωμένου αεροσκάφους», γ) στην παρ. 3: γα) τροποποιείται το πλαίσιο ποινής, γβ) η λέξη «προέκυψε» αντικαθίσταται από τη φράση «μπορεί να προκύψει» και γγ) προστίθεται η λέξη «κίνδυνος» πριν από τη φράση «για άνθρωπο» και το άρθρο 291 του ΠΚ διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 291

Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών

 

  1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων, ε) με παραβίαση των κανόνων λειτουργίας συστημάτων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, στ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις τιμωρείται: αα) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
  2. Με τις ίδιες ποινές κατά τις διακρίσεις των στοιχείων αα΄ έως δδ΄ της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, εάν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις, όποιος οδηγεί όχημα σταθερής τροχιάς ή κυβερνά πλοίο ή αεροπλάνο ή χειρίζεται εξ αποστάσεως σύστημα μη επανδρωμένου αεροσκάφους χωρίς να είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης.
  3. Όποιος στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων από αμέλεια προκαλεί τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας ή οδηγεί επικίνδυνα και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 58Εγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 292Α ΠΚ

Στην παρ. 1 του άρθρου 292Α του ΠΚ προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 292Α διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 292ΑΕγκλήματα κατά της ασφάλειας των τηλεφωνικών επικοινωνιών 1. Όποιος χωρίς δικαίωμα αποκτά πρόσβαση σε σύνδεση ή σε δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, και με τον τρόπο αυτόν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνικών επικοινωνιών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου είναι ο εργαζόμενος ή συνεργάτης του παρόχου υπηρεσιών τηλεφωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Με την ποινή του προηγουμένου εδαφίου τιμωρείται και ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του ο οποίος αθέμιτα θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των τηλεφωνικών επικοινωνιών.2. Ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, ο οποίος παραβιάζει διάταξη κανονισμού της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) ή όρο της Γενικής Άδειας ή του δικαιώματος χρήσης ραδιοσυχνότητας ή του δικαιώματος χρήσης αριθμού, που αναφέρονται στην ασφάλεια των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.3. Ο πάροχος υπηρεσιών τηλεφωνίας ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού ή ο κατά τον νόμο υπεύθυνος για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, που παραλείπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή πράξης της παραγράφου 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη τελέστηκε ή έγινε απόπειρα τέλεσής της, ανεξάρτητα αν θα τιμωρηθεί ο υπαίτιος.4. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. Εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Αν από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος, όπως μνημονεύονται στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα ή απόρρητο που αναφέρεται στην ασφάλεια του κράτους ή στην ασφάλεια εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, επιβάλλεται κάθειρξη.5. Όποιος αθέμιτα διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει προς εγκατάσταση ειδικά τεχνικά μέσα για την τέλεση των πράξεων της παραγράφου 1 ή δημόσια διαφημίζει ή προσφέρει τις υπηρεσίες του για την τέλεσή τους τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.».  Άρθρο 59Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 293 ΠΚ

Στην παρ. 1 του άρθρου 293 του ΠΚ, α) μετά από τη λέξη «όποιος» προστίθενται οι λέξεις «αθέμιτα με οποιοδήποτε τρόπο», β) στην περ. β΄ διαγράφονται οι λέξεις «με αθέμιτη παρέμβαση σε πράγμα ή σε σύστημα πληροφοριών ή σε ηλεκτρονικά δεδομένα που εξυπηρετούν τη λειτουργία της εγκατάστασης» και το άρθρο 293 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 293

Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων

  1. Όποιος αθέμιτα με οποιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει ή διαταράσσει σε μεγάλη έκταση ή για μεγάλο χρονικό διάστημα τη λειτουργία εγκατάστασης που εξυπηρετεί την παροχή στο κοινό: α) ταχυδρομικών υπηρεσιών, β) νερού, φωτισμού, φυσικού αερίου, θερμότητας ή κινητήριας δύναμης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.».
  2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 292Β εφαρμόζεται και για την πράξη της παραγράφου 1.
  3. Αν από την πράξη προκλήθηκε κατάσταση κοινής ανάγκης, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.
  4. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή.».

Άρθρο 60

Ανθρωποκτονία με δόλο – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 299 ΠΚ

Η παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την ποινή και το άρθρο 299 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 299

Ανθρωποκτονία με δόλο

  1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.
  2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη.».

 Άρθρο 61

Σωματική βλάβη – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 308 ΠΚ

 

Στο άρθρο 308 του ΠΚ, α) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 ως προς το πλαίσιο της ποινής, β) τροποποιείται η παρ. 2 ως προς την ιδιότητα του παθόντος και το άρθρο 308 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 308

Σωματική βλάβη

  1. Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
  2. Για τη δίωξη της πράξης της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται έγκληση, εκτός αν ο παθών είναι υπάλληλος και η πράξη τελέστηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της ή υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και η πράξη τελέσθηκε με αφορμή τον πλειστηριασμό, οπότε η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη.
  3. Η σωματική βλάβη της παραγράφου 1 δεν είναι άδικη, όταν επιχειρείται με τη συναίνεση του παθόντος και δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη.
  4. Ο υπαίτιος της πράξης της παραγράφου 1 είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν παρασύρθηκε στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση, εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση.».

Άρθρο 62

Επικίνδυνη σωματική βλάβη – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση άρθρου 309 ΠΚ

Το άρθρο 309 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την ποινή και το άρθρο 309 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 309

Επικίνδυνη σωματική βλάβη

Αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 63

Βαριά σωματική βλάβη – Αντικατάσταση άρθρου 310 ΠΚ

Το άρθρο 310 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 310

Βαριά σωματική βλάβη

  1. Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε ως επακόλουθο τη βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
  2. Όποιος προκαλεί σε άλλον βαριά σωματική βλάβη τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αv επιδίωκε την πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης, τιμωρείται με κάθειρξη.
  3. Βαριά σωματική βλάβη υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αναπηρία ή μόνιμη παραμόρφωση ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του.».

Άρθρο 64

Σωματική βλάβη από αμέλεια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 314 ΠΚ

Η παρ. 1 του άρθρου 314 του ΠΚ τροποποιείται ως προς α) τη σειρά των προβλεπόμενων ποινών, β) την προσθήκη της περίπτωσης προκληθείσας βαριάς σωματικής βλάβης και του αντίστοιχου πλαισίου ποινής και το άρθρο 314 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 314

Σωματική βλάβη από αμέλεια

1. Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι βαριά, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη, και  αν αυτή είναι εντελώς ελαφρά, επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.

2. Για την ποινική δίωξη της πράξης της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται έγκληση. Η δίωξη είναι αυτεπάγγελτη αν ο υπαίτιος ήταν οδηγός οχήματος ή υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Όταν ο υπαίτιος οδηγός οχήματος δεν μεταφέρει επιβάτες ή πράγματα με σκοπό βιοπορισμού, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν.».

Άρθρο 65Εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας υπαλλήλου – Ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση –

Προσθήκη άρθρου 315Α ΠΚ

 Μετά από το άρθρο 315 του ΠΚ προστίθεται νέο άρθρο 315Α ως εξής: «Άρθρο 315ΑΕγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας υπαλλήλου – Ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση Η τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 308 έως 311 εναντίον υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση.».

Άρθρο 66

Εμπορία ανθρώπων – Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 323Α ΠΚ

Στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 323Α του ΠΚ τροποποιείται το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 323Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 323Α

Εμπορία ανθρώπων

  1. Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής βίας ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων ή με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, στρατολογεί, απάγει, μεταφέρει, κατακρατεί παράνομα, υποθάλπει, παραδίδει ή παραλαμβάνει άλλον με σκοπό την εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή.
  2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος και αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, τελεί τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου αποσπώντας τη συναίνεση άλλου με τη χρήση απατηλών μέσων ή παρασύροντάς τον εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται.
  3. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη των προηγούμενων παραγράφων όταν: α) τελείται κατ` επάγγελμα, β) τελείται από υπάλληλο ο οποίος κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην πράξη, γ) συνδέεται με την παράνομη είσοδο, παραμονή ή έξοδο του παθόντος από τη χώρα ή δ) είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος. Επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο.
  4. Με τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται η πράξη των παραγράφων 1 και 2 όταν στρέφεται κατά ανηλίκου, ακόμα κι όταν τελείται χωρίς τη χρήση των μέσων που αναφέρονται σε αυτές. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος, με τα μέσα των παραγράφων 1 και 2 στρατολογεί ανήλικο με σκοπό τη χρησιμοποίησή του σε ένοπλες επιχειρήσεις.
  5. Η έννοια της εκμετάλλευσης στις προηγούμενες παραγράφους περιλαμβάνει τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους από: α) την υπαγωγή του σε καθεστώς δουλείας ή σε παρεμφερείς προς τη δουλεία πρακτικές, β) την υπαγωγή του σε καθεστώς ειλωτείας, γ) την εργασία ή την επαιτεία του θύματος (εργασιακή εκμετάλλευση), δ) την τέλεση εγκληματικών πράξεων από αυτό, ε) την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματός του, στ) την τέλεση από αυτό γενετήσιων πράξεων, πραγματικών ή προσποιητών, ή την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη γενετήσια διέγερση (γενετήσια εκμετάλλευση) ή ζ) τον εξαναγκασμό του σε τέλεση γάμου.
  6. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει, χωρίς να χρησιμοποιεί τα μέσα των παραγράφων 1 και 2, προσλαμβάνει στην εργασία του πρόσωπο που είναι θύμα εμπορίας, δέχεται τις υπηρεσίες του προσώπου αυτού, τελεί μαζί του γενετήσια πράξη ή δέχεται τα έσοδα από την εκμετάλλευσή του.
  7. Τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή όποιος, χωρίς να χρησιμοποιεί τα μέσα των παραγράφων 1 και 2, εξωθεί σε επαιτεία ανηλίκους, με σκοπό την εκμετάλλευση των εσόδων τους.
  8. Για όποιον καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν σε βάρος του από υπαιτίους των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, εφόσον η καταγγελία πιθανολογείται βάσιμη, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών και περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων, καθώς και για παραβάσεις λόγω συμμετοχής τους σε εγκληματικές δραστηριότητες, εφόσον η συμμετοχή αυτή ήταν άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι ήταν παθόντες των αδικημάτων των προηγούμενων παραγράφων, ώσπου να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Αν η καταγγελία αποδειχθεί βάσιμη, η αποχή από την ποινική δίωξη γίνεται οριστική.».

 Άρθρο 67Αυτοδικία – Τροποποίηση άρθρου 331 ΠΚ

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 331 του ΠΚ τροποποιείται ως προς τη σειρά των προβλεπόμενων εναλλακτικών ποινών και το άρθρο 331 τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 331ΑυτοδικίαΌποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.».Άρθρο 68Βιασμός – Τροποποίηση παρ. 3 και 4 άρθρου 336 ΠΚ

Στο άρθρο 336 του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 3 με την προσθήκη της περίπτωσης του ανήλικου θύματος και ως προς το πλαίσιο ποινής, β) στην παρ. 4 η λέξη «επιχειρεί» αντικαθίσταται από τη λέξη «τελεί» και το άρθρο 336 διαμορφώνεται ως εξής :

«Άρθρο 336Βιασμός 1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.3. Αν η πράξη της παραγράφου 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος ή αν ο παθών είναι ανήλικος, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.

  1. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, τελεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη.».

Άρθρο 69Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 337 ΠΚ

Στο άρθρο 337 του ΠΚ, α) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 με την προσθήκη της περίπτωσης του ανήλικου παθόντος, β) τροποποιείται η παρ. 4 ως προς τον αποδέκτη των πράξεων και το πλαίσιο ποινής και διαγράφεται το τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 337 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 337

Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας

  1. Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, εκτός αν ο παθών είναι ανήλικος.
  2. Με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγουμένης παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος των δώδεκα ετών.
  3. Ενήλικος, ο οποίος μέσω διαδικτύου ή άλλων μέσων ή τεχνολογιών πληροφορικής αποκτά επαφή με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δέκα πέντε έτη και με χειρονομίες ή προτάσεις, προσβάλλει την τιμή του ανηλίκου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν επακολούθησε συνάντηση ο ενήλικος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.
  4. Όποιος προβαίνει σε χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα ή διατυπώνει προτάσεις για τέλεση γενετήσιων πράξεων σε πρόσωπο που εξαρτάται εργασιακά από αυτόν ή εκμεταλλευόμενος τη θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.».

Άρθρο 70Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 338 ΠΚ 

Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 338 του ΠΚ τροποποιούνται ως προς την ποινή και το άρθρο 338 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 338

Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη

  1. Όποιος με κατάχρηση της διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας άλλου ή της από οποιαδήποτε αιτία ανικανότητάς του να αντισταθεί ενεργεί με αυτόν γενετήσια πράξη τιμωρείται με κάθειρξη.
  2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισσότερους που ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.».

Άρθρο 71Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 339 ΠΚ

Στην παρ. 1 του άρθρου 339 του ΠΚ, α) τροποποιείται το εισαγωγικό εδάφιο ως προς τα άρθρα του ΠΚ στα οποία γίνεται παραπομπή, β) αντικαθίσταται η περ. α’, γ) αντικαθίσταται η περ. β΄, δ) διαγράφεται η περ. γ’ και το άρθρο 339 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 339

Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους

  1. Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με τα άρθρα 342 και 351Α, ως εξής:

α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών,

β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη.

  1. Οι γενετήσιες πράξεις μεταξύ ανηλίκων κάτω των δεκαπέντε ετών δεν τιμωρούνται, εκτός αν η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, οπότε μπορούν να επιβληθούν μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
  2. Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο, που δεν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, να παρίσταται σε γενετήσια πράξη μεταξύ άλλων, χωρίς να συμμετέχει σε αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή αν ο ανήλικος είναι μικρότερος των δεκατεσσάρων ετών και με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του.».

 

 

Άρθρο 72Γενική διάταξη για τα άρθρα 338 και 339 ΠΚ – Προσθήκη άρθρου 340 ΠΚ

 

Προστίθεται άρθρο 340 στον ΠΚ ως εξής:

«Άρθρο 340

Γενική διάταξη

Αν κάποια από τις πράξεις των άρθρων 338 και 339 είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.».

Άρθρο 73Κατάχρηση ανηλίκων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 342 ΠΚ

Στην παρ. 1 του άρθρου 342 του ΠΚ, α) στο πρώτο εδάφιο αα) τροποποιούνται οι περ. α΄ και β’ ως προς την αναπροσαρμογή των ηλικιακών ορίων, αβ) διαγράφεται η περ. γ΄, β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 342 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 342Κατάχρηση ανηλίκων 1. Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής :

α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών,

β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη.

Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης της παρ. 1: α) από οικείο, β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του, γ) από εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στον ανήλικο, δ) από πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, ε) από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση, στ) από ψυχολόγο, ιατρό, νοσοκόμο ή από ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο, ζ) από πρόσωπο που καταχράται τη διανοητική ή σωματική αναπηρία του ανηλίκου.

  1. Ο ενήλικος ο οποίος απευθύνει χειρονομίες, προτάσεις ή εξιστορεί ή απεικονίζει ή παρουσιάζει πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.».

Άρθρο 74Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη προσώπου που αναζητά εργασία – Αντικατάσταση περ. β’ άρθρου 343 ΠΚ

Η περ. β’ του άρθρου 343 του ΠΚ αντικαθίσταται και το άρθρο 343 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 343

Κατάχρηση σε γενετήσια πράξη

 

Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρούνται: α) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, με κατάχρηση σχέσης εργασιακής εξάρτησης οποιασδήποτε φύσης, β) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, εκμεταλλευόμενος την θέση του παθόντος, ως προσώπου, το οποίο αναζητά εργασία, γ) οι διορισμένοι ή οπωσδήποτε εργαζόμενοι σε φυλακές ή άλλα κρατητήρια, σε αστυνομικές υπηρεσίες, σε σχολές, παιδαγωγικά ιδρύματα, νοσοκομεία, κλινικές ή κάθε είδους θεραπευτικά καταστήματα ή σε άλλα ιδρύματα προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα που έχουν ανάγκη από βοήθεια αν, με κατάχρηση της θέσης τους, υποχρεώσουν σε γενετήσια πράξη πρόσωπο που έχει εισαχθεί σε αυτά τα ιδρύματα.».

Άρθρο 75Έγκληση – Τροποποίηση άρθρου 344 ΠΚ

 

Το άρθρο 344 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την παραπομπή σε άρθρο του ΠΚ, στο τέλος του άρθρου προστίθεται η φράση «εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια τον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του» και το άρθρο 344 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 344

Έγκληση

 

Στην περίπτωση του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, αλλά αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη ή, αν αυτή έχει ασκηθεί, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια τον σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του.».

Άρθρο 76Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 345 ΠΚ 

Η παρ. 1 του άρθρου 345 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την ποινή και το άρθρο 345 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 345

Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών

  1. Η γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή από υιοθεσία, ανιούσας και κατιούσας γραμμής και μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με κάθειρξη έως δέκα ετών, , , β) ως προς τους κατιόντες με φυλάκιση και γ) μεταξύ αδελφών με φυλάκιση έως δύο έτη.
  2. Συγγενείς κατιούσας γραμμής ή αδελφοί μπορούν να απαλλαγούν από κάθε ποινή, αν κατά τον χρόνο της πράξης δεν είχαν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος.»

Άρθρο 77Πορνογραφία ανηλίκων – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 348Α ΠΚ 

Η παρ. 4 του άρθρου 348Α του ΠΚ τροποποιείται ως προς το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 348Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 348Α

Πορνογραφία ανηλίκων

  1. Όποιος με πρόθεση παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην Επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.
  2. Όποιος με πρόθεση παράγει, προσφέρει, πωλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο διαθέτει, διανέμει, διαβιβάζει, αγοράζει, προμηθεύεται ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, μέσω πληροφοριακών συστημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.
  3. Υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή η εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και της πραγματικής ή εικονικής γενετήσιας πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο.
  4. Οι πράξεις των παρ. 1 και 2 τιμωρούνται με κάθειρξη και χρηματική ποινή:

α. αν τελέσθηκαν κατ’ επάγγελμα,

β. αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της ψυχικής ή της διανοητικής ασθένειας ή της σωματικής δυσλειτουργίας, λόγω οργανικής νόσου ανηλίκου ή με την άσκηση ή απειλή χρήσης βίας ανηλίκου ή με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος ή αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας εξέθεσε τη ζωή του ανηλίκου σε σοβαρό κίνδυνο και

γ. αν δράστης της παραγωγής του υλικού παιδικής πορνογραφίας είναι πρόσωπο στο οποίο έχουν εμπιστευθεί ανήλικο για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά.

  1. Αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν η πράξη των περιπτώσεων β` και γ` της προηγούμενης παραγράφου είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, αν δε αυτή είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή.
  2. Όποιος εν γνώσει αποκτά πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας μέσω πληροφοριακών συστημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.».

Άρθρο 78Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής – Τροποποίηση άρθρου 351Α ΠΚ

Στο άρθρο 351Α του ΠΚ, α) τροποποιούνται οι περ. β΄ και γ΄ της παρ. 1 ως προς τα ηλικιακά όρια, β) τροποποιείται η παρ. 2 ως προς το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 351Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 351Α

Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής

  1. Η γενετήσια πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα ή η γενετήσια πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με τον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου τιμωρείται:

α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή,

β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα, όχι όμως και τα δεκαπέντε έτη, με κάθειρξη και χρηματική ποινή και

γ) αν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.

  1. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του παθόντος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.».

Άρθρο 79Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 353 ΠΚ

Η παρ. 2 του άρθρου 353 του ΠΚ τροποποιείται με την αναφορά στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και το άρθρο 353 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 353

Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας

  1. Όποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα τη γενετήσια ευπρέπεια άλλου με πράξη γενετήσιου χαρακτήρα που ενεργείται ενώπιόν του τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν η πράξη του προηγούμενου εδαφίου ενεργείται ενώπιον προσώπου νεότερου των δεκαπέντε ετών τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
  2. Για την ποινική δίωξη της πράξης του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 απαιτείται έγκληση.».

Άρθρο 80Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου – Τροποποίηση άρθρου 360 ΠΚ

Στο άρθρο 360 του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 1 ως προς το ηλικιακό όριο, β) τροποποιείται η παρ. 2 ως προς το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 360 διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 360Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου 1. Όποιος, ενώ έχει υποχρέωση εποπτείας ανηλίκου παραλείπει να τον παρεμποδίσει από την τέλεση αξιόποινης πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, αν δεν συντρέχει περίπτωση να τιμωρηθεί αυστηρότερα με άλλη διάταξη.2. Αν ο υπαίτιος της παράλειψης είναι πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου και ιδίως γονέας ή επίτροπος υπό την υπεύθυνη επιμέλεια του οποίου έχει τεθεί ο ανήλικος σύμφωνα με τα άρθρα 122 και 123, επιβάλλεται φυλάκιση έως δύο έτη.». Άρθρο 81Παραβάσεις σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκου – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 360Α ΠΚ Η παρ. 2 του άρθρου 360Α του ΠΚ τροποποιείται ως προς την επέκταση του αξιοποίνου σ’ εκείνον που υιοθιετεί και το άρθρο 360Α διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 360ΑΠαραβάσεις σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκου 1. Όποιος υιοθετεί ανήλικο με σκοπό να τον απασχολήσει σε δραστηριότητες επικίνδυνες για την υγεία του και τον απασχολεί σε αυτές, τιμωρείται, εφόσον δεν συντρέχει άλλη αξιόποινη πράξη που τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.2. Με φυλάκιση και χρηματική ποινή τιμωρείται εκείνος που δίνει σε υιοθεσία το παιδί του, εκείνος που υιοθετεί καθώς και εκείνος που μεσολαβεί στην υιοθεσία αποκομίζοντας ο ίδιος ή προσπορίζοντας σε άλλον αθέμιτο όφελος.3. Εκείνος που τελεί κατ` επάγγελμα τις αξιόποινες πράξεις των προηγούμενων παραγράφων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.». Άρθρο 82Κλοπή – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 372 ΠΚ

Η παρ. 1 του άρθρου 372 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την ποινή και διαγράφεται η περίπτωση τέλεσης κλοπής με διάρρηξη και το άρθρο 372 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 372

Κλοπή

  1. Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.
  2. Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ηλεκτρική και κάθε άλλης μορφής ενέργεια.».

Άρθρο 83Υπεξαίρεση – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 375 ΠΚ

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 375 του ΠΚ τροποποιείται ως προς το πλαίσιο ποινής και το άρθρο 375 διαμορφώνεται ως εξής:«Άρθρο 375Υπεξαίρεση 1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.3. Αν η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.4. Με το ξένο πράγμα εξομοιώνεται και: α) το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα που του είχαν εμπιστευθεί για να το πουλήσει, καθώς και β) το κινητό πράγμα που απέκτησε ο υπαίτιος με χρήματα ή με άλλο πράγμα που του είχαν εμπιστευθεί για να αγοράσει ή να ανταλλάξει αντίστοιχα το πράγμα που απέκτησε.». Άρθρο 84Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας – Τροποποίηση πρώτου εδαφίου άρθρου 377 ΠΚΣτο πρώτο εδάφιο του άρθρου 377 του ΠΚ απαλείφεται η αναφορά στο άρθρο 374 του ΠΚ και το άρθρο 377 διαμορφώνεται ως εξής:«Άρθρο 377Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίαςΑν τα εγκλήματα των άρθρων 372 και 375 παρ. 1 έχουν αντικείμενο πράγμα μικρής αξίας, επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.».Άρθρο 85Ληστεία – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 380 ΠΚ

Η παρ. 2 του άρθρου 380 του ΠΚ τροποποιείται ως προς την ποινή και το άρθρο 380 τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 380

Ληστεία

  1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή.
  2. Αν από την πράξη επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
  3. Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που καταλήφθηκε επ` αυτοφώρω να κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο.».

Άρθρο 86Εκβίαση – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 385 ΠΚ Στο άρθρο 385 του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 1 με την απαλοιφή της αναφοράς στις περιπτώσεις του άρθρου 380 του ΠΚ, β) στην παρ. 2 τροποποιείται το πλαίσιο ποινής και διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 385 διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 385Εκβίαση 1. Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει άλλον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου, τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής τιμωρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 380 του ΠΚ.3. Η εκβίαση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον. Αν την παραπάνω πράξη τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατ` επάγγελμα, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.». Άρθρο 87Απάτη – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 386 ΠΚ

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 386 του ΠΚ τροποποιείται με την προσθήκη της περίπτωσης ιδιαίτερα μεγάλης προξενηθείσας ζημίας και του πλαισίου ποινής και το άρθρο 386 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 386

Απάτη

  1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
  2. Αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.».

Άρθρο 88Απάτη με υπολογιστή – Τροποποίηση περ. ε΄ παρ. 1 άρθρου 386Α ΠΚ

Η περ. ε’ του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 386Α του ΠΚ τροποποιείται ως προς το πλαίσιο ποινής, με την προσθήκη της περίπτωσης ιδιαίτερα μεγάλης προξενηθείσας ζημίας και του αντίστοιχου πλαισίου ποινής και το άρθρο 386Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 386Α

Απάτη με υπολογιστή

  1. Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επεξεργασίας δεδομένων υπολογιστή: α) με τη μη ορθή διαμόρφωση προγράμματος υπολογιστή, β) με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση στη λειτουργία προγράμματος ή συστήματος υπολογιστή, γ) με τη χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας, δ) με τη χωρίς δικαίωμα εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή ή εξάλειψη δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας, ή ε) με τη χωρίς δικαίωμα αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για τη μετακίνηση χρημάτων τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
  2. Όποιος κατασκευάζει, διαθέτει ή κατέχει πρόγραμμα ή σύστημα υπολογιστή που προορίζεται για τη διάπραξη του εγκλήματος της παραγράφου 1 τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη και χρηματική ποινή. Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος καταστρέφει με δική του θέληση το παραπάνω πρόγραμμα ή σύστημα υπολογιστή πριν το χρησιμοποιήσει για τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1.
  3. Αν η απάτη με υπολογιστή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.».

Άρθρο 89Απιστία – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 390 ΠΚ

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 390 του ΠΚ τροποποιείται ως προς το πλαίσιο ποινής, με την προσθήκη της περίπτωσης ιδιαίτερα μεγάλης προξενηθείσας ζημίας και του αντίστοιχου πλαισίου ποινής και το άρθρο 390 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 390

Απιστία

  1. Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
  2. Αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά των ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.».

Άρθρο 90Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 394 ΠΚ

Στο άρθρο 394 του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 1 ως προς την ποινή, β) προστίθεται παρ. 4 και το άρθρο 394 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 394

Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος

1. Όποιος αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από το οποίο προέρχεται το πράγμα, με φυλάκιση έως τρία έτη, και αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή.

2. Αν το αντικείμενο της πράξης της προηγούμενης παραγράφου είναι μικρής αξίας, ο δράστης τιμωρείται με χρηματική ποινή.

3. Με τα πράγματα που προέρχονται από αξιόποινη πράξη εξομοιώνεται και το τίμημά τους, καθώς επίσης και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν μέσω αυτών.

  1. Για την ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού, απαιτείται έγκληση, αν το πράγμα προήλθε από πράξη, η οποία διώκεται κατ’ έγκληση.».

Άρθρο 91

Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα – Τροποποίηση άρθρου 396 ΠΚ

Στο άρθρο 396 του ΠΚ προστίθεται παρ. 2Α και το άρθρο 396 διαμορφώνεται ως εξής :

«Άρθρο 396Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα 1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή, τιμωρείται όποιος εργάζεται ή παρέχει υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση στον ιδιωτικό τομέα και, κατά την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα για τον ίδιο ή για άλλον ή δέχεται υπόσχεση τέτοιου ωφελήματος ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή του κατά παράβαση των καθηκόντων του, όπως αυτά διαγράφονται από τον νόμο, ή προκύπτουν από τη φύση της θέσης ή της υπηρεσίας του.2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, κατά την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, υπόσχεται, προσφέρει ή παρέχει, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα σε πρόσωπο που εργάζεται ή παρέχει υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα στον ιδιωτικό τομέα, για τον ίδιο ή για τρίτον, για ενέργεια ή για παράλειψη κατά παράβαση των ως άνω καθηκόντων του.2Α. Οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων μένουν ατιμώρητες αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν εξετασθεί ως ύποπτος ή κατηγορούμενος για την πράξη του, την αναγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά, οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση.3. Η διάταξη του άρθρου 263Α εφαρμόζεται αναλόγως.».

Άρθρο 92

Αλιεία σε χωρικά ύδατα – Προσθήκη νέου άρθρου 398 στον Ποινικό Κώδικα

Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 398 ως εξής:

«Άρθρο 398

Αλιεία σε χωρικά ύδατα

Αλλοδαπός που ψαρεύει χωρίς δικαίωμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ελληνικού κράτους τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.».

Άρθρο 93

Τοκογλυφία – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση άρθρου 404 ΠΚ

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και η παρ. 2 του άρθρου 404 του ΠΚ τροποποιούνται ως προς την ποινή και το άρθρο 404 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 404

Τοκογλυφία

1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την οικονομική ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα ή την απειρία εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που με βάση τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου ή συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Αν η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους αφορά όμως τα ίδια περιουσιακά ωφελήματα, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του.2. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ’ επάγγελμα τις τοκογλυφικές πράξεις της παρ. 1 τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 

Άρθρο 94

Μεταβατικές διατάξεις – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 2, 3, 4 στο άρθρο 465 ΠΚ

 

Στο άρθρο 465 του ΠΚ, α) η ισχύουσα διάταξη τίθεται ως παρ. 1 και το δεύτερο εδάφιο αυτής τροποποιείται ως προς το πλαίσιο ποινής, β) προστίθενται παρ. 2, 3 και 4 και το άρθρο 465 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 465

  1. Οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος. Σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του άρθρου 80 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του προϊσχύσαντος ΠΚ ή Ειδικών Ποινικών Νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν σχηματίζεται συνολική ποινή κατά το άρθρο 96 ΠΚ.
  2. Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα [ν. 4619/2019 (Α’ 95)] καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, σύμφωνα με της παρ. 1 και 2 του άρθρου 94 του ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι (20) ή δεκαπέντε (15) έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οχτώ (8) ή πέντε (5) έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι (20), δεκαπέντε (15), οχτώ (8) και πέντε (5) έτη, αντίστοιχα.
  3. Τυχόν επιβληθείς μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ποινικός σωφρονισμός σε νεαρούς ενήλικες που δεν είχαν συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους μετατρέπεται με απόφαση του δικαστηρίου σε μειωμένη ποινή κατά το άρθρο 133.
  4. Υποθέσεις, για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται από το δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί.».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 95

Καταργούμενες διατάξεις

Το άρθρο 10 του ν. 2447/1996 (Α΄278) περί αξιόποινων πράξεων επί υιοθεσίας καταργείται.

 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 

Άρθρο 96
Δικαιώματα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο πλαίσιο της ανώτατης εποπτείας στην ανάκριση – Τροποποίηση τελευταίου εδαφίου άρθρου 32 ΚΠΔ

 

Στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 32 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) προστίθενται τα κακουργήματα του 19ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ και το άρθρο 32 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 32

Ανώτατη εποπτεία στην ανάκριση

 

Η ανώτατη εποπτεία του ανακριτικού έργου ανήκει στον εισαγγελέα εφετών, που έχει επιπλέον το δικαίωμα να ενεργεί, προσωπικά ή με κάποιον από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σε αυτόν, προκαταρκτική εξέταση για κάθε έγκλημα που γίνεται στην περιφέρειά του, εφόσον δεν έχει διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας εφετών, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που ενήργησε, είτε αρχειοθετεί την υπόθεση, εφόσον στο μεταξύ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν έχει κινήσει την ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, είτε παραγγέλλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Το ίδιο δικαίωμα, χωρίς τους περιορισμούς των προηγούμενων εδαφίων, έχει και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος μπορεί επίσης σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης ή επί κακουργημάτων του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα να διατάσσει την διεξαγωγή της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.».

Άρθρο 97
Κίνηση ποινικής δίωξης επί ανηλίκων για πράξεις που αν τις διέπραττε ο ανήλικος, θα διατασσόταν προκαταρκτική εξέταση – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 43 ΚΠΔ

Στην παρ. 1 του άρθρου 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, στο τέταρτο εδάφιο επικαιροποιούνται τα αρμόδια όργανα και το άρθρο 43 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 43

Έναρξη ποινικής δίωξης – Τρόποι κίνησης – Αρχειοθέτηση

  1. Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται ή διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών στην περίπτωση της επόμενης παραγράφου ή υποβάλλοντας αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής (άρθρο 409). Στα κακουργήματα ή πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, καθώς και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς εφετείου (άρθρο 111 παρ. 6), κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνησή της. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και επί ανηλίκων, για πράξεις που αν τις διέπραττε ενήλικος, θα διατασσόταν προκαταρκτική εξέταση. Αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση ελέγχου των οργάνων ελέγχου της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, μπορεί να μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον η ποινική δίωξη που πρόκειται να ασκηθεί αναφέρεται σε πράξεις ίδιες με εκείνες για τις οποίες διενεργήθηκε η Ε.Δ.Ε ή αναφέρονται στο πόρισμα ή την έκθεση ελέγχου.
  2. Αν διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής για πλημμέλημα των προσώπων του άρθρου 111 παρ. 6, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κινεί την ποινική δίωξη διαβιβάζοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών με σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, υποβάλλει σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού.
  3. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και, υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος, αν δεν συμφωνεί, έχει υποχρέωση να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης.
  4. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισμα ή έκθεση αρμόδιας κατά τον νόμο για έλεγχο αρχής και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και, υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος, αν δεν συμφωνεί, έχει δικαίωμα να παραγγείλει είτε τη συμπλήρωση προκαταρκτικής εξέτασης είτε την άσκηση ποινικής δίωξης, εκθέτοντας στην παραγγελία του συνοπτικά τους λόγους που την δικαιολογούν, προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης.
  5. Μήνυση ή αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 3. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, διατάσσεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
  6. Ο αρμόδιος εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο μόνον όταν αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή γίνεται επίκληση αυτών, τα οποία δικαιολογούν κατά την κρίση του την επανεξέταση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή καλεί τον μηνυόμενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για παροχή εξηγήσεων.».

Άρθρο 98
Αποχή από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος με πράξεις του προϊσταμένου εισαγγελέα του τμήματος οικονομικού εγκλήματος- Τροποποίηση άρθρου 47 ΚΠΔ

Στο άρθρο 47 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) τροποποιούνται οι παρ. 1, 2 και 3 ως προς τα αρμόδια όργανα, β) τροποποιείται η παρ. 2 με την απαλοιφή του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 47

Αποχή από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος

 

  1. Σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α ΠΚ και τις συναφείς με αυτές πράξεις, είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του προϊσταμένου εισαγγελέα του τμήματος οικονομικού εγκλήματος να χαρακτηρίζεται ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος με πράξη των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος ή των αναπληρωτών τους ή των επίκουρων εισαγγελέων του οικονομικού εγκλήματος όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς , με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο πράξη του εισαγγελέα μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο και σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της.
  2. Αν έχει υποβληθεί έγκληση ή μήνυση για τα εγκλήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης ή της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου του ποινικού κώδικα ή για τις πράξεις των παρ. 4 ή 8 του άρθρου 22 του ν. 2472/1997 σε υπόθεση σχετική με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, ο αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια, ενημερώνει σχετικά τον προϊστάμενο εισαγγελέα του τμήματος οικονομικού εγκλήματος.
  3. Αν ο προϊστάμενος εισαγγελέας του τμήματος οικονομικού εγκλήματος, κρίνει μετά από την κατά την προηγούμενη παράγραφο ενημέρωσή του ότι η ποινική δίωξη των εγκλημάτων της προηγούμενης παραγράφου δεν είναι απαραίτητη για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος , μπορεί να παραγγείλει στον αρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελέα την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη για τις εν λόγω πράξεις. Αν ανακληθεί η πράξη χαρακτηρισμού μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος ο αρμόδιος προϊστάμενος εισαγγελέας του τμήματος οικονομικού εγκλήματος ανακαλεί την παραγγελία του για την οριστική αποχή από την ποινική δίωξη.».

Άρθρο 99
Κήρυξη απαράδεκτης νέας δίωξης για την ίδια πράξη λόγω εκκρεμοδικίας – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 57 ΚΠΔ

 

Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 57 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφεται η φράση «εφόσον δεν προηγούνται διαδικαστικά» και το άρθρο 57 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 57

Κώλυμα για νέα δίωξη

  1. Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός.
  2. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 527. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου.
  3. Αν σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη ασκήθηκαν περισσότερες διώξεις, κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας εκείνες οι οποίες ασκήθηκαν μεταγενέστερα.
  4. Ο εισαγγελέας μπορεί επίσης να απόσχει από τη δίωξη συγκεκριμένου προσώπου, εάν ύστερα από τη διενέργεια ευρωπαϊκής δικαστικής συνδρομής προκύψει ότι έχει ήδη ασκηθεί δίωξη σε βάρος του για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

Άρθρο 100
Αναβολή με πράξη του εισαγγελέα κάθε ενέργειας κατά του θύματος για την περίπτωση διάπραξης του εγκλήματος του άρθρου 351Α ΠΚ- Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 59 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας α) επικαιροποιείται η παρ. 3 ως προς τα αρμόδια όργανα, β) το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 τροποποιείται ως προς την αντικατάσταση του εγκλήματος του άρθρου 351 ΠΚ με εκείνο του άρθρου 351Α ΠΚ και το άρθρο 59 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 59

Προδικαστικά ζητήματα στην ποινική δίκη

  1. Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη.
  2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362 και 363 ΠΚ, αν για το γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 243, 43 παρ. 1 εδ. β`), αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών.
  3. Στις περιπτώσεις που υποβάλλεται μήνυση ή έγκληση σε βάρος των οργάνων ελέγχου της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας για παράβαση των άρθρων 224, 229, 242, 259, 362, 363 ΠΚ, που τέλεσαν με πόρισμα, έκθεση ή κατάθεση κατά τη διάρκεια επιθεώρησης ή ελέγχου ή εξαιτίας αυτών, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση ή την ένορκη διοικητική εξέταση, αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε κατά του υπαιτίου με βάση την έκθεση, το πόρισμα ή την κατάθεση των ανωτέρω, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών.
  4. Στις περιπτώσεις οποιασδήποτε από τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης εισόδου στη χώρα και εξόδου από αυτή, της κατοχής και της χρήσης ταξιδιωτικών εγγράφων ή δελτίων ταυτοτήτων ή αδειών διαμονής ή άλλων εγγράφων πλαστών ή γνησίων, που εκδόθηκαν για άλλο πρόσωπο, της παράνομης εργασίας και της πορνείας ή άλλης πράξης διευκόλυνσής τους, που φέρεται ότι διαπράχθηκε από θύμα εγκλήματος των άρθρων 323Α, 348 παρ. 2, 348Α, 348Β, 348Γ, 349 και 351Α ΠΚ, του άρθρου 29 παρ. 5 και 6 και του άρθρου 30 του ν. 4251/2014, εξαιτίας της σε βάρος του συμπεριφοράς του δράστη των ανωτέρω πράξεων, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση ή την αυτεπάγγελτη προανάκριση, αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια κατά του θύματος έως το τέλος της ποινικής δίωξης για το έγκλημα που τελέσθηκε σε βάρος του, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών. Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση οποιουδήποτε από τα παραπάνω εγκλήματα που τελέσθηκαν σε βάρος του θύματος, αν η απόφαση είναι καταδικαστική, δεν ασκείται ποινική δίωξη κατά του τελευταίου για τις προαναφερόμενες πράξεις του. Ο εισαγγελέας, ωστόσο, μπορεί με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη, ακόμα κι αν η απόφαση δεν είναι καταδικαστική ή αν η καταγγελία τεθεί στο αρχείο αγνώστων δραστών, αν από τα στοιχεία της δικογραφίας κρίνει ότι η τέλεση της αξιόποινης πράξης ήταν συνέπεια του γεγονότος ότι ο φερόμενος ως δράστης ήταν θύμα εμπορίας ανθρώπων.
  5. Αν έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του θύματος των αξιόποινων πράξεων της παρ. 4, το δικαστήριο αναστέλλει τη δίκη έως το τέλος της ποινικής δίωξης για το έγκλημα που τελέσθηκε σε βάρος του. Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση οποιουδήποτε από τα παραπάνω εγκλήματα που τελέσθηκαν σε βάρος του θύματος, αν η απόφαση είναι καταδικαστική, παύει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του τελευταίου για τις προαναφερόμενες πράξεις του. Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, ακόμα και αν η απόφαση δεν είναι καταδικαστική, αν από τα στοιχεία της δικογραφίας κρίνει ότι η τέλεση της αξιόποινης πράξης ήταν συνέπεια του γεγονότος ότι ο φερόμενος ως δράστης ήταν θύμα εμπορίας ανθρώπων.».

Άρθρο 101
Δικαίωμα παράστασης του κατηγορούμενου ανηλίκου με συνήγορο – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 99 ΚΠΔ

Στην παρ. 3 του άρθρου 99 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 99

Δικαίωμα παράστασης του κατηγορουμένου με συνήγορο

  1. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα στην απολογία του, ακόμη και σ` αυτήν που γίνεται σε αντιπαράσταση με μάρτυρες ή άλλους κατηγορουμένους, να παρίσταται με συνήγορο. Γι` αυτό το σκοπό καλείται εικοσιτέσσερις ώρες πριν από κάθε ανακριτική ενέργεια.
  2. Επιτρέπεται σύντμηση της προθεσμίας αυτής, αν από την αναβολή δημιουργείται κίνδυνος που η ύπαρξή του βεβαιώνεται ειδικά με έκθεση του ανακριτή ή του ανακριτικού υπαλλήλου.
  3. Ο ανακριτής έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο στον κατηγορούμενο για κακούργημα, εκτός αν ο τελευταίος δηλώσει ρητά και ανέκκλητα ότι παραιτείται από το δικαίωμά του αυτό. Την ίδια υποχρέωση έχει και στα πλημμελήματα, αν το ζητήσει ρητά ο κατηγορούμενος. Αν ο κατηγορούμενος για κακούργημα ή πλημμέλημα είναι ανήλικος, ο ανακριτής έχει την υποχρέωση να του διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, χωρίς τη δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα αυτό.
  4. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί η επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον συνήγορό του. Η επικοινωνία αυτή είναι απολύτως απόρρητη.».

Άρθρο 102
Αρμοδιότητα μονομελούς εφετείου επί εγκλημάτων του Δασικού Κώδικα και του νόμου περί προστασίας των δασών – Τροποποίηση περ. β’ άρθρου 110 ΚΠΔ

 

Η περ. β΄ του άρθρου 110 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται με την προσθήκη της αναφοράς σε κακουργήματα σχετικά με δάση και το άρθρο 110 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 110

Μονομελές εφετείο

Στη δικαιοδοσία του μονομελούς εφετείου ανήκουν:

α) Η εκδίκαση των κακουργημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 301 και 303, εφόσον για αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης.

β) Η εκδίκαση των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων της διακεκριμένης κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ), της ληστείας (άρθρο 380 ΠΚ), της παράτυπης μετανάστευσης (ν. 4251/2014), του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά (ν. 4139/2013), των περ. β’ έως και ε’ της παρ. 1 και της παρ. 3 του άρθρου 268 του ν.δ. 86/1969 «Δασικός Κώδικας» (Α’ 7), και της παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 998/1979 «περί προστασίας δασών» (Α’ 289), εκτός αν στον νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, οπότε αυτά υπάγονται στη δικαιοδοσία του τριμελούς εφετείου.

γ) Η εκδίκαση των υποθέσεων συγχώνευσης των ποινών με τον καθορισμό συνολικής ποινής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 551.».

Άρθρο 103
Αρμοδιότητα τριμελούς εφετείου επί κακουργημάτων αρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου- Τροποποίηση περ. 6 παρ. Α άρθρου 111 ΚΠΔ

 

Η περ. 6 της παρ. Α του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται με την προσθήκη των κακουργημάτων αρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου και το άρθρο 111 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 111

Τριμελές και πενταμελές εφετείο

Α. Το τριμελές εφετείο δικάζει:

  1. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον ποινικό κώδικα σχετικά με το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα, τα υπομνήματα, την ιδιοκτησία, την περιουσία, τα κακουργήματα της ψευδούς βεβαίωσης – νόθευσης από υπάλληλο και της νόθευσης δικαστικού εγγράφου, αν τελέστηκαν από πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του παθόντα και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας ή αν τελέστηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται οπωσδήποτε κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, εφόσον η ζημία που προξενήθηκε στο δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.
  2. Τα κακουργήματα της δωροδοκίας και δωροληψίας που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235, 236 και 237 ΠΚ καθώς και της κατάχρησης εξουσίας του άρθρου 239 ΠΚ.
  3. Τα κακουργήματα της πειρατείας και τα κακουργήματα κατά συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών και άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων, που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους.
  4. Τα κακουργήματα τα οποία τελούμενα υπό τις συνθήκες του άρθρου 187Α ΠΚ χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές πράξεις και τα κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 187 και 187Β ΠΚ, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητάς τους.
  5. Τα κακουργήματα των άρθρων 322 και 324 ΠΚ, των άρθρων 71 παρ. 1 του ν. 998/1979, 66 του ν. 2121/1993, 52 του ν. 4002/2011, καθώς και τα κακουργήματα των νόμων 4139/2013, 3028/2002, 2960/2001, 2725/1999, 4174/2013, 4251/2014 και 2168/1993 και όσα άλλα έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα των εφετείων, δυνάμει ειδικών διατάξεων νόμων.
  6. Τα κακουργήματα αρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου καθώς και τα πλημμελήματα των δικαστών πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των παρέδρων, εισηγητών και δοκίμων εισηγητών του, του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του γενικού επιτρόπου, επιτρόπων και αντεπιτρόπων επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, των δικηγόρων και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους
  7. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς πλημμελειοδικείου.

Β. Το πενταμελές εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς εφετείου.».

Άρθρο 104
Αρμοδιότητα μονομελούς πλημμελειοδικείου επί των αδικημάτων του άρθρου 57 του ν. 4497/2017 και του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ – Τροποποίηση άρθρου 115 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 115 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) τροποποιείται η περ. δ’ της παρ. 1 με την απαλοιφή των εγκλημάτων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 235 και της παρ. 1 του άρθρου 236 του ΠΚ, β) στην  παρ. 2 προστίθενται περ. η’ και θ’ και το άρθρο 115 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 115

Μονομελές πλημμελειοδικείο

  1. Τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στον νόμο φυλάκιση έως τριών ετών ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή συνδυασμός των ανωτέρω ποινών, εκτός από: α) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και εφετείων, καθώς και τα συναφή με αυτά (άρθρα 109, 111 και 128), β) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου ανηλίκων, γ) εκείνα που τελούνται διά του τύπου, δ) εκείνα των άρθρων 167 παρ. 1, 172 παρ. 1, 173 παρ. 2 εδ. α`, 224, 259 και 397 ΠΚ.
  2. Τα δασικά, τα αγροτικά σε βαθμό πλημμελήματος, τα αγορανομικά αδικήματα, τα πλημμελήματα του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, καθώς και τα εγκλήματα: α) του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής», β) του άρθρου 1 και 2 του α.ν. 86/1967 «περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολήν και την απόδοσιν εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως», γ) του άρθρου 94 παρ. 8 του ν. 4495/2017 για τον έλεγχο και προστασία του Δομημένου Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις, δ) των άρθρων 82 παρ. 4 και 83 παρ. 1 του ν. 3386/2005 και του άρθρου 29 παρ. 7 του ν. 4251/2014, ε) του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, στ) του άρθρου 28 του ν. 3996/2011, ζ) τα πλημμελήματα του άρθρου 66 του ν. 4174/2013, η) του άρθρου 57 του ν. 4497/2017 και θ) του άρθρου 372 παρ. 1 ΠΚ.».

 

 

Άρθρο 105
Εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων επί πλημμελήματος σε βάρος μελών δικαστηρίου – Αντικατάσταση τίτλου και τροποποίηση άρθρου 117 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 117 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) αντικαθίσταται ο τίτλος, β) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 117 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 117

Δικαιοδοσία επί πλημμελήματος σε βάρος μελών δικαστηρίου

 

Αν το πλημμέλημα έχει τελεστεί σε βάρος μέλους του δικαστηρίου, η τυχόν απαιτούμενη κατά τον νόμο έγκληση από μέρους του υποβάλλεται με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν ο δράστης του πλημμελήματος είναι συνήγορος του διαδίκου, αφού ολοκληρωθεί η άσκηση των καθηκόντων του, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων.».

Άρθρο 106
Κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου – Τροποποίηση περ. β’ άρθρου 119 ΚΠΔ

 

Στο τέλος της περ. β’ του άρθρου 119 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται η φράση «και το δικαστήριο είναι ανώτερο από το καθ’ ύλη αρμόδιο» και το άρθρο 119 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 119

Κατ’ εξαίρεση αρμοδιότητα

Το δικαστήριο είναι κατ’ εξαίρεση αρμόδιο να δικάσει και α) όταν προκύπτει από τη συζήτηση ότι το έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου ή β) αν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξης της ποινικής δίωξης απαράδεκτης κατά το άρθρο 368 περ. β’ και γ’ και το δικαστήριο είναι ανώτερο από το καθ’ ύλη αρμόδιο.».

Άρθρο 107
Εξαίρεση από την παραπομπή στον εισαγγελέα σε περίπτωση αναρμοδιότητας του μονομελούς πλημμελειοδικείου – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 120 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 120 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παρ. 4 και το άρθρο 120 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 120

Αναρμοδιότητα

  1. Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ` ύλη αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης.
  2. Το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αντίστοιχο αρμόδιο. Σε αυτήν την περίπτωση έχει δυνητικά τις εξουσίες του άρθρου 315.
  3. Κατ` εξαίρεση το δικαστήριο που χαρακτηρίζει εαυτό αναρμόδιο, παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα, αν κρίνει ότι η πράξη, όπως χαρακτηρίζεται από αυτό, είναι κακούργημα. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας παραγγέλλει κυρία ανάκριση.
  4. Παραπομπή στον εισαγγελέα δεν γίνεται εάν διενεργήθηκε κύρια ανάκριση ή ο χαρακτήρας της πράξης ως κακουργήματος προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο.».

Άρθρο 108
Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως – Αντικατάσταση άρθρου 121 ΚΠΔ

 

Το άρθρο 121 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 121

Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως

 

Το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο, επειδή το έγκλημα υπαγόταν σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (άρθρο 502 παρ. 3). Εάν το δευτεροβάθμιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό, ακυρώνει την απόφαση, κρατεί και δικάζει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 120.».

Άρθρο 109
Αρμοδιότητα προϊσταμένου οικονομικού εγκλήματος επί της εποπτείας και του συντονισμού των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 132 ΚΠΔ

 

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 132 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφεται και το άρθρο 132 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 132

Κανονισμός της αρμοδιότητας

  1. Αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, ή αν με βουλεύματα του ίδιου ή διαφορετικών συμβουλίων αποφασίστηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμόδιων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής: Το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε αμφισβήτηση, ή ο Άρειος Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας ή του εισαγγελέα ενός από τα πολλά αρμόδια δικαστήρια. Η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου. Ο αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών ή στον Άρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο.
  2. Σε περίπτωση αμφισβήτησης της αρμοδιότητας μεταξύ εισαγγελέων αυτή κανονίζεται από τον εισαγγελέα εφετών όταν η αμφισβήτηση ανακύπτει μεταξύ εισαγγελέων της περιφέρειάς του, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αν όσο διαρκεί η διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου αυτού ανακύψουν ζητήματα που αφορούν μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, επιλαμβάνεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου όπου διενεργήθηκε η κύρια ανάκριση.».

Άρθρο 110
Ανάλυση DNA επί αυτοφώρων εγκλημάτων – Εποπτεία του ειδικού αρχείου γενετικών τύπων – Καταστροφή στοιχείων – Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 201 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 201 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 με την προσθήκη εξαίρεσης από την εφαρμοζόμενη διαδικασία ανάλυσης DNA των αυτόφωρων εγκλημάτων, β) τροποποιείται το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 ως προς το εποπτευόμενο όργανο επί του ειδικού αρχείου γενετικών τύπων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και διαγράφεται το τελευταίο εδάφιο, γ) αντικαθίσταται η παρ. 3 και το άρθρο 201 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 201

Ανάλυση D.N.A.

 

  1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεϊκού οξέος (Deoxyribonucleic Acid – DNA) προκειμένου να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δράστη του εγκλήματος αυτού. Τη λήψη γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο διατάσσει ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ανακριτής και πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπεια του. Σε περίπτωση λήψης γενετικού υλικού από απόκρυφα μέρη του σώματος, είναι υποχρεωτική η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για την διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για την υπεράσπισή του. Σε κάθε περίπτωση, πλην εκείνης που αφορά αυτόφωρα εγκλήματα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208.
  2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό. Αυτό έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο από αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών, μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή θέσης της υπόθεσης στο αρχείο κατ` άρθρο 43 παρ. 2 και 3, εκτός αν η σύγκρισή τους με αταυτοποίητα όμοια αποτυπώματα, που τηρούνται στο ίδιο αρχείο, αποβεί θετική, οπότε η τήρησή τους παρατείνεται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση των προσώπων που αφορούν οι οικείες υποθέσεις. Τα στοιχεία αυτά τηρούνται για την αξιοποίηση στην διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων που προβλέπονται στην παρ. 1 και καταστρέφονται σε κάθε περίπτωση μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν.
  3. Στην καταστροφή ειδοποιείται με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά) να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο ελήφθη το γενετικό υλικό. Την ειδοποίηση ενεργεί ο αρμόδιος υπάλληλος της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την καταστροφή, συντάσσοντας για αυτή σχετική βεβαίωση.
  4. Όλα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια, που διεξάγουν αναλύσεις D.Ν.Α στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών δικαστικών ή ανακριτικών αρχών, κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεών τους στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παρ. 2.».

Άρθρο 111
Μαρτυρία συγκατηγορουμένου ως μόνο αποδεικτικό μέσο- Τροποποίηση άρθρου 211 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 211 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας α) διαγράφεται η λέξη «μόνη», β) μετά από τη λέξη «κατηγορουμένου» προστίθεται η αναφορά και σε άλλα ρητά κατονομαζόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα και το άρθρο 211 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 211

Μαρτυρία συγκατηγορουμένου

Η μαρτυρική κατάθεση ή η παροχή εξηγήσεων ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου, αν δεν υπάρχει και άλλο, ρητά κατανομαζόμενο στην απόφαση, αποδεικτικό μέσο.».

 

Άρθρο 112

Προστασία μαρτύρων μέσω μετεγκατάστασης σε άλλη χώρα – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 218 ΚΠΔ

 

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 218 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται με την προσθήκη του μέτρου της μετεγκατάστασης σε άλλη χώρα και το άρθρο 218 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 218

Προστασία μαρτύρων

  1. Κατά την ποινική διαδικασία για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση της παρ. 1 του άρθρου 187 ΠΚ ή σε τρομοκρατική οργάνωση της παρ. 2 του άρθρου 187Α ΠΚ και για συναφείς πράξεις, μπορεί να λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187Γ ΠΚ βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων ή των οικείων τους.
  2. Κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323Α και 348 παρ. 2 ΠΚ, καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014, μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι` και ια` της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4251/2014, των οικείων του θύματος ή των ουσιωδών μαρτύρων, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ.
  3. Σε υποθέσεις σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α ΠΚ, ακόμα κι αν δεν τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είναι δυνατόν να παρέχεται στους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατ` άρθρο 47, στους ιδιώτες κατ` άρθρο 255 και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ή, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, και στους οικείους των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στην παρ. 4 προστασία από πιθανολογούμενες πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης.
  4. Μέτρα προστασίας είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας του, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, η μετεγκατάσταση σε άλλη χώρα, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της, των δημοσίων υπαλλήλων, που αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους Υπουργούς, ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η υπουργική απόφαση μπορεί να προβλέπει τη μη δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης της μυστικότητας της πράξης. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους.
  5. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ο μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας, καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος του μάρτυρα, αν τούτο ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από ένα διάδικο ή και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354.
  6. Αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.».

Άρθρο 113

 Κατάθεση μάρτυρα χωρίς αναφορά της πηγής πληροφοριών– Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 224 ΚΠΔ

 

Η παρ. 2 του άρθρου 224 τροποποιείται με την προσθήκη ειδικής πρόβλεψης για την περίπτωση της ύπαρξης άλλου ρητά κατονομαζόμενου στην απόφαση αποδεικτικού μέσου και το άρθρο 224 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 224

Πώς έμαθε ο μάρτυρας όσα καταθέτει

  1. Ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πώς έμαθε όσα καταθέτει. Αν πρόκειται για γεγονότα που άκουσε από άλλους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατονομάσει ταυτόχρονα και εκείνους από τους οποίους τα άκουσε, εκτός αν στον νόμο ορίζεται διαφορετικά.
  2. Αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεση του δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου, αν δεν υπάρχει και άλλο, ρητά κατανομαζόμενο στην απόφαση, αποδεικτικό μέσο.».

Άρθρο 114

Εξέταση ανήλικων μαρτύρων θυμάτων προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας – Τροποποίηση παρ. 1 και αντικατάσταση παρ. 7 άρθρου 227 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 227 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 ως προς τη διαδικασία διεξαγωγής της εξέτασης ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος, β) αντικαθίσταται η παρ. 7 και το άρθρο 227 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 227

Ανήλικοι μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας.

 

  1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παρ. 4, 324, 336, 337 παρ. 3, 338, 339, 342, 343, 345, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351Α ΠΚ, καθώς και στα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για τον σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων.
  2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη.
  3. Οι συνήγοροι των διαδίκων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου.
  4. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.
  5. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου, η γραπτή κατάθεσή του αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο.
  6. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παρ. 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές. Οι ερωτήσεις τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου.
  7. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 68 του ν. 4478/2017 εφαρμόζονται και στα ανήλικα θύματα των αναφερομένων στην παρ. 1 πράξεων.»

Άρθρο 115

Μάρτυρες θύματα προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής  – Τροποποίηση παρ. 1 και 6 άρθρου 228 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 228 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) προστίθενται επιπλέον αδικήματα στην παρ. 1, β) το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 τροποποιείται ως προς την αναφορά των εφαρμοζόμενων διατάξεων και το άρθρο 228 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 228

Μάρτυρες θύματα εμπορίας ανθρώπων

  1. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α, 336, 337 παρ. 4, 338, 343 και 345 ΠΚ διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208.
  2. Ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος προετοιμάζει τον παθόντα για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντα και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και ο παθών μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφαση του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. Η παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως.
  3. Η κατάθεση του παθόντα συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του παθόντα αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.
  4. Αν δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της, η γραπτή κατάθεση του παθόντα αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο.
  5. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παρ. 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του παθόντα, αν δεν έχει εξεταστεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξεταστεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του παθόντα γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.
  6. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 68 του ν. 4478/2017 εφαρμόζονται αναλόγως και επί ενήλικων θυμάτων των αναφερομένων στην παρ. 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή περιφερειών.».

Άρθρο 116

 Χωρισμός της υπόθεσης επί συναφών εγκλημάτων και εισαγωγή της στο δικαστικό συμβούλιο – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 245 ΚΠΔ

Στo τέλος της παρ. 1 του άρθρου 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται νέο εδάφιο και το άρθρο 245 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 245

Πότε και από ποιον ενεργείται

  1. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, είναι συνοπτική και δεν περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου. Εφόσον ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προανάκριση περατώνεται και χωρίς την απολογία του. Παραγγελία για προανάκριση δίνεται μόνο στις περιπτώσεις του εδαφίου δ της παρ. 3 του παρόντος άρθρου καθώς και στις περιπτώσεις των άρθρων 43 παρ. 2 εδάφιο β`, 322 παρ. 3 εδάφιο α΄ περίπτωση γ΄ και 323 εδάφιο γ` περίπτωση γ΄. Ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο α` είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιόν του τους μάρτυρες για εξέταση και τους κατηγορούμενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του εφετείου της έδρας του. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος ζητεί την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα σε μία εφετειακή περιφέρεια. Η προανάκριση περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο ή γ) με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση, η προανάκριση μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να χωρίσει την υπόθεση και να την εισαγάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και επί συναφών εγκλημάτων, είτε πρόκειται για έναν είτε για περισσότερους κατηγορούμενους.
  2. Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας, αφού λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε..
  3. Αν από την προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, η δικογραφία τίθεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα στο αρχείο. Το ίδιο μπορεί να πράξει ο εισαγγελέας και αν ο δράστης παραμένει άγνωστος μετά από προκαταρκτική εξέταση. Στην περίπτωση αυτήν η κατά το άρθρο 43 ποινική δίωξη θεωρείται ότι ασκήθηκε με την έκδοση της πιο πάνω πράξης του εισαγγελέα, η οποία πρέπει να περιέχει και τον χαρακτηρισμό του αδικήματος και τον χρόνο τέλεσής του. Αν ακολούθως αποκαλυφθεί ο δράστης, η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία. Αν οι κατηγορούμενοι είναι περισσότεροι, η αρχειοθέτηση γίνεται μόνον ως προς αυτόν που παρέμεινε άγνωστος.».

Άρθρο 117

Λόγοι επιβολής περιοριστικών όρων – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 282 ΚΠΔ

Η παρ. 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται και το άρθρο 282  διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 282

Σκοπός και γενικές προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης, κατ` οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων

  1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι ή κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, υπό τις προϋποθέσεις των επόμενων άρθρων.
  2. Ο σκοπός των περιοριστικών όρων, του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και της προσωρινής κράτησης είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.
  3. Περιοριστικοί όροι επιβάλλονται εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι για την εκπλήρωση των σκοπών της παρ. 2 και αν αυτοί δεν επαρκούν επιβάλλεται κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση και αν αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές τότε μόνο εκδίδεται ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης.».

Άρθρο 118

Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση – Διάρκεια του κατ΄ οίκον περιορισμού για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή – Τροποποίηση παρ. 2 και 4 άρθρου 284 ΚΠΔ

Στο άρθρο 284 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 διαγράφεται η λέξη «άλλοι» πριν από τις λέξεις «περιοριστικοί όροι», β) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 οι λέξεις «του περιοριστικού όρου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του κατ΄οίκον περιορισμού» και το άρθρο 284 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 284

Ο κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση

  1. Ως κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση νοείται η επιβολή στον κατηγορούμενο της υποχρέωσης να μην εξέρχεται από συγκεκριμένο και ειδικά ορισμένο στην διάταξη του ανακριτή κτίριο ή σύμπλεγμα κτιρίων, που αποδεδειγμένα συνιστά τον τόπο διαμονής ή κατοικίας του. Η διάταξη που επιβάλλει τον κατ` οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση μπορεί να ορίζει την ευρύτερη περιοχή γύρω από τον τόπο διαμονής ή κατοικίας του κατηγορουμένου, στην οποία θα μπορεί αυτός να κινείται για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών του. Για τον σκοπό αυτόν ο κατηγορούμενος επιτηρείται με τη χρήση πρόσφορων ηλεκτρονικών μέσων. Ο κατηγορούμενος υποχρεούται να μην επεμβαίνει ή επιδρά καθ` οιονδήποτε τρόπο στα ηλεκτρονικά μέσα και στα συναφή με την επιτήρηση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Αρμόδια υπηρεσία παρακολουθεί και καταγράφει μέσω συστήματος γεωεντοπισμού, μόνο την γεωγραφική θέση του κατηγορούμενου και τηρεί σχετικό αρχείο.
  2. Κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση επιβάλλεται μόνον εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα και κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν επαρκούν για την επίτευξη των σκοπών της παρ. 2 του άρθρου 282, υπό την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος έχει γνωστή διαμονή στην χώρα και

α) έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής και από την συνδρομή ενός εκ των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής του, ή β) κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη του για ομοειδή αξιόποινη πράξη, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

  1. Αν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στον νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα δεκαπέντε έτη ή αν το έγκλημα τελέσθηκε κατ` εξακολούθηση ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, μπορεί να διαταχθεί ο κατ` οίκον περιορισμός του με ηλεκτρονική επιτήρηση και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης και την εν γένει προσωπικότητα του κατηγορουμένου, κρίνεται αιτιολογημένα, ότι το μέτρο αυτό παρέχει βάσιμα την προσδοκία ότι ο τελευταίος δεν θα διαπράξει άλλα εγκλήματα.
  2. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθεί κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση του κατηγορουμένου και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αν προκύπτει σκοπός φυγής του με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παρ. 2 και πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο διαρκείας του κατ΄ οίκον περιορισμού είναι έξι μήνες.
  3. Μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση. Κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν διατάσσεται χωρίς να προηγηθεί σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου. Μόνο το γεγονός της μη υποβολής τέτοιου αιτήματος από τον τελευταίο δεν τον καθιστά δίχως άλλο ύποπτο φυγής ή διάπραξης νέων εγκλημάτων και αυτό δεν αρκεί για την επιβολή της προσωρινής κράτησης.
  4. Αν ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν σχετικά με τον κατ` οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, είναι δυνατή η αντικατάστασή του με προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 296. Σε περίπτωση όμως τέλεσης από τον κατηγορούμενο του εγκλήματος του άρθρου 173Α ΠΚ, ο κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση αντικαθίσταται με προσωρινή κράτηση.
  5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, εφόσον κατηγορείται για πράξη από τις αναφερόμενες στο άρθρο 127 ΠΚ. Στην περίπτωση αυτή ο κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες και μπορεί να παρατείνεται μόνο για τρεις μήνες από το δικαστήριο, στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 294. Το αίτημα για κατ` οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση υποβάλλεται σωρευτικά από τον ανήλικο κατηγορούμενο και από εκείνον που έχει την επιμέλειά του. Αν ο ανήλικος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν σχετικά με τον κατ` οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή τελέσει το έγκλημα του άρθρου 173Α ΠΚ, είναι δυνατή η αντικατάστασή του με προσωρινή κράτηση.».

Άρθρο 119

Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης μετά από παραπεμπτικό βούλευμα επί του κατ΄οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση σε σχέση με τη διάρκεια, άρση, εξακολούθηση ή παράτασή του – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 285 ΚΠΔ

 

Η παρ. 1 του άρθρου 285 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται με την προσθήκη της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 294 και το άρθρο 285 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 285

Διάρκεια του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και προκαταβολή εξόδων

 

  1. Ως προς τη διάρκεια ισχύος του μέτρου του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και τη διαδικασία άρσης, εξακολούθησης ή παράτασής του εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στα άρθρα 292, 293 και 294.
  2. Το κόστος των ηλεκτρονικών μέσων επιτήρησης φέρει ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3. Για τον σκοπό αυτόν με τη διάταξη του ανακριτή επιβάλλεται η υποχρέωση προκαταβολής των εξόδων επιτήρησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Σε περίπτωση παράτασης της διάρκειας του μέτρου κατά το άρθρο 292, επιβάλλεται με το σχετικό βούλευμα η προκαταβολή των επιπλέον εξόδων. Αν για οποιονδήποτε λόγο αρθεί ή αντικατασταθεί το μέτρο πριν από τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος για το οποίο έχουν προκαταβληθεί τα έξοδα, τότε με την σχετική απόφαση, διάταξη ή βούλευμα διατάσσεται η απόδοση της διαφοράς σε εκείνον που τα προκατέβαλε. Αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, καταδικασθεί ή παύσει η εναντίον του ποινική δίωξη, εφαρμόζεται ως προς τη διαφορά αντίστοιχα το άρθρο 299.
  3. Σε περίπτωση μη προκαταβολής των εξόδων εντός της χορηγηθείσας από τον ανακριτή προθεσμίας, ο τελευταίος, μετά από πρόταση του εισαγγελέα, επιβάλλει προσωρινή κράτηση, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος στερείται την οικονομική δυνατότητα να τα καταβάλει, οπότε τα έξοδα επιβάλλονται στο δημόσιο.
  4. Εκείνος σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε το μέτρο του κατ` οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση κρατείται μέχρι να προκαταβληθούν τα σχετικά έξοδα που του επιβλήθηκαν. Αφού καταβληθούν αυτά, οδηγείται στο αρμόδιο όργανο για την προσαρμογή του τεχνικού μέσου επιτήρησης, μαζί με την σχετική διάταξη του ανακριτή. Αν στην δικαστική περιφέρεια, στην οποία επιβλήθηκε το μέτρο, δεν είναι αυτό δυνατόν, ο κατηγορούμενος οδηγείται χωρίς αναβολή στην πλησιέστερη δικαστική περιφέρεια, στην οποία λειτουργεί αρμόδιο όργανο. Αφού προσαρμοσθεί και ενεργοποιηθεί ο τεχνικός εξοπλισμός για την ηλεκτρονική επιτήρηση, οδηγείται στο προκαθορισμένο κτίριο ή σύμπλεγμα κτιρίων και συντάσσεται έκθεση, αντίγραφο της οποίας εντάσσεται στη δικογραφία. Η διάρκεια του κατ` οίκον περιορισμού αρχίζει από την ημέρα έκδοσης της διάταξης επιβολής του.».

Άρθρο 120

Η προσωρινή κράτηση ανηλίκων – Τροποποίηση άρθρου 287 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας α) η υφιστάμενη παράγραφος αριθμείται ως παρ. 1, β) προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 287 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 287

Η προσωρινή κράτηση ανηλίκων

  1. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και σε ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, υπό τους όρους του προηγούμενου άρθρου και εφόσον κατηγορείται για πράξη από τις αναφερόμενες στο άρθρο 127 ΠΚ. Στην περίπτωση αυτή η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. Η παραβίαση των περιοριστικών όρων που έχουν επιβληθεί στον ανήλικο δεν επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη της σε προσωρινή κράτηση. Το ένταλμα προσωρινής κράτησης πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή, λαμβανομένων κατά περίπτωση υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου.
  2. Εάν ο ανήλικος τέλεσε πράξη που για τον ενήλικο είναι κακούργημα, εκτός των περιπτώσεων της παρ. 1, ο ανακριτής μπορεί να επιβάλει αναμορφωτικά μέτρα των περ. α’ έως ια’ της παρ. 1 του άρθρου 122 ΠΚ.».

Άρθρο 121

Έναρξη υπολογισμού της προθεσμίας άσκησης προσφυγής του κατηγορουμένου– Δυνατότητα άρσης των περιοριστικών όρων – Τροποποίηση τίτλου και παρ. 1 και 4 άρθρου 290 ΚΠΔ

Στο άρθρο 290 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στον τίτλο διαγράφεται η λέξη «προσωρινώς», β) στην παρ. 1 τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο ως προς την αφετηρία του χρόνου υπολογισμού της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής, γ) τροποποιείται η παρ. 4 με την προσθήκη της δυνατότητας άρσης των περιοριστικών όρων και το άρθρο 290 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 290

Προσφυγή του κρατουμένου

 

  1. Κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση και της διάταξης του ανακριτή που επέβαλε περιοριστικούς όρους επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των πλημμελειοδικών. Η προσφυγή γίνεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την έκδοση του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή από την κοινοποίηση της διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων και συντάσσεται έκθεση δήλωσης ή εγχείρισης δικογράφου από τον γραμματέα των πλημμελειοδικών ή από εκείνον που διευθύνει τις φυλακές, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 474 παρ. 1. Η προσφυγή διαβιβάζεται στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρότασή του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα.
  2. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτική δύναμη.
  3. Αν το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκδόθηκε ύστερα από βούλευμα δικαστικού συμβουλίου που έκρινε σε σχετική διαφωνία του ανακριτή και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται προσφυγή.
  4. Το Συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν ασχολείται με την προσφυγή μπορεί να άρει την προσωρινή κράτηση ή να την αντικαταστήσει με τους περιοριστικούς όρους που επιβάλλονται κατά την κρίση του ή να άρει ή να αντικαταστήσει με άλλους τους όρους που έχουν τεθεί.
  5. Και μετά την άσκηση της προσφυγής ο ανακριτής εξακολουθεί την ανάκριση χωρίς διακοπή.».

Άρθρο 122

Επιβολή περιοριστικών όρων ή κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση -Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 292 ΚΠΔ

Στο πρώτο εδάφιo της παρ. 4 του άρθρου 292 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οι λέξεις «ή άλλων όρων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή κατ΄ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση» και το άρθρο 292 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 292

Διάρκεια της προσωρινής κράτησης

  1. Αν η προσωρινή κράτηση διαρκέσει έξι μήνες, ή στην εντελώς εξαιρετική περίπτωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή τους τρεις μήνες, το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του, αν πρέπει να απολυθεί ο κατηγορούμενος από τις φυλακές ή να εξακολουθήσει η προσωρινή κράτησή του. Για το σκοπό αυτόν:

α) Αν η ανάκριση συνεχίζεται, πέντε ημέρες πριν από τη συμπλήρωση του χρονικού αυτού διαστήματος ο ανακριτής αναφέρει στον εισαγγελέα εφετών με αιτιολογημένη έκθεσή του τους λόγους για τους οποίους δεν περατώθηκε η ανάκριση και διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει αμέσως στο συμβούλιο πλημμελειοδικών με έγγραφη αιτιολογημένη πρότασή του. Ο γραμματέας του συμβουλίου ειδοποιεί με οποιοδήποτε μέσο (έγγραφο, τηλεγράφημα, τηλετύπημα ή τηλεομοιοτυπία) τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του για να διατυπώσει τις απόψεις του με έγγραφο υπόμνημα, μέσα σε προθεσμία που καθορίζει ο πρόεδρος του συμβουλίου και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 48 ωρών από την υποβολή της πρότασης στο συμβούλιο. Ο κατηγορούμενος, έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της εισαγγελικής πρότασης. Ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του δεν εμφανίζονται ενώπιον του συμβουλίου, μπορεί όμως το συμβούλιο, αν κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του κατηγορουμένου, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας. Μετά ταύτα, το συμβούλιο αποφαίνεται αμετάκλητα αν πρέπει να απολυθεί προσωρινά ο κατηγορούμενος ή να εξακολουθήσει η προσωρινή του κράτηση. Αν η ανάκριση ενεργείται από εφέτη, κατά το άρθρο 28, αρμόδιο να αποφανθεί είναι το συμβούλιο εφετών.

β) Αν η ανάκριση έχει περατωθεί, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, στο οποίο θα δικαστεί η υπόθεση ή ο εισαγγελέας εφετών, αν έχει ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος, πέντε ημέρες πριν από τη συμπλήρωση του παραπάνω χρονικού διαστήματος εισάγει τη δικογραφία με αιτιολογημένη πρότασή του στο αρμόδιο κατά την επόμενη παράγραφο συμβούλιο. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούμενη περίπτωση α` για την ειδοποίηση του κατηγορουμένου προς υποβολή υπομνήματος, τη λήψη αντιγράφου της εισαγγελικής πρότασης, την μη εμφάνιση τούτου ενώπιον του συμβουλίου και την απόφαση του τελευταίου.

  1. Σε κάθε περίπτωση έως την έκδοση οριστικής απόφασης η προσωρινή κράτηση για το ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να υπερβεί το έτος. Σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον η κατηγορία αφορά σε εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή ισόβιας κάθειρξης ή πρόσκαιρης κάθειρξης με ανώτατο όριο τα δεκαπέντε έτη, η προσωρινή κράτηση μπορεί να παραταθεί για έξι το πολύ μήνες με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα: α) του συμβουλίου εφετών, αν η υπόθεση εκκρεμεί σε αυτό ύστερα από έφεση κατά βουλεύματος ή έχει εισαχθεί στο ακροατήριο του εφετείου ή του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή αν το συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, και β) του συμβουλίου πλημμελειοδικών σε κάθε άλλη περίπτωση.

Αν η υπόθεση εκκρεμεί στον ανακριτή και συνεχίζεται η προσωρινή κράτηση σύμφωνα με την παρ. 1, ο ανακριτής τριάντα ημέρες πριν από την συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της σύμφωνα με αυτή την παράγραφο, διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα, ο οποίος μέσα σε δεκαπέντε ημέρες την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο αρμόδιος εισαγγελέας, είκοσι πέντε ημέρες τουλάχιστον πριν από την συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της προσωρινής κράτησης σύμφωνα με αυτή την παράγραφο ή πριν από το τέλος της παράτασης που ήδη είχε χορηγηθεί, υποβάλλει στο αρμόδιο συμβούλιο πρόταση για παράταση ή όχι της προσωρινής κράτησης. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο για την ειδοποίηση του κατηγορουμένου προς υποβολή υπομνήματος, τη λήψη αντιγράφου της εισαγγελικής πρότασης, την μη εμφάνιση τούτου ενώπιον του συμβουλίου και την απόφαση του τελευταίου.

  1. Αν δεν διαταχθεί η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών μετά τη συμπλήρωση των τριών (3) ή των έξι (6) μηνών που προβλέπονται στην παρ. 1, το ένταλμα ή το βούλευμα με το οποίο είχε διαταχθεί παύει να ισχύει και ο αρμόδιος εισαγγελέας διατάσσει την απόλυση του προσωρινώς κρατουμένου. Αν το βούλευμα με το οποίο παρατείνεται η προσωρινή κράτηση δεν εκδοθεί πριν την παρέλευση του έτους, ο κατηγορούμενος απολύεται.
  2. Όσα αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 290 και στα άρθρα 283 και 284 για την επιβολή περιοριστικών όρων ή κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του άρθρου αυτού. Μετά την παύση ισχύος του εντάλματος ή του βουλεύματος, με το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, μπορεί να του επιβληθούν περιοριστικοί όροι.
  3. Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση ως προς την παράταση ή τη συμπλήρωση των ανώτατων ορίων της προσωρινής κράτησης επιλύεται από το κατά την παρ. 2 αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, εφαρμόζονται δε και στην περίπτωση αυτήν όσα ορίζονται στην παρ. 1 στοιχ. α` για την ακρόαση του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα.».

Άρθρο 123

Ανώτατα όρια προσωρινής κράτησης σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων – Αντικατάσταση τίτλου άρθρου 293 ΚΠΔ

Ο τίτλος του άρθρου 293 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 293

Ανώτατα όρια προσωρινής κράτησης σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων»

 

 

Άρθρο 124

Άρση ή αντικατάσταση προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου – Αντικατάσταση τίτλου και παρ. 1 άρθρου 294 ΚΠΔ

 

Ο τίτλος και η παρ. 1 του άρθρου 294 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται και το άρθρο 294 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 294

Άρση ή αντικατάσταση προσωρινής κράτησης, κατ’ οίκον περιορισμού και περιοριστικών όρων μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου

  1. Αν η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή του σε δίκη, το αρμόδιο συμβούλιο οποτεδήποτε, ή το δικαστήριο κατά την διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης ή σε περίπτωση που θα αναβληθεί για οποιονδήποτε λόγο η εκδίκαση, μπορεί ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου, του εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως να άρει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ΄ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να αντικαταστήσει τα προηγούμενα μέτρα με περιοριστικούς όρους ή να άρει ή να αντικαταστήσει τους περιοριστικούς όρους που έχουν τεθεί με άλλους. Το δικαστήριο που αποφασίζει την αναβολή ή ακυρώνει την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο ή εκδικάζει την υπόθεση αποφαίνεται και για την παράταση ή μη της προσωρινής κράτησης, αν στις επόμενες τριάντα ημέρες συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης και εφόσον είναι παρών ο κατηγορούμενος.
  2. Αρμόδιο συμβούλιο σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι το συμβούλιο εφετών και αν ακόμη το συμβούλιο πλημμελειοδικών είχε ήδη αποφανθεί για την προσωρινή κράτηση, εκτός αν η υπόθεση εκκρεμεί στο πλημμελειοδικείο.
  3. Για να γίνει τυπικά παραδεκτή η αίτηση, δεν χρειάζεται να υποβληθεί προηγουμένως ο αιτών στην εκτέλεση του βουλεύματος ή της απόφασης.».

Άρθρο 125

Προϋποθέσεις απόδοσης της εγγύησης – Τροποποίηση παρ. 1 και προσθήκη παρ. 3 άρθρου 299 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 299 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας α) τροποποιείται η παρ. 1 ως προς τις προϋποθέσεις απόδοσης της εγγύησης, β) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 299 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 299

Απόδοση της εγγύησης

  1. Αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί ή δεν γίνει σε βάρος του κατηγορία ή παύσει η εναντίον του ποινική δίωξη, ή αυτή κηρυχθεί απαράδεκτη, η εγγύηση επιστρέφεται άμεσα, ανεξάρτητα αν ασκήθηκε κατά της απόφασης ή του βουλεύματος ένδικο μέσο. Την απόδοση διατάσσει το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ή το συμβούλιο με το ίδιο βούλευμα.
  2. Αν καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο διατάσσει την απόδοση της εγγύησης. Η απόδοση εκτελείται από τον εισαγγελέα, μόλις ο αμετάκλητα καταδικασμένος φυλακιστεί για να εκτίσει την ποινή του, εκτός αν διατάχθηκε η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Από το ποσό της εγγύησης που επιστρέφεται και όταν ακόμη έχει κατατεθεί από τρίτους, αφαιρούνται τα δικαστικά έξοδα και οι χρηματικές ποινές.
  3. Αν το δικαστήριο ή το συμβούλιο των παρ. 1 και 2 παρέλειψε να αποφανθεί, εφαρμόζεται η παρ. 1 του άρθρου 145.».

Άρθρο 126

Περάτωση της κύριας ανάκρισης επί πλημμελημάτων και επί αγνώστου δράστη– Τροποποίηση παρ. 3 και 5 άρθρου 308 ΚΠΔ

Στο άρθρο 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, β) τροποποιείται η παρ. 5 ως προς τις αναλογικά εφαρμοζόμενες διατάξεις και το άρθρο 308 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 308

Περάτωση της κύριας ανάκρισης

  1. Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, μέσα σε δύο μήνες ή, αν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει, μέσα σε τρεις μήνες υποβάλλει πρόταση στο συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Ο εισαγγελέας, εφόσον στη δικογραφία που του διαβιβάστηκε από τον ανακριτή μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης υπάρχουν κατηγορούμενοι κατά των οποίων έχει εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης, οφείλει εντός μηνός να υποβάλει πρόταση στο συμβούλιο, για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Σε περίπτωση πράξης ανηλίκου κατηγορουμένου που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και για το οποίο προβλέπεται η ποινή του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης ανηλίκων σύμφωνα με το άρθρο 127 παρ. 1 ΠΚ, η κύρια ανάκριση περατώνεται σύμφωνα με τη διαδικασία του εδ. α` της παραγράφου αυτής.
  2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει τη σχετική πρόταση, πριν την υποβάλει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως, έστω και τηλεφωνικά, τους διαδίκους, προκειμένου να λάβουν αντίγραφό της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους.
  3. Η κύρια ανάκριση στα πλημμελήματα περατώνεται και με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου με διαταγή του εισαγγελέα, εφόσον υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 322. Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα, αν δεχτεί την προσφυγή, να διατάξει είτε να υποβληθεί η προσφυγή στο συμβούλιο είτε να συμπληρωθεί η ανάκριση, που περατώνεται με βούλευμα του συμβουλίου. Η παρ. 1 του άρθρου 245 εφαρμόζεται αναλόγως. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφαίνεται για την συνέχιση ή όχι της προσωρινής κράτησης, καθώς και για την διατήρηση ή όχι των περιοριστικών όρων.
  4. Στην περίπτωση της παρ. 1 ο ανακριτής οφείλει, πριν διαβιβάσει τη δικογραφία στον εισαγγελέα, να γνωστοποιήσει στους διαδίκους ότι ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχονται με τα άρθρα 100, 107 και 108. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να διορίσουν αντίκλητο δικηγόρο από τους διορισμένους στην έδρα του ανακριτή, και σε αυτόν γίνεται η γνωστοποίηση. Αν όμως οι διάδικοι κατοικούν έξω από την έδρα του ανακριτή, η γνωστοποίηση γίνεται μόνο αν έχουν διορίσει αντίκλητο.
  5. Αν από την ανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, εφαρμόζονται αναλόγως τα εδάφια πρώτο, τέταρτο και πέμπτο της παρ. 3 του άρθρου 245.».

 

Άρθρο 127

 Υποχρεωτικός διορισμός δικηγόρου για πλημμελήματα για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 340 ΚΠΔ

 

Στην παρ. 1 του άρθρου 340 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο ως προς τον υποχρεωτικό διορισμό συνηγόρου για πλημμελήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης τριών τουλάχιστον ετών, β) στο τελευταίο εδάφιο διαγράφονται οι λέξεις «του κακουργήματος» και το άρθρο 340 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 340

Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου

 

  1. Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, μπορεί επίσης να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα για τα οποία ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο σε όσους κατηγορούμενους δεν έχουν από πίνακα που καταρτίζει τον Ιανουάριο κάθε έτους το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δικαστής ανηλίκων, όταν ο ανήλικος κατηγορείται για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Για το σκοπό αυτόν κατά την έναρξη της συνεδρίασης ο πρόεδρος του δικαστηρίου διακριβώνει για το σύνολο των υποθέσεων, αν οι κατηγορούμενοι στερούνται συνηγόρου υπεράσπισης. Οι υποθέσεις στις οποίες διορίζεται συνήγορος κατά τα παραπάνω, εκδικάζονται υποχρεωτικά σε συνεδρίαση μετά από διακοπή, προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα ο διορισθείς συνήγορος. Η δικάσιμος μετά από τη διακοπή αυτή δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες. Ο συνήγορος μπορεί να διορίζεται και πριν από τη συνεδρίαση, αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, ακόμα και με απλή επιστολή προς τον εισαγγελέα. Αν κρατείται στις φυλακές, το αίτημά του διαβιβάζεται από τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης. Ο εισαγγελέας διορίζει συνήγορο από τον πίνακα και θέτει στη διάθεσή του τη δικογραφία. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί την υπεράσπισή του από το διορισμένο συνήγορο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει σε αυτόν άλλο συνήγορο από τον ίδιο πίνακα. Σε περίπτωση νέας άρνησης του κατηγορουμένου, το δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υπόθεσης χωρίς διορισμό συνηγόρου.
  2. Σε δίκες για κακούργημα, οι οποίες λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να έχουν μακρά διάρκεια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει με την ίδια, διαδικασία στον κατηγορούμενο που δεν έχει συνήγορο δύο (2) ή τρεις (3) συνηγόρους από τον ίδιο πίνακα. Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί την υπεράσπισή του από τον συνήγορο ή τους συνηγόρους που διορίστηκαν από τον πρόεδρο, μπορεί όμως με αιτιολογημένη αίτησή του να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκληση του διορισμού ενός (1) μόνο συνηγόρου, οπότε η υπεράσπιση συνεχίζεται από τους λοιπούς, εφόσον είχαν διοριστεί περισσότεροι από ένας. Σε δίκες για κακούργημα με μακρά διάρκεια η μη εμφάνιση ή μη παράσταση ή με οποιονδήποτε τρόπο μη εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από πληρεξούσιο δικηγόρο στις επόμενες της εναρκτήριας συνεδριάσεις του δικαστηρίου δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης. Σε περίπτωση δικαιολογημένης παραίτησης του πληρεξουσίου δικηγόρου ή ανάκλησης της προς αυτόν εντολής εφαρμόζονται αναλόγως τα εδάφια α` και β` της παρούσας παραγράφου.
  3. Σε πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι` αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.
  4. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης ή μη εκπροσώπησής του θα δικαστεί ερήμην.

Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής η ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο καλύπτει και κάθε επόμενη διαδικαστική φάση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό.

  1. Ο αιτών την ακύρωση της διαδικασίας, την ακύρωση απόφασης, την αναστολή εκτέλεσης απόφασης λόγω ασκηθείσας έφεσης ή αναίρεσης και τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, διοριζόμενο κατά τους όρους της παρ. 3.

Για το παραδεκτό των ως άνω αιτήσεων δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.».

Άρθρο 128

Ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν από την απόφαση για την ενοχή – Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 343 ΚΠΔ

Η παρ. 2 του άρθρου 343 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται και το άρθρο 343 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 343

Θέση επί της κατηγορίας – Ενημέρωση του κατηγορουμένου

  1. Ο διευθύνων τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να διατυπώσει συνοπτικά τη θέση του επί της κατηγορίας, παράλληλα δε τον πληροφορεί ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του, καθώς και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου.
  2. Εφόσον το δικαστήριο μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την απόφαση για την ενοχή, προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, οφείλει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο και να του δώσει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη βελτίωση της κατηγορίας ή ο ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός ουδέποτε συνιστούν λόγο αναβολής της δίκης.».

 

Άρθρο 129

Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης εφόσον ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να ασκήσει έφεση – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 430 ΚΠΔ

 

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 430 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται ως προς την προϋπόθεση της άσκησης αίτησης ακύρωσης της απόφασης από τον κατηγορούμενο και το άρθρο 430 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 430Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης

  1. Ο κατηγορούμενος που δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, εφόσον δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης, μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή της για τον λόγο ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 428, καθορίζοντας συγχρόνως και τον τόπο στον οποίο τότε διέμενε, διαφορετικά η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Η αίτηση γίνεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία οκτώ ημερών από την εκτέλεση της απόφασης ή και πριν από αυτή, με έκθεση που συντάσσεται από τον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή του δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης. Στην έκθεση εκείνος που υπέβαλε την αίτηση οφείλει να δηλώσει την τωρινή διαμονή του και να ορίσει αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, προς τον οποίο θα γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο, διαφορετικά, η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Η αίτηση εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, την πρώτη δικάσιμο ύστερα από τρεις ημέρες από τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης, χωρίς να προσκαλείται εκείνος που υπέβαλε την αίτηση. Ο αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει, χωρίς να τηρήσει καμιά προθεσμία, τους μάρτυρες που τυχόν του προτάθηκαν από εκείνον που υπέβαλε την αίτηση.
  2. Η αίτηση ακύρωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Μπορεί όμως ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις πληροφορηθεί ότι ασκήθηκε η αίτηση ακύρωσης, να διατάξει την αναβολή ή την διακοπή της εκτέλεσης.».

Άρθρο 130

Ποια είναι τα ένδικα μέσα – Αντικατάσταση άρθρου 462 ΚΠΔ

 

Το άρθρο 462 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 462

Ποια είναι τα ένδικα μέσα

 

Τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα, είναι: α) η έφεση και β) η αίτηση για αναίρεση.».

 

Άρθρο 131

Άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα – Τροποποίηση άρθρου 465 ΚΠΔ

 

Το τρίτο εδάφιο του άρθρο 465 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται με την προσθήκη των λέξεων «σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας» και το άρθρο 465 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 465

Άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα

 

Ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, σε όσες περιπτώσεις τους παρέχει ο νόμος ένδικα μέσα, μπορούν να τα ασκήσουν, οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση και αν είχαν διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή το βούλευμα που προσβάλλεται, είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής. Ο ανώτερος σε βαθμό εισαγγελέας έχει την ίδια δυνατότητα, ακόμη και αν ο κατώτερος αποδέχτηκε την απόφαση. Η κρίση εκφέρεται μία μόνο φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.».

Άρθρο 132

Παραδεκτή άσκηση ενδίκου μέσου ως προϋπόθεση αναστολής – Χορήγηση αναστολής από το τριμελές ή πενταμελές εφετείο – Τροποποίηση άρθρου 471 ΚΠΔ

Στο άρθρο 471 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 ως προς την αποτύπωση της άσκησης παραδεκτού ενδίκου μέσου, β) στην παρ. 2: βα) προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, ββ) στην αρχή του τελευταίου εδαφίου η λέξη «δεύτερη» αντικαθίσταται από τη λέξη «νέα» και το άρθρο 471 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 471

Ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων

 

  1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε παραδεκτά, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Δεν αναστέλλεται όμως η διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση. Αν το βούλευμα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές.
  2. Κατ’ εξαίρεση η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης και η αίτηση για την αναίρεση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται με αυτή. Το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί, μόλις ασκηθεί αναίρεση και εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας ή ο κατηγορούμενος, να αναστείλει την εκτέλεσή της ή, αν η αναίρεση ασκείται κατά απόφασης που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, να αναστείλει την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης. Αν το εκδόν δικαστήριο είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ή το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, και εφόσον αυτό δεν συνεδριάζει κατά το άρθρο 377 ΚΠΔ, την αναστολή χορηγεί το Τριμελές ή Πενταμελές Εφετείο αντίστοιχα. Η αναστολή διατάσσεται εφόσον προβλέπεται ότι η έκτιση της ποινής ωσότου εκδοθεί η απόφαση επί της αναίρεσης θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον κατηγορούμενο ή την οικογένειά του. Νέα αίτηση αναστολής εκτέλεσης από τον κατηγορούμενο είναι απαράδεκτη, αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από την απόρριψη της προηγούμενης.».

Άρθρο 133

Προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων σε περίπτωση έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Πότε άρχεται η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης – Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 473 ΚΠΔ

Στο άρθρο 473 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στο πέμπτο εδάφιο της παρ. 1: αα) μετά τις λέξεις «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης» προστίθεται η φράση «ή ζητήθηκε η έκδοση», αβ) οι λέξεις «σε εκτέλεση του εντάλματος» διαγράφονται, β) διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, γ) τροποποιείται το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 ως προς την έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση αναίρεσης και προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο σχετικά με την καθαρογραφή της προσβαλλόμενης απόφασης και το άρθρο 473 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 473

Προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων

1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Για τον εισαγγελέα η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων είναι ενός μήνα από την έκδοση του βουλεύματος.

Σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου, χωρίς αυτός να έχει εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιό του δικηγόρο ή να έχει κλητευθεί αυτοπροσώπως ή να έχει ενημερωθεί με άλλα μέσα κατά τρόπο ώστε να αποδεικνύεται ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης και με βάση την οποία εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή ζητήθηκε η έκδοση, η απόφαση επιδίδεται εκ νέου στον κατηγορούμενο αμέσως μετά την παράδοσή του στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, εκτός αν αυτή του επιδόθηκε ήδη αυτοπροσώπως ή έχει δηλωθεί ρητά από αυτόν η μη αμφισβήτησή της. Η νέα επίδοση αποτελεί την αφετηρία της ανωτέρω προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αρχικής και της νέας επίδοσης αναστέλλεται η προθεσμία παραγραφής του εγκλήματος.

  1. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούμενο είναι είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 3.
  2. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Ειδικά για τον κατηγορούμενο, ο οποίος αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης γνωστοποίησε με δήλωση του ιδίου ή του συνηγόρου, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει μετά τη σχετική ενημέρωση από τον γραμματέα του δικαστηρίου με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφορικά με την καταχώριση της απόφασης ως καθαρογραμμένης. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής, η οποία αρχίζει τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση. Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρίζονται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση καθαρογράφεται εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει και στην περίπτωση αυτή, από την ως άνω καταχώριση.
  3. Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων καθώς και για την άσκηση οιονεί ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου.».

Άρθρο 134

Τρόπος άσκησης αναίρεσης από τον κατηγορούμενο – Προσθήκη παρ. 2Α στο άρθρο 474 ΚΠΔ

Στο άρθρο 474 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται νέα παρ. 2Α, και το άρθρο 474 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 474

Τρόποι και λόγοι άσκησης ενδίκου μέσου

 

  1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ` εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 466 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την άσκηση του ενδίκου μέσου και με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονική αλληλογραφία, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την αποδεδειγμένη αποστολή τους.
  2. Το ένδικο μέσο μπορεί επίσης να ασκηθεί και με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρησης.

2Α. Η αναίρεση μπορεί να ασκηθεί από τον κατηγορούμενο και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 4 και επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

  1. Αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλον γραμματέα ή στον διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
  2. Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο.».

Άρθρο 135

Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος -Άσκηση ενδίκου μέσου από κρατούμενο αναιρεσίοντα – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 476 ΚΠΔ

Στο άρθρο 476 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στην παρ. 1: αα) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο με την προσθήκη της προϋπόθεσης έλλειψης εννόμου συμφέροντος για την κήρυξη απαραδέκτου του ενδίκου μέσου, αβ) προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, β) η παρ. 2 τροποποιείται ως προς τον ορισμό της έφεσης ως ενδίκου μέσου και το άρθρο 476 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 476

Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο

 

  1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή δεν είχε έννομο συμφέρον ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή όταν τούτο ασκείται για δεύτερη φορά ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον συνήγορο αντίκλητό του, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Αν ο αναιρεσείων κρατείται, δεν μετάγεται αλλά μπορεί να υποβάλλει υπόμνημα και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο. Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά), η οποία αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωσή του που επισυνάπτεται στη δικογραφία.
  2. Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση.
  3. Αν το ένδικο μέσο κηρυχθεί απαράδεκτο, τα αποτελέσματά του παύουν αυτοδικαίως κατά το άρθρο 469.».

Άρθρο 136

Σε ποιους επιτρέπεται έφεση κατά του βουλεύματος – Τροποποίηση άρθρου 477 ΚΠΔ

Στο άρθρο 477 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μετά τις λέξεις «στις περιπτώσεις των επόμενων άρθρων» προστίθενται οι λέξεις «και για οποιονδήποτε λόγο» και το άρθρο 477 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 477

Σε ποιους επιτρέπεται

 

Έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα, στις περιπτώσεις των επόμενων άρθρων και για οποιονδήποτε λόγο σε όσες άλλες περιπτώσεις ειδικά ορίζει ο νόμος.»

Άρθρο 137

 Άσκηση έφεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών από τον κατηγορούμενο για λόγους εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης – Τροποποίηση περ. β παρ. 1 άρθρου 478 ΚΠΔ

Στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 478 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφεται η λέξη «ευθείας» και το άρθρο 478 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 478

Πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο

  1. Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
  2. Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται επίσης στον ανήλικο κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για έγκλημα που, αν το τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα και για το οποίο επιβάλλεται η ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης ανηλίκων, σύμφωνα με το άρθρο 127 παρ. 1 ΠΚ, και μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος.».

Άρθρο 138

 Προθεσμία άσκησης αίτησης αναίρεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 483 ΚΠΔ

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 483 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται και το άρθρο 483 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 483

Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα

  1. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, που αφορά κακούργημα, όταν αυτό παραπέμπει τον κατηγορούμενο ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.
  2. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας εφετών για τα βουλεύματα του συμβουλίου των εφετών.
  3. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί έφεση από τον εισαγγελέα εφετών, να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκδίδονται αμετακλήτως, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 480, το δεύτερο εδάφιο του οποίου εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Η προθεσμία για την αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών αρχίζει για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης του εισαγγελέα εφετών και του κατηγορουμένου. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.».

Άρθρο 139

Παραδεκτό άσκησης αίτησης αναίρεσης ως προϋπόθεση για την εξέτασή της– Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 484 ΚΠΔ

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 484 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας η φράση «είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη» αντικαθίσταται από τη φράση «ασκήθηκε παραδεκτά» και το άρθρο 484 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 484

Λόγοι αναίρεσης

  1. Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 αριθ. 1), β) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, γ) η παραβίαση του δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας (άρθρο 57), δ) η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 139), ε) η παράνομη απόρριψη της έφεσης κατά του βουλεύματος ως απαράδεκτης (άρθρο 476) και στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για τον οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη αίτηση ή έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438).
  2. Αν η αίτηση για αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά, ο Άρειος Πάγος εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τους πιο πάνω λόγους αναίρεσης. Το άρθρο 318 εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.».

Άρθρο 140

Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα επί παραδεκτής έφεσης κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα – Τροποποίηση άρθρου 488 ΚΠΔ

Στο άρθρο 488 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας α) η υφιστάμενη παράγραφος αριθμείται ως παρ. 1, β) προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 488 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 488

Έφεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα

 

  1. Στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα επιτρέπεται έφεση κατά της απόφασης με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ` ύλη αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή στον εισαγγελέα (άρθρο 120), μόνο για παραβίαση των διατάξεων περί αρμοδιότητας.
  2. Αν η έφεση είναι παραδεκτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δεδικασμένο, την εκκρεμοδικία, την παραγραφή του αξιοποίνου και την απόλυτη ακυρότητα.».

 

Άρθρο 141

Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης τριμελούς πλημμελειοδικείου και εφετείου για πλημμελήματα από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα -Τροποποίηση περ. β και κατάργηση περ. δ’ άρθρου 489 ΚΠΔ

Στο άρθρο 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) τροποποιείται η περ. β’ ως προς την ιδιότητα του κατηγορουμένου, β) καταργείται η περ. δ’ και το άρθρο 489 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 489

Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα

 

Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση: α) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από δύο μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από δύο χιλιάδες ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από διακόσιες σαράντα ώρες ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από δύο μήνες, β) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παρ. 6), αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος ή δράστης συναφούς πλημμελήματος, σε ποινή φυλάκισης πάνω από τέσσερις (4) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από τρεις χιλιάδες ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις μήνες, γ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, δ) (καταργείται), ε) κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον δύο (2) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός έτους για πλημμέλημα.».

 Άρθρο 142

Έφεση στην περίπτωση μη καταβολής χρηματικής ποινής – Αντικατάσταση τίτλου και άρθρου 490 ΚΠΔ

 

Στον τίτλο του άρθρου 490 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας οι λέξεις «ειδικές περιπτώσεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις «περίπτωση μη καταβολής χρηματικής ποινής», η φράση «της στερητικής της ελευθερίας ποινής ή» διαγράφεται και το άρθρο 490 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 490

Έφεση σε περίπτωση μη καταβολής χρηματικής ποινής

Στην περίπτωση του άρθρου 80 παρ. 6 του ΠΚ, το δικαίωμα για την άσκηση έφεσης ρυθμίζεται από το ύψος της χρηματικής ποινής που προσδιορίστηκε σύμφωνα με αυτό, αν εξαιτίας του ύψους αυτού μπορεί η απόφαση να προσβληθεί με έφεση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο.».

Άρθρο 143

Άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα εφετών κατά καταδικαστικής απόφασης του μονομελούς εφετείου της περιφέρειας του εφετείου του – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 491 ΚΠΔ

 

Η παρ. 1 του άρθρου 491 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται ως προς το αντικείμενο της έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης που ασκείται από τον εισαγγελέα εφετών και το άρθρο 491 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 491

Ιδίως από τον εισαγγελέα

  1. Εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 489, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των μονομελών πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του και ο εισαγγελέας εφετών κάθε καταδικαστική απόφαση των μονομελών και τριμελών πλημμελειοδικείων και των δικαστηρίων ανηλίκων, του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς και του τριμελούς εφετείου της περιφέρειας του εφετείου του, είτε υπέρ είτε εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε.
  2. Για όλες τις περιπτώσεις έφεσης του παρόντος άρθρου, αλλά και για τις ασκούμενες από τον εισαγγελέα εφέσεις κατά τα άρθρα 489 και 490, απαιτείται η από το άρθρο 487 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον αυτές ασκούνται κατά του κατηγορουμένου προς χειροτέρευση της θέσης του.».

Άρθρο 144

Ανασταλτική δύναμη της έφεσης επί περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων – Τροποποίηση παρ. 3 και αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 497 ΚΠΔ

Στο άρθρο 497  του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας α) τροποποιείται η παρ. 3 με την προσθήκη της  ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, β) αντικαθίσταται η παρ. 4 και το άρθρο 497 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 497

Ανασταλτική δύναμη της έφεσης

  1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της.
  2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έως τριών ετών, η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα.
  3. Αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι φυλάκιση μεγαλύτερη των τριών ετών ή περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει αλλιώς.
  4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση.
  5. Το δικαστήριο μπορεί στις περιπτώσεις των παρ. 3, 4 και 7 να επιβάλει περιοριστικούς όρους. Αν επιβληθεί ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 295.
  6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε.
  7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε παραδεκτά έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο και αυτό δεν συνεδριάζει, στο πενταμελές εφετείο. Η ως άνω δυνατότητα υφίσταται και σε περίπτωση αναβολής της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε η σχετική αίτηση καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η αίτηση απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη. Αν στον κατηγορούμενο επιβληθεί ο κατ` οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφαρμόζονται αντίστοιχα και «τα οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παράγραφο 1 του τελευταίου άρθρου.
  8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης.
  9. Ο κατηγορούμενος κλητεύεται, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 162 και 166, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την παρ. 7 αυτού του άρθρου. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σε αυτό.
  10. Για όλες τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες, το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε αυτοδικαίως.».

Άρθρο 145

Επιδόσεις επί έφεσης σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου ή μη ακριβούς δηλωθείσας διεύθυνσης – Τροποποίηση άρθρου 498 ΚΠΔ

Στο άρθρο 498 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται νέο τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 498 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 498

Διατυπώσεις της έφεσης

 

Η έφεση ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 474. Ο διάδικος που ασκεί την έφεση οφείλει στην έκθεση αυτή να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή που δικάζει σε δεύτερο βαθμό. Στον αντίκλητο αυτόν μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις οι οποίες αφορούν τον διάδικο που τον διόρισε, εκτός από την κλήση για τη συζήτηση της έφεσης. Ο διάδικος αυτός οφείλει επίσης στην ίδια έκθεση να δηλώσει την κατοικία του, ορίζοντας ακριβώς τη διεύθυνσή του (πόλη, χωριό, οδό, αριθμό) και να δηλώνει κάθε μεταβολή της μέσα σε πέντε ημέρες στον εισαγγελέα εφετών. Αν δεν διοριστεί αντίκλητος ή αν δεν δηλωθεί με ακρίβεια η κατοικία ή κάθε μεταβολή αυτής, οι επιδόσεις γίνονται κατά την παρ. 4 του άρθρου 156 ΚΠΔ.».

Άρθρο 146

 Παραδεκτό της έφεσης – Απουσία του εκκαλούντος κατά τη νέα συζήτηση μετά από διακοπή ή αναβολή – Τροποποίηση παρ. 2 και 3 και προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 501 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 501 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στην παρ. 2 η λέξη «προσώπου» αντικαθίσταται από τη λέξη «διαδίκου», β) τροποποιείται η παρ. 3 με την προσθήκη της προϋπόθεσης του παραδεκτού της έφεσης, γ) προστίθεται παρ. 4 και το άρθρο 501 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 501

Κύρια συζήτηση α) Όταν απουσιάζει ο εκκαλών

 

  1. Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εκτός αν έχει προηγηθεί παραίτηση, οπότε κηρύσσεται απαράδεκτη. Διατάσσεται επίσης με την ίδια απόφαση του εφετείου να καταπέσει η εγγύηση η οποία δόθηκε κατά το άρθρο 497. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος. Εφαρμόζονται επίσης ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 341 και 435.
  2. Η απόρριψη της έφεσης εκείνου που την άσκησε και απουσιάζει δεν εμποδίζει την κατά το άρθρο 502 συζήτηση της έφεσης άλλου διαδίκου που εμφανίστηκε ή της έφεσης του εισαγγελέα.
  3. Αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτά και συντρέχει περίπτωση του άρθρου 368 εδ. β` και γ` ή η πράξη κατέστη ανέγκλητη, το δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην έκδοση σχετικής απόφασης.
  4. Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανιστεί όπως ορίζεται στη παρ. 1 δικάζεται σαν να ήταν παρών. Τα άρθρα 341 και 435 εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή.».

 

Άρθρο 147

Αρμόδιο δικαστήριο για την τύχη της εγγύησης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 503 ΚΠΔ

 

Η παρ. 2 του άρθρου 503 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται ως προς το αρμόδιο δικαστήριο και το άρθρο 503 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 503

Τύχη της εγγύησης

  1. Με την απόφαση που εκδίδει για την έφεση, το δικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα και για την απόδοση της εγγύησης που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497, αν η κατάπτωσή της δεν έχει διαταχθεί σύμφωνα με τα άρθρα 501 και 298 παρ. 1.
  2. Αν ο εκκαλών καταδικάστηκε χωρίς να είναι παρών όταν απαγγέλθηκε η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, προσκαλείται από τον εισαγγελέα αυτού, είτε ο ίδιος είτε με τον αντίκλητό του, να εμφανιστεί μέσα σε οκτώ ημέρες στον εισαγγελέα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που ορίζεται στην πρόσκληση και να υποβληθεί με την θέλησή του στην εκτέλεση της απόφασης. Αν δεν εμφανιστεί, η εγγύηση που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497 καταπίπτει με απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στο οποίο κλητεύεται και ο κατηγορούμενος και εκείνος που έδωσε την εγγύηση, εκτός αν αυτή είχε προηγουμένως καταπέσει σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1.».

Άρθρο 148

Προθεσμία αναίρεσης για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου – Τροποποίηση άρθρου 507 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 507 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται η προθεσμία άσκησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και το άρθρο 507 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 507

Προθεσμία αναίρεσης για τους εισαγγελείς

 

Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι ημερών, από την καταχώριση αυτή.»

Άρθρο 149

Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως – Αυτεπάγγελτη εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου που ισχύει μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου – Τροποποίηση άρθρου 511 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 511 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στο τρίτο εδάφιο μετά από τη λέξη «δεδικασμένο» προστίθενται οι λέξεις «και την εκκρεμοδικία», β) στο τέλος του τελευταίου εδαφίου προστίθεται οι λέξεις «και μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου» και το άρθρο 511 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 511

Λόγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως

 

Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχ. Β. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και την εκκρεμοδικία και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της και μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου.».

Άρθρο 150

Υποχρέωση του εισαγγελέα για κατάθεση σημειώματος – Αντικατάσταση άρθρου 513 ΚΠΔ

 

Το άρθρο 513 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 513

Υποχρέωση του εισαγγελέα για κατάθεση σημειώματος

 

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου καταθέτει σημείωμα στη γραμματεία του Αρείου Πάγου το αργότερο την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της αναίρεσης. Το ίδιο ισχύει και για τη μετ’ αναβολή συζήτηση, αν ο εισαγγελέας της έδρας δεν υιοθετεί το προηγούμενο σημείωμα. Οι διάδικοι δικαιούνται να λάβουν γνώση του περιεχομένου του σημειώματος.».

Άρθρο 151

 Μη δυνατότητα άσκησης δεύτερης αναίρεσης – Τροποποίηση άρθρου 514 ΚΠΔ

 

Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 514 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαγράφεται και το άρθρο 514 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 514

Συζήτηση α) Μη εμφάνιση του αναιρεσείοντος

 

Αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η αίτησή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και μπορεί να καταδικασθεί σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ. Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο. Κατ’ εξαίρεση, ακόμα και αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως: α) παραθέτει το σχετικό άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν αυτό δεν έχει παρατεθεί σε αυτή ή έχει παρατεθεί εσφαλμένα και β) εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 511).».

Άρθρο 152

Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής – Αντικατάσταση άρθρου 522 ΚΠΔ

 

Το άρθρο 522 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 522

Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής

 

Στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση δεν επιτρέπεται να συμμετέχει ένορκος και δικαστής από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.».

Άρθρο 153

Προθεσμία για την υποβολή της αίτησης για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης – Τροποποίηση άρθρου 523 ΚΠΔ

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 523 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται ως προς την προθεσμία άσκησης της αίτησης επανεξέτασης του προταθέντος λόγου αναίρεσης και το άρθρο 523 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 523

Επανεξέταση

 

Αν η αίτηση για αναίρεση απορρίφθηκε από παραδρομή ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη ή αν κάποιος προταθείς λόγος αναίρεσης δεν κρίθηκε, με αίτηση του αναιρεσείοντα ή του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή αυτεπαγγέλτως, ο Άρειος Πάγος επανέρχεται για αποκατάσταση της παραδρομής ή κρίση του μη εξετασθέντος λόγου. Η αίτηση για επανεξέταση προταθέντος λόγου αναίρεσης που δεν κρίθηκε πρέπει να υποβληθεί, με ποινή απαραδέκτου, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την καθαρογραφή της απόφασης του Αρείου Πάγου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 512.».

Άρθρο 154

Δέσμευση των αποφάσεων της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής – Προσθήκη εδαφίου στην παρ. 1 άρθρου 524 ΚΠΔ

Στην παρ. 1 του άρθρου 524 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 524 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 524

Συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής

  1. Η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά τα άρθρα 518 παρ. 2 και 519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα. Επίσης εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 134. Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν.
  2. Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470.».

 

Άρθρο 155

Αντικατάσταση τίτλου εβδόμου βιβλίου ΚΠΔ

Ο τίτλος του ΕΒΔΟΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας «ΕΚΤΑΚΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ» αντικαθίσταται ως εξής:

«ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ»

 

Άρθρο 156

Εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για το ίδιο έγκλημα – Τρόπος κλήτευσης του καταδικασθέντος στο αρμόδιο δικαστήριο – Τροποποίηση άρθρου 550 ΚΠΔ

 

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 550 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τροποποιείται ως προς την εφαρμοζόμενη διάταξη επί αμφιβολίας του δικαστηρίου και το άρθρο 550 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 550

Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για το ίδιο έγκλημα

Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες αμετάκλητες αποφάσεις εναντίον του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη, εκτελείται μόνο εκείνη που επιβάλλει την ελαφρότερη ποινή. Αν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία του άρθρου 563. Με την εκτέλεση της απόφασης που επιβάλλει την ελαφρότερη ποινή, ακυρώνονται αυτοδικαίως όλες οι άλλες αποφάσεις.».

Άρθρο 157

Αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής επί καταδικών που απαγγέλθηκαν από δικαστήρια ανηλίκων για διαφορετικά εγκλήματα – Προσθήκη εδαφίων στην παρ. 2 άρθρου 551 ΚΠΔ

 

Στην παρ. 2 του άρθρου 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθενται νέο δεύτερο και τέταρτο εδάφιο και το άρθρο 551 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 551

Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα

  1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή.
  2. Αν στις καταδίκες που απαγγέλθηκαν η κατά την επόμενη παράγραφο ποινή βάσης επιβλήθηκε από το τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το Μονομελές ή Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων ή και από το Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αρμόδιο είναι το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων. Σε κάθε άλλη περίπτωση αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο. Το ανωτέρω κατά περίπτωση αρμόδιο Δικαστήριο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής έχει και τη δικαιοδοσία των παρ. 4 και 5 του άρθρου 80 του ΠΚ.
  3. Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, αν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει την συνολική ποινή.
  4. Η αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι` αυτό. Εκείνος που καταδικάστηκε κλητεύεται και αν κρατείται, δεν προσάγεται στο δικαστήριο, μπορεί, όμως, να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο διοριζόμενο κατά τους όρους του άρθρου 42 παρ. 2.
  5. Το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον καταδικασμένο ή τον συνήγορο του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα.».

 

Άρθρο 158

Εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής επί περισσότερων καταδικαστικών αποφάσεων κατά του ιδίου προσώπου – Τροποποίηση παρ. 1 του άρθρου 552 ΚΠΔ

 

Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 552 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται νέο εδάφιο και το άρθρο 552 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 552

Εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής και της δήμευσης

 

  1. Η έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε με την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση των ποινών. Για την παράδοση εκείνου που καταδικάστηκε στη φυλακή, προκειμένου να εκτίσει την στερητική της ελευθερίας ποινή, συντάσσεται έκθεση, υπογραφόμενη από το όργανο της δημόσιας δύναμης που τον παραδίδει και από τον διευθυντή της φυλακής που τον παραλαμβάνει. Η έκθεση επισυνάπτεται στη δικογραφία. Όταν εκτελούνται κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις, μέχρις ότου καθοριστεί συνολική ποινή θεωρείται ότι εκτίεται η βαρύτερη ποινή.
  2. Αν ο καταδικασμένος σε ποινή στερητική της ελευθερίας δεν κρατείται προσωρινά, είναι όμως παρών στην απαγγελία της απόφασης, εκείνος που φροντίζει για την εκτέλεση της απόφασης (άρθρο 549) διατάσσει και προφορικά ακόμη την εκτέλεσή της, όταν αυτή μπορεί να εκτελεστεί αμέσως. Διαφορετικά, μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη διαβιβάζει στην αρμόδια αστυνομική αρχή έγγραφη εντολή για εκτέλεση, που περιέχει το ονοματεπώνυμο και κάθε άλλο στοιχείο ταυτότητας του καταδικασμένου, τον αριθμό, τη χρονολογία της απόφασης και την ποινή που επιβλήθηκε.
  3. Αν η δήμευση αφορά απαίτηση, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου που εξέδωσε τη σχετική απόφαση ή βούλευμα, αντίστοιχα, επιμελείται της άμεσης λήψης των αναγκαίων αναγκαστικών μέτρων από τον διευθυντή του δημόσιου ταμείου, κατ` εφαρμογή του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, εκτός αν ειδική διάταξη ορίζει διαφορετικά.
  4. Αν η δήμευση αφορά ακίνητο, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου που εξέδωσε τη σχετική απόφαση ή βούλευμα, αντίστοιχα, κοινοποιεί αντίγραφό τους στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών ή προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε, αν δε η απόφαση ή το βούλευμα είναι αμετάκλητα, να τα μεταγράψει.».

 

Άρθρο 159

Βεβαίωση χρηματικών ποινών – Τροποποίηση άρθρου 553 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 553 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στην παρ. 1 μετά τις λέξεις «οφείλουν να βεβαιώσουν» προστίθενται οι λέξεις «, μετά από παραγγελία του εισαγγελέα», β) στην παρ. 2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, γ)  η παρ. 3 καταργείται και το άρθρο 553 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 553

Βεβαίωση χρηματικών ποινών

 

  1. Οι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν να βεβαιώσουν, μετά από παραγγελία του εισαγγελέα, στην αρμόδια ΔΟΥ τα χρηματικά ποσά των χρηματικών ποινών, μαζί με τις υπόλοιπες προσαυξήσεις, μέσα στον επόμενο μήνα από τότε που έγιναν αμετάκλητες οι αποφάσεις που τις επέβαλαν.
  2. Οι σχετικές με την είσπραξη δημοσίων εσόδων διατάξεις εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται προσωπική κράτηση.
  3. Καταργείται».

 

Άρθρο 160

Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης – Τροποποίηση άρθρου 556 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 556 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, α) στην παρ. 1: αα) στην περ. γ’ διαγράφονται οι λέξεις «μόνο μία φορά», αβ) η περ. ε’ καταργείται, αγ) το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται, β) στην παρ. 2 μετά από τη λέξη «διατάσσει» προστίθεται η φράση «μέχρι την παράδοση εκείνου που καταδικάστηκε στη φυλακή» και το άρθρο 556 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 556

Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης

 

  1. Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής μπορεί να αναβληθεί: α) αν η γυναίκα που καταδικάστηκε έχει συμπληρώσει πάνω από τρεις μήνες εγκυμοσύνης ή γέννησε πρόσφατα, ωσότου περάσουν έξι το πολύ μήνες από τον τοκετό, β) στην περίπτωση του άρθρου 430 παρ. 2, γ) αν η υπό εκτέλεση στερητική της ελευθερίας ποινή δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, για αποδεδειγμένες οικογενειακές ή επαγγελματικές ανάγκες και έως έξι το πολύ μήνες, δ) αν εκείνος που καταδικάστηκε πάσχει από σοβαρή ασθένεια και η άμεση εκτέλεση της ποινής εμφανίζεται ως υπέρμετρα σκληρή μεταχείριση. Η αναβολή για το αναγκαίο προς καταβολή του ποσού της χρηματικής ποινής χρονικό διάστημα διατάσσεται, έστω και προφορικά, από τον εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου σύλληψης.
  2. Την κατά την προηγούμενη παράγραφο αναβολή διατάσσει, μέχρι την παράδοση εκείνου που καταδικάστηκε στη φυλακή, με αιτιολογημένη διάταξή του ο εισαγγελέας που έχει την επιμέλεια εκτέλεσης της ποινής, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση του καταδίκου.».

 Άρθρο 161

Αμφιβολίες σχετικά με το είδος ή τη διάρκεια της ποινής – Αντικατάσταση άρθρου 562 ΚΠΔ

 

Το άρθρο 562 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 562

Αμφιβολίες σχετικά με το είδος ή τη διάρκεια της ποινής

 

Κάθε αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή την διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατά περίπτωση εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου είναι τοποθετημένος ο εισαγγελέας ή εκτίεται η ποινή, αντίστοιχα.».

Άρθρο 162

Μη εξαίρεση από την ιδιάζουσα δωσιδικία δικηγόρων ή δικαστών για τα αδικήματα του α.ν. 86/1967 και α.ν. 690/1945 – Τροποποίηση άρθρου 586 ΚΠΔ

 

Στο άρθρο 586 προστίθεται νέα περ. θ’, η υφιστάμενη περ. θ’ αναριθμείται σε περ. ι’ και το άρθρο 586 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 586

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργούνται: α) ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το ν. 1493/17.8.1950, όπως μεταγλωττίστηκε με το π.δ. 258/1986 και συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με μεταγενέστερους νόμους, β) οι παρ. 1 έως και 8 του άρθρου 17Α ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, γ) το άρθρο 1, το άρθρο 2 παρ. 1, τα άρθρα 3, 4, 5 παρ. 2 και το άρθρο 7 ν. 4022/2011· η παρ. 5 του άρθρου 2 ν. 4022/2011 καταργείται μόνο κατά το μέρος που αφορά στον εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς, δ) κάθε άλλη διάταξη που υπάγει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στην ιδιάζουσα δωσιδικία της παρ. 6 του άρθρου 111 του καταργούμενου κώδικα ποινικής δικονομίας, ε) το άρθρο μόνο παρ. 3 ν. 2243/1994, «, καθώς και το άρθρο 46 ν. 5060/1931» στ) τα εδάφια β` και γ` της παραγράφου 6 του άρθρου 111 ν. 4055/2012 που αφορούν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών του Πειραιά για τα ποινικά αδικήματα ή εγκλήματα, που σχετίζονται με ναυτικές διαφορές ή διαπράχθηκαν σε ελληνικά πλοία ή σε πλοία με ξένη σημαία στο εξωτερικό ή σε ανοικτή θάλασσα, ζ) τα άρθρα 1 έως 9 ν. 4312/2014, η) το άρθρο 65 Ν 4356/2015, θ) η παρ. 13 του άρθρου 5 του ν. 1738/1987 και ι) κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζει ο παρών Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.».

Άρθρο 163

Αναβολή εκτέλεσης επί ποινής που έχει μετατραπεί σε χρηματική – Προσθήκη άρθρου 593 στον ΚΠΔ

Μετά από το άρθρο 592 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 593 ως εξής :

«Άρθρο 593

Εάν η ποινή έχει μετατραπεί σε χρηματική και δεν καθίσταται δυνατή από τον συλληφθέντα η καταβολή του ποσού της μετατροπής της, λόγω μη λειτουργίας της αρμόδιας προς είσπραξη δημόσιας υπηρεσίας, ο εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου σύλληψης διατάσσει, έστω και προφορικά, την αναβολή εκτέλεσης για το αναγκαίο προς καταβολή του ποσού της χρηματικής ποινής χρονικό διάστημα.».

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

 

Άρθρο 164

Έναρξη ισχύος

 

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

  • Θεμιστοκλής Ι. Σοφός,
    Δ.Ν. – Δικηγόρος,
    Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

    ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΠΟΥ ΥΠΕΒΛΗΘΗ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (την 4 Οκτωβρίου 2021)

    ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

    Αθήνα, την 8 Οκτωβρίου 2021

    Αξιότιμοι κύριοι,

    Α) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

    1) ΑΠΡΟΣΦΟΡΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ

    Μετά το άρθρο 42 του ΠΚ προστίθεται άρθρο 43 (Απρόσφορη Απόπειρα), το οποίο έχει ως εξής : «Απρόσφορη απόπειρα Άρθρο 43 1. Όποιος επιχείρησε να εκτελέσει έγκλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό. 2. Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παραμένει ατιμώρητος».
    Σχόλιο: Υπενθυμίζουμε ότι η διάταξη αυτή είχε καταργηθεί με το Ν. 4619/2019 και ο νομοθέτης κρίνει, ορθώς, ότι πρέπει να επανέλθει, λαμβάνοντας υπόψιν την αντιφατικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις με τη διάταξη του άρ. 44 παρ. 2 ΠΚ. Ειδικά η διάταξη του άρ. 44 παρ. 2 ΠΚ δεν αντιμετωπίζεται καθόλου στο σχέδιο που έχει εισαχθεί σε δημόσια διαβούλευση, ενώ περιλαμβάνει το ίδιο αντιφατικές διατάξεις, όπως η δυνατότητα ατιμωρησίας της πεπερασμένης απόπειρας αφενός και η υποχρεωτική τιμώρηση της αποτυχημένης με μειωμένη ποινή αφετέρου.
    Έχουν υποστηριχθεί απόψεις υπέρ και κατά του αξιοποίνου της απρόσφορης απόπειρας, ιδίως δε οι πολέμιοι της απρόσφορης απόπειρας εστιάζουν στον ιδιαίτερα φρονηματικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς που τυποποιείται ως έγκλημα στη διάταξη αυτή.
    Πλην όμως, δεν είναι μόνον τα φρονηματικού χαρακτήρα στοιχεία που θα πρέπει να μας απασχολήσουν από την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, αλλά η αναγκαιότητά της για άλλους λόγους συστηματικής ένταξης αυτής εν σχέσει προς την εφαρμογή της διάταξης της άμυνας ή/και της κατάστασης ανάγκης. Στη διάταξη για την άμυνα ο πράττων πρέπει να ενεργεί «προς υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου» (άρθρ. 22 ΠΚ), και στην κατάσταση ανάγκης (άρθρ. 25 ΠΚ) «προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου».
    Στην απρόσφορη απόπειρα τυποποιείται έγκλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος αυτού, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η ρητή πρόβλεψή του, για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων της άμυνας ή της κατάστασης ανάγκης.
    Επί παραδείγματι, αν ο δράστης στρέψει το όπλο του κατά του θύματος και πιέσει τη σκανδάλη, ξεχνώντας, λόγω της ταραχής του, να το γεμίσει με φυσίγγια, η πράξη δεν θα έπρεπε να είναι ποινικώς αδιάφορη, καθώς η περίπτωση αυτή δεν καλύπτεται από το άρ. 44 παρ. 3 ΠΚ. Ομοίως αν ο έμπορος ναρκωτικών νομίζει ότι εισάγει στη χώρα ένα κιλό ηρωίνης, ενώ ο προμηθευτής του τον έχει εξαπατήσει και του έδωσε ταλκ, μένει ατιμώρητος.
    Στο επιχείρημα περί του φρονηματικού χαρακτήρα της τιμώρησης της απρόσφορης απόπειρας αντιτάσσεται το επιχείρημα ότι η επιλογή να μην τιμωρείται η απρόσφορη απόπειρα αντανακλά προφανή ιδεολογική τοποθέτηση σε αντίθεση με τις σύγχρονες νομοθετικές και νομολογιακές αντιλήψεις. Δεν μπορεί δηλαδή ο νομοθέτης να αφήσει ατιμώρητο το δράστη της μεταφοράς ναρκωτικών επειδή «στάθηκε άτυχος» και τέλεσε το έγκλημα με μέσο τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση του εγκλήματος. Συμπερασματικά η επαναφορά της διάταξης του άρ. 43 ΠΚ περί τιμώρησης της απρόσφορης απόπειρας κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη.

    2) Στο άρθρο 47 εδ β ΠΚ παραμένει ακατανόητος ο περιορισμός της άμεσης συνέργειας με τη φράση «θέτοντας το αντικείμενο στη διάθεση του αυτουργού», στοιχείο που δεν έχει απασχολήσει το νομοθέτη στις προτεινόμενες τροποποιήσεις.

    3) ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

    Στο άρθρο 81 Π.Κ. εισάγονται οι επιμέρους προϋποθέσεις επιμέτρησης της ποινής κατά την παροχή κοινωφελούς εργασίας και η τροποποίηση αφορά στην περίπτωση που ο καταδικασθείς δεν εκτελέσει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία, δίνοντάς του μια ευκαιρία έγγραφης προειδοποίησης εκείνου που καταδικάσθηκε από τον εισαγγελέα εκτέλεσης της ποινής, ενώ παρέχεται η δυνατότητα παράτασης «εκτέλεσης της εργασίας» ή την εκτέλεση της χρηματικής ποινής. Δικαιοπολιτικά ο όρος εκτέλεση εργασίας δεν ανταποκρίνεται στους σκοπούς της αντεγκληματικής πολιτικής, καθώς η κοινωφελής εργασία δεν εκτελείται αλλά παρέχεται ως εναλλακτική της στερητικής της ελευθερίας ποινής, γι΄αυτό και προτείνεται η αντικατάσταση των όρων «εκτέλεσης της εργασίας» από την «παροχή της εργασίας».
    Κατά το προτεινόμενο σχέδιο, οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 81 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής: «4. Στην απόφαση καθορίζεται και η χρηματική ποινή που θα πρέπει να αποτίσει ο καταδικασθείς, αν δεν εκτελέσει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία. Τέσσερις ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν προς μια ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής. 5. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, και λαμβάνοντας υπόψη το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, το Δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής μπορεί: α) να παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση (παροχή) της εργασίας μέχρι ένα επιπλέον έτος, β) να επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφού αφαιρέσει το ποσό που αναλογεί στην ήδη εκτιθείσα ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθορίζοντας για κάθε δύο ώρες εργασίας μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο».

    Με τις εισαγόμενες τροποποιήσεις, η παρ. 1 του άρθρου 104Α του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :

    «1. Όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από δύο ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών».

    Η παρ. 1 του άρθρου 104 Β του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :

    «1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας, β) ο υπαίτιος έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος. Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής.».

    Οι παρ. 1 και 4 του άρθρου 99 του ΠΚ όπως αντικαθίστανται, εισάγουν με τη νέα διατύπωσή τους και πάλι τη δυνατότητα παροχής κοινωφελούς εργασίας κατά το άρ. 104 Α ΠΚ, και διατυπώνονται ως εξής :

    «1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για εγκλήματα δόλου σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από 3 έτη με μία ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη. Αν το δικαστήριο κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, εφαρμόζει το άρθρο 104Α ΠΚ, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, οπότε διατάσσει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής. Το δικαστήριο μπορεί με ειδική αιτιολογία να χορηγήσει την αναστολή και εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πέντε έτη φυλάκισης, εκτός αν συντρέχει η εξαίρεση της απόλυτης αναγκαιότητας εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή. …. 4. Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί κατά την κρίση του σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Το τελευταίο, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει την μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α ΠΚ, γ) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 100 ΠΚ ή την έκτιση ολόκληρης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο».

    Περαιτέρω, ρυθμίζεται η περίπτωση κατά την οποία η κοινωφελής εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, όπου ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής λαμβάνει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του και ορίζει τους όρους που επιβάλλει στον καταδικασθέντα που παραβιάζει τη διάταξη παροχής κοινωφελούς εργασίας. Έτσι η παρ. 4 του άρθρου 105Α του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :

    «4. Η παρ. 3 του άρθρου 81 ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί να προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, και λαμβάνοντας υπόψη το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής μπορεί να διατάξει την έκτιση της φυλάκισης που επιβλήθηκε αφού αφαιρέσει την εκτιθείσα ποινή και τον χρόνο παροχής κοινωφελούς εργασίας υπολογίζοντας αυτόν σύμφωνα με την παρ. 2.».

    ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ:

    ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΩΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗ

    Διαφαίνεται πλέον, προφανώς καθυστερημένα, η πρόθεση του νομοθέτη να καταργήσει το άρ. 98 ν. 4623/2019 και να επανέλθει σε εφαρμογή ο θεσμός της κοινωφελούς εργασίας, ως εναλλακτικής της ποινής φυλάκισης, με σκοπό την αναβάθμιση του σωφρονιστικού συστήματος και της δικαιοσύνης. Συγχρόνως δεν έχει ανακοινωθεί η αναγκαμεταρρύθμιση ως προς την οργάνωση των υποστηρικτικών δομών της Διοίκησης, οι οποίες κάνουν πράξη αυτήν τη νομοθετική πρωτοβουλία.
    Οι προτάσεις μας:
    (α) Η κοινωφελής εργασία θα πρέπει άμεσα να μετουσιωθεί σε διοικητική πρακτική προεχόντως με τα μέσα της ψηφιακής διακυβέρνησης.
    (β) Ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως παροχής κοινωφελούς εργασίας, αντί στερητικής της ελευθερίας ποινής, πρέπει να εισάγει υποχρεωτικώς διά νομίμως διορισθέντος συνηγόρου το αίτημά του σε ψηφιακή πλατφόρμα της κυβέρνησης, στην οποία θα πρέπει να καταχωρούνται οι ανάγκες των οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα σε εργασία, έτσι ώστε από τη διασταύρωση των στοιχείων προσφοράς και ζήτησης, να αποδίδεται με την καλύτερη δυνατή ακρίβεια η εκπλήρωση των αναγκών.
    (γ) Μετά τον ψηφιακό συσχετισμό της κοινωφελούς εργασίας θα πρέπει να εκδίδεται το ψηφιακό πιστοποιητικό δυνατότητας κάλυψης κοινωφελούς εργασίας από τον αιτούντα, ως δημόσιο έγγραφο, το οποίο θα φέρει το Μοναδικό Αριθμό Καταχώρισης (Μ.ΑΡ.Κ.) με το όνομα του συνηγόρου και θα προσκομίζεται, από τον ίδιο συνήγορο, είτε στο δικαστήριο, που θα εκδικάσει την ποινική υπόθεση είτε στον εισαγγελέα που θα καλείται να κρίνει αίτημα ποινικής συνδιαλλαγής ή ποινικής διαπραγμάτευσης εκ μέρους του κατηγορουμένου.
    Με τον τρόπο αυτόν δίδεται η ασφαλής δυνατότητα εναλλακτικής ποινής στον κατηγορούμενο, η ευχέρεια αποδοχής της από τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο, ενώ τέλος επιτυγχάνεται ταχέως η πολυπόθητη αποσυμφόρηση των φυλακών και η εκπλήρωση των σκοπών της σωφρονιστικής επιστήμης με την σταδιακή κοινωνική επανένταξη μέσα από τον χαρακτήρα της κοινωφελούς εργασίας.
    Για την επίτευξη του Ψηφιακού Πιστοποιητικού Κοινωφελούς Εργασίας (Ψ.Π.Κ.Ε.) είναι αναγκαία η ψηφιακή διασύνεδση και διαλειτουργικότητα συναρμόδιων υπουργείων, όπως του υπ. Δικαιοσύνης για το συντονισμό της αντεγκληματικής πολιτικής, του υπ. Εσωτερικών για τη συμμετοχή του ευρύτερου δημόσιου τομέα στη διάθεση θέσεων απασχόλησης, του υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης για τη δημιουργία της ψηφιακής πλατφόρμας, του υπ. Εργασίας για τη σύνταξη κανονισμού εργασίας κοινωφελώς εργαζομένων και του υπ. Οικονομικών για εξεύρεση πόρων στήριξης του θεσμού.
    Έτσι θα επιτευχθούν οι στόχοι για τον σωφρονισμό δραστών μικρής ή μεγάλης παραβατικότητας, με την ασφάλεια να μη γεννηθούν μεγαλύτερες μελλοντικές παραβατικές συμπεριφορές, την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης και την εύρυθμη λειτουργία τους, την κάλυψη των αναγκών δημόσιων φορέων και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής.
    Ιστορικά είναι αναγκαία η αναφορά ότι ο θεσμός της μετατροπής της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας εισήχθη για πρώτη φορά στη χώρα μας με το άρθρο 2 του ν. 1941/1991 ως εναλλακτικός τρόπος έκτισης της στερητικής ελευθερίας ποινής. Η συνταγματικότητα του θεσμού προϋποθέτει την ύπαρξη σχετικού αιτήματος του καταδικασθέντος για τη μετατροπή ποινής στερητικής της ελευθερίας σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθώς το Σύνταγμα απαγορεύει απόλυτα την αναγκαστική εργασία (άρθρο 22 παρ. 4α).
    Το δικαίωμα στην εργασία είναι συνυφασμένο άρρηκτα με το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου. Έτσι το άτομο είναι ελεύθερο να αποφασίσει εάν θα παράσχει εργασία ή όχι και να επιλέξει το είδος της εργασίας που θα διεκδικήσει.
    Μέσα από το Ψ.Π.Κ.Ε., είναι δυνατή η καταχώριση επιλογών και ειδικοτήτων απασχόλησης του αιτούντα, ώστε να συσχετισθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με τις ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ένας καταδικασθείς που έχει ειδικότητα υγειονομικής φύσεως θα (πρέπει να) μπορεί να δηλώσει στην ψηφιακή πλατφόρμα την ειδικότητά του, ώστε να συσχετισθεί διαλειτουργικώς με τις αντίστοιχες ανάγκες του Υπουργείου Υγείας, και να αποδοθεί σε αυτόν η κοινωφελής εργασία που αντιστοιχεί στην ειδικότητά του.
    Υπό το πρίσμα αυτό, το άτομο είναι απολύτως ελεύθερο να αποφασίσει αν θα εργαστεί ή όχι καθώς επίσης και να επιλέξει ποια συγκεκριμένη θέση εργασίας θα διεκδικήσει, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσει το Σύνταγμα, ώστε να μπορεί να θεωρείται πλέον ότι είναι απολύτως συνταγματική η θέσπιση του θεσμού, αιρομένων των σχετικών επιφυλάξεων.
    Η δυνατότητα ελεύθερης επιλογής ειδικότητας απασχόλησης στην παροχή κοινωφελούς εργασίας οδηγεί σε εξισορρόπηση των συνεπειών της υποχρεωτικής παροχής κοινωφελούς εργασίας. Αντί να θεωρείται ότι ο καταδικασθείς προκειμένου να αποφύγει το εγκλεισμό σε κατάστημα κράτησης αναγκάζεται να παρέχει την εργασία του αμισθί σε όποιον φορέα την δέχεται, αντιθέτως εκτιμάται ότι με την ελεύθερη επιλογή συγκεκριμένου είδους εργασίας, αντί της ποινής, αναπτύσσει την προσωπικότητά του και διατηρεί την ειδικότητά του κατά την ενάσκηση της εργασίας του.
    Η κοινωφελής εργασία που παρέχει το Ψ.Π.Κ.Ε. αποκαθιστά πλήρως τη διαρραγείσα σχέση μεταξύ του δράστη και της κοινότητας. Για εγκληματοπολιτικούς λόγους είναι αναγκαία η αντικατάσταση του όρου «δράστης» με αυτόν του «κοινωφελώς εργαζομένου». Ο κοινωφελώς εργαζόμενος δίνει μια εναλλακτική ποινή «εντός της κοινότητας» και έρχεται να αποκαταστήσει τη διατάραξη που προκάλεσε στη σχέση του με την κοινωνία ή ακόμα και με τον φορέα του εννόμου αγαθού το οποίο εβλάβη ή τέθηκε σε διακινδύνευση, κάτι που είναι αδύνατον να συμβεί σήμερα με την έκτιση ποινής εντός ενός καταστήματος κράτησης.
    Το κατάστημα κράτησης δεν αποδίδει αναγκαίως στην κοινωνία πρόσωπα εντός κοινότητας, αλλά ενδέχεται να προετοιμάζει πρόσωπα αποδέσμια κοινότητας και απομονωμένα από τον κοινωνικό ιστό. Κατά τον Beccaria (Dei Delitti e delle poene, 1764), ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει ποινή, τότε μόνον, όταν είναι κοινωνικώς αναγκαία, για την κοινή ευημερία και την ελευθερία όλων.
    Στον προισχύσαντα ποινικό κώδικα, σε περίπτωση που δεν συνέτρεχαν οι όροι χορήγησης αναστολής, η στερητική της ελευθερίας ποινής μετατρεπόταν αρχικά σε χρηματική και, εφόσον, ο καταδικασθείς βρισκόταν σε αδυναμία καταβολής του ποσού, τότε μόνο η στερητική της ελευθερίας ποινή εξετίετο εναλλακτικά με τη μορφή της παροχής κοινωφελούς εργασίας.
    Οι διαστάσεις του θεσμού της παροχής κοινωφελούς εργασίας ενσωματώθηκαν με το νέο ποινικό κώδικα, που όρισε ως κύρια ποινή την κοινωφελή εργασία μαζί με τις ποινές στερητικές της ελευθερίας και την χρηματική ποινή. Σύμφωνα με το άρ. 50 του Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), κύριες ποινές είναι α) οι στερητικές της ελευθερίας, β) η χρηματική ποινή και γ) η προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Σύμφωνα με το άρ. 104 Α Π.Κ., όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής (άρ. 99 και 100 Π.Κ.), η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός εάν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρ. 104 Α Π.Κ., η μετατροπή δεν είναι εφικτή αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί ή δεν είναι παρών. Αν ο καταδικασθείς δεν ήταν παρών, μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή αυτοτελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του. Αν επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων παροχής κοινωφελούς εργασίας, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει νέο υπολογισμό της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.
    Κατά την επιμέτρηση της ποινής παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνονται υπόψη και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας και οι οικογενειακές υποχρεώσεις του αιτούντος, ενώ στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας. Η κοινωφελής εργασία πραγματοποιείται προς όφελος του κοινού σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή μη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
    Εάν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάσθηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας έκτισης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, το βαθμό της υπαιτιότητάς του και το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, μπορεί να προβεί σε προειδοποίησή του, να παρατείνει την προθεσμία εκτέλεσης εργασίας μέχρι ένα επιπλέον έτος, να επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθορισθεί, να διατάσσει την έκτιση της φυλάκισης μερικώς ή ολικώς (άρ. 81 Π.Κ.)
    Σε αδικήματα ήσσονος βαρύτητας η παροχή κοινωφελούς εργασίας αποτελεί τη μοναδική απειλούμενη ποινή, όπως η εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη, η σωματική βλάβη από αμέλεια, η αυτοδικία, η προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας, η προσβολή μνήμης νεκρού, η προσβολή συμβόλων άλλου κράτους, η αντιποίηση δημόσιας υπηρεσίας, η πρόκληση και προσφορά στην τέλεση πλημμελήματος, η διασπορά ψευδών ειδήσεων από αμέλεια, η πλαστογραφία πιστοποιητικών, η παρακώλυση συγκοινωνιών από αμέλεια, η παρακώλυση τηλεπικοινωνιών από αμέλεια, η χωρίς δικαίωμα αντιγραφή ή χρήση προγραμμάτων υπολογιστών, η κλοπή και η υπεξαίρεση μικρής αξίας.
    Δυστυχώς όμως, οι εξαιρετικά καινοτόμες μεταρρυθμίσεις του νομοθέτη δεν εφαρμόσθηκαν στην πράξη, διότι ανεστάλησαν με τη ρύθμιση του άρθρου 98 του ν. 4623/2019, με την οποία ορίσθηκε ότι: «1. Αναστέλλεται η ισχύς των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4619/11.6.2019 (Α΄ 95), κατά το μέρος που προβλέπουν την παροχή κοινωφελούς εργασίας είτε ως κύρια ποινή είτε ως μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής ή χρηματικής ποινής. 2. Πλημμελήματα, που προβλέπονται σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 4619/11.6.2019 (Α΄ 95), και απειλούνται με μοναδική ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας, τιμωρούνται με χρηματική ποινή.» Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η ρύθμιση αυτή αποφασίσθηκε λόγω της αδυναμίας της Διοίκησης να εφαρμόσει διοικητικά το μέτρο παροχής κοινωφελούς εργασίας. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση του ποινικοδογματικού συστήματος. Δεν μπορεί να ασκείται η αντεγκληματική πολιτική με ρυθμίσεις «πήγαινε – έλα», διότι έτσι θα αντιδρά αντίστοιχα και η κατανόηση της κοινότητας. «Πήγαινε – έλα» ο νομοθέτης, «πήγαινε – έλα» κι η κοινωνία. Κι η τελευταία ανυπαιτίως. Τριάντα χρόνια μετά την εφαρμογή του θεσμού της παροχής κοινωφελούς εργασίας ως εναλλακτικής ποινής, δεν έχει καταφέρει η Ελλάδα να αποκρυσταλλώσει μια σαφή αντίληψη αντεκληματικής πολιτικής, ενώ είναι η πρώτη φορά από το 1991 που τέθηκε σε αναστολή ο συγκεκριμένος θεσμός χωρίς διαφαινόμενη προοπτική επαναφοράς του, πλην κάποιων σοβαρών δηλώσεων για το μέλλον.

    4) Άρ. 105 Β ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ

    Με την εν λόγω τροποποίηση εισάγεται νέα, αυστηρότερη, περίπτωση υφ΄όρον απόλυσης στα 4/5 έκτισης για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013 (φοροδιαφυγή), 134 (εσχάτη προδοσία), 187 (εγκληματική οργάνωση), 187 Α (τρομοκρατικές πράξεις), 299 παρ. 1 (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως), 323Α (εμπορία ανθρώπων), 324 (αρπαγή ανηλίκων), 380 (ληστεία), 385 (εκβίαση) καθώς και γι’ αυτά του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Kώδικα (Εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας, βιασμός, κατάχρηση ανηλίκων κλπ.), ενώ ορίζεται και η πραγματική έκτιση και ειδικά ότι για τα εγκλήματα αυτά ο καταδικασθείς θα πρέπει να έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ ετών.
    ((Στο άρθρο 105Β του ΠΚ, α) τροποποιείται η παρ. 1 με την προσθήκη νέας περ. γ) και την αναρίθμηση της περ. γ) σε περ. δ), β) τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 ως προς τις διακριβούμενες ασθένειες, γ) το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 αντικαθίσταται από δύο εδάφια ))
    Το άρθρο 105Β διαμορφώνεται ως εξής :
    1. Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης, τα δύο πέμπτα αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, τα τρία πέμπτα αυτής, γ) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα αυτής και δ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι έτη.
    2. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.
    3. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
    4. Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατουμένους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατουμένους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατουμένους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν. 4139/2013 οργανισμού και ζ) κρατουμένους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου καθώς και της αναπηρίας στις περ. α΄ και β΄ γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 105.
    5. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά είτε κατά την προηγούμενη παράγραφο είτε κατά τις ειδικές διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχο υπολογισμό.
    6. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 134, 187, 187 Α, 299 παρ. 1, 323Α, 324, 380, 385 καθώς και γι’ αυτά του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Kώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε έτη».

    ΟΜΩΣ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 81 ΣωφρΚ «Η Πολιτεία οφείλει να μεριμνά έγκαιρα για την ομαλή επάνοδο και προσαρμογή του κρατουμένου, που πρόκειται να απολυθεί οριστικά, στο κοινωνικό, επαγγελματικό και οικογενειακό του περιβάλλον. Περαιτέρω, κατά τη μεταχείριση των κρατουμένων διασφαλίζεται ο σεβασμός, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενισχύεται ο αυτοσεβασμός και η συναίσθηση της κοινωνικής τους ευθύνης (άρ. 2 ΣωφρΚ). Ο έλεγχος της νομιμότητας στη μεταχείριση των κρατουμένων ασκείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό και από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Τέλος, στο Σωφρονιστικό Κώδικα καθορίζονται οι προϋποθέσεις οργάνωσης και εφαρμογής συγκεκριμένων προγραμμάτων, που αποσκοπούν στον έλεγχο της λειτουργίας υφιστάμενων θεσμών ή συστημάτων μεταχείρισης των κρατουμένων, καθώς και στην πειραματική δοκιμή της αποτελεσματικότητας νέων θεσμών, ενώ αν προς υλοποίηση παρόμοιων προγραμμάτων απαιτείται συμμετοχή κρατουμένων, η συμμετοχή αυτή συνεκτιμάται θετικά για τή χορήγηση ευεργετικών μέτρων.

    Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης ορίζονται στο άρ. 106 ΠΚ, όπου προβλέπεται ότι η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων, ενώ μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης. Περαιτέρω, στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περιπτώσεων δ` έως στ` της παραγράφου 2 του άρθρου 99.

    Ελλείπει από τις προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης υπό όρο η εξατομίκευση των προϋποθέσεων και ειδικότερων περιστάσεων κοινωνικής επανένταξης του απολυομένου υπό τη μορφή μιας πρόγνωσης επί τη βάσει δεδομένων που άπτονται της εκ μέρους του κατανόησης της συμπεριφοράς για την οποία εξέτισε την επιβληθείσα ποινή.

    5) Άρ. 133 Νεαροί Ενήλικες

    Το άρθρο 133 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 133
    Νεαροί ενήλικες
    Όταν ο δράστης κατά τον χρόνο τέλεσης αξιόποινης πράξης δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 εδ. β΄ του άρθρου 130.»

    Εν προκειμένω, με την εν λόγω τροποποίηση απαλείφεται χωρίς καμία αιτιολόγηση η δυνατότητα που έχει το δικαστήριο «να διατάξει τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων του άρ. 54 Π.Κ.εφόσον κρίνει ότι η τέλεση της πράξης οφείλεται σε ελλιπή ανάπτυξη της προσωπικότητας λόγω της νεαρής ηλικίας και ότι ο περιορισμός αυτός θα είναι αρκετός για να αποφευχθεί η τέλεση άλλων εγκλημάτων» και περιορίζει πλέον τα εγκλήματα νεαρών δραστών στον κοινό σωφρονισμό και δίνει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83).

    6) Το άρθρο 191 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 191
    Διασπορά ψευδών ειδήσεων
    1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην δημόσια υγεία ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή.
    2. Με τις ποινές της παρ. 1 τιμωρείται όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες που προσβάλλουν το κύρος ή την αξιοπιστία προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα και είναι ικανές να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών για την αξιόπιστη εκτέλεση των καθηκόντων τους.
    3. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.»

    Διαφαίνεται ότι με την τροποποίηση αυτή εισάγονται πλέον έντονα φρονηματικά στοιχεία, τα οποία μετουσιώνονται σε αξιόποινη συμπεριφορά, ακόμη και εξ αμελείας τιμωρούμενη χωρίς όμως να αιτιολογείται ή έστω να αναφέρεται κατά ποίον τρόπο δύνανται να βλαφθούν τα έννομα αγαθά που προστίθενται στους όρους της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος. Ειδικότερα, καθίσταται αξιόποινη η εκφορά απόψεων δημοσίως ή μέσω του διαδικτύου, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, τη δημόσια υγεία ή την αμυντική ικανότητα της χώρας, τομείς που κατ΄εξοχήν αποτελούν αντικείμενο του δημοσίου διαλόγου ! Και μάλιστα η εκφορά των απόψεων αυτών ενδεδυμένων ως ψευδών ειδήσεων ή φημών, θα μπορούσε να αποτελεί η έντονη και μη αρεστή, προδήλως σε πολιτικούς πολέμιους της νομοθετικής επικαιρότητας, αρνητική κριτική, στην εθνική οικονομία, τη δημόσια υγεία ή την αμυντική ικανότητα της χώρας. Η παράθεση άραγε μιας επιστημονικής θέσης ως γεγονότος, έχουσας το χαρακτήρα της φήμης, σχετικά με την αποτελεσματικότητα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού δύναται να συνιστά διασπορά ψευδών ειδήσεων και να συνεφέλκεται την παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση της πράξης με συνέπεια το διασυρμό αυτού που επικαλέστηκε την θέση αυτή ; το ίδιο θα μπορούσε να υποστηριχθεί για την κριτική στην εθνική οικονομία ή την αμυντική ικανότητα της χώρας. Γι΄αυτό και η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπρεί να γίνει αποδεκτή λόγω του προφανούς δικαιοπολιτικού ελλείμματος που τη χαρακτηρίζει.

    7) ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ
    Το άρθρο 264 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 264
    Εμπρησμός
    1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
    2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη».

    Υπερβολική φαίνεται ότι είναι η αυστηροποίηση της διάταξης του εμπρησμού, που εισάγει κακουργηματική μορφή εγκλήματος αφηρημένης διακινδύνευσης, με την απειλούμενη ποινή της καθείρξεως έως δέκα ετών για όποιον προξενεί πυρκαγιά, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, ενώ στην προηγούμενη διατύπωση απαιτούσε να έχει προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Θεωρητικά και μια απομακρυσμένη πρόκληση πυρκαγιάς, σε απόσταση χιλιομέτρων, μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο, με συνέπεια κάθε τέτοια συμπεριφορά να είναι κακουργηματική με απειλούμενη κάθειρξη έως δέκα ετών. Απαιτείται βαθύτερη μελέτη της τροποποίησης με άλλου είδους ποινική μεταχείριση.

    8) ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ ΣΕ ΔΑΣΗ

    Το άρθρο 265 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 265
    Εμπρησμός σε δάση
    1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
    2. Όποιος στις περιπτώσεις της πρώτης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση, και αν από αμέλεια προκαλεί μια τέτοια πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.»

    ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ : σε αντίθεση με τις προηγούμενες σκέψεις, εν προκειμένω στην περίπτωση του εμπρησμού σε δάση, προφανώς, κρίνεται αιτιολογημένη η εισαγωγή του όρου τέλεσης της πράξης με το στοιχείο του παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου.

    9) Το άρθρο 270 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 270
    Έκρηξη
    1. Όποιος προξενεί έκρηξη με οποιοδήποτε τρόπο, και ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών, τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
    2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την έκρηξη από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη».

    Αιτιολογημένη η τροποποίηση της συγκεκριμένης διατάξεως σε κακούργημα αφηρημένης διακινδύνευσης, καθώς η πρόκληση έκρηξης ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών είναι ex naturam πρόσφορη να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο, ώστε ο χαρακτηρισμός ως κακουργήματος της συγκεκριμένης συμπεριφοράς να αποτελεί πρόδηλη και αναγκαία έκφραση προστασίας της ανθρώπινης ζωής.

    10) ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΦΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
    Η παρ. 1 του άρθρου 289 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής : «1. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 των άρθρων 264, 265, 268, 270, 273, 275, 277 και 286, της παρ. 3 του άρθρου 279, και της παρ. 4 του άρθρου 285 ο υπαίτιος δεν τιμωρείται, αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή του»

    Πρέπει να προστεθεί στις δυνατότητες δικαστικής άφεσης και η διάταξη του άρ. 285 ΠΚ.

    11) ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΟΔΗΓΗΣΗ
    Το άρθρο 290Α του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 290 Α
    Επικίνδυνη οδήγηση
    1.Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
    2.Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.»

    Η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να αναθεωρηθεί σε ορισμένα σημεία, κατά τα οποία συγχέονται συμπεριφορές εξ αμελείας και εξ δόλου τελούμενες με μια πράξη, όπως π.χ. η οδήγηση με πνευματική εξάντληση ή με όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές (!) και απειλείται κάθειρξη έως δέκα ετών, εάν προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις. Δεν συμφωνούμε με την συγκεκριμένη διατύπωση, όπως εισάγεται με την τροποποίηση.

    12) ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΕΚ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ
    Στο αντίστοιχο άρθρο 299 του Ν.Π.Κ., που φέρει τον τίτλο «Ανθρωποκτονία με δόλο», ορίζεται, ότι «1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη».
    Η παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 299
    Ανθρωποκτονία με δόλο
    «1.Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.»

    Εν προκειμένω εγείρεται το ουσιώδες ερώτημα, (που έχει τεθεί και από το ΕΔΔΑ), περί του αναγκαίου πλαισίου ποινής που απαιτείται να έχει ο εφαρμοστής του δικαίου, ώστε να κρίνει τη συγκεκριμένη ποινή που πρέπει να επιβάλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Μετά την απόρριψη του ισχυρισμού περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, όλες οι ανθρωποκτονίες δεν (πρέπει να) εξομοιώνονται κατά την ποινική μεταχείρισή τους, καθώς στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά καταργείται η διάταξη του άρ. 79 περί επιμέτρησης της ποινής. Ειδικότερα, με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του.
    Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του.
    Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών.
    Στο άρ. 79 Π.Κ. προβλέπεται ότι στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της, ενώ στην απόφαση (πρέπει να) αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε. Στο σημείο αυτό καθίσταται σαφής η αξιολογική αντινομία.
    Αξιολογική αντινομία υπάρχει όταν ο νομοθέτης εκφράζει σε έναν κανόνα δικαίου αξιολόγηση η οποία βρίσκεται σε αντίφαση με αξιολόγηση που εξέφρασε σε άλλον κανόνα, ενώ βέβαια οι δύο κανόνες έχουν διαφορετικό πραγματικό (αλλιώς θα είχαμε κανονιστική αντινομία). Δεν είναι δυνατόν να έχουν αξιολογηθεί από το νομοθέτη όλα τα στοιχεία του άρ. 79 ώστε να προσδιορίσει ενιαία μια απειλούμενη ποινή, και δη την ισόβια κάθειρξη. Καθίσταται προφανές, ότι εάν ισχύει ο κανόνας του άρ. 79 ΠΚ, ότι στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της, τότε η πρόβλεψη μιας ποινής, και μόνον, καθιστά αδύνατη τη λήψη υπόψιν οιουδήποτε εκ των στοιχείων που απαρτίζουν τους όρους επιμέτρησης, καθώς είτε συντρέχουν αυτοί είτε όχι, μια ποινή επιβάλλεται, η ισόβια κάθειρξη.
    Με άλλα λόγια, παρά την ύπαρξη σχετικού κανόνα δικαίου που προβλέπει την υποχρέωση του δικαστηρίου να τα λάβει υπόψιν, παρέλκει η εξέταση αυτών των στοιχείων που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν για την επιμέτρηση της ποινής, μετά το στάδιο απαγγελίας της ενοχής του κατηγορουμένου και της απόρριψης ισχυρισμού ελαφρυντικών περιστάσεων. Π.χ. Ισόβια κάθειρξη θα προβλέπεται ανεξάρτητα από τα αίτια που ώθησαν το δράστη στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε, ή τη σκληρότητα που επέδειξε ή εάν διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών, ανεξάρτητα από όλα τα ανωτέρω, η ποινή που θα επιβάλλεται θα είναι μια, η ισόβια κάθειρξη. Αυτή η αξιολογική αντινομία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ούτε με συστολή του γράμματος του κανόνα δικαίου έτσι ώστε μετά από τελολογική στάθμιση, αυτό να εναρμονισθεί προς τον άλλον κανόνα και προς το γενικότερο σύστημα του δικαίου.
    Γι΄αυτό και πρέπει να παραμείνει η διάταξη ως έχει.

    13) ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
    Το άρθρο 465 του ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής :
    «Άρθρο 465
    Οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος. Σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του άρθρου 80 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του προϊσχύσαντος ΠΚ ή Ειδικών Ποινικών Νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν σχηματίζεται συνολική ποινή κατά το άρθρο 96 ΠΚ.»
    2. «Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 και 2 ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι (20) ή δεκαπέντε (15) έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οχτώ (8) ή πέντε (5) έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι (20), δεκαπέντε (15), οχτώ (8) και πέντε (5) έτη αντίστοιχα.».
    3. «Τυχόν επιβληθείς μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ποινικός σωφρονισμός σε νεαρούς ενήλικες που δεν είχαν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους μετατρέπεται με απόφαση του δικαστηρίου σε μειωμένη ποινή κατά το άρθρο 133.».
    4. «Υποθέσεις, για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητήριου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται από το δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί.».
    5. Το άρθρο 10 ν. 2447/1996 καταργείται.

    ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ επί των μεταβατικών διατάξεων του Σχεδίου:

    Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, ενώ σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 2 του άρ. 2 ΠΚ, αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας.

    Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ.ΑΠ 1/2014).
    Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε στερητικών της, ελευθερίας ποινών λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο νόμος, ο οποίος καταργεί επιβαρυντική περίπτωση ή μετατρέπει κακούργημα σε πλημμέλημα, αφού στις περιπτώσεις αυτές η προβλεπόμενη ποινή είναι μικρότερη.

    Από το συνδυασμό των διατάξεων των δύο παραγράφων του άρθρου 2 του νέου Ποινικού Κώδικα σαφώς προκύπτει, ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε να εμμείνει στην καθιερούμενη με την πρώτη παράγραφο πρόβλεψη της εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων για τον κατηγορούμενο, που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, εισάγοντας με τη δεύτερη παράγραφο μία μοναδική εξαίρεση, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία η πράξη καθίσταται μετά το αμετάκλητο μη αξιόποινη, ορίζοντας ότι ειδικώς σ’ αυτή την περίπτωση παύει και η εκτέλεση της επιβληθείσας, έστω και με αμετάκλητη απόφαση, ποινής.
    Διάταξη για τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες ποινές κατέστησαν με νεότερες διατάξεις νόμου ηπιότερες μετά την αμετάκλητη εκδίκαση των πράξεων και ενώ ακόμη εκτίεται η ποινή που επιβλήθηκε γι’ αυτές, δεν περιελήφθη στο νέο Ποινικό Κώδικα, όπως δεν περιλαμβανόταν και στον προϊσχύσαντα κώδικα (ΟλΑΠ 4/2021).

    Η μόνη διαφοροποίηση μεταξύ των αντίστοιχων νομοθετικών κειμένων είναι η σημαντική από άποψη αποτελεσμάτων αναφορά της παρ. 1 του νέου κώδικα σε επιεικέστερες διατάξεις νόμων και όχι σε επιεικέστερο νόμο, του οποίου οι διατάξεις αντιμετωπίζονταν υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ως ενιαίο όλον, προκειμένου να κριθεί αν αυτός ήταν ηπιότερος (ΟλΑΠ 1/2020).
    Και υπό την ισχύ του όμοιου κατά τα λοιπά άρθρου 2 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, είχε απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία το ερώτημα, αν η παράγραφος 2 αυτού έπρεπε να εφαρμοσθεί αναλογικώς και στις περιπτώσεις θέσπισης επιεικέστερων ποινών για τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε κατηγορούμενος, μετά το αμετάκλητο της καταδίκης του κατά το στάδιο έκτισης των ποινών, που του επιβλήθηκαν.
    Επ’ αυτού είχε επικρατήσει η άποψη, ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αναδρομική ισχύ προσδίδεται μόνο στο νόμο, που καθιστά την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), γι’ αυτό και ο νομοθέτης περιόρισε τη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα μόνο σε αυτή την περίπτωση, ηθελημένα δε δεν προέβλεψε την κατά τον ίδιο χρόνο αναδρομική ισχύ νεότερου νόμου, που καθιστούσε το αξιόποινο απλώς ηπιότερο (απλώς επιεικέστερου νόμου), με συνέπεια να μην είναι δυνατή ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, αφού επρόκειτο για εκούσιο και όχι ακούσιο νομοθετικό κενό (ΟλΑΠ 643/1985).

    Σύμφωνα όμως με τα προεκτιθέμενα, οι αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των δύο παραγράφων του άρθρου 2 και του παλαιού και του νέου Ποινικού Κώδικα δεν καταλείπουν κενό ως προς αυτό το ζήτημα (έτσι η ΟλΑΠ 4/2021), αφού με την πρώτη καθορίζεται ρητώς ως έσχατο όριο εφαρμογής της επιεικέστερης ρύθμισης το αμετάκλητο της καταδικαστικής δικαστικής απόφασης, που επιβάλλει ποινή, ενώ «με τη δεύτερη εισάγεται απλώς, ως μοναδική συγκεκριμένη εξαίρεση από τον κανόνα της πρώτης παραγράφου, η κατάργηση, με μεταγενέστερο της επέλευσης του αμετακλήτου νόμο, του αξιοποίνου της πράξης μέχρι την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής» (έτσι η ΟλΑΠ 4/2021). Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε εφαρμογή των επιεικέστερων διατάξεων μέχρι του πέρατος έκτισης της ποινής θα αρκούσε να απαλείψει από την πρώτη παράγραφο την πρόβλεψη «ως την αμετάκλητη εκδίκασή της», οπότε και η δεύτερη παράγραφος θα παρίστατο πλεοναστική.

    Ο νεότερος νομοθέτης, ο οποίος προέβη κατά την εισαγωγή του νέου Ποινικού Κώδικα σε επιεικέστερες σε αρκετές περιπτώσεις ρυθμίσεις, έχοντας υπόψη του και τον προαναφερόμενο παλαιότερο προβληματισμό και τα Διεθνή Σύμφωνα που δεσμεύουν τη χώρα μας (βλ. αναφορά στην αιτιολ. έκθεση του νέου ΠΚ ως προς το προϊσχύσαν άρθρο 3, ότι αυτό καταργείται επειδή έρχεται σε αντίθεση με τους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες του άρθρου 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ και 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.), ουδόλως απέστη (έτσι η ΟλΑΠ 4/2021) από την προγενέστερη πρόβλεψη ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα, δεχόμενος προδήλως, ότι αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις των Συμφώνων αυτών και επιλέγοντας το σεβασμό του δεδικασμένου.

    Στην αιτιολογική έκθεση του Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), υπό τον τίτλο «Γ. ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ, Ι. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ», αναφέρεται, υπ’ αριθμόν 2, ως ουσιώδης η τροποποίηση του άρθρου 2 ΠΚ ως προς την εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης και όχι του νόμου ως ενιαίου «όλου», ενώ και η αναλυτικότερη αιτιολόγηση των νέων διατάξεων του άρθρου 2 ΠΚ, που ακολουθεί (Αιτιολ. Έκθ. Πρώτο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους, Ι. Βασικές αρχές), επικεντρώνεται στην ίδια τροποποίηση, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στο τιθέμενο στην παράγραφο 1 όριο του αμετακλήτου, που εξακολουθεί να ισχύει. Ως προς την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση τα εξής: » (γ) Τέλος στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη, παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας. Η προσθήκη στη διάταξη αυτή και των μέτρων ασφαλείας, εκτός από τις παρεπόμενες ποινές, στηρίχθηκε στη σκέψη ότι και τα μέτρα ασφαλείας δεν παύουν να είναι μέτρα του ποινικού δικαίου.

    Όταν επομένως η πράξη χαρακτηρίζεται πλέον ως ανέγκλητη και επομένως κανένα ποινικής φύσης μέτρο δεν μπορεί να επιβληθεί γι’ αυτήν, δεν θα πρέπει επίσης να εκτελούνται και τα μέτρα ασφαλείας.» Στην ως άνω αιτιολογική έκθεση δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε για αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 και για εκ νέου προσδιορισμό της ποινής στην περίπτωση ισχύος, μεταγενέστερου του αμετακλήτου, επιεικέστερου νόμου, παρότι ήταν γνωστό πως σ’ αυτήν την κατηγορία θα ενέπιπταν πολλές περιπτώσεις αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, ενώ ουδέν σχετικό προβλέπεται και σε οποιαδήποτε διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα ή του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή στις μεταβατικές διατάξεις τους (βλ. και ΟλΑΠ 643/1985), όπως ασφαλώς θα συνέβαινε, εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε διαφορετική από την προγενέστερη αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος.

    Σύμφωνα με το ενδιαφέρον σκεπτικό της ΟλΑΠ 4/2021, σύμφωνα με την ως άνω σαφή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής και αυτών των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων καθορισμού της συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων είναι εκείνο της αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης. Εάν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, η αναπροσαρμογή της ποινής θα ήταν, κατά λογική ακολουθία, επιβεβλημένη όχι μόνον ως προς το ανώτατο όριο της καθορισθείσας με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση συνολικής εκτιτέας ποινής, αλλά και για όλες τις ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως χωρίς να υπερβαίνουν αυτό το όριο, συγχωνεύτηκαν όμως με βάση τις παλαιότερες αυστηρότερες σχετικές ρυθμίσεις.
    Θα ήταν επίσης επιβεβλημένη και σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιβλήθηκε ποινή έστω και για μία αξιόποινη πράξη, η οποία όμως τιμωρείται ηπιότερα βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα, και μάλιστα ακόμη κι αν αναγνωρίσθηκε ελαφρυντικό, για το οποίο προβλέπεται στις νεότερες διατάξεις ευνοϊκότερη μείωση της ποινής (όπως πχ. συμβαίνει με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, η μείωση της οποίας επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού θα έπρεπε κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 83 ΠΚ να είναι κατώτερη μεν από το τότε προβλεπόμενο ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης των είκοσι ετών και θα μπορούσε να μειωθεί μόνον μέχρι τα δέκα έτη κάθειρξης, ενώ, σύμφωνα με την αντίστοιχη νεότερη διάταξη η ποινή μπορεί, επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού, να κυμανθεί από πέντε έως δεκαπέντε έτη), ακόμη δε περισσότερο, αν αναγνωρίσθηκαν περισσότερα του ενός ελαφρυντικά στον καταδικασθέντα ή άλλοι λόγοι μείωσης της ποινής του, διότι οι παλαιότερες διατάξεις του άρθρου 85 ΠΚ προέβλεπαν μία μόνο μείωση της επιβαλλόμενης ποινής, συνεκτιμωμένων όλων των λόγων μειώσεώς της, ενώ οι νεότερες διατάξεις του ίδιου άρθρου προβλέπουν περαιτέρω μείωση σ’ αυτές τις περιπτώσεις, καθορίζοντας γι’ αυτές νέα κατώτατα όρια (άρθρ. 85 νέου ΠΚ).

    Και αυτό, διότι, εάν γινόταν δεκτό ότι θα ήταν επιτρεπτό τα δικαστήρια να επανακαθορίσουν τις αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές, λόγω μεταγενέστερης ηπιότερης αντιμετώπισης των αδικημάτων, οποιοσδήποτε απλουστευμένος περιορισμός στον επανακαθορισμό τους, όπως π.χ. ότι αυτός πρέπει να εφαρμοσθεί μόνον επί συνολικής εκτιτέας ποινής (μικρότερης και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο από την αρχικώς επιμετρούμενη) ή δια της έκτισης του maximum της νεότερης ηπιότερης στερητικής της ελευθερίας ποινής (βλ. σχετική πρόταση Εισαγγελέως ΑΠ Φαφούτη στην ΟλΑΠ 643/1985), ακόμη κι όταν κατά την επιβολή της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής θα είχαν συνεκτιμηθεί ενδεχομένως και ελαφρυντικές περιστάσεις, με συνέπεια την επιβολή ποινής χαμηλότερης από το νεότερο ανώτατο όριο για τη συγκεκριμένη πράξη, θα παρίστατο αυθαίρετος και θα αντέβαινε στην καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, επιφυλάσσοντας ευμενέστερη μεταχείριση μόνον σε όσους καταδικασμένους έχουν επιβληθεί οι βαρύτερες ποινές.
    Αυτό αποτελεί ένα επιπλέον λόγο, για τον οποίο ο νεότερος νομοθέτης, πέραν του ότι μια διαφορετική αντιμετώπιση του κρινόμενου ζητήματος θα ανέτρεπε κάθε έννοια δεδικασμένου των αμετάκλητων αποφάσεων, έχοντας υπόψη του και ότι οι διαφοροποιήσεις ως προς τις επιβλητέες ποινές μεταξύ των παλαιότερων διατάξεων και των ηπιότερων νεότερων διατάξεων δεν είναι τέτοιες, ώστε να μπορούν οι ήδη επιβληθείσες αμετακλήτως υπό το αμέσως προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς ποινές να θεωρηθούν υπέρμετρες, συνειδητώς επέλεξε να διατηρήσει αναλλοίωτη τη σχετική σαφή διατύπωση του άρθρου 2 ΠΚ, ενώ και η διαπνέουσα το ποινικό δίκαιο αρχή της επιεικείας δεν μπορεί να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια αυθαιρέτως χωρίς νομικό έρεισμα (ΟλΑΠ 643/1985), αλλά εντός των πλαισίων που ορίζουν οι νόμοι. Σημειωτέον, ότι η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης διαμορφώνεται σε τρία διακριτά πεδία, που αντιπροσωπεύουν αλληλοδιαδοχικά διακριτά στάδια: α) το γενικό και αφηρημένο πεδίο, που πραγματώνεται με τη θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία των κυρωτικών ποινικών νόμων, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν ήδη κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης (άρθρα 7 του Συντάγματος, 1 ΠΚ). β) το ειδικό και συγκεκριμένο εξατομικευμένο πλέον πεδίο, που πραγματώνεται δια της εκδίκασης της υπόθεσης και έκδοσης απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια μέχρι να καταστεί αυτή αμετάκλητη, κατά τη διάρκεια του οποίου δημιουργείται και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής διαγνωστικής κύριας δίκης, γ)το πεδίο της εκτέλεσης της απόφασης (ποινικού σωφρονισμού), η οποία υλοποιείται από το κράτος (άρθρ. 552 ΚΠοινΔ) και εποπτεύεται απλώς από τους Εισαγγελείς (άρθρ. 567 ΚΠοινΔ).
    Κατά το δεύτερο στάδιο τα δικαστήρια εφαρμόζουν, κρίνοντας τη συγκεκριμένη εξατομικευμένη περίπτωση, τους νόμους, που ψηφίζονται από τη νομοθετική εξουσία (Βουλή των Ελλήνων), εντός των ορίων που προβλέπονται επίσης από το νόμο, ενώ κατά το τρίτο στάδιο η κρατική (εκτελεστική) εξουσία είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Καταφανής στη διαδρομή αυτού του φαινομένου είναι η θεμελιώδης για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικώς δια του άρθρου 26 του Συντάγματος της χώρας μας (ΟλΑΠ 3/2016) και χαρακτηρίζει τη λειτουργία κάθε κράτους δικαίου (ΔΕΕ 2-3/2021, C-824/2018 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, ΔΕΕ 19-11/2019, C-585,624,625/2018 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τμήματος εργατικών διαφορών, της Πολωνίας, ΔΕΕ 10-11/2016, Pοltorak, C-452/2016).
    Σύμφωνα με αυτά, η έννομη σχέση μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης, στην οποία εμπλέκονται και οι τρεις πολιτειακές εξουσίες σε διαφορετικά στάδια και με διαφορετικές αρμοδιότητες, είναι ευρύτερη από την έννομη σχέση της διαγνωστικής κύριας ποινικής δίκης. Η τελευταία αποτελεί μόνον ένα διακριτό περιορισμένο μέρος της έννομης σχέσης μεταξύ πολιτείας και δράστη, το οποίο αρχίζει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και τελειώνει με το αμετάκλητο της αθωωτικής ή, της ενδιαφέρουσας στην κρινόμενη περίπτωση, καταδικαστικής απόφασης, που παράγει δεδικασμένο κατά τα ισχύοντα στο ποινικό και ποινικό δικονομικό δίκαιο.

    Η καταδικαστική δε απόφαση καθίσταται, σε κάθε περίπτωση, εκτελεστή μόλις γίνει αμετάκλητη (άρθρ. 545 νέου ΚΠοινΔ), δηλαδή αν κατ’ αυτής δεν επιτρέπεται (τακτικό) ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε (άρθρ. 546 νέου ΚΠοινΔ), οπότε και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής δίκης, κατά τη διάρκεια της οποίας λογίζεται, όπως γίνεται δεκτό από το ποινικό δικονομικό δίκαιο, ότι υφίσταται εκκρεμοδικία ως προς την κατηγορία (έστω και αν δεν βρίσκεται σε εξέλιξη δίκη ενώπιον δικαστηρίου, αλλά υφίσταται ακόμη προθεσμία για άσκηση ένδικου μέσου). Η νομοθετική εξουσία διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιεί τους ποινικούς νόμους, καθιστώντας τους είτε αυστηρότερους είτε ευνοϊκότερους ως προς την ποινική μεταχείριση του δράστη αξιόποινης πράξης.

    Στην τελευταία περίπτωση τα δικαστήρια υποχρεούνται να εφαρμόσουν τον επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο νόμο, ήδη δε κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα τις επιεικέστερες γι’ αυτόν διατάξεις νόμου, οι οποίες ίσχυσαν από την τέλεση της αξιόποινης πράξης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφασή τους, όπως αντιστοίχως η πολιτεία υποχρεούται να διασφαλίζει την εκτέλεση των αμετάκλητων ποινικών δικαστικών αποφάσεων (πρβλ και ΕΔΔΑ 26-3/2020, αναφερόμενη στην υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας προς εφαρμογή των αμετάκλητων και δεσμευτικών δικαστικών αποφάσεων επί πολιτικής δίκης). Η άποψη όμως ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να επανεξετάζουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης τις αμετακλήτως επιβληθείσες από αυτά ποινές, επαναπροσδιορίζοντάς τες, επειδή μετά το αμετάκλητο της απόφασής τους θεσπίσθηκαν από τη νομοθετική εξουσία ηπιότερες ποινές για το αδίκημα που δικάσθηκε, πέραν του ότι αντιβαίνει στο νόμο κατά τα προεκτιθέμενα, θα οδηγούσε ουσιαστικά και σε ανεπίτρεπτη, βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, επέμβαση στο αποτέλεσμα της αμετακλήτως περατωθείσας δικαστικής διαδρομής. Σε αυτή την περίπτωση υφίσταται η δυνατότητα εφαρμογής του προβλεπόμενου από το άρθρο 564 περ. β’ και του νέου ΚΠοινΔ θεσμού της χάρης, προκειμένου να μετριασθεί στο πλαίσιο του νεότερου νόμου η εκτελούμενη ποινή.

    Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 4/2021 στο νομοθετικό σώμα εναπομένουν και άλλες λύσεις, μη παραβιάζουσες την ανωτέρω αρχή, εάν υπάρχει βούληση ευνοϊκότερης μεταχείρισης των καταδικασμένων σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπως π.χ. η εισαγωγή με το νεότερο νομοθέτημα μεταβατικών διατάξεων, που προβλέπουν μείωση και των ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν αμετακλήτως βάσει του προϊσχύσαντος νόμου, ή η πρόβλεψη δυνατότητας ασκήσεως του έκτακτου ένδικου μέσου της επανάληψης διαδικασίας και στις ανωτέρω περιπτώσεις ή η θέσπιση διατάξεων, που καθιστούν υπό ελαστικότερες προϋποθέσεις δυνατή την υπό όρους απόλυση όλων όσων εκτίουν στερητικές της ελευθερίας ποινές για αδικήματα, που, μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, τιμωρούνται πλέον με μικρότερα όρια στερητικών της ελευθερίας ποινών. Μόνον όταν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη, επεμβαίνουν τα δικαστήρια στο προαναφερόμενο τρίτο στάδιο της έκτισης των ποινών, μεταβάλλοντας διατάξεις (ενδεχομένως και) αμετάκλητης απόφασης, όπως π.χ. συμβαίνει επί παραδοχής του έκτακτου ένδικου μέσου επανάληψης της διαδικασίας (άρθρ. 525 επ. ΚΠοινΔ), επί άρσης ή ανάκλησης της αναστολής (άρθρ. 101, 102 ΠΚ), όταν τίθεται εκ νέου προς δικαστική κρίση το ζήτημα της συγχώνευσης των ποινών, επειδή συναντώνται περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις στο στάδιο της εκτέλεσης, οπότε δημιουργείται νέα ενώπιον των δικαστηρίων περιορισμένου αντικειμένου δίκη επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κατά την οποία εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 551 ΚΠοινΔ.
    Αλλά και αντιστρόφως, εφόσον από το νομοθέτη δεν παρέχεται με σχετική ρύθμιση οποιαδήποτε εξουσία στα δικαστήρια προς μεταβολή της καταδικαστικής απόφασης λόγω της θέσπισης ηπιότερης ποινής μετά το αμετάκλητο και δη κατά το στάδιο έκτισης της ποινής, η τυχόν επέμβαση των δικαστηρίων με μεταβολή των διατάξεων της απόφασης αυτής, κατά το στάδιο αυτό, θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη προσβολή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας.

    Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 4/2021, το θέμα δεν επιλύεται ούτε κατά το στάδιο των αντιρρήσεων εκτελεστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 562 του νέου ΚΠοινΔ, όπου κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 του ίδιου κώδικα εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του (άρθρ. 562 εδ. α’ ΚΠοινΔ), ενώ στα δικαστήρια και συγκεκριμένα στο δικαστήριο των Πλημμελειοδικών του τόπου, όπου εκτίεται η ποινή, απονέμεται μόνον η αρμοδιότητα να επιληφθεί του ανωτέρω θέματος σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος κατά της διάταξης του εισαγγελέα (άρθρ. 562 εδ. β’ ΚΠοινΔ).
    Ειδικότερα, κατά την ΟλΑΠ 4/2021, το Πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασμένου ή αμφιβολιών του Εισαγγελέα, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προέκυψαν μετά το αμετάκλητο αυτής κατά την εκτέλεσή της, ενδεικτικώς δε τέτοιες είναι οι αμφιβολίες ή αντιρρήσεις αναφορικά με: α) την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) τη διάρκεια της ποινής, εάν ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της (άρθρο 554 νέου ΚΠΔ), δ) την ύπαρξη λόγων που συνεπάγονται παύση της έκτισης ή εξάλειψη της ποινής, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ ΚΠοινΔ) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ νέου ΚΠΔ), αντιστοίχως, ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ.

    Για να είναι δε παραδεκτές οι αντιρρήσεις του καταδικασθέντος, που απευθύνονται αρχικώς στον Εισαγγελέα και μπορούν να εισαχθούν ακολούθως προς κρίση στο Πλημμελειοδικείο ως αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, πρέπει να μην προσκρούουν στο αμετάκλητο της εκτελούμενης καταδικαστικής απόφασης και να υποβληθούν ενόσω διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, να μην έχει δηλαδή καθ’ ολοκληρία αποτιθεί η ποινή, που επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση, διότι μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης.

    Σύμφωνα με αυτά, δεν παρέχεται, βάσει των ως άνω διατάξεων του άρθρου 562 του νέου ΚΠοινΔ, δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής, που απαγγέλθηκε αμετακλήτως από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δικαστήριο μετά από έρευνα της κατηγορίας, ή δυνατότητα επανακαθορισμού της ποινής αυτής λόγω τυχόν ηπιότερης αντιμετώπισης του αξιοποίνου της πράξης, για την οποία επιβλήθηκε, καθόσον αυτό θα προσέκρουε στο άρθρο 2 ΠΚ και στο αμετάκλητο και θα οδηγούσε σε κατάλυση του δεδικασμένου.

    Ακριβώς επειδή οι αντιρρήσεις ή αμφιβολίες αφορούν αποκλειστικώς τυπικά ζητήματα σε σχέση με την έκτιση της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής, τα οποία πρέπει να επιλύονται ταχέως, προβλέφθηκε με το νέο άρθρο 562 ΚΠΔ κατ’ αρχήν εξουσία του οριζόμενου στο άρθρο 549 του νέου ΚΠοινΔ Εισαγγελέα να αποφανθεί επ’ αυτών (μη προβλεπόμενη από το προϊσχύσαν αντίστοιχο άρθρο 565 του παλαιού ΚΠοινΔ, κατά το οποίο απαιτείτο απευθείας προσφυγή στο Πλημμελειοδικείο) και δυνατότητα προσφυγής στο Πλημμελειοδικείο του τόπου της εκτέλεσης στη συνέχεια, εάν εκείνος διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα, που προκύπτει, ή, αν υφίστανται αντιρρήσεις του καταδικασμένου ως προς τη διάταξη του Εισαγγελέα, που κατ’ αρχήν το επιλύει. Θα ήταν δε και δικονομικώς άτοπο να υποτεθεί ότι ανατέθηκε (μόνο) στον Εισαγγελέα και στη συνέχεια στο Πλημμελειοδικείο, το οποίο ενδεχομένως θα είναι κατώτερο δικαστήριο από αυτό που επέβαλε αμετακλήτως την ποινή, τυχόν επανακαθορισμός αυτής, ο οποίος θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υπέρβαση εξουσίας του Πλημμελειοδικείου σε περίπτωση παραδοχής τέτοιας φύσεως αντιρρήσεων.
    Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη της 16ης-12-1966, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το νόμο 2462/1997, «1. Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν.»

    Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αποσκοπούν, όπως καθίσταται σαφές από το περιεχόμενό τους, κατ’ αρχήν στην εφαρμογή από τα συμβαλλόμενα κράτη της αρχής του «nullum crimen nulla poena sine lege» και δη τη μη ύπαρξη εγκλήματος και συνακόλουθα ποινής άνευ νόμου, που προβλέπει το αξιόποινο αδικήματος κατά το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό διαπράττεται (εδ.α’). Στο δεύτερο εδάφιο, που αποτελεί ουσιαστικά επεξηγηματική συμπλήρωση του πρώτου, προβλέπεται η μη αναδρομική εφαρμογή νόμων που προβλέπουν ποινές αυστηρότερες από τις ισχύουσες κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος (διότι σ’ αυτή την περίπτωση η τυχόν αργότερα θεσπισθείσα βαρύτερη ποινή θα επιβαλλόταν ουσιαστικά «sine lege» υφισταμένου κατά το χρόνο διάπραξής του), ενώ με το τρίτο εδάφιο προβλέπεται η εφαρμογή του μεταγενέστερου της διάπραξης του εγκλήματος νόμου, ο οποίος προβλέπει επιβολή ηπιότερης ποινής. Στο τελευταίο εδάφιο δεν διαλαμβάνεται μεν ρητώς η προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης για την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, πλην όμως αυτό σαφώς αναφέρεται σε στάδιο, κατά το οποίο επιβάλλεται η ποινή και, επομένως, σε στάδιο της δικαστικής διαδρομής της κύριας δίκης επί της κατηγορίας, η οποία στη χώρα μας ολοκληρώνεται με το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης. Η διάταξη του τρίτου εδαφίου του ανωτέρω άρθρου του ΔΣΑΠΔ δεν αναφέρεται στο στάδιο έκτισης ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής της.
    Βάσει αυτής ουδόλως επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα κράτη αναπροσδιορισμός της ποινής, εάν ο νόμος καταστεί ηπιότερος μετά το πέρας της παραπάνω κύριας δικαστικής διαδρομής, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η επιβολή της ποινής από τα δικαστήρια, καθόσον αυτό θα προσέκρουε, κατά τα προεκτιθέμενα, και στη θεμελιώδη για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Παρόμοιο δε περιεχόμενο με το ως άνω άρθρο έχουν και το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας μας, σύμφωνα με το οποίο «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης», καθώς και το άρθρο 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο «ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος». Κατά την ερμηνεία των Διεθνών Συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύεται και η χώρα μας, γίνεται μεν δεκτό ότι η καταδικαστική ποινική απόφαση εκτείνεται και στο στάδιο έκτισης της ποινής, αυτό όμως έχει την έννοια της εφαρμογής σε αυτό το στάδιο των όρων έκτισης της απαγγελθείσας από τα δικαστήρια ποινής, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επανεξέταση της απόφασης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε (βλ. σχετ. ΔΕΕ 21-9/2017, C-171/2016).

    Περαιτέρω και η θέση, ότι ο όρος «ελαφρύτερη ποινή» στο άρθρο 15 παρ. 1 εδ. γ’ του ανωτέρω ΔΣΑΠΔ δεν καταλαμβάνει μόνον το πλαίσιο της ποινής αλλά πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να εμπίπτει σ’ αυτό και ο τρόπος έκτισής της, αναφέρεται καταφανώς σε ευμενέστερες μεταβολές των εθνικών δικαίων ως προς τον τρόπο έκτισης συγκεκριμένων ποινών, που επιβλήθηκαν, και όχι σε μεταβολές της αμετακλήτως καθορισθείσας ποινής,
    «ο τρόπος έκτισης της οποίας μπορεί να παρουσιάζει κατά τα εθνικά δίκαια ελαστικότητα και να υπόκειται σε μεταβολές σύμφωνα με σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας (με τις προβλέψεις της απόλυσης υπό τον όρο της ανάκλησης, κατ’ άρθρ. 105Β ΠΚ, οπότε εκτίεται μέρος μόνο της ποινής και, εφόσον δεν χωρήσει ανάκληση ή άρση της απόλυσης, θεωρείται πως έχει εκτιθεί και το υπόλοιπό της, παρότι ο καταδικασμένος δεν κρατείται πλέον, ή της απόλυσης υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης με ηλεκτρονική επιτήρηση, κατ’ άρθρ. 110Α ΠΚ, ή του ευεργετικού υπολογισμού των ημερών εργασίας κλπ), οι δε καταδικασμένοι ασφαλώς επωφελούνται από τυχόν ευμενέστερες σχετικές διατάξεις, ακόμη και όταν αυτές θεσπίζονται μετά το αμετάκλητο.»

    Ευμενέστερος είναι ο νόμος που προβλέπει τις ελαφρότερες ποινικές συνέπειες από απόψεως είδους και μέτρου ποινής (ΑΠ 1704/2003, ΠοινΛ 2003, 1923, ΑΠ 1125/1998, ΠΧ ΜΘ 653,, ΑΠ 1278/1995, ΠΧ ΜΣΤ 391, ΑΠ 725/1988, ΠΧ ΛΗ 849, ΑΠ 853/1986, ΛΣΤ 799), όπως λ.χ. όταν με το νέο νόμο η πράξη γίνεται πλημμέλημα από κακούργημα. Ως ανέγκλητη, δηλαδή ατιμώρητη, πρέπει να θεωρηθεί η πράξη, όταν δεν τιμωρείται καθόλου και όχι όταν τιμωρείται απλώς επιεικέστερα (ΑΠ 442/84, ΠΧ ΛΔ 859, ΑΠ 1390/84, ΠΧ ΛΕ 388). Σε περίπτωση που ο νέος νόμος τιμωρεί επιεικέστερα την πράξη, μένουμε στο ισχύον δεδικασμένο, υπάρχει όμως η διέξοδος της προσωρινής απόλυσης με όρο (Μαγκάκης, ΣυστΕρΠοινΚ, άρθρο 2, αρ. 20).

    Με την προτεινόμενη μεταβατική διάταξη του άρ. 465 παρ. 2 ΠΚ, προβλέπεται ότι «Για τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) καταδικασθέντες αμετακλήτως σε πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, για τις οποίες καθορίστηκε, κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 και 2 ΠΚ, συνολική ποινή υπερβαίνουσα τα είκοσι (20) ή δεκαπέντε (15) έτη πρόσκαιρης κάθειρξης, καθώς και τα οχτώ (8) ή πέντε (5) έτη φυλάκισης αντίστοιχα, ως εκτιτέα ποινή για την απόλυση υπό όρο αυτών λογίζονται τα είκοσι (20), δεκαπέντε (15), οχτώ (8) και πέντε (5) έτη αντίστοιχα».

    Με την συγκεκριμένη ρύθμιση πράγματι ανατρέπεται το δεδικασμένο αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, έστω και εάν η μειωμένη αυτή εκτιτέα ποινή ισχύει μόνον για την απόλυση υφ΄όρον, δεν επιλύει το βασικό ζήτημα της έκτισης λόγω αμετάκλητης καταδίκης ποινής, που πλέον δεν προβλέπει ο νόμος για την πράξη που καταδικάσθηκε αμετάκλητα ο καταδικασθείς. Όπως εύστοχα επισημαίνει η Συμεωνίδου – Καστανίδου (Νομοθετική πρωτοβουλία μετά την ΟλΑΠ 4/2021, ΠοινΔικ 8-9/2021), δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια ούτε για τις μικρότερες συνολικές ποινές ούτε για άλλες, ακόμα πιο προβληματικές περιπτώσεις, όπως λ.χ. η έκτιση κάθειρξης 20 ετών για ένα έγκλημα, όταν σήμερα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15 έτη, ή η έκτιση κάθειρξης όταν το έγκλημα έχει μετατραπεί σε πλημμέλημα. Ορθά προτείνει η Συμεωνίδου, θέση που μας βρίσκει σύμφωνους και εδώ, είτε θα πρέπει να απλουστευθεί η διαδικασία χορήγησης της χάρης για τις περιπτώσεις αυτές, είτε θα πρέπει να θεσπισθεί μια σειρά επιεικέστερων ρυθμίσεων κατά την εφαρμογή των άρθρων 105 έως 110Α ΠΚ, που θα επιτρέπει λ.χ. την έκτιση της ποινής στην κατοικία και για ποινές μεγαλύτερες των 15 ετών ή την απόλυση υπό όρους μετά την έκτιση στη φυλακή ενός μικρότερου μέρους ποινής από τα προβλεπόμενα στο ισχύον άρθρο 105Β ΠΚ.

    Συμπερασματικά, με όσα ορίζει ανωτέρω η ΟλΑΠ 4/2021 καθίσταται άμεση και επιτακτική ανάγκη η νομοθετική αντιμετώπιση από το νομοθέτη της ρυθμίσεως των ελαφρότερων ποινικών συνεπειών από απόψεως είδους και μέτρου ποινής σε περιπτώσεις που έχουν εκδοθεί ήδη αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις και εκτίονται βαρύτερες ποινές.

    Με εκτίμηση,

    Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, Δ.Ν. – Δικηγόρος, Μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Γεν. Γραμματέας του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου

    themis@sofos.com.gr
    http://www.sofos.com.gr
    L +302103633322
    M +306944838029

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 17:08 | WWF Ελλάς

    Σχόλιο στο άρθρο 191

    Η προτεινόμενη διάταξη αυστηροποιεί από πολλές απόψεις το ισχύον πλαίσιο για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Ειδικά για τα ζητήματα διασποράς ψευδών ειδήσεων για το περιβάλλον και την κλιματική κρίση, που δυστυχώς είναι αρκετά έντονη, θεωρούμε πως η ποινικοποίηση θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, ενώ τυχόν κακή εφαρμογή της μπορεί να καταφέρει καίρια πλήγματα στο δικαίωμα των πολιτών για συμμετοχή στα κοινά. Η προτεινόμενη διάταξη εισάγει περισσότερες αξιολογικές, δυσερμήνευτες και ασαφείς κρίσεις, που σε αρκετές περιπτώσεις είναι δυνατόν να προκαλέσουν την άνιση και επιλεκτική εφαρμογή της.
    Σε αρκετές περιπτώσεις περιβαλλοντικών εγκλημάτων (όπως χαρακτηριστικά όσα αφορούν χημική ρύπανση), η επιστημονική τεκμηρίωση είναι εργαλείο προσβάσιμο κυρίως από τους οικονομικά ισχυρούς (διότι οι ειδικές, κατά παραγγελία μελέτες είναι ακριβές). Έτσι, η διάταξη μπορεί εύκολα να τύχει κακής εφαρμογής, επιτρέποντας σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες – γενικά σε φορείς ή πρόσωπα με οικονομική ισχύ – να καταδιώκουν απηνώς πολίτες που εκφράζουν ενοχλητικές για τα συμφέροντά τους απόψεις. Εάν η τεκμηρίωση αυτή ήταν δημόσια διαθέσιμη – σε εφαρμογή των αρχών της «ανοιχτής επιστήμης» – τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά: ωστόσο, με ευθύνη της πολιτείας, αυτό δεν συμβαίνει, ακόμα και σε κρίσιμους τομείς για μία σύγχρονη δημοκρατία – περιβάλλον, κλίμα, δημόσια υγεία, οικονομία, χρηματοπιστωτικός τομέας, τεχνική ασφάλεια, ασφάλεια των τροφίμων και των προϊόντων.

    Η διάταξη θα πλήξει καίρια τη δημόσια συμμετοχή για τα περιβαλλοντικά θέματα. Προκαταρκτικά, όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, σημειώνεται ότι η Σύμβαση του Άαρχους απαγορεύει ρητά τις κυρώσεις και τις διώξεις εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ασκεί δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν (άρθρο 3 παρ. 8): συνεπώς, οποιαδήποτε εφαρμογή του Π.Κ. 191 εναντίον προσώπου που συμμετέχει για παράδειγμα σε δημόσια διαβούλευση για περιβαλλοντικά θέματα, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Δεύτερον, σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζει Σύσταση για την απαγόρευση των «στρατηγικών» αγωγών, μηνύσεων ή εγκλήσεων που στοχεύουν δημοσιογράφους (μεταξύ άλλων, και «άτυπους» δημοσιογράφους) και υπερασπιστών των δικαιωμάτων (μεταξύ άλλων, και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων): πρόκειται για το φαινόμενο που είναι γνωστό ως Strategic Litigation Against Public Participation (SLAPP) [εδώ: https://ec.europa.eu/info/law/better-regulation/have-your-say/initiatives/13194-EU-action-against-abusive-litigation-SLAPP-targeting-journalists-and-rights-defenders-Recommendation_en ]. Μολονότι η Σύσταση δεν είναι δεσμευτική, οποιαδήποτε απόπειρα εφαρμογής του Π.Κ. 191 εναντίον των προσώπων αυτών θα εδραιώσει την αντίληψη ότι η χώρα ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό.

    Όπως έχει παρατηρήσει ο αείμνηστος Γιώργος Παπαδημητρίου (Το Περιβαλλοντικό Σύνταγμα: Περιεχόμενο, Θεμελίωση και Λειτουργία, 1994), το δικαίωμα στο περιβάλλον συμπληρώνεται από την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας, το οποίο εμπλουτίζει και συμπληρώνει το δικαίωμα στο περιβάλλον (24 Σ). Έκφανση της αρχής αυτής είναι η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον: σήμερα, η συμμετοχή αυτή επιβάλλεται από τη Σύμβαση του Άαρχους (άρθ. 3 παρ. 1- 2, 3 παρ. 5-6, 6-8), το ενωσιακό δίκαιο (ενδεικτικά, Οδηγίες 2011/92, 2001/42, 92/43, 2000/60, 2010/75, 2013/30, κ.α.), και πολλές ακόμα διατάξεις του εθνικού δικαίου. Η συμμετοχή των πολιτών αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αρχής της αειφορίας, ενώ ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προστατεύει το την ελευθερία της έκφρασης, η οποία περιλαμβάνει «το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει … και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων…» (άρθρο 11 παρ. 1 εδ. α’). Στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού της δημόσιας διοίκησης, η συμμετοχή λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο μέσω του διαδικτύου: κατά συνέπεια, μπορεί να εμπίπτει καταρχήν στο πεδίο αναφοράς του Π.Κ. 191, ακόμα και αν ληφθεί υπόψη ότι το Π.Κ. 367 αίρει τον άδικο χαρακτήρα ορισμένων δυσμενών κρίσεων, εκφράσεων και εκδηλώσεων.
    Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι τα ανοιχτά ερωτήματα για το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, το κλίμα, κρίνονται βάσει «σταθμίσεων» (π.χ., μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας) ή αξιολογήσεων (π.χ. αν υπάρχει «υποβάθμιση»). Επίσης, βρίσκονται συχνά στην αιχμή της επιστημονικής έρευνας, αντιμετωπίζονται με βάση την αρχή της πρόληψης (όπου, εξ’ ορισμού, δεν υπάρχει πλήρης τεκμηρίωση). Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η αντίθεση «ψέμα» – «(επιστημονική) αλήθεια» δεν έχει νόημα: παρόλα αυτά, η διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί καταχρηστικά ως εργαλείο δίωξης ή παρενόχλησης με δικαστικές ενέργειες κατά όσων οι γνώμες ενοχλούν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η λύση είναι η ενθάρρυνση της δημόσιας συζήτησης, έτσι ώστε μην δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ποινικοποίησης της «αποκλίνουσας» ή ενοχλητικής άποψης, με την άνιση και ευκαιριακή εφαρμογή της διάταξης.

    Ενδεικτική υποθετική περίπτωση κατάχρησης της προτεινόμενης διάταξης το εξής: Με ανάρτηση στο Facebook, χρήστης του διαδικτύου αναφέρει ότι ορισμένα φυτοφάρμακα εξαφανίζουν τα πουλιά, καθώς πιστεύει ότι τα πουλιά εξαφανίστηκαν όταν οι συγχωριανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν αγροχημικά. Μία εταιρεία εμπορίας φυτοφαρμάκων υποβάλλει έγκληση, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για ψευδή είδηση που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία (γεωργία) και τη δημόσια υγεία. Η εταιρεία επικαλείται έκθεση, που έχει ιδιωτικά συνταχθεί, ότι τα προϊόντα της είναι ασφαλή.

    Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει (α) μία έντονη ανισότητα στα αποδεικτικά μέσα (β) μία αποτροπή της συμμετοχής σε μελλοντικές δημόσιες συζητήσεις για το θέμα και (γ) ανάμειξη του εισαγγελέα, των ανακριτικών υπαλλήλων και του ποινικού δικαστή στο ζήτημα αν υπάρχει «ψέμα» («ψευδής» είδηση). Και τα τρία είναι πολύ κακά και για την δικαιοσύνη, την δημόσια συμμετοχή και για την δημοκρατία. Και δεν προστατεύουν καθόλου την σύννομη χρήση φυτοφαρμάκων (το αντίθετο).

    Σχόλιο στο άρθρο 265
    Η οριακή αυστηροποίηση των ποινών σε σχέση με τον ισχύοντα Π.Κ. (2019) θα πρέπει καταρχήν να αξιολογηθεί θετικά: ενδεικτικά, το ισχύον άρθρο (άρθ. 265 παρ. 1 δ) του Π.Κ., όπως έχει κυρωθεί ο τελευταίος με τον ν. 4619/2019) προβλέπει «κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών», αν η πρόκληση πυρκαγιάς «είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου», ενώ η προτεινόμενη διάταξη θεσπίζει ισόβια κάθειρξη. Μία μικρή αυστηροποίηση εισάγεται επίσης και στην πολύ σημαντική πρακτικά περίπτωση της πρόκλησης πυρκαγιάς από αμέλεια: η ισχύουσα διάταξη δεν προβλέπει την επιβαρυντική περίσταση της πρόκλησης κινδύνου για τον άνθρωπο, για την οποία η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει φυλάκιση «τουλάχιστον ενός έτους». Θετική είναι και η εισαγωγή της επιβαρυντικής περίστασης της πυρκαγιάς που «είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή» – αν και η διατύπωση εγείρει ερμηνευτικά προβλήματα, ειδικά για φωτιές που δεν έχουν εξαπλωθεί σε μεγάλη έκταση (η εξάπλωση σε μεγάλη έκταση είναι διακριτή επιβαρυντική περίσταση). Εμφανής είναι και η βελτίωση της διάταξης για την πρόκληση από πρόθεση πυρκαγιάς που προκάλεσε θάνατο: η προτεινόμενη διάταξη προβλέπει «ισόβια κάθειρξη», ενώ η ισχύουσα «κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών» (με «δυνατότητα» του δικαστηρίου να επιβάλλει ισόβια καθειρξη, στην περίπτωση θανάτου μεγάλου αριθμού ανθρώπων). Τέλος, η αναδιατύπωση του στοιχείου β) της 1ης παραγράφου («κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο», ενώ στην ισχύουσα διάταξη προβλέπεται «κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο») ενισχύει την άποψη ότι εφεξής ο εμπρησμός δασών είναι έγκλημα αφηρημένης, και όχι συγκεκριμένης διακινδύνευσης (πρβλ. και τις παρατηρήσεις στην ΓνΕισΑΠ 16/2021). Τα παραπάνω συνιστούν μικρές, αλλά αξιοσημείωτες βελτιώσεις της ισχύουσας διάταξης.

    Ωστόσο, μετά από ένα καλοκαίρι όπου η καταστροφή δασών και δασικών εκτάσεων ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, η διάταξη παραμένει ανεπαρκής. Ιστορικά, τραγικά γεγονότα όπως οι φωτιές του περασμένου καλοκαιριού, ωθούσαν τον νομοθέτη στη θέσπιση ή γενναία τροποποίηση των ποινικών διατάξεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αξιοσημείωτη είναι η αδυναμία διαμόρφωσης των κατάλληλων νομικών απαντήσεων στη γενικευμένη καταστροφή του περασμένου καλοκαιριού, αλλά και στην τεράστια πρόκληση που θέτουν οι «μεγαφωτιές» στα πλαίσια της κλιματικής αλλαγής. Πράγματι, στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης, ο εμπρησμός γίνεται ένα έγκλημα που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνους ευρύτατης οικολογικής και οικονομικής καταστροφής, περιφερειακού επιπέδου. Δεν είναι αυτές οι περιπτώσεις τις οποίες προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το αρχικό ΠΚ 265.
    Πρώτα από όλα, θα πρέπει να σημειωθεί μία διαχρονική τάση ελάφρυνσης της ποινικής μεταχείρισης: στη «γενική» περίπτωση του εμπρησμού από πρόθεση χωρίς επιβαρυντικές περιστάσεις, περάσαμε από την «κάθειρξη μέχρι 10 έτη» και «χρηματική ποινή» χωρίς μετατροπή ή αναστολή (άρθ. 116 παρ. 1 ν. 1892/1990, Π.Κ. 1985), και φυλάκιση για προπαρασκευαστικές ενέργειες (άρθ. 58 ν. 4249/2014), στην «φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή» (Π.Κ. 2019). Με το νομοσχέδιο, προβλέπεται «κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή» – μία αντιστροφή της τάσης, αλλά όχι στα επίπεδα του ν. 1892/1990. Η «τάση» αυτή, ενώ το πρόβλημα διογκώνεται, θα πρέπει να αιτιολογηθεί καλύτερα. Στη συνέχεια, οι ποινές για την πρόκληση πυρκαγιάς από αμέλεια σε δάσος και δασική έκταση ήταν, και παραμένουν με την προτεινόμενη διάταξη, εξαιρετικά μικρές: «φυλάκιση» και, με το νομοσχέδιο, «φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους». Οι δασικές πυρκαγιές έχουν προκαλέσει, την τελευταία δεκαετία, εκατοντάδες θανάτους και ανυπολόγιστες υλικές και οικολογικές ζημιές: πόσο επιτρεπτή είναι, πλέον, αυτή η επιείκεια προς τους «αμελείς» εμπρηστές; Μεταξύ άλλων, οι ήπιες διατάξεις για τους εμπρησμούς από αμέλεια επιτρέπουν τη συνεχή παραβατικότητα διάφορων νομικών προσώπων, που μολονότι εγκαθιστούν τις οικονομικές τους δραστηριότητες μέσα (ή κοντά) σε δάση και δασικές εκτάσεις, δεν λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα πυρασφάλειας που επιτρέπει η τεχνική εξέλιξη (π.χ., πρβλ. τις περιπτώσεις κακοτεχνιών στα δίκτυα μεταφοράς ή διανομής, ή εργασιών δόμησης).

    Δεύτερον, με τη στενή ερμηνεία που επιβάλλεται σε ποινικές διατάξεις, η διάταξη δεν αντιμετωπίζει την πρόκληση εμπρησμού σε φυσικές ή ημιφυσικές εκτάσεις που δεν είναι δάση, δασικές, δασωτέες ή αναδασωτέες: έτσι, δεν φαίνεται να εμπίπτει στο άρθρο αυτό ο εμπρησμός χορτολιβαδικών, μεικτών, πυκνόφυτων αγροτικών εκτάσεων που δεν εμπίπτουν στην δασική νομοθεσία ή υγροτοπικών εκτάσεων, παρά την πιθανή πρόκληση ευρείας οικολογικής ζημιάς, την ευαλωτότητα σε «μεγαφωτιές» ή τους ευρύτατους κινδύνους για την ανθρώπινη ζωή. Είναι γεγονός ότι οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να εμπίπτουν (ανάλογα με την ευρηματικότητα του εφαρμοστή) σε άλλες διατάξεις του γενικού ή ειδικού ποινικού δικαίου (π.χ., 28 ν. 1650/1986, ΠΚ 264, ΠΚ 378§2, 69 ν. 998/1979): σε κάθε περίπτωση, ενόψει των νέων προκλήσεων, θα χρειαζόταν μία επανεξέταση και αυστηροποίηση συνολικά και των διατάξεων αυτών.
    Τρίτον, για αδιευκρίνιστους λόγους, η επιβαρυντική περίσταση της «σημαντικής βλάβης σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας» δεν φαίνεται να καλύπτει την πρόκληση σημαντικής βλάβης σε (άλλες) ιδιωτικές επιχειρήσεις, κοινόχρηστους χώρους ή υποδομές, ή οικίες.
    Τέταρτον, ούτε η προτεινόμενη ούτε η ισχύουσα διάταξη είναι εναρμονισμένη με το άρθ. 28 ν. 1650/1986 [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθ. 7 παρ.1 και 2 και 6 παρ. 1 του ν. 4042/2012 (Α’ 24), και την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/99 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου]: έτσι, υπάρχει κίνδυνος να εφαρμοστούν, ως lex mitior (ευνοϊκότερος νόμος) ή lex praevia (προηγούμενος νόμος), οι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Για παράδειγμα, η προτεινόμενη διάταξη μπορεί να τιμωρεί την πρόκληση «σοβαρής ή ευρείας ρύπανσης ή υποβάθμισης ή σοβαρής ή ευρείας οικολογικής και περιβαλλοντικής διατάραξης ή καταστροφής» με κάθειρξη, αλλά η lex praevia του άρθ. 28 ν. 1650/1986 προβλέπει φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους για την «πρόκληση ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος με πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του ν. 1650/1986 (ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του)». Αν συμβεί αυτό, είναι αμφίβολο αν τηρείται η υποχρέωση της Οδηγίας 2008/99 για «αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις» (άρθ. 7). Και πάλι, για να αποτραπεί ο κίνδυνος αυτός, θα χρειαζόταν μία συνολική επανεκτίμηση του νομικού καθεστώτος, που είναι προφανές ότι δεν έχει γίνει.

    Σχόλιο στο άρθρο 268

    Όπως και το άρθρο 265, έτσι και το άρθρο 268 θα έπρεπε συνολικά να επανεξεταστεί στις συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή. Τα δύο άρθρα έχουν παρόμοια διατύπωση, και ορισμένα σχόλια για το άρθρο 265 ισχύουν και εδώ: για παράδειγμα, η επιβαρυντική περίσταση της πρόκλησης σημαντικής βλάβης σε «εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας» είναι υπερβολικά περιοριστική, ωσάν να μην είναι σημαντική η βλάβη σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις, κοινόχρηστες υποδομές, οικίες ή άλλα στοιχεία του φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, σε αντίθεση με το άρθρο 265, θα πρέπει εδώ να σημειωθεί η διαχρονική μείωση των προβλεπόμενων ποινών: η πιο γενική περίπτωση της πρόκλησης «κοινού κινδύνου» τιμωρείται από το νομοσχέδιο με «φυλάκιση», ενώ η ισχύουσα διάταξη (Π.Κ. 2019) προβλέπει «φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους», και ο Π.Κ. 1985 προέβλεπε «φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών». Και στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εξηγηθεί τι αιτιολογεί την τάση αυτή, ενώ το πρόβλημα διογκώνεται και θα συνεχίσει να διογκώνεται. Επίσης, είναι δυσδιάκριτοι οι λόγοι για τους οποίους το νομοσχέδιο προβλέπει «ισόβια κάθειρξη» στην περίπτωση της πρόκλησης από πρόθεση πυρκαγιάς που προκάλεσε θάνατο, αλλά «κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών» στην παρόμοια περίπτωση της πρόκλησης από πρόθεση πλημμύρας που προκάλεσε θάνατο. Η ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης ζωής είναι εξίσου επιτακτική και στις δύο περιπτώσεις. Η σύγχυση επιδεινώνεται και από ορισμένες «περίεργες» νομοθετικές επιλογές των τελευταίων ετών, όπως την απαγόρευση υπαγωγής των αυθαίρετων σε ρέματα, αλλά μόνο εάν «απαγορευόταν η εκτέλεση κάθε οικοδομικής εργασίας κατά το χρόνο εκτέλεσης της αυθαίρετης κατασκευής ή η χρήση κατά την εγκατάσταση της αυθαίρετης χρήσης»: μόλις το 2019 διευκρινίστηκε τι ακριβώς συμβαίνει με τα μη οριοθετημένα ρέματα (πρβλ. την τροποποίηση του άρθ. 89 παρ. 2 ιγ) ν. 4495/2017 από το άρθ. 65 περ. 8 ν. 4602/2019), αλλά και πάλι υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως τα αυθαίρετα ακίνητα δημόσιου ενδιαφέροντος (άρθ. 114 ν. 4495/2017) – τα οποία, όπως φαίνεται, μπορούν ατιμωρητί να εκθέτουν οικισμούς σε πλημμυρικούς κινδύνους.

    Οι περισσότερες περιπτώσεις που ανακύπτουν στην πράξη αφορούν οικοδομικές εργασίες σε ρέματα και χειμάρρους (π.χ., έμφραξη χειμάρρων), κακή διαχείριση φραγμάτων και εγγειοβελτιωτικών έργων, και κακό σχεδιασμό της χωροθέτησης, κατασκευής και λειτουργίας μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών έργων, ο οποίος προκαλεί πλημμύρες στις γύρω εκτάσεις. Η ελάφρυνση των ποινών αποτελεί πραγματικά μία ανεπίτρεπτη προς τους τεχνικούς και διοικητικούς υπεύθυνους των επεμβάσεων αυτών, οι οποίοι έχουν, και οφείλουν να έχουν, τις απαραίτητες γνώσεις για την εκτίμηση των πλημμυρικών κινδύνων. Σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει εκτενές νομικό πλαίσιο για τα θέματα αυτά, το οποίο ρυθμίζει θέματα όπως η διαχείριση των πλημμυρικών κινδύνων, η οριοθέτηση και προστασία των χειμάρρων, η διατήρηση των υδάτων σε καλή οικολογική και χημική κατάσταση, η περιβαλλοντική αδειοδότηση, η τεχνική αρτιότητα των κατασκευών, και η ενσωμάτωση των ρεμάτων στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Συνεπώς, η επιείκεια προς όσους και όσες είναι σε θέση να προβλέψουν και να αποτρέψουν επικίνδυνα πλημμυρικά φαινόμενα δεν δικαιολογείται. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η ένταση των ακραίων φαινομένων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, επιβάλλεται η αυστηροποίηση, και όχι η ελάφρυνση των ποινών.

  • Η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.) στο πλαίσιο της δημόσιας ηλεκτρονικής διαβούλευσης «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», λαμβάνοντας υπόψη:

    α) τον ν. 4074/2012, με τον οποίο η Ελληνική Βουλή κύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες μαζί με το Προαιρετικό Πρωτόκολλο,

    β) τις Τελικές Παρατηρήσεις και Συστάσεις (Concluding Observations and Recommendations) της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, και πιο συγκεκριμένα τις συστάσεις όπως αναφέρονται στη παράγραφο:
    «6. Η Επιτροπή συνιστά στο συμβαλλόμενο Κράτος, σε στενή διαβούλευση και με την ενεργό συμμετοχή των οργανώσεων των ατόμων με αναπηρία: α) Να εναρμονίσει το νομικό και διοικητικό πλαίσιο για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία…με την πλήρη ένταξη του δικαιωματικού μοντέλου της αναπηρίας στους νόμους, τους κανονισμούς και τις πρακτικές του, σε όλα τα επίπεδα κυβέρνησης και όλη την επικράτεια, σύμφωνα με τη Σύμβαση …γ) Να εξαλείψει στη νομοθεσία του την υποτιμητική γλώσσα που αναφέρεται στα άτομα με αναπηρία.

    με το παρόν σας υποβάλει τις προτάσεις της. Οι προτάσεις μας έχουν ανά άρθρο ως ακολούθως:

    1. Άρθρο 63 – Βαριά σωματική βλάβη – Αντικατάσταση άρθρου 310 ΠΚ
    Στο άρθρο 63, το οποίο αφορά στην αντικατάσταση του άρθρου 310 του Ποινικού Κώδικα, η παράγραφος 3 χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας καθώς η χρησιμοποιούμενη ορολογία (π.χ. αρρώστια ή διάνοια) δεν συνάδει με τη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας.

    2. Άρθρο 70 – Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 338 ΠΚ
    Στο άρθρο 70, το οποίο αφορά στην τροποποίηση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 338 του Ποινικού Κώδικα, η παράγραφος 1 χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας καθώς η χρησιμοποιούμενη ορολογία αναπαράγει και διαιωνίζει την ιδεολογία του αρτιμελισμού/εξιδανικευμένη ικανότητα ή/και κανονικότητα και δεν είναι συμβατή με τη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας. Επιπρόσθετα, ο όρος «διανοητική» αναπηρία πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο «νοητική» αναπηρία.

    3. Άρθρο 73 – Κατάχρηση ανηλίκων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 342 ΠΚ
    Στο άρθρο 73, το οποίο αφορά στην τροποποίηση της παραγράφου 1 του άρθρου 342 του Ποινικού Κώδικα, και δη στην παράγραφο 1ζ αυτού, ο όρος «διανοητική» αναπηρία πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο «νοητική» αναπηρία.

    4. Άρθρο 77 – Πορνογραφία ανηλίκων – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 348Α ΠΚ
    Στο άρθρο 77, το οποίο αφορά την τροποποίηση της παραγράφου 4 του άρθρου 348Α του Ποινικού Κώδικα, η παράγραφος 4β χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας καθώς η χρησιμοποιούμενη ορολογία δεν είναι συμβατή με τη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας.

    5. Άρθρο 93 Τοκογλυφία – Πλαίσιο ποινής – Τροποποίηση άρθρου 404 ΠΚ
    Στο άρθρο 93, το οποίο αφορά στην τροποποίηση του άρθρου 404 του Ποινικού Κώδικα, η παράγραφος 1 χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας καθώς η ορολογία που χρησιμοποιείται (π.χ. πνευματική αδυναμία) δεν είναι συμβατή με τη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 13:24 | ΓΡΗΓΟΡΙΑ ΚΟΡΔΟΠΑΤΗ-ΠΑΤΕΡΑΚΗ ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ε.Γ.Κ.

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ
    Η ΕΝΩΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ είναι μια Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση Γυναικών, που εκπροσωπεί 3.000 γυναίκες και είναι μέλος της Ελληνικής Αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών που εκπροσωπεί 50 Γυναικείες Οργανώσεις σε εθνικό και 2.000 σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, εκφράζει την ικανοποίησή της για την αυστηροποίηση σημαντικών διατάξεων του Π. Κ. και του Κ.Ποιν.Δ. και στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας και κακοποίησης ιδίως των ανηλίκων.
    Στα πλαίσια αυτά διατυπώνουμε την ανάγκη προσθήκης στο άρθρο 3 και στο άρθρο 79 παράγραφος 5 του Π.Κ. ως περίπτωση στ’ η τέλεση αδικήματος λόγω φύλου καθώς και παρ. ζ όταν το αδίκημα διαπράχθηκε κατά του πρώην συζύγου ή συντρόφου με αυξημένη ποινή όταν το αδίκημα διαπράττεται κατά ή ενώπιoν παιδιού.
    Να προστεθεί η στοιχειοθέτηση εγκλήματος σε περιπτώσεις αδιαφορίας από τα αρμόδια όργανα όταν τους καταγγέλονται απειλές και ενδοοικογενειακές κακοποιήσεις. Δεν είναι δυνατόν να μην μπορεί να επέμβει ο νόμος προληπτικά και να είναι μόνο κατασταλτικός με αποτέλεσμα να έχουμε πληθώρα γυναικοκτονιών οι οποίες ήταν προδιαγεγραμμένες και θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Να θεσπιστούν μέσα για να αλλάξει η νοοτροπία των αρμοδίων οργάνων (με εκπαίδευση; με ποινές;) και να προσδιοριστεί σε νέα βαση ως έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο και συνδέεται με στερεότυπα του φύλου.
    Να επιμυκηνθεί ο χρόνος παραγραφής των σεξουαλικών εγκλημάτων κατά ανηλίκων μέχρι του 25ου έτους της ηλικίας τους (άρθρο 26 ) όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που τα ηλικιακά όρια είναι αυξημένα, ενώ σε άλλες το αδίκημα είναι απαράγραπτο.Να αυστηροποιηθεί η ποινή και να μην είναι μόνο χρηματική.
    Να ενσωματωθεί στο άρθρο 68, για το βιασμό, το αντίστοιχο άρθρο της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, καθώς και οι επιβαρυντικές περιστάσεις για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας και να μην αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστή.
    Ζητούμε στο γενικότερο πλαίσο της αυστηροποίησης των ποινών να αφαιρεθούν όλα τα προνόμια άδειες, μείωση ποινής λόγω εργασίας κλπ, στους καταδικασθέντες για σοβαρά εγκλήματα κατά της ειρήνης της χώρας (τρομοκράτες, έμποροι ναρκωτικών κλπ),κατά ανηλίκων, κατά γυναικών, . Η εργασία να είναι υποχρέωση οχι να προσφέρει προνομια.
    Ζητούμε την επαναφορά των διατάξεων του άρθρου 349, παράγραφος γ για τη Μαστροπεία και του 250 για την Εκμετάλλευση Πόρνης του Π.Κ., οι οποίες σύμφωνα με το νόμο 4619/11.06.2019 αφαιρέθηκαν και των οποίων η αφαίρεση παραβιάζει βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 13:59 | ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΙΡΗ ΠΡΟΕΔΡΟΣ

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
    Η Πανελλαδική Οργάνωση Γυναικών «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΗ» που εκπροσωπεί 8.000 γυναίκες και έχει 35 παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα και στο Εξωτερικό, είναι μέλος της Ελληνικής Αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών που εκπροσωπεί 50 Γυναικείες Οργανώσεις σε εθνικό και 2.000 σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, εκφράζει την ικανοποίησή της για την αυστηροποίηση σημαντικών διατάξεων του Π. Κ. και του Κ. Ποιν.Δ.και στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας και κακοποίησης ιδίως των ανηλίκων.
    Στα πλαίσια αυτά διατυπώνουμε την ανάγκη προσθήκης στο άρθρο 3 και στο άρθρο 79 παράγραφος 5 του Π.Κ. ως περίπτωση στ’ η τέλεση αδικήματος λόγω φύλου καθώς και παρ. ζ όταν το αδίκημα διαπράχθηκε κατά του πρώην συζύγου ή συντρόφου με αυξημένη ποινή όταν το αδίκημα διαπράττεται κατά ή ενώπιoν παιδιού.
    Να προστεθεί η στοιχειοθέτηση εγκλήματος σε περιπτώσεις αδιαφορίας από τα αρμόδια όργανα όταν τους καταγγέλονται απειλές και ενδοοικογενειακές κακοποιήσεις. Δεν είναι δυνατόν να μην μπορεί να επέμβει ο νόμος προληπτικά και να είναι μόνο κατασταλτικός με αποτέλεσμα να έχουμε πληθώρα γυναικοκτονιών οι οποίες ήταν προδιαγεγραμμένες και θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Να θεσπιστούν μέσα για να αλλάξει η νοοτροπία των αρμοδίων οργάνων (με εκπαίδευση; με ποινές;) και να προσδιοριστεί σε νέα βαση ως έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο και συνδέεται με στερεότυπα του φύλου.
    Να επιμυκηνθεί ο χρόνος παραγραφής των σεξουαλικών εγκλημάτων κατά ανηλίκων μέχρι του 25ου έτους της ηλικίας τους (άρθρο 26 ) όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που τα ηλικιακά όρια είναι αυξημένα, ενώ σε άλλες το αδίκημα είναι απαράγραπτο.Να αυστηροποιηθεί η ποινή και να μην είναι μόνο χρηματική.
    Να ενσωματωθεί στο άρθρο 68, για το βιασμό, το αντίστοιχο άρθρο της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, καθώς και οι επιβαρυντικές περιστάσεις για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας και να μην αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστή.
    Ζητούμε στο γενικότερο πλαίσο της αυστηροποίησης των ποινών να αφαιρεθούν όλα τα προνόμια άδειες, μείωση ποινής λόγω εργασίας κλπ, στους καταδικασθέντες για σοβαρά εγκλήματα κατά της ειρήνης της χώρας (τρομοκράτες, έμποροι ναρκωτικών κλπ),κατά ανηλίκων, κατά γυναικών, . Η εργασία να είναι υποχρέωση οχι να προσφέρει προνομια.
    Ζητούμε την επαναφορά των διατάξεων του άρθρου 349, παράγραφος γ για τη Μαστροπεία και του 250 για την Εκμετάλλευση Πόρνης του Π.Κ., οι οποίες σύμφωνα με το νόμο 4619/11.06.2019 αφαιρέθηκαν και των οποίων η αφαίρεση παραβιάζει βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 12:34 | Μένη Δαρούσου

    Στο άρθρο 3 της διαβούλευσης αναφερόμενο στο άρθρο 79 παρ.5, να προστεθούν ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αναφερόμενες στο άρθρο 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης οι οποίες ανταποκρίνονται στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 12:47 | Φλώρα Γιαννάκη

    Είναι αναγκαίο στο άρθρο 3 της διαβούλευσης αναφερόμενο στο άρθρο 79 παρ.5, να προστεθούν ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αναφερόμενες στο άρθρο 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης οι οποίες ανταποκρίνονται στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας και συγκεκριμένα να θεωρείται επιβαρυντική η περίσταση που το αδίκημα διαπράχθηκε κατά του πρώην ή του νυν συζύγου ή συντρόφου, από μέλος της οικογένειας, από άτομο που συγκατοικούσε με το θύμα η άτομο που είχε προβεί σε κατάχρηση της εξουσίας του,το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον ατόμου το οποίο είχε καταστεί ευάλωτο συνεπεία ειδικών συνθηκών,το αδίκημα διαπράχθηκε κατά η ενώπιον παιδιού. Θα πρέπει δε να αξιολογηθεί το σύνολο των επιβαρυντικών περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και η ενσωμάτωση τους στον ποινικό κώδικα .Επίσης η προθεσμία της παραγραφής των αδικημάτων γενετήσιας ελευθερίας κατά ανηλίκων θα πρέπει να ξεκινάει από το 30ο έτος της ηλικίας του θύματος. Θυμίζουμε ότι σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου τα όρια αυτά είναι αυξημένα και το αδίκημα του βιασμού ανηλίκου σε πολλές χώρες απαράγραπτο.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 12:14 | Άννα Κυριάκου

    Οι πολύ πρόσφατες συγκλονιστικές εξελίξεις στο ζήτημα των γυναικοκτονιών στην χώρα μας , φρονούμε ότι έχουν καταδείξει την αναγκαιότητα της εξατομίκευσης του αδικήματος της γυναικοκτονίας ως ιδιαίτερης περίπτωσης ανθρωποκτονίας με έμφυλα χαρακτηριστικά.
    Συνακόλουθα και ανεξαρτήτως του ζητήματος της γυναικοκτονίας, στα άρθρα 79 παρ. 5 και 82Α του ποινικού Κώδικα επιβάλλεται η ένταξη της υποπεριπτώσεως <> ώστε να φωτιστούν γενικά τα αδικήματα βίας κατά γυναικών ως αδικήματα με έμφυλο πρόσημο.Η ανθρωποκτονία λόγω φύλου και τα αδικήματα βίας με έμφυλα και ρατσιστικά χαρακτηριστικά δεν τελούνται εν βρασμώ ψυχικής ορμής. Ο θύτης δεν διαλέγει το θύμα του σε παρόρμηση στιγμής. Η πράξη του αποτελεί την έκφραση βαθιά ριζωμένων έμφυλων και σεξιστικών συνδρόμων με βάση τα οποία έχει διανύσει τον μέχρι τούδε βίο του, θα έπρεπε επομένως η γυναικοκτονία και τα αδικήματα του άρθρου 82 Α να οδηγούν στον αποκλεισμό της επίκλησης του βρασμού ψυχικής ορμής της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 αφού τα αδικήματα με έμφυλα ή ρατσιστικά χαρακτηριστικά διαπράττονται κατά κανόνα εξαιτίας των πεποιθήσεων του θύτη και έμφυλων ή ρατσιστικών στερεοτύπων και όχι εν βρασμώ ψυχικής ορμής.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 10:08 | Γεώργιος Καρανίκας

    Στο άρθρο 3 της διαβούλευσης αναφερόμενο στο άρθρο 79 παρ.5, να προστεθούν ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αναφερόμενες στο άρθρο 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης οι οποίες ανταποκρίνονται στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας και συγκεκριμένα να θεωρείται επιβαρυντική η περίσταση που ζ) το αδίκημα διαπράχθηκε κατά του πρώην ή του νυν συζύγου ή συντρόφου, από μέλος της οικογένειας, από άτομο που συγκατοικούσε με το θύμα η άτομο που είχε προβεί σε κατάχρηση της εξουσίας του, η)το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον ατόμου το οποίο είχε καταστεί ευάλωτο συνεπεία ειδικών συνθηκών, θ) το αδίκημα διαπράχθηκε κατά η ενώπιον παιδιού. Θα πρέπει δε να αξιολογηθεί το σύνολο των επιβαρυντικών περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και η ενσωμάτωση τους στον ποινικό κώδικα.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 10:35 | Λαγουδάρου Καλλιόπη

    Κρίνεται άμεση η ένταξη των άρθρων 36 και 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην εθνική μας νομοθεσία (κάτι που αποτελεί άλλωστε και υποχρέωση της χώρας μας ), και με μεγάλη μας λύπη διαπιστώνουμε ότι για μια ακόμη φορά πολύ απέχουμε από την ενσωμάτωση των διατάξεων της σύμβασης στην εσωτερική μας νομοθεσία παρότι η σύμβαση έχει ψηφιστεί πριν 10 έτη και έχει κυρωθεί με νόμο από την χώρα μας ήδη από το έτος 2018.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 09:28 | Αμπατζόγλου Δέσποινα

    Σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας λόγω της τεραστιας αύξησης των περιστατικών ,να μην ευνοουνται οι πράττοντες ενδοοικογενειακή βία σε οποιαδήποτε μορφή της ,από τις ευνοικές ρυθμίσεις του νόμου και να παύει η ποινική δίωξη υφ’όρον.Θα πρέπει τέτοια εγκλήματα να εξαιρούνται απο ευνοικες ρυθμίσεις υπέρ τπυ θύτη είτε αυτό έχει να κάνει με ΚΥΑ λόγω covid ,είτε με το ύψος της ποινής.Τα αποτελέσματα είναι εμφανή στη σημερινή κοινωνία.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 09:31 | ΙΩΑΝΝΑ ΜΑΛΛΙΟΥ

    MΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΚΤΑΕΤΙΑ,ΛΟΓΩ COVID ΚΑΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ,ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΥΤΕΣ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΗ ΤΙΜΩΡΗΘΟΥΝ ΠΟΤΕ ΔΙΟΤΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ 2015-2016 ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΑΣΤΕΙ ΟΥΤΕ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΣ!ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΑΥΤΟ ΘΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ ΝΑ ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑΧΥΤΕΡΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ΛΟΓΩ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 09:54 | Αλίκη Γεωργιάδου

    Σε περίπτωση καταδίκης για ενδοοικογενειακή βία η δυνατότητα του να κυκλοφορούν οι θύτες με αναστολή έχουμε όλοι δεί που οδηγεί απο πρόσφατα παραδείγματα δολοφονιών γυναικών.Σε άλλες ευρωπαικές χώρες κτκλοφορούν με βραχιολακι .Είναι μαστιγα ειδικά τα 2 τελευταία χρόνοα!Αυστηροποίηση ποινών!

  • 8 Οκτωβρίου 2021, 01:31 | ΚΙΜΩΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗΣ

    ΚΥΡΙΟΙ , ΟΣΟ ΕΙΝΑΙ ΝΩΡΙΣ ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ , ΟΠΟΤΕ ΤΟΤΕ ΕΞ ΑΝΑΓΚΗΣ ΘΑ ΥΠΟΧΡΕΩΘΕΙΤΕ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΕΤΕ ΤΗΝ ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΑΦΟΥ ΘΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΟΝ Η ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΑ Η -ΝΤΕΣ , ΦΡΟΝΤΙΣΤΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΝΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΗΣΕΤΕ ΜΙΑ ΑΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΚΗΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗΣ [ΗΘΕΛΗΜΕΝΑ Η ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΛΕΟΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ] ΤΗΣ ΠΑΡ.2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. , ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΝΝΟΜΟ ΤΑΞΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΥΡΩΘΕΙ ΜΕ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟ 1997 , ΤΗΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΣΗΣ ΔΗΛΑΔΗ ΤΩΝ ΗΠΙΟΤΕΡΩΝ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ , ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΟΥΝ ΤΑ ΑΡΜΟΔΙΑ ΟΡΓΑΝΑ [ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ] ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ Η ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. [01/07/2019 ].ΕΤΣΙ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ ΚΑΙ ΛΙΑΝ ΕΠΙΕΙΚΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΙ ΣΕ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΔΥΟ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΕΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ , ΠΟΥ ΟΜΩΣ Ο ΝΕΟΣ Π.Κ. ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ [Π.Χ. ΤΗΣ ΚΑΤ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ Η ΣΥΝΗΘΕΙΑΣ ΔΙΑΠΡΑΞΗΣ ] ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΘ. 4/21 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π. ΚΑΙ ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΩΝ Α.Π.ΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΥΝΟΗΘΟΥΝ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ . Η ΜΟΝΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ , ΠΟΥ ΤΩΝ ΜΕΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΓΙΝΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. ΤΩΝ ΔΕ ΑΛΛΩΝ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΝ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΑΝ ΜΕ ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΟΙ ΔΕ ΑΛΛΟΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΙΚΗΣ , ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΑΔΙΚΙΑ ΔΗΛΑΔΗ ΑΔΙΑΝΟΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ-ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ . ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΓΟ ΑΥΤΟ ΚΥΡΙΟΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΨΗΦΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΦΡΟΝΤΙΣΤΕ ΜΕΣΩ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΣΕΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΚΑΙ ΑΔΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ Η ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2, ΩΣΤΕ Η ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΔΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡ.1 ΤΟΥ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΡΘΡΟΥ ΝΑ ΔΩΘΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡ.2 Η ΜΕ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΑΝΑΛΟΓΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ ΣΙΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΑ ΑΡΘΡΟΥ 94 ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 23:51 | Βασσα Στρατάκη

    Τέλος θεωρούμε αναγκαίο να περιληφθούν στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου και τα εγκλήματα της μαστροπείας και εκμετάλλευσης πόρνης τα οποία προβλέπονταν στον ποινικό κώδικα στο παρελθόν στα άρθρα 349 περίπτωση γ και 350 αντιστοίχως . Δυστυχώς τα εγκλήματα αυτά που προσβάλλουν ευθέως την γυναικεία αξιοπρέπεια αλλά και τα ανθρώπινα δικαιώματα εν γένει αφαιρέθηκαν από τον ποινικό κώδικα κατά την τροποποίηση του με το νόμο 4619 / 2019 και μάλιστα χωρίς να συνοδεύεται η αφαίρεση αυτή από την απαιτούμενη αιτιολογική έκθεση.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 23:45 | Βάσσα Στρατάκη

    Πιστεύουμε ότι η ανθρωποκτονία λόγω φύλου και τα αδικήματα βίας με έμφυλα και ρατσιστικά χαρακτηριστικά δεν τελούνται εν βρασμώ ψυχικής ορμής. Ο θύτης δεν διαλέγει το θύμα του σε παρόρμηση στιγμής. Η πράξη του αποτελεί την έκφραση βαθιά ριζωμένων έμφυλων και σεξιστικών συνδρόμων με βάση τα οποία έχει διανύσει τον μέχρι τούδε βίο του, θα έπρεπε επομένως η γυναικοκτονία και τα αδικήματα του άρθρου 82 Α να οδηγούν στον αποκλεισμό της επίκλησης του βρασμού ψυχικής ορμής της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 αφού τα αδικήματα με έμφυλα ή ρατσιστικά χαρακτηριστικά διαπράττονται κατά κανόνα εξαιτίας των πεποιθήσεων του θύτη και έμφυλων ή ρατσιστικών στερεοτύπων και όχι εν βρασμώ ψυχικής ορμής.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 23:21 | Βάσσα Στρατάκη

    Οι πολύ πρόσφατες συγκλονιστικές εξελίξεις στο ζήτημα των γυναικοκτονιών στην χώρα μας , φρονούμε ότι έχουν καταδείξει την αναγκαιότητα της εξατομίκευσης του αδικήματος της γυναικοκτονίας ως ιδιαίτερης περίπτωσης ανθρωποκτονίας με έμφυλα χαρακτηριστικά.
    Συνακόλουθα και ανεξαρτήτως του ζητήματος της γυναικοκτονίας, στα άρθρα 79 παρ. 5 και 82Α του ποινικού Κώδικα επιβάλλεται η ένταξη της υποπεριπτώσεως <> ώστε να φωτιστούν γενικά τα αδικήματα βίας κατά γυναικών ως αδικήματα με έμφυλο χαρακτήρα.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 23:55 | Βασσα Στρατάκη

    Β.Αναφορικά με την επικείμενη τροποποίηση του ποινικού κώδικα (σχέδιο νόμου του οποίου έχει ήδη αναρτηθεί για δημόσια διαβούλευση) θεωρούμε ότι αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία ένταξης των άρθρων 36 και 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην εθνική μας νομοθεσία (κάτι που αποτελεί άλλωστε και υποχρέωση της χώρας μας ), και με μεγάλη μας λύπη διαπιστώνουμε ότι για μια ακόμη φορά πολύ απέχουμε από την ενσωμάτωση των διατάξεων της σύμβασης στην εσωτερική μας νομοθεσία παρότι η σύμβαση έχει ψηφιστεί πριν 10 έτη και έχει κυρωθεί με νόμο από την χώρα μας ήδη από το έτος 2018.
    Συνεπώς προς τα ανωτέρω στο άρθρο 68 της διαβούλευσης το αναφερόμενο στο αδίκημα του βιασμού, θα πρέπει να ενσωματωθεί το αντίστοιχο άρθρο 36 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης που και πολύ πιο συγκεκριμένο είναι σε ότι αφορά τις πράξεις του βιασμού και αποσαφηνίζει το ζήτημα της συναίνεσης ορίζοντας ότι η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως ως αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης του ατόμου η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων.
    Στο ίδιο πλαίσιο θα έπρεπε να έχει αξιολογηθεί και η ενσωμάτωση στο ποινικό μας δίκαιο των άρθρων 40 και 54 της συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης.

    Ακολούθως στο άρθρο 336, παρ.4 για το αδίκημα του βιασμού δεν θωρούμε εύστοχη την προτεινόμενη αντικατάσταση της λέξεως «τελεί» με την λέξη «επιχειρεί» καθόσον η υπάρχουσα έκφραση είναι ακριβέστερη αφού αναφέρεται ευθέως και στην απόπειρα βιασμού και η αντικατάσταση της γεννά εύλογο προβληματισμό σε σχέση με την αντιμετώπιση της απόπειρας βιασμού.
    Επίσης στο άρθρο 3 της διαβούλευσης αναφερόμενο στο άρθρο 79 παρ.5, να προστεθούν ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αναφερόμενες στο άρθρο 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης οι οποίες ανταποκρίνονται στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας και συγκεκριμένα να θεωρείται επιβαρυντική η περίσταση που ζ) το αδίκημα διαπράχθηκε κατά του πρώην ή του νυν συζύγου ή συντρόφου, από μέλος της οικογένειας, από άτομο που συγκατοικούσε με το θύμα η άτομο που είχε προβεί σε κατάχρηση της εξουσίας του, η)το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον ατόμου το οποίο είχε καταστεί ευάλωτο συνεπεία ειδικών συνθηκών, θ) το αδίκημα διαπράχθηκε κατά η ενώπιον παιδιού. Θα πρέπει δε να αξιολογηθεί το σύνολο των επιβαρυντικών περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 46 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και η ενσωμάτωση τους στον ποινικό κώδικα .

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 23:54 | Βάσσα Στρατάκη

    Α. Tο άρθρο 64 του φερόμενου προς ψήφιση νομοσχεδίου για την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αφορά την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων για παράδοση ή απόδοση τέκνου και για παρεμπόδιση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας, καταργεί την δυνατότητα βεβαίωσης της τυχόν παραβίασης από το Δικαστήριο και την αντικαθιστά από έκθεση δικαστικού επιμελητή. Ο δικαστικός επιμελητής δεν είναι δικαστικός λειτουργός αμείβεται από τον εντολέα ιδιώτη και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκτά αρμοδιότητα να βεβαιώσει γεγονότα και να αποφασίσει αν συνιστούν ή όχι αδικήματα αντικαθιστώντας τον φυσικό Δικαστή, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει και βεβαιώσει χρηματικές ποινές ή προσωποκράτηση.
    Μάλιστα οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν προχωρούν στην διάκριση δικαιολογημένης ή αδικαιολόγητης παρεμπόδισης της επικοινωνίας και φυσικά παραβιάζουν το δικαίωμα να ακούγεται η φωνή του παιδιού ανεξαρτήτου ηλικίας σε όλες τις διαδικασίες που το αφορούν όπως αυτό ορίζεται με το υπ.αριθμB90164/2021 της 11/3/2021 ψήφισμα της ΕΕ και για την εφαρμογή του οποίου μάλιστα θα ελέγχεται ανά εξάμηνο η κυβέρνηση.
    Η ως άνω τροποποίηση βρίσκεται σε πλήρη νομική αντίφαση με τον κανονισμό της ΕΕ 1111/2019 την εφαρμογή του οποίου επικαλείται το Υπ. Δικαιοσύνης και είναι συνεπής μόνον προς την δημιουργία κλίματος απειλής και εκφοβισμού σε βάρος γυναικών και ανηλίκων παιδιών. Επί πλέον η ως άνω τροποποίηση αντίκειται στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και στο Σύνταγμα της χώρας μας.

    Για τον λόγο αυτό ζητάμε 1) την κατάργηση της διαπιστωτικής έκθεσης δικαστικών επιμελητών στις περιπτώσεις των παραβιάσεων δικαστικών αποφάσεων μη παρεμπόδισης επικοινωνίας με το τέκνο για την εναρμόνιση της νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 1111/2019 2) την διάκριση των παραβιάσεων σε δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες ώστε να υπάρχει και εναρμόνιση με την κοιν. οδηγία 1111/2019 3)την μη εφαρμογή της πιλοτικής δίκης στις υποθέσεις οικογενειακού δίκαιου.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 21:24 | Μίκα Ιωαννίδου, Μαίρη Λατσού, Αγλαΐα Ρομπόκου για την Ελληνική Αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών

    Η Ελληνική Αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών που εκπροσωπεί 50 Γυναικείες Οργανώσεις σε εθνικό και 2.000 σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκφράζει την ικανοποίησή της για την συμπλήρωση και τροποποίηση ορισμένων σημαντικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ιδιαίτερα για τα ζητήματα αυστηροποίησης των ποινών στα εγκλήματα ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας και κακοποίησης, ιδίως των ανηλίκων.
    Διατυπώνουμε την ανάγκη προσθήκης του εγκλήματος της Γυναικοκτονίας, το οποίο αναφέρεται ευρέως και στα ευρωπαϊκά νομικά κείμενα. Πρέπει κάτω από τις παρούσες συνθήκες αύξησης της εγκληματικότητας εναντίον των γυναικών να προσδιοριστεί ως έγκλημα μίσους που βασίζεται στο φύλο και συνδέεται με στερεότυπα του φύλου.
    Ζητούμε την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων κατά ανηλίκων μέχρι του 25ου έτους της ηλικίας τους (άρθρο 26 της διαβούλευσης).
    Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα ηλικιακά όρια είναι αυξημένα, ενώ σε άλλες το αδίκημα είναι απαράγραπτο. Επίσης, στις περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, η ποινή να μην είναι χρηματική εκτός και αν είναι και χρηματική.
    Θα πρέπει να ενσωματωθεί στο άρθρο 68 της διαβούλευσης, στη δεύτερη παράγραφο, για το βιασμό, το αντίστοιχο άρθρο της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η οποία έχει καταστεί εσωτερικό δίκαιο.
    Επισημαίνουμε την ανάγκη προληπτικής πολιτικής, η οποία να αντικατοπτρίζεται στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα στα θέματα της ενδοοικογενειακής βίας και της σεξουαλικής κακοποίησης.
    Καταγγέλλουμε και πάλι την απαράδεκτη αφαίρεση από τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα του άρθρου 349, παράγραφος γ για τη Μαστροπεία και του 250 για την Εκμετάλλευση Πόρνης, οι οποίες σύμφωνα με το νόμο 4619/11.06.2019 δεν τιμωρούνται πλέον. Ζητούμε την επαναφορά των διατάξεων αυτών, των οποίων η αφαίρεση παραβιάζει βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
    Στο άρθρο 3 της διαβούλευσης και ειδικότερα στο άρθρο 79 παράγραφος 5 του Ποινικού Κώδικα θα πρέπει να προστεθεί ως περίπτωση στ’ η τέλεση αδικήματος λόγω φύλου.
    Επίσης, να προστεθούν ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αναφερόμενες στο άρθρο 46 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες αναφέρονται στα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας. Να προστεθεί, επίσης, η παράγραφος ζ όταν το αδίκημα διαπράχθηκε κατά του πρώην συζύγου ή συντρόφου, από μέλος της οικογένειας που συγκατοικούσε με το θύμα ή με κατάχρηση της εξουσίας του. Επίσης, όταν το αδίκημα διαπράττεται κατά ή ενώπιoν παιδιού.
    Τέλος, θα πρέπει να διαμορφωθεί ιδιαίτερο άρθρο στον Ποινικό Κώδικα για την ευθύνη του πελάτη στην περίπτωση «αγοράς» σεξουαλικών υπηρεσιών, το οποίο συνδέεται ευθέως με την παράνομη εμπορία ανθρώπων (trafficking).

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 20:25 | Αρης

    Άρθρο 36

    Διασπορά ψευδών ειδήσεων – Αντικατάσταση άρθρου 191 ΠΚ

    [1] Η προτεινόμενη αλλαγή της παραγράφου απο
    « Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις «με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο» »

    σε

    « Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις «που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο» »

    έχει ως αποτέλεσμα την εισαγωγή ασάφειας και υποκειμενικότητας στην ερμηνεία του νόμου, κάτι που μπορεί να καταλήξει σε αντίθεση απόψεων.

    [2] « που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους »

    Το συγκεκριμένο κομμάτι της παραγράφου προτείνεται να παραμείνει ως εχει, καθώς διευκρινίζει την προυπόθεση που θα πρέπει να υπάρξει για να αιτιολογήσει την χρήση του συγκεκριμένου νόμου.

    [3] « Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με «χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.» »

    Όσον αφορά την δεύτερη παράγραφο του συγκεκριμένου άρθρου, πιστεύω πως θα πρέπει να παραμείνει ίδια καθώς η ποινή ειναι ανάλογη της πράξης.

    [4] Θεωρώ, πως η κάτωθι αλλαγή είναι η καλύτερη δυνατή, καθώς προστατεύει τον πολίτη απο πιθανή “πολιτικοποίηση” του νόμου, καθώς επίσης, παραμένει αντικειμενικός.

    1. « Οποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις «με σκοπό να προκαλέσει φόβο» σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. »

    2. « Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. »

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 19:29 | Αθανάσιος Θεοδωράκης

    ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 38 ΚΠΔ

    Στην παράγραφο 2 του άρθρο 38 του ΚΠΔ προστίθενται τα εξής:

    «Οι σχετικές αναφορές αυτές προς την Εισαγγελία συνοδεύονται απαραιτήτως από την σύμφωνη γνώμη της οικείας μονάδας εσωτερικού ελέγχου της δημόσιας υπηρεσίας».
    Προστίθεται παράγραφος με αριθμό 4 στο άρθρο 38 του ΚΠΔ ως εξής:
    «Ενδεχόμενες ποινικές διώξεις που έγιναν με βάση αναφορές ή σημειώματα δημοσίων υπαλλήλων και που δεν συνοδεύονται από την σύμφωνη γνώμη της οικείας μονάδας εσωτερικού ελέγχου της υπηρεσίας παύουν να ισχύουν».
    Το άρθρο 38 διαμορφώνεται ως εξής:

    «Άρθρο 38. – Υποχρέωση για την ανακοίνωση αξιόποινης πράξης.
    1. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα ο,τιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως.
    2. Οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, έχουν την ίδια υποχρέωση για τις αξιόποινες πράξεις της παρ. 1, αν πληροφορήθηκαν γι’ αυτές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
    Οι σχετικές αυτές ανακοινώσεις και αναφορές προς την Εισαγγελία συνοδεύονται απαραιτήτως από την σύμφωνη γνώμη της οικείας μονάδας εσωτερικού ελέγχου της δημόσιας υπηρεσίας.
    3. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.
    4.Ενδεχόμενες ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν στο παρελθόν με βάση ανακοινώσεις, αναφορές ή υπηρεσιακά σημειώματα δημοσίων υπαλλήλων και που δεν συνοδεύονται από την σύμφωνη γνώμη της οικείας μονάδας εσωτερικού ελέγχου της δημόσιας υπηρεσίας, παύουν να ισχύουν.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟ
    Εχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της αποστολής πληθώρας αναφορών στην Εισαγγελία, χωρίς την εμπλοκή της αρμόδιας υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου, κυρίως για λόγους εμπάθειας και κακεντρέχειας από δημοσίους υπαλλήλους κατά συναδέλφων τους.Ακολουθούν άσκοπες πολυετείς διαδικασίες επί αβασίμων καταγγελιών, διώξεος, ανακρίσεις, χιλιάδες σελίδες, βουλεύματα, παραπομπές, κοκ. Προς αποφυγήν ανάλογων περιστατικών στο μέλλον προτείνονται οι ανωτέρω αλλαγές στον ΚΠΔ ώστε να πάψει η κατάχρηση εξουσίας από διάφορους κακοήθεις και να γίνονται σεβαστές οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών εσωτερικού ελέγχου.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 14:33 | Γ. Χασιώτης

    ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΝΕΟ ΑΡΘΡΟ Π.Κ. 191 (ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΨΕΥΔΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ)

    Η ισχύουσα διάταξη είναι κάκιστη, αλλά η προτεινόμενη διάταξη καταφέρνει να την κάνει χειρότερη. Ενδεικτικά: (α) η ισχύουσα διάταξη [Π.Κ. 191 (2019)] κολάζει όποιον διαδίδει «ψευδείς ειδήσεις…με αποτέλεσμα να προκαλεί φόβο», ενώ για την προτεινόμενη διάταξη αρκεί όχι το πραγματικό αποτέλεσμα, αλλά η απλή «δυνατότητα» πρόκλησης φόβου. (β) Ακόμα χειρότερα, δεν πρόκειται πια μόνο για την «δυνατότητα» πρόκλησης φόβου, αλλά αρκεί και η δυνατότητα πρόκλησης ακόμα και απλής «ανησυχίας». (γ) Η ισχύουσα διάταξη απαιτεί τον «κίνδυνο πρόκλησης ζημίας» (στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας), ενώ η προτεινόμενη διάταξη ποινικοποιεί απλώς τον «κλονισμό της εμπιστοσύνης» (στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία). Έτσι, η προτεινόμενη διάταξη εισάγει περισσότερες αξιολογικές, δυσερμήνευτες και ασαφείς κρίσεις, που εγγυούνται την ανόμοια, άνιση και επιλεκτική εφαρμογή της. (δ) Τέλος, οι ποινές επίσης αυστηροποιούνται: από φυλάκιση «έως 3 έτη», προτείνεται φυλάκιση «τουλάχιστον 6 μηνών», χωρίς ανώτατο όριο. Παράλληλα, αν κάποιος διαδώσει την είδηση από αμέλεια – π.χ., μέσω των «αναδημοσιεύσεων», που είναι τόσο εύκολες και διαδεδομένες στα social media (π.χ., μέσω retweets)-, τιμωρείται με «με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή» (με το ισχύοντα Π.Κ., μόνο «χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας», Π.Κ. 191§2).

    Η δρακόντεια αυτή αυστηροποίηση παραγνωρίζει επίσης βασικές σταθερές του ελληνικού και ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Όπως έχει παρατηρήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ελευθερία της έκφρασης δεν προστατεύει μόνο ανώδυνες απόψεις, αλλά και απόψεις που προσβάλλουν, συγκλονίζουν ή ανησυχούν (“offend, shock, or disturb”) το κοινό ή τις όποιες κρατικές αρχές (π.χ., έτσι ρητά, Handyside v. UK, §§49): συνεπώς, κριτήρια όπως η «δυνατότητα» πρόκλησης ανησυχίας στους πολίτες, ή ο «κλονισμός της εμπιστοσύνης» του κοινού απλώς δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 10 της ΕΔΔΑ. Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 5Α του Συντάγματος δεν προβλέπει την δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος στην πληροφόρηση όταν κλονίζεται η εμπιστοσύνη στην οικονομία ή την δημόσια υγεία.

    Για τους λόγους αυτούς, η μόνη και αποκλειστική χρησιμότητα της διάταξης είναι η δημιουργία ενός εργαλείου παρενόχλησης και εξουθένωσης (μέσω μυνήσεων και εγκλήσεων) όσων εκφράζουν «ενοχλητικές απόψεις». Είναι σαφές ότι αυτές οι μυνήσεις και οι εγκλήσεις δεν θα οδηγήσουν πουθενά από νομική άποψη. Απλώς είναι ένα εργαλείο στα χέρια των οικονομικά ισχυρών για «δολοφονίες χαρακτήρα» και οικονομική εξουθένωση των αντιφρονούντων.

    Η ποινικοποίηση αυτή ΔΕΝ είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των λεγόμενων “fake news”. Για παράδειγμα , σε μία εποχή που ξοδεύονται μεγάλα ποσά – και μάλιστα, με μεγάλη αδιαφάνεια – για την μετάδοση μηνυμάτων που αφορούν την δημόσια υγεία, θα ήταν ευχερέστερη η αντιμετώπιση κάποιων “fake news” με την έγκυρη, επιστημονική αντιπληροφόρηση, ή την «σήμανση» των αναρτήσεων ή δημοσιευμάτων που περιέχουν ψευδείς ειδήσεις με πιθανώς σοβαρές συνέπειες για κρίσιμα έννομα αγαθά (όπως η δημόσια υγεία). Για πιο σοβαρές περιπτώσεις, αρκούν διοικητικές κυρώσεις. Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο συστατικό στοιχείο των “fake news” είναι η ξεκάθαρη πρόθεση του διαδίδοντα την ψευδή είδηση να προκαλέσει βλάβη σε κάποια έννομα αγαθά. Η προτεινόμενη διάταξη, ωστόσο, αδιαφορεί για το κρίσιμο αυτό βουλητικό στοιχείο: αντιθέτως, ποινικοποιεί επίσης: (α) όσους αμελώς (αλλά ειλικρινά και καλόβουλα) πιστεύουν ότι η είδηση είναι αληθινή (β) όσους αμελούν (ή δεν ξέρουν πώς) να την επιβεβαιώσουν (γ) όσους επιδιώκουν την ευαισθητοποίηση για ένα ευρύτερο θέμα (ακόμα και με μία αμφισβητούμενη, «υπερβολική» ή ψευδή είδηση) (δ) όσους επιδιώκουν την φάρσα, την σάτυρα ή την παρωδία (ε) όσους (ανα-) μεταδίδουν ειδήσεις που το «ψεύδος» τους συνίσταται στην μονομέρεια, στην μεροληψία, στην έλλειψη πληρότητας ή στην παρουσίασή τους σε ένα διαστρεβλωτικό πλαίσιο. Ακόμα και αν δεν συντρέχουν οι περιπτώσεις αυτές, και μόνο η ύπαρξη της διάταξης θα αποτρέψει την δημόσια συμμετοχή σε όσους δεν ξέρουν πώς να αποφύγουν τους σκόπελους αυτούς (chilling effect): και αυτή θα είναι η μεγαλύτερη ζημιά στην δημοκρατία.

    Τέλος σημειώνεται η αδυναμία υποβολής σχολίων για κάθε άρθρο χωριστά στην παρούσα διαβούλευση: ένα ακόμα βήμα υποβάθμισης της δημόσιας συμμετοχής, και μάλιστα σε κρίσιμα για την δημοκρατία θέματα.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 11:16 | Nikos

    Οι ποινές που αναφέρονται στα άρθρα 61 (τροποποίηση άρθρου 309) και 63 (αντ/ση άρθρου 310) θεωρούνται υπερβολικά μικρές. Ειδικότερα, στα περί βαριάς σωματικής βλάβης (άρθρο 63): ο κίνδυνος ζωής , η αναπηρία , η μόνιμη παραμόρφωση δεν είναι λογικό να έχουν ελάχιστη ποινή φυλάκισης μόνο τα δύο έτη. Δεν ενισχύεται σε καμία περίπτωση το κοινό αίσθημα δικαίου, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά , αλλά αντίθετα μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί εκφοβιστικά εναντίον των θυμάτων. Η απαξία της ζωής του θύματος χρονικά λ.χ. σε μία μόνιμη παραμόρφωσή του , δεν μπορεί να συγκριθεί χρονικά και ποιοτικά με μία ελάχιστη (και πρακτικά επιβαλλόμενη) ποινή φυλάκισης 2 ετών του θύτη. Επίσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί αναλογική σε σχέση με την ελάχιστη ποινή ισοβίων (και την τροποποιημένη), αν σκεφτούμε μάλιστα ότι οι περισσότερες ανθρωποκτονίες , στατιστικά, προέρχονται από «ατυχείς» βαριές σωματικές βλάβες και ότι ο τυχαίος παράγοντας παίζει αρκετά μεγάλο ρόλο στο αποτέλεσμα.
    Σε αυτό το πλαίσιο, σε οποιαδήποτε βαριά σωματική βλάβη (και όχι μόνο στην περίπτωση ληστείας , όπως προβλέπεται με το προτεινόμενο άρθρο 85) , θα πρέπει να επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη. Κατ επέκταση, η ποινή για την απλή σωματική βλάβη , θα πρέπει να εξεταστεί αναλογικά με την ποινή της βαριάς σωματικής βλάβης.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 11:07 | Χρήστος

    > Άρθρο 17
    >
    > Έκτιση της ποινής στην κατοικία – Τροποποίηση άρθρου 105 ΠΚ
    > Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει, ανεξαρτήτως ποινής, και για τις μητέρες που έχουν την επιμέλεια ανήλικων τέκνων, τα οποία δεν έχουν συμπληρώσει το όγδοο έτος της ηλικίας τους. Ισχύει επίσης, χωρίς τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, ό γεροντική άνοια ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου.
    >
    > Αντικατάσταση του όρου μητέρες απο γονείς.
    >

    Ενδοοικογενειακή βία: (330 ΠΚ) Όποιος με σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ήτοι να εμποδίζει την επικοινωνία του βιολογικού γονέα με το ανήλικο τέκνο του όπως επιβάλλεται απο δικαστική απόφαση ή παράλειψης εξαναγκάζει ανήλικο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης.

    Ενδοοικογενειακή απειλή: (333 ΠΚ) Όποιος προκαλεί σε ανήλικο τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη όπως με σκοπό την παρεμπόδιση επικοινωνίας με τον γονέα που δεν διαμένει μάζι του κατα παράβαση δικαστικής απόφασης με σκοπό να το αποξενενώσει ψυχικά και ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης.

    Νομοθετήστε ισότητα φύλλων στον Π.Κ. σύμφωνα με το Σύνταγμα Αρθρο 4 παρ 2.

    Δεν θα γίνει ανεκτή απο τον Ελληνικό Λαό η καθ έξιν και συνάμα υποκριτική προστασία αρρώστων ψυχοσωματικά γονέων που ποντάρουν στην αγραμματοσύνη ή ανικανότητα του Νομοθέτη.

  • 7 Οκτωβρίου 2021, 11:01 | ΙΟΑ

    «Άρθρο 92 Αλιεία σε χωρικά ύδατα»

    Η επαναφορά της ποινικοποίησης της αλιείας από αλλοδαπούς εντός ΕΧΥ είναι σαφώς μια θετική εξέλιξη αλλά η επανάληψη της παρωχημένης και ανεπαρκούς πρότερης διατύπωσης του παλαιού άρθρου 401 Π.Κ. δεν θα επιφέρει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

    Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία 20 χρόνια η παράνομη αλιεία έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς Διεθνείς Οργανισμούς όπως η INTERPOL και το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά και το έγκλημα (UNODC), λαμβανομένων υπόψη των καταστροφικών συνεπειών για τα κράτη, της διασυνοριακής φύσης της και της σύνδεσης με το οργανωμένο έγκλημα, όπως προκύπτει από την έκθεση του UNODC για το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα στον κλάδο της αλιείας (https://www.unodc.org/documents/human-trafficking/Issue_Paper_-_TOC_in_the_Fishing_Industry.pdf) καθώς και την έκθεση της INTERPOL για την διεθνή συνεργασία επιβολής του νόμου στον κλάδο της αλιείας (https://www.interpol.int/Crimes/Environmental-crime/Fisheries-crime). Επιπρόσθετα, με το Ν. 3875/2010 (Α’ 158) η χώρα μας κύρωσε την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος («Σύμβαση του Παλέρμο») με σύνολο 190 συμβαλλόμενων μερών. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω Σύμβαση δύναται να εφαρμοστεί για το αδίκημα της παράνομης αλιείας από αλλοδαπό, διότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 της Σύμβασης, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση να εμπίπτει στον ορισμό του «σοβαρού εγκλήματος» του άρθρου 2, δηλαδή να τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών.

    Είναι εξαιρετικά σημαντικό η χώρα μας να μπορεί να εφαρμόσει τις διατάξεις της Σύμβασης του Παλέρμο για την παράνομη αλιεία, επισημαίνοντας ιδιαίτερα την υποχρέωση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (άρθρο 18). Επομένως, είναι προς όφελος της χώρας μας να αυστηροποιήσει τις κυρώσεις για το συγκεκριμένο αδίκημα ώστε να εφαρμόζονται οι διατάξεις της Σύμβασης και δικαιολογείται απόλυτα, αν ληφθούν υπόψη οι συνέπειες στο θαλάσσιο περιβάλλον και στην οικονομική ζωή της χώρας μας. Εξάλλου, η αυστηρή ποινικοποίηση της παράνομης αλιείας είναι απολύτως σύμφωνη και με το ενωσιακό δίκαιο και συγκεκριμένα με το άρθρο 44 παρ.3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008 του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, σύμφωνα με το οποίο «Τα κράτη μέλη μπορούν επιπλέον ή εναλλακτικά να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις». Προκειμένου λοιπόν να είναι δυνατή η εφαρμογή των προνοιών της Σύμβασης για το αδίκημα της παράνομης αλιείας από αλλοδαπό, προτείνεται η κάτωθι διατύπωση:

    «Άρθρο 92 Παράνομη αλιεία στην αιγιαλίτιδα ζώνη

    Με φυλάκιση τουλάχιστον τεσσάρων ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος αλλοδαπός αλιεύει επαγγελματικά χωρίς δικαίωμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ελληνικού κράτους.»

  • 6 Οκτωβρίου 2021, 20:14 | ΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΩΝ ΜΕΣΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ

    ΑΡΘΡΟ 92 Αλιεία σε χωρικά ύδατα
    1. Αλλοδαπός που ψαρεύει χωρίς δικαίωμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ελληνικού κράτους τιμωρείται αυτεπάγγελτα με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
    2. Αν ο υπαίτιος ασκεί παράνομη αλιεία κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κατάσχεση των αλιευτικών εργαλείων και με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Προς τούτο καταπλέει συνοδευόμενο από σκάφος της Ελληνικής ακτοφυλακής στον πλησιέστερο Ελληνικό λιμένα.

  • 6 Οκτωβρίου 2021, 17:18 | Ελένη Καρύδη (ΕΥΘΥΤΑ Παρατηρητήριο Οδικής Ασφάλειας)

    Αν και επαναδιατυπώνεται για 3η φορά μέσα σε λιγότερο από 3 χρόνια με επουσιώδεις αλλαγές κάθε φορά, στο άρθρο 290Α παραμένουν τουλάχιστον δύο σημεία που το κάνουν εμφανώς προβληματικό:

    α) εξαιρείται η παραβίαση των ορίων ταχύτητας από τις παραβάσεις που αντιμετωπίζονται αυστηρότερα. Αυτό ενώ είναι γνωστό ότι παγκόσμια η ταχύτητα αποτελεί το πρώτο αίτιο πρόσκλησης τροχαίων συγκρούσεων, θανάτων και τραυματισμών και ότι στη χώρα μας σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί με μεγάλη διαφορά την συχνότερη παράβαση του ΚΟΚ με τις ανάλογες συνέπειες.

    Πως είναι δυνατόν να νομοθετούμε την αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση για σπάνιες, επικίνδυνες παραβάσεις και να «τιμωρούμε» πολύ ηπιότερα την συχνότερη επικίνδυνη παράβαση ιδίως όταν απ αυτή προκαλείται θάνατος η βαριά σωματική βλάβη; Η παραβίαση του ορίου ταχύτητας πρέπει να προστεθεί στις παραβάσεις που περιλαμβάνει το 290Α.

    β) η διατύπωση στην αρχή του άρθρου: «Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης» είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη και αφήνει στην κρίση του δικαστηρίου το αν ο εκάστοτε παραβάτης – χρήστης αλκοόλ ή ουσιών (ή και των δύο) ήταν σε θέση να οδηγήσει… Η πρωτότυπη αυτή θεώρηση έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το άρθρο 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν.2696/23.03.1999 ΦΕΚ.57α & Ν.3542/02.03.2007/ΦΕΚ.50Α’ & Ν.4530/30.03.2018/ΦΕΚ.59Α’) που ορίζει ότι: «Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 g/l) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου». Η εναπόθεση στην κρίση του δικαστηρίου αν ο παραβάτης οδηγός υπό την επήρεια αλκοόλ ή ουσιών είναι σε θέση να οδηγήσει με ασφάλεια αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία που προφανώς και θα λειτουργήσει σε πολλές περιπτώσεις υπέρ των παραβατών – δραστών τροχαίων εγκλημάτων. Το άρθρο όπως είναι διατυπωμένο συγκρούεται επίσης μετωπικά με το άρθρο 25 του Νόμου 4139/2013 –Περί Εξαρτησιογόνων ουσιών, που ορίζει: «1. Με φυλάκιση τουλάχιστον πέντε (5) μηνών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καθώς και με στέρηση από δύο έως πέντε έτη της άδειας οδήγησης ή του οικείου διπλώματος ή του πτυχίου ή του αποδεικτικού ναυτικής ικανότητας τιμωρείται όποιος οδηγεί ή κυβερνά οποιοδήποτε πλωτό, χερσαίο ή εναέριο μεταφορικό μέσο υπό την επίδραση ναρκωτικών.

    Αν από την πράξη αυτή προκλήθηκε απλή σωματική βλάβη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους.

    Αν προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών.

    Αν από την πράξη αυτή προκλήθηκε θάνατος επιβάλλεται ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης μέχρι δέκα ετών.»

    Εκτός όμως της χρήσης αλκοόλ και των ναρκωτικών ουσιών είναι προφανές και επιστημονικά δεδομένο ότι οδηγός σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ΔΕΝ είναι δυνατόν να οδηγεί ασφαλώς άρα και γι αυτές τις περιπτώσεις είναι απορίας άξιο τι πρόκειται να διερευνήσει το δικαστήριο.
    Ζητάμε να επαναδιατυπωθεί η πρόταση ξεκάθαρα: «Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα υπό την επίδραση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών ή όντας σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης» ώστε το δικαστήριο να κρίνει αντικειμενικά και όχι με διαβεβαιώσεις ότι ο κατηγορούμενος αντέχει το ποτό, τα ναρκωτικά ή ότι δεν τον επηρεάζει η αυπνία.
    Τέλος αλλά όχι τελευταίο. Το άρθρο 306 του ΠΚ – Έκθεση έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με το άρθρο 43 του Κ.Ο.Κ. για την εγκατάλειψη θύματος τροχαίου.

    Για το ίδιο αδίκημα προβλέπεται διαφορετική Ποινική αντιμετώπιση σε πολίτες με διαφορετικές ιδιότητες. Οι μη οδηγοί θα τιμωρηθούν σύμφωνα με τον ΠΚ άρθρο 306.2. «Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.»

    Ενώ οι οδηγοί με τον ΚΟΚ – άρθρο 43.4 … Αν από τη συμπεριφορά του ο παθών περιήλθε σε κίνδυνο ζωής ή επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις και με αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο.

    Μετά από επανειλημμένες επιστολές προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με το άρθρο 43 του Κ.Ο.Κ αγνοείται το γεγονός της συλλογής άνω των 3.700 υπογραφών από πολίτες που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα και ζητούν:

    – Άμεση κατάργηση του άρθρου 43 του Κ.Ο.Κ. που θεσπίζει την ατιμωρησία στους οδηγούς που εγκαταλείπουν τα θύματά τους.
    – Όχι στη διπλή νομοθεσία για την εγκατάλειψη.
    – Όχι ευνοϊκή μεταχείριση στους οδηγούς που εγκαταλείπουν τα θύματα τους.
    -Την εκδίκαση των υποθέσεων της εγκατάλειψης θυμάτων με βάση το άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα.

    https://secure.avaaz.org/community_petitions/el/eythyta_paratiritirio_odikis_asfaleias_rodoy_amesi_katargisi_toy_arthroy_43_toy_kok_egkataleipsi_ton_thymaton_apo_odigoys/?fbclid=IwAR3Wlv1Q4MGVrLU341uT7cMLEbSCdYLp4KLW3_YlVOiXfqFTvAQPhEqYe_Y

  • 6 Οκτωβρίου 2021, 12:52 | (ΠΟΕΣΥ) ΠΗΓΗ

    Κοινή επιστολή ΠΟΕΣΥ-ΕΣΗΕΜΘ-ΕΣΗΕΘΣτΕΕ-ΕΣΗΕΠΗΝ για το άρθρο 191
    ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΝΩΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ (ΠΟΕΣΥ) https://www.poesy.gr/koini-epistoli-poesy-esiemth-esiethste

    ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ (ΕΣΗΕΜ-Θ)

    ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ, ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ και ΕΥΒΟΙΑΣ (ΕΣΗΕΘΣτΕΕ)

    ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΠΕΛΟΠΟΝΗΣΣΟΥ, ΗΠΕΙΡΟΥ και ΝΗΣΩΝ (ΕΣΗΕΠΗΝ)

    Τα Διοικητικά Συμβούλια της ΠΟΕΣΥ και των Ενώσεων Συντακτών της Ελληνικής Περιφέρειας (ΕΣΗΕΜΘ, ΕΣΗΕΠΗΝ, ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε) ζητούν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, την άμεση απόσυρση του κειμένου για την τροποποίηση του άρθρου 191 Π.Κ. που αφορά στην διάδοση και την διασπορά ψευδών ειδήσεων.

    Το συγκεκριμένο προτεινόμενο άρθρο, δημιουργεί σοβαρότερα προβλήματα από αυτά που διατείνονται οι συντάκτες του ότι θα λύσει. Και τούτο διότι με τη γενικόλογη, αόριστη και παντελώς ασαφή περιγραφή δίνει το δικαίωμα αυθαίρετων ερμηνειών, θέτοντας σε κίνδυνο βασικά ζητήματα που αφορούν τη Δημοκρατία, την ελευθεροτυπία, την ελευθερία του λόγου και εν τέλει τη δημοσιογραφία.

    Θεωρούμε ότι το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι επαρκές για να αντιμετωπίσει τις ψευδείς ειδήσεις (fake news).

    Αυτό που απαιτείται άμεσα -και θεωρούμε ότι μπορεί να αποτελέσει τη βασική συνταγή αντιμετώπισης των ψευδών ειδήσεων- είναι η λειτουργία ενός ανεξάρτητου φορέα που θα λειτουργεί με βάση την ΠΟΕΣΥ και τις Ενώσεις Συντακτών, κάτι που αποτελεί τη βέλτιστη πρακτική στην Ευρώπη.

    Ο ανεξάρτητος φορέας θα είναι σε θέση να εντοπίζει τις ψευδείς ειδήσεις, θα τις αναφέρει σε μία δημόσια πλατφόρμα αποκαλύπτοντας και τους «διακινητές της ψευδούς είδησης». Και αυτό χωρίς να εμπλέκονται ιδιωτικά μορφώματα, τα οποία με αμφιβόλου αξιοπιστίας κριτήρια, παράγουν αμφισβητούμενα αποτελέσματα, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας.

    ΤΑ Δ.Σ. ΤΗΣ ΠΟΕΣΥ

    ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

    ΕΣΗΕΜΘ, ΕΣΗΕΠΗΝ, ΕΣΗΕΘΣΤΕ-Ε

  • 6 Οκτωβρίου 2021, 11:16 | ΧΡΙΣΤΙΝΑ-ΗΛΕΚΤΡΑ ΜΠΙΖΑΚΗ

    ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
    1. Το προβλεπόμενο ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000€) στις παρακάτω, υπό στ. (α) έως (θ) διατάξεις των άρθρων Π.Κ. :
    (α) των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 216,
    (β) των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 242,
    (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 243,
    (δ) της παραγράφου 4 του άρθρου 292Α,
    (ε) των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 375,
    (στ) των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 386,
    (ζ) της παραγράφου 1 (περ. ε) του άρθρου 386Α,
    (η) των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 390,
    (θ) ως επίσης της παραγράφου 1 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναπροσαρμόζεται στο ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00€).
    2. Για υποθέσεις ευρισκόμενες στο στάδιο εκδίκασης εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε βαθμίδα με την έναρξη ισχύος η νεώτερη ρύθμιση. Για αποφάσεις που έχουν καταστεί αμετάκλητες πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος παρέχεται η δυνατότητα ασκήσεως του εκτάκτου ένδικου μέσου της επανάληψης της διαδικασίας (άρθρο 525 επ., Κ.Ποιν.Δ.) με αντίστοιχη εφαρμογή της νεώτερης ρύθμισης.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
    Το προβλεπόμενο χρηματικό όριο ποσού διαχωρισμού των πράξεων σε πλημμελήματα και κακουργήματα, εν όψει της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τελευταία αναπροσαρμογή του Ν.4055/2012, χρήζει εκ νέου προσαρμογής ώστε να ευρίσκεται σε αντιστοιχία με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα των συναλλαγών.
    Συνιστά αναγκαίο μέτρο ποινικού ορθολογισμού, αφού με τα ισχύοντα χρηματικά όρια παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, καθώς πράξεις χωρίς ανάλογο περιουσιακό αντικείμενο καθίστανται αντικείμενο κακουργηματικού ποινικού κολασμού.
    Με την αναπροσαρμογή επιτυγχάνεται η ελάφρυνση της κυρίας ανάκρισης και των εφετείων κακουργημάτων, που σήμερα είναι εξαιρετικά επιβαρυμένα, ιδιαίτερα λόγω της πανδημίας κατά τα έτη 2020-2021, με αποτέλεσμα αφενός να κινδυνεύουν με παραγραφή άλλα σοβαρότερα κακουργήματα που αφορούν βαρύτερες αξιόποινες πράξεις , αφετέρου να επέρχεται ως αποτέλεσμα η ακύρωση στην πράξη της ταχείας απονομής δικαιοσύνης, που απαιτείται σε τέτοια αδικήματα και ένεκα του αστικού σκέλους πολλάκις κατά την εκδίκαση αυτών των υποθέσεων.
    Εξάλλου και σε ζητήματα φορολογικών – διοικητικών θεμάτων και παραβάσεων τα χρηματικά όρια έχουν τεθεί υψηλότερα από ότι στο Π.Κ.
    Σε συνέχεια της τροποποίησης του Π.Κ. του έτους 2019 κατέστη ουσιαστικά αυστηρότερο το πλαίσιο για την τιμωρία των πλημμεληματικών πράξεων, αφού έπαψε η χρηματική μετατροπή των ποινών, ενώ και η μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινών σε προσφορά κοινωνικής εργασίας έχει ανασταλεί, τουλάχιστον έως σήμερον, αορίστως δια του Ν. 4623/2019.
    Περαιτέρω, συμβάλλει στην ενίσχυση της επιχειρηματικής δράσης επαγγελματιών χαμηλής οικονομικής δραστηριότητας, καθότι αποτρέπει μηνύσεις παρελκυστικές ή εκβιαστικές για απλούστερης μορφής και αξίας συναλλαγές, εργασίες, αναθέσεις ή συμβάσεις, γεγονός που είναι σύνηθες φαινόμενο της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας με την κατά κόρον προσπάθεια ποινικοποίησης της (οικονομικής επιχειρηματικής) δραστηριότητας, που ταλαιπωρεί με πολύπλοκες, πολυδάπανες και χρονοβόρες διαδικασίες, και λόγω φόρτου των δικαστικών εργασιών (προκαταρκτική, προανάκριση-ανάκριση , συμβούλια, ακροατήρια) εμπλεκόμενους συναλλασομένους και το νομικό σύστημα της χώρας.
    Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την αρχική εισαγωγική έκθεση του άρθρου 25 Ν. 4055/2012, της προγενέστερης αναπροσαρμογής, είχε προταθεί ο καθορισμός του ποσού σε τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (300.000€) .
    Τέλος, δεν απαιτείται για την προτεινόμενη τροποποίηση έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθόσον δεν προκύπτει δαπάνη για το Δημόσιο.

  • 6 Οκτωβρίου 2021, 09:34 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Για το δραστικό περιορισμό των αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται με τη χρήση βίας και την απαλλαγή της κοινωνίας από τις συνέπειες που προκαλούν αυτές οι μορφές εγκληματικότητας θα πρέπει, στα πλαίσια στοχοποιημένης δράσης και ολιστικής αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων:
    α) Σε όσες περιπτώσεις προκαλείται από την πράξη θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη του παθόντος να εκτίεται ολόκληρη η επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή, χωρίς καμία απολύτως έκπτωση που προβλέπεται από τον ποινικό ή σωφρονιστικό κώδικα.
    β) Στις υπόλοιπες περιπτώσεις σωματικών βλαβών να μετατρέπεται υποχρεωτικά η στερητική της ελευθερίας ποινή σε χρηματική και μόνο σε περίπτωση μη καταβολής αυτής να εκτίεται, με τις τυχόν εκπτώσεις που προβλέπονται από τον ποινικό ή σωφρονιστικό κώδικα και οι οποίες θα αναγνωρισθούν αρμοδίως, η αρχικώς επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή. Σε περίπτωση υποτροπής σωματικών βλαβών τέτοιας διαβάθμισης, να εκτίεται ολόκληρη η νέα επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή, χωρίς καμία απολύτως έκπτωση που προβλέπεται από τον ποινικό ή σωφρονιστικό κώδικα.

  • 6 Οκτωβρίου 2021, 08:10 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα πρέπει να εισαχθεί διαφοροποίηση στον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζονται δικονομικά οι πολίτες τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα στη χώρα μας, σε βάρος των οποίων επιβάλλονται περιοριστικοί όροι με διάταξη του ανακριτή, επειδή έχουν διαπράξει αξιόποινες πράξεις που διώκονται και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος.
    Ειδικότερα, με την επιβολή των περιοριστικών όρων της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα ή/και της εμφάνισης των παραπάνω αλλοδαπών στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας τους, ουσιαστικά αφενός νομιμοποιείται εμμέσως η παραμονή των συγκεκριμένων ατόμων στη χώρα μας, για όσο χρόνο διαρκούν οι εν λόγοι περιοριστικοί όροι, και αφετέρου αποκλείεται η επιβολή σε βάρος τους από την αστυνομική αρχή του διοικητικού μέτρου της απέλασης ή επιστροφής με κράτηση.
    Επειδή όμως τα ανωτέρω πρόσωπα δεν διαθέτουν τους αναγκαίους προς επιβίωσή τους πόρους, λόγω του ότι δεν μπορούν να εργασθούν νόμιμα, στην πράξη συνεχίζουν, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, στη διάπραξη των οποίων εξάλλου έχουν πλέον εκπαιδευθεί και εθιστεί, μέσω των οποίων εξασφαλίζουν όχι μόνο τους παραπάνω πόρους αλλά και πρόσθετο κέρδος, με το οποίο θα επιχειρήσουν τελικά, λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, για την οποία έχουν επιβληθεί οι προαναφερόμενοι περιοριστικοί όροι, να διαφύγουν παράνομα από τη χώρα μας.

  • 6 Οκτωβρίου 2021, 00:39 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα πρέπει να προβλεφθούν ποινικές κυρώσεις κατά των προσώπων που δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου ή του μάρτυρα και αρνούνται να δηλώσουν ή δηλώνουν ψευδή στοιχεία ταυτότητας σε αρχή ή εξουσιοδοτημένο όργανό της, καθόσον οι εν λόγω συμπεριφορές έπαψαν να θεωρούνται αξιόποινες με βάση το Ν. 4619/2019 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
    Επί του θέματος, αναφέρονται τα ακόλουθα:
    Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.Δ/τος 1088/1942 «Περί διώξεως αδικημάτων τινων στρεφομένων κατ’ οργάνων Δημοσίας Ασφαλείας», όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του Ν.Δ/τος 624/1948 «Περί εκκαθαρίσεως των ποινικού και σωφρονιστικού περιεχομένου νομοθετημάτων της περιόδου της εχθρικής κατοχής», ορίζεται ότι: «Με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους τιμωρείται όστις προσκληθείς προφορικώς ή εγγράφως αρνείται να δηλώση ή δηλοί ψευδώς εις τα όργανα Δημοσίας Ασφαλείας την ταυτότητα αυτού ή ετέρου γνωστού αυτώ προσώπου».
    Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν.Δ/τος 624/1948, ορίζεται ότι: «Οι διά των άρθρων 7-13 και 15 18 του παρόντος Νόμου τροποποιούμενοι Νόμοι και Νομ. Διατάγματα επικυρούνται διά το χρονικόν διάστημα κατά το οποίον ίσχυσαν, διατηρούνται δ’ εν ισχύϊ εφεξής ως τροποποιούνται».
    Σύμφωνα με το άρθρο 225 παρ. 2 εδάφ. πρώτο του Ν. 1492/1950 «Περί κυρώσεως του Ποινικού Κώδικος», οριζόταν ότι: «Με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή με χρηματικήν ποινήν τιμωρείται όστις κατά πάσαν άλλην περίπτωσιν, εξεταζόμενος υπό τινος αρχής ή εντεταλμένου οργάνου αυτής ή αναφερόμενος εις αυτήν, εκθέτει εν γνώσει ψευδή πράγματα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθή».
    Σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 εδάφ. τελευταίο του Ν. 1492/1950, ορίζεται ότι: «Εν γένει δε καταργείται πάσα διάταξις περιεχομένη εις ειδικούς νόμους, αφορώσα εις θέματα, άτινα ρυθμίζει ο Ποινικός Κώδιξ εν τω ειδικώ αυτού μέρει».
    Σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ. 1 του Ν.Δ/τος 3365/1955 «Περί Κώδικος του Σώματος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής», ορίζεται ότι: «Τιμωρείται με την ποινήν του άρθρου 225 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικος πας όστις καλούμενος υπό των οργάνων της Χωροφυλακής να δηλώση την ταυτότητά του αρνείται ή δηλοί ψευδή τοιαύτην. Με την ιδίαν ποινήν τιμωρείται πας όστις κατά τας αυτάς περιπτώσεις καίτοι γνωρίζων αρνείται ερωτώμενος να δηλώση ή δηλοί ψευδώς την ταυτότητα ετέρου προσώπου εις όργανον της Χωροφυλακής».
    Σύμφωνα με το άρθρο 157 παρ. 1 & 2 του από 31-12-1957/20-01-1958 Β.Δ/τος «Περί κωδικοποιήσεως διατάξεων αφορωσών το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων», ορίζεται ότι: «1. Τιμωρείται με την ποινήν του άρθρου 225 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικος, πας όστις προσκαλούμενος υπό αστυνομικού, αρνείται να δηλώση την ταυτότητά του ή δηλοί ψευδή τοιαύτην. 2. Με την ιδίαν ποινήν τιμωρείται πας όστις, καίτοι γνωρίζων, αρνείται να δηλώση ή δηλοί ψευδώς την ταυτότητα ετέρου προσώπου εις αστυνομικόν όργανον».
    Σύμφωνα με το άρθρο 461 του Ν. 4619/2019 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», ορίζεται ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε τον νόμο αυτόν».
    Με βάση τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις, η διάταξη του άρθρου 5 του Ν.Δ/τος 1088/1942, την εφαρμογή της οποίας υπέδειξε με έγγραφό του ο διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, για την περίπτωση δήλωσης ψευδών στοιχείων ταυτότητας από πολίτη σε αστυνομικούς, θα πρέπει να θεωρηθεί σιωπηρώς καταργημένη με βάση το άρθρο 473 παρ. 2 εδάφ. τελευταίο του Ν. 1492/1950, καθόσον με το άρθρο 225 παρ. 2 του τελευταίου νόμου ρυθμίζονταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και η προαναφερόμενη ως άνω περίπτωση.
    Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 5 του Ν.Δ/τος 1088/1942, θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί σιωπηρώς καταργημένη και με βάση τις νεότερές της διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 1 του Ν.Δ/τος 3365/1955 και του άρθρου 157 παρ. 1 & 2 του από 31-12-1957/20-01-1958 Β.Δ/τος, που ουδέποτε καταργήθηκαν, είτε ρητά είτε σιωπηρά, με βάση το άρθρο 62 του Ν. 1481/1984, το άρθρο 30 του Ν. 2800/2000 και το άρθρο 125 του Ν. 4249/2014, διατάξεις οι οποίες παραπέμπουν, ως προς την ποινική κύρωση της συγκεκριμένης αξιόποινης συμπεριφοράς, στο άρθρο 225 παρ. 2 του Ν. 1492/1950, ο οποίος ωστόσο καταργήθηκε, στο σύνολό του, με το άρθρο 461 του Ν. 4619/2019 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
    Σημειώνεται ότι, με βάση το άρθρο 224 του Ν. 4619/2019 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», τιμωρούνται πλέον ποινικά μόνο ο διάδικος (δηλαδή ο κατηγορούμενος και αυτός που παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου) ή ο μάρτυρας (δηλαδή μόνο τα πρόσωπα που έχουν τις συγκεκριμένες ιδιότητες) που, κατά την εξέτασή τους στα πλαίσια συγκεκριμένης υπόθεσης, εν γνώσει τους καταθέτουν ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνούνται ή αποκρύπτουν την αλήθεια.

  • 5 Οκτωβρίου 2021, 23:15 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Με το προβλεπόμενο νομοσχέδιο θα πρέπει να προβλεφθούν ποινικές κυρώσεις:
    α) Κατά των πολιτών τρίτων χωρών που παραβιάζουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε βάρος τους, με σκοπό την αποφυγή του κινδύνου διαφυγής τους, είτε με αποφάσεις επιστροφής με οικειοθελή αναχώρηση (άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 3907/2011) είτε με αποφάσεις αναβολής απομάκρυνσης (άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 3907/2011) είτε με αποφάσεις αναστολής απέλασης (άρθρο 78 του Ν. 3386/2005).
    Από την έναρξη της ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 182 παρ. 1 του παλαιού Ποινικού Κώδικα (Ν. 1492/1950), με βάση την οποία εδιώκετο και ετιμωρείτο όποιος παραβίαζε τους περιορισμούς που είχαν τεθεί στην ελευθερία της διαμονής του και τις σχετικές υποχρεώσεις του, με συνέπεια να μην τιμωρούνται πλέον ποινικά οι παραβιάσεις των αντίστοιχων υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στις προαναφερόμενες διοικητικές αποφάσεις.
    Επίσης, τα διοικητικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 37 παρ. 4 του Ν. 3907/2011, στην πράξη δεν κατορθώνουν, πολλές φορές, να αποτρέψουν τις συγκεκριμένες παραβιάσεις, πέραν του ότι προκαλούν δυσανάλογη επιβάρυνση στη λειτουργία των διοικητικών υπηρεσιών. Με τα ίδια ως άνω μέτρα, δεν αντιμετωπίζεται παραδόξως ο καθ’ υποτροπή παραβιάζων τις υποχρεώσεις που του έχουν επιβληθεί, ο οποίος συγχρόνως έχει συμπληρώσει το ανώτατο όριο της επιτρεπόμενης διοικητικής κράτησής του.
    β) Κατά των πολιτών τρίτων χωρών που εξακολουθούν να διαμένουν παράνομα στη χώρα μας, παρόλο που έχουν εφαρμοστεί σε βάρος τους, χωρίς επιτυχία, οι διαδικασίες επιστροφής του Ν. 3907/2011 και δεν υφίσταται λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή τους, κυρώσεις που δεν απαγορεύονται με βάση την οδηγία περί επιστροφής, σύμφωνα με την ενότητα 4 της υπ’ αριθ. 2017/2338 Σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Εγχειρίδιο περί επιστροφής».
    γ) Κατά των πολιτών τρίτων χωρών που εξακολουθούν να διαμένουν παράνομα στη χώρα μας, παρόλο που έχουν εφαρμοστεί σε βάρος τους, χωρίς επιτυχία, οι διαδικασίες απέλασης του Ν. 3386/2005 και δεν υφίσταται λόγος που να δικαιολογεί τη μη απέλασή τους.
    Η θεσμοθέτηση των παραπάνω κυρώσεων αφενός θα αποθαρρύνει τις παραβιάσεις των υποχρεώσεων που έχουν τεθεί με διοικητικές αποφάσεις σε βάρος πολιτών τρίτων χωρών, ιδίως σε ότι αφορά την υποχρέωση μη μετάβασή τους σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας μας, και αφετέρου θα αποτελέσει το ύστατο μέσο καταναγκασμού, σε βάρος των συγκεκριμένων προσώπων, προς συμμόρφωσή τους με την υποχρέωση της επιστροφής ή απέλασης.

  • 5 Οκτωβρίου 2021, 23:51 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

    Με το προβλεπόμενο νομοσχέδιο θα πρέπει να προβλεφθούν ποινικές κυρώσεις κατά των προσώπων που αρνούνται να υποστούν εγκληματολογική σήμανση, με βάση τις διατάξεις του Π.Δ/τος 342/1977, καθόσον η διάταξη του άρθρου 225 παρ. 2 του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα (Ν. 1492/1950), στην οποία παρέπεμπε η διάταξη του άρθρου 27 παρ. 4 του προαναφερόμενου Π.Δ/τος, για τη δίωξη και τιμωρία των εν λόγω ατόμων, καταργήθηκε από την έναρξη της ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019).
    Η παραπάνω συμπεριφορά δεν δύναται να διωχθεί και να τιμωρηθεί με βάση το άρθρο 169 του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), επειδή δεν υφίσταται ρητή και εξειδικευμένη νομική διάταξη που να υποχρεώνει τον πολίτη να υποστεί τη συγκεκριμένη σήμανση, ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 169 του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019).
    Η επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος των εν λόγω προσώπων, προς αποθάρρυνση τέτοιων συμπεριφορών, κρίνεται επιβεβλημένη διότι η εγκληματολογική σήμανση είναι αναγκαία για την ταυτοποίηση των δραστών αξιόποινων πράξεων.

  • 5 Οκτωβρίου 2021, 00:11 | Γιωργος Κουβιδης

    ΑΡΘΡΟ 56
    Παρατηρήσεις του Πανελλαδικού συλλόγου SOS Τροχαία εγκλήματα για τις αλλαγές στο άρθρο 290Α και για την εγκατάλειψη θυμάτων τροχαίων.

    Αν και επαναδιατυπώνεται για 3η φορά μέσα σε λιγότερο από 3 χρόνια με επουσιώδεις αλλαγές κάθε φορά, στο άρθρο 290Α παραμένουν τουλάχιστον δύο σημεία που το κάνουν εμφανώς προβληματικό:
    α) εξαιρείται η παραβίαση των ορίων ταχύτητας από τις παραβάσεις που αντιμετωπίζονται αυστηρότερα. Αυτό ενώ είναι γνωστό ότι παγκόσμια η ταχύτητα αποτελεί το πρώτο αίτιο πρόσκλησης τροχαίων συγκρούσεων, θανάτων και τραυματισμών και ότι στη χώρα μας σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί με μεγάλη διαφορά την συχνότερη παράβαση του ΚΟΚ με τις ανάλογες συνέπειες.
    Πως είναι δυνατόν να νομοθετούμε την αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση για σπάνιες, επικίνδυνες παραβάσεις και να «τιμωρούμε» πολύ ηπιότερα την συχνότερη επικίνδυνη παράβαση ιδίως όταν απ αυτή προκαλείται θάνατος η βαριά σωματική βλάβη; Η παραβίαση του ορίου ταχύτητας πρέπει να προστεθεί στις παραβάσεις που περιλαμβάνει το 290Α.
    β) η διατύπωση στην αρχή του άρθρου: «Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης» είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενη και αφήνει στην κρίση του δικαστηρίου το αν ο εκάστοτε παραβάτης – χρήστης αλκοόλ ή ουσιών (ή και των δύο) ήταν σε θέση να οδηγήσει… Η πρωτότυπη αυτή θεώρηση έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το άρθρο 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν.2696/23.03.1999 ΦΕΚ.57α & Ν.3542/02.03.2007/ΦΕΚ.50Α’ & Ν.4530/30.03.2018/ΦΕΚ.59Α’) που ορίζει ότι: «Ο ελεγχόμενος οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν το ποσοστό αυτού στον οργανισμό είναι από 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος (0,50 g/l) και άνω, μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα και άνω, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου». Η εναπόθεση στην κρίση του δικαστηρίου αν ο παραβάτης οδηγός υπό την επήρεια αλκοόλ ή ουσιών είναι σε θέση να οδηγήσει με ασφάλεια αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία που προφανώς και θα λειτουργήσει σε πολλές περιπτώσεις υπέρ των παραβατών – δραστών τροχαίων εγκλημάτων. Το άρθρο όπως είναι διατυπωμένο συγκρούεται επίσης μετωπικά με το άρθρο 25 του Νόμου 4139/2013 –Περί Εξαρτησιογόνων ουσιών, που ορίζει: «1. Με φυλάκιση τουλάχιστον πέντε (5) μηνών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ μέχρι δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καθώς και με στέρηση από δύο έως πέντε έτη της άδειας οδήγησης ή του οικείου διπλώματος ή του πτυχίου ή του αποδεικτικού ναυτικής ικανότητας τιμωρείται όποιος οδηγεί ή κυβερνά οποιοδήποτε πλωτό, χερσαίο ή εναέριο μεταφορικό μέσο υπό την επίδραση ναρκωτικών.
    Αν από την πράξη αυτή προκλήθηκε απλή σωματική βλάβη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους.
    Αν προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών.
    Αν από την πράξη αυτή προκλήθηκε θάνατος επιβάλλεται ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης μέχρι δέκα ετών.»
    Εκτός όμως της χρήσης αλκοόλ και των ναρκωτικών ουσιών είναι προφανές και επιστημονικά δεδομένο ότι οδηγός σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ΔΕΝ είναι δυνατόν να οδηγεί ασφαλώς άρα και γι αυτές τις περιπτώσεις είναι απορίας άξιο τι πρόκειται να διερευνήσει το δικαστήριο.
    Ζητάμε να επαναδιατυπωθεί η πρόταση ξεκάθαρα: «Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα υπό την επίδραση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών ή όντας σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης» ώστε το δικαστήριο να κρίνει αντικειμενικά και όχι με διαβεβαιώσεις ότι ο κατηγορούμενος αντέχει το ποτό, τα ναρκωτικά ή ότι δεν τον επηρεάζει η αυπνία.

    Τέλος αλλά όχι τελευταίο. Το άρθρο 306 του ΠΚ –Έκθεση έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με το άρθρο 43 του Κ.Ο.Κ. για την εγκατάλειψη θύματος τροχαίου.
    Για το ίδιο αδίκημα προβλέπεται διαφορετική Ποινική αντιμετώπιση σε πολίτες με διαφορετικές ιδιότητες. Οι μη οδηγοί θα τιμωρηθούν σύμφωνα με τον ΠΚ άρθρο 306.2. «Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.»
    Ενώ οι οδηγοί με τον ΚΟΚ – άρθρο 43.4 … Αν από τη συμπεριφορά του ο παθών περιήλθε σε κίνδυνο ζωής ή επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις και με αφαίρεση της αδείας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο.
    Είναι απίστευτο να διαιωνίζεται επι δεκαετίες η καταπάτηση της ισονομίας με τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας προστασίας μιας κάστας, των οδηγών που εγκαταλείπουν τα θύματα τους. Ζητάμε να ισχύσει το άρθρο 306 του ΠΚ για όλους όσους ζουν ή βρίσκονται στη χώρα και να σταματήσει να υπάρχει προνομιακή μεταχείριση των οδηγών που εγκαταλείπουν/εκθέτουν τα θύματα τους.

  • 4 Οκτωβρίου 2021, 23:30 | Σπυρίδων Γρηγοριάδης

    Ως ένας πολίτης χωρίς νομικές γνώσεις θέλω να σας μεταφέρω το μέρος της κοινής γνώμης που αντιστοιχεί σ’ εμένα και στον κύκλο μου:

    1. Ισόβια στην πράξη και όχι κατ’ όνομα. Είναι αδιανόητο η ζωή του
    δολοφόνου να αξίζει περισσότερο από αυτή ενός ή περισσοτέρων
    θυμάτων.Συμμορίες αλλοδαπών ληστών έχουν σκοτώσει 3 και 4
    ανυπεράσπιστους γέροντες και εσείς τους αποφυλακίζετε σε 25
    χρόνια (το πολύ).

    2. Σταματήστε να «ανακυκλώνετε» τους εγκληματίες. Δεν γίνεται π.χ. να
    συλλαμβάνονται επανειλημμένως συμμορίες αλλοδαπών πορτοφολάδων
    και να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
    Ο αλλοδαπός εγκληματίας πρέπει να μην αποφυλακίζεται μέχρι να
    απελαθεί και να χάνει την ελληνική υπηκοότητα.

    3. Αυστηρή τιμωρία στους υποτρόπους. Έτσι, πέρα από την πρόληψη,
    μπορεί να αποδοθεί τελικά δικαιοσύνη και για προηγούμενα
    παραπτώματα που έπεσαν στα μαλακά με ευνοϊκές διατάξεις
    π.χ. νόμοι αποσυμφόρησης των φυλακών.

    4. Δώστε το δικαίωμα στον πολίτη να προστατέψει την σωματική του
    ακεραιότητα και την περιουσία του με όποιο μέσο επιλέξει,
    χωρίς να ταλαιπωρείται επειδή πυροβόλησε ή πλάκωσε στο ξύλο
    τον ληστή που εισέβαλε στην οικία του.

    5. Η εργασία στη φυλακή πρέπει να είναι υποχρέωση και όχι τρόπος
    πρόωρης αποφυλάκισης.

    6. Απόπειρα απόδρασης, ασχέτως της έκβασης, πρέπει να σημαίνει και
    οριστική απώλεια όλων των προνομίων, π.χ. αδειών,πρόωρης
    αποφυλάκισης κλπ.

    7. Η ψευδής καταγγελία ή μαρτυρία να τιμωρείται με την ποινή του
    «εγκλήματος» που προσπαθεί να φορτώσει στον αθώο κατηγορούμενο.

    Έχουμε ένα χρεοκοπημένο κράτος και πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να σπαταλάμε εκατομμύρια ευρώ και χιλιάδες ώρες εργασίας, για να είμαστε τελικά η γη της επαγγελίας των εγκληματιών όλου του κόσμου.
    Ο πιο εύκολος και οικονομικός τρόπος είναι με ένα νομοσχέδιο που την επομένη της ψήφισής του θα κάνει τους εγκληματίες(Έλληνες και ξένους) να εγκαταλείψουν τη χώρα τρέχοντας.
    Τρόποι υπάρχουν αλλά δυστυχώς ούτε αυτή η κυβέρνηση έχει την θέληση ή το θάρρος.

  • 4 Οκτωβρίου 2021, 14:28 | Αλέξανδρος Νίκλαν

    Σχετικά με την αντικατάσταση του άρθρου 191 (άρθρο 36).

    Μήπως θα έπρεπε πρώτα να οριστεί τι ακριβώς σημαίνει «ψευδής είδηση» και πώς αυτή ορίζεται στο ποινικό δίκαιο ως ποινικώς κολάσιμη πράξη, ώστε να ξέρουμε ακριβώς τι πάει , ελέγχει και τιμωρεί το συγκεκριμένο άρθρο;

    Διότι τόσο στην προηγούμενη έκδοση όσο και σε αυτή, ο ορισμός «ψευδείς ειδήσεις» δεν ορίζεται με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο , ούτε έχει τεθεί κάποιο αντικειμενικό κριτήριο στο πώς ακριβώς θα ελέγχεται οτι όντως είναι «ψευδείς» και δεν είναι απλά «γνώμη».

    Το συγκεκριμένο άρθρο βαδίζει οριακά στην ελευθερία έκφρασης που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Θα ήταν ίσως θεμιτό, λοιπόν, να υπάρξει ορισμός του τι εστί «ψευδής είδηση», όπως γίνεται για παράδειγμα σε δημόσιες τοποθετήσεις με προσβολή επί προσωπικού (συκκοφαντία.

    Είναι προφανές πως ο ηλεκτρονικός χώρος αποτελεί ένα χώρο έκφρασης πολλών φυσικών και νομικών προσώπων , οπότε η αόριστη ερμηνεία μιας έκφρασης που θα ισχυρίζεται κάτι αντίθετο από την επικρατούσα κατάσταση/αντίληψη, εφόσον εμπεριέχει ορθή επιχειρηματολογία, θα μπορεί να θεωρηθεί «ψευδής είδηση»;

  • 3 Οκτωβρίου 2021, 11:55 | Χρήστος Αρβανίτης

    Καλημέρα Σας επι Συνέχεια των Παρατηρήσεων επί του Σχεδίου Ποινικου Δικαίου- Ποινικής Δικονωμίας έχω να παρατηρήσω τα Ακόλουθα:
    1) Για Τα Ιδεχθή εγκληματα( Ανθρωποκτονίες, Παιδεραστεία διακορεσμος ανηλίκων, Εφήφων Παίδων εκτός από τη Κύρια Ποινή( καταδίκη του καταδικασθέντα μέχρι το τέλος της προσωπικότητας του ατόμου( θάνατο του ατόμου) να υπάρχει και Παρεπόμενη ποινή( Χημικος ευνουχισμός του ατόμου- χορήση συνδυασμών φάρμάκων στο άτομό ώστε να μειώνονται οι ορμές του ατόμου μέχρι την οριστικη καταστολή τους
    2) Για Ιδεχθή εγκήματα( ανθροπωκτονίες, Βιασμός) Να μήν υπάγονται για εκδίκαση της υποθέσεως στα Μ.Ο. Δ.( Μικτά Ορκωτά Δικαστηρια) αλλά στα Τριμελή Εφετεία Καρκουργημάτων ώστε να κλήρώνονται μόνο τακτικοί Δικαστες.
    Μετα τιμής
    Χρήστος Αρβανίτης
    Δικηγόρος

  • 2 Οκτωβρίου 2021, 23:09 | Δεκαρίστου Μαρία

    Απολύτως απαράδεκτο ο υπουργός υγείας να δηλώνει ότι όποιος αλλοδαπός εμβολιάζεται γλυτώνει την απέλαση και ο ποινικός κώδικας να μην έχει καμία πρόβλεψη απελάσεων για αλλοδαπούς που τελούν εγκλήματα.
    Αν οι αλλοδαποί γνώριζαν ότι θα είχαν σίγουρη την απέλαση, θα το σκεφτόντουσαν και δυο και τρείς φορές πριν κάνουν οποιαδήποτε παραβατική πράξη.

  • 2 Οκτωβρίου 2021, 23:58 | Δεκαρίστου Μαρία

    Να επανέλθει ΑΜΕΣΑ η Διοικητική Απέλαση που κατήργησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Παρακαλώ μην κάνετε μισές κι αποσπασματικές δουλειές.
    Είναι απολύτως απαραίτητο για να αισθανθούν ασφάλεια οι πολίτες.
    Με το ισχύον καθεστώς δεν απελαύνονται ούτε καν οι παραβατικοί αλλοδαποί που έχουν κάνει εγκλήματα στη χώρα μας, ούτε φυσικά οι παρανόμως εισελθόντες…. δηλαδή σχεδόν όλοι.
    Οι πολίτες αναρωτιόμαστε μέχρι που θα πάει αυτό.
    Το ελάχιστο που μπορείτε να κάνετε είναι να απελάσετε άμεσα όλους τους παραβατικούς κάτι για το οποίο έχουν πρόβλεψη άλλες χώρες παράδειγμα η Δανία.

  • 2 Οκτωβρίου 2021, 23:35 | Δεκαρίστου Μαρία

    Σήμερα διάβασα ότι συλληφθείς καταζητούμενος ληστής αρνήθηκε να δώσει δακτυλικά αποτυπώματα κι έτσι στις κατηγορίες που τον βαρύνουν απλά προστέθηκε το : «άρνηση δακτυλοσκόπησης»

    Θα έπρεπε ο ποινικός κώδικας να έχει την πρόβλεψη της υποχρεωτικότητας δακτυλοσκόπησης και δείγματος DNA σε κάθε ύποπτο είτε σε προσαγωγή είτε ή σύλληψη.

  • 2 Οκτωβρίου 2021, 21:54 | ΒΑΛΔΙΜΗΡΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

    Η ποινή για ψευδή καταγγελία βιασμού είναι αστεία. Η ζωή ενός άνδρα μπορεί να καταστραφεί με μια απλή ψευδή καταγγελία ουσιαστικά χωρίς καμία συνέπεια για όσες καταγγέλουν ψευδώς με σκοπό την εκδίκηση.

  • 2 Οκτωβρίου 2021, 14:36 | Χρήστος Αρβανίτης

    Παρατήρεις επι του Σχεδίου Ποινικού Δικαίου- Ποινικης Δικονομίας
    1) Εγώ Προτείνω Για τα ιδεχθή εγκλήματα( Ανθρωποκτονία, Παιδοκτονια( Φόνος νεογνού 48 ώρες μετα του τοκετου Ισόβια Κάθειρξη(Καταδίκη του ατομου χωρίς τις ευαιργετικές διατάξεις τουΝόμου( υφ’όρον απόλυση του Καταδικασθέντα ακόμα και με τις τωρινές διατάξεις ( απο 3/5 σε 4/5)
    2)Για Ανθρωποκτονίες να μην υπάρχουν ευεργετικές διατάξεις του Νόμου( υφ’ απόλυση του Καταδικασθέντα)
    3) Για ιδεχθή εγκλήματα(Ανθρωποκτονιες, Παιδοκτονίες,Παιδεραστία,Λήστείες, Που Υπάγονται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων) τα Δικαστήρια που είναι αρμόδια για την εκδικασή τους να κλήρωνονται μόνο Τακτικοί Δικαστές

    Διατελλώ

    Μετά τιμής

    Χρήστος Αρβανίτης

    Δικηγόρος

  • 1 Οκτωβρίου 2021, 15:19 | Δημήτριος Βοϊδούμας

    ΠΛΗΡΩΣ ΑΔΙΚΗ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΥΣ ΚΑΚΟΒΟΥΛΗΣ ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΗΣ ΒΙΑΣΜΟΥ. O δρόμος για εκβιαστική τρομοκράτηση των ανδρών απο κακόβουλες γυναίκες είναι ορθάνοιχτος! Απαιτούμε ΕΞΙΣΩΣΗ των ποινών βιασμού και κακόβουλης καταγγελίας βιασμού.

    Εκανες ψευδη καταγγελια βιασμου; ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΒΡΕ … 4 ΜΗΝΕΣ με αναστολη = πηγαινε Λονδινο να κανεις ζωαρα, δεσποινις. Συγνώμη και για την ταλαιπωρια!

    https://www.kathimerini.gr/world/1059058/kypros-tesseris-mines-me-anastoli-sti-19chroni-vretanida-gia-tin-pseydi-kataggelia-gia-omadiko-viasmo/

    αν ομως ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΕ;

    ΒΙΑΣΜΟΣ (336 ΠΚ): Όποιος µε σωµατική βία ή µε απειλή σοβαρού και άµεσου κινδύνου ζωής ή σωµατικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας µε αυτήν πράξεις. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιµωρείται µε κάθειρξη έως δέκα (10) έτη.»

  • 1 Οκτωβρίου 2021, 13:24 | Σωτήριος Κύρκος

    Mετά την κατάργηση του Κεφ. Η΄του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα (Εγκλήματα που ανάγονται στην στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση για στράτευση, άρ. 202-206), η περ. β΄του άρ. 8 του νέου Π.Κ. προφανώς στερείται πλέον πεδίου εφαρμογής.Ως εκ τούτου, φρονώ ότι απαιτείται η απάλειψή της, δεδομένου ότι τα σχετικα αδικήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα καλύπτονται από την οικουμενική δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων που καθιερώνεται με το άρ. 2 αυτού.

    Επιπλέον, με το άρ. 3 του Ν. 3948/11 «Προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου στις διατάξεις του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου» (ΦΕΚ Α΄71), καθιερώνεται το απαράγραπτο των ποινών που επιβάλλονται για τα κακουργήματα που προβλέπονται στα άρ. 7-15 του νόμου αυτού (γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας).
    Με την ευκαιρία της εκτεταμένης τροποποίησης των διατάξεων του Π.Κ., νομίζω πως σκόπιμη θα ήταν και η συμπερίληψη της παρ. 1 του άρ. 118 αυτού, προς άρση τυχόν ερμηνευτικών δυσχερειών.

  • 1 Οκτωβρίου 2021, 12:51 | ΠΕΡΙΜΕΝΗ ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ

    Με τον νέο ΠΚ (Ν.4619/2019) καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 88 – 93, που διαφοροποιούσαν (προς το αυστηρότερο) την ποινική μεταχείριση των υπότροπων εγκληματιών. Η αυστηρότερη ποινική μεταχείριση εκείνων που συστηματικά παραβιάζουν τον ποινικό νόμο συνάδει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης καθόσον επιτρέπει την επιβολή ποινής ανάλογης με την ποινική απαξία όχι μόνο της εκδικαζόμενης πράξης αλλά και της όλης συμπεριφοράς, του δράστη και συνακόλουθα εξυπηρετεί την ειδική και γενική πρόληψη του εγκλήματος. Οι παραπάνω ανάγκες δεν καλύπτονται απόλυτα από τα κριτήρια επιμέτρησης της ποινής που καθορίζονται στο άρθρο 79 ΠΚ, δοθέντος ότι τα κριτήρια αυτά λειτουργούν αποκλειστικά εντός του πλαισίου ποινής που προβλέπεται για την συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη που αφορά η επιμετρούμενη ποινή, χωρίς δυνατότητα υπέρβασής του. Ως εκ τούτου, νομίζω ότι η επαναφορά του θεσμού της υποτροπής, στα πλαίσια του οποίου ορίζεται επαύξηση της προβλεπόμενης για συγκεκριμένη πράξη, ποινής, όταν ο δράστης είναι υπότροπος εγκληματίας, είναι απολύτως αναγκαία, με τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό των σχετικών διατάξεων, ως προς τις προϋποθέσεις κατάφασης της υποτροπής και τα όρια επαύξησης του πλαισίου ποινής.

  • 1 Οκτωβρίου 2021, 10:24 | αρης

    Άρθρο 358 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής
    Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που την επιβάλει σε αυτόν ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.

    Προσδιορισμός του κακόβουλου***, δεν θεωρείται κακοβουλία η μη απόδοση διατροφής μέρους ή εν συνόλω απο :

    1)Ανεργο,
    2)Εργαζόμενο σε αναστολή (λογω Πανδημίας)
    3)Απο άρρωστο
    4)Απο εργαζόμενο του οποίου οι αποδοχές δεν υπερβαίνουν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα διαβίωσης όπως προσδιορίζεται απο το ΥΠΕΘΟ την στιγμή της έγκλησης.

    Στις ανωτέρω περιπτώσεις με επίκληση του καθ ου αναστέλλεται το Διαρκές αυτόφωρο.

  • 1 Οκτωβρίου 2021, 09:05 | ΑΡΗΣ

    Άρθρο 17

    Έκτιση της ποινής στην κατοικία – Τροποποίηση άρθρου 105 ΠΚ
    Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει, ανεξαρτήτως ποινής, και για τις μητέρες ***τους γονείς*** που έχουν την επιμέλεια ανήλικων τέκνων, τα οποία δεν έχουν συμπληρώσει το όγδοο έτος της ηλικίας τους. Ισχύει επίσης, χωρίς τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, ό γεροντική άνοια ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου.

    να αντικατασταθεί άμεσα ο σεξιστικός όρος μητέρες απο γονείς, στην Ελλάδα και πατεράδες (λίγοι μεν) έχουν την επιμέλεια ανηλίκων.
    ……………………………………………………….
    Η τιμωρία γονέων που αποξενώνουν βιαίως γονείς απο παιδιά και σε αυτό το Νομοσχέδιο δεν έχει εφαρμογή.
    Δεν εντάσσεται στην οικογενειακή βία η γονεική αποξένωση με δόλο.

    Οι ήδη ισχύουσες ποινές για παραβίαση δικαστικών αποφάσεων γονέων που έχουν την επιμέλεια ανηλίκων μέχρι τώρα στην πράξη δεν έβρισκαν εφαρμογή.
    Συνεχίζουν να μην βρίσκουν και όχι μόνο αυτό αλλά ο ποινικός κώδικας τιμωρεί και βάσει φύλλου όπως στην περίπτωση του Αρθρου 17.

    Πρέπει να γίνει κατανοητό απο τον Υπουργό ότι αυτοί που τον έκαναν Κυβέρνηση για να φέρει ισότητα γονέων ώς ήταν υποχρέωση του απο Ενωσιακές και Διεθνέις συμβάσεις, που δεν έγινε πράξη για χάρη του ΜΩΒ και των χριστιανών Νεανίδων, δεν θα γίνει ανεκτή απο 1.500.000 γονείς.
    Δεν τελείωσε τίποτα με ένα Νομοσχέδιο Κοροιδία που δεν άλλαξε τίποτα στην καθημερινότητα γονέων και τέκνων.
    Οχι μόνο δεν άλλαξε τίποτα με την συνεπιμέλεια του 1/3 αλλά τα πράγματα έγιναν τρίς χειρότερα.
    Κύριε Υπουργέ δεν κατηγορούμε εσάς αλλα την Κυβέρνηση εν συνόλω διότι η παράσταση με τις αντάρτισσες βουλευτίνες φυσικά και δεν έγινε πιστευτή στο παραμικρό.
    Ας είναι, θα δοθεί απάντηση απο εμάς στις εκλογές.
    Είμαστε πάρα πολλοί για να μας αγνοείτε.
    Με εκτίμηση

  • 30 Σεπτεμβρίου 2021, 17:57 | ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΛΟΥΡΗΣ

    ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'[ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ] ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 94 ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ,ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙΤΑΙ, ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 465 ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ.ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΙΘΕΝΤΑΙ ΠΑΡ.2,3 ΚΑΙ4 ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ ,ΟΡΘΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ,ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΠΕΛΘΕΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΙΣΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΙΣΧΥΣΟΥΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΥΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΤΕΘΕΙ ΣΕ ΙΣΧΥ Ο ΝΕΟΣ Π.Κ.[01/07/2019] ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΙΣΧΥΣΟΥΝ ΟΙ ΝΕΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΘΕΙΡΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ,ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΜΟΝΟ ΚΑΤΑ ΤΟ ΗΜΙΣΥ ΤΟ ΟΛΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ Η ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ.ΜΕ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΝ ΕΞΑΙΡΕΤΟ ΚΑΙ ΔΙΑΠΡΕΠΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ κ.ΛΑΜΠΡΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΥΠ.ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ, ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΛΜΗ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΠΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡ.2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. ΠΕΡΙ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΗΠΙΟΤΕΡΟΥ ΝΟΜΟΥ,ΠΟΥ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΙΧΕ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΑΡΙΘ.4/21 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.,ΠΟΥ ΝΑΙ ΜΕΝ ΣΕΒΑΣΤΗ ΑΛΛΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΧΘΟΥΜΕ, ΟΤΙ ΕΚΡΙΝΕ ΑΥΣΤΗΡΑ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΑΘΑΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ Π.Κ.,ΠΑΡΟΛΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΜΕ ΑΥΤΗ ΘΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Α.Π.ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΩΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ,ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΥ,ΟΤΙ ΔΗΛΑΔΗ ΑΥΤΟ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΙΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΟΛΟ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΟΥΝ ,ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ,ΜΙΑ ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 94 ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ,ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΙ ΗΠΙΟΤΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Π.Κ. ΝΑ ΙΣΧΥΣΟΥΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ Η ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΓΙΝΕ ΠΡΙΝ ΝΑ ΤΕΘΕΙ ΣΕ ΙΣΧΥ Ο ΝΕΟΣ Π.Κ. ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ ΚΑΘΕΙΡΞΗΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ, ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΥΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΜΕ ΟΡΟΥΣ,ΟΠΩΣ ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ ΑΛΛΩΣΤΕ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Η ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ,ΟΤΙ ΔΗΛΑΔΗ ΑΥΤΗ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ Π.Κ.ΑΛΛΑ ΝΑ ΙΣΧΥΣΕΙ ΚΑΙ ΓΙ ΑΥΤΑ ΚΑΘ ΕΑΥΤΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΤΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΟΥΣ ΔΗΛΑΔΗ ΑΝΑΛΟΓΑ ΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ Η ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ,ΑΦΟΥ,ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ,ΟΤΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ Π.Κ. ΑΛΛΑΞΕ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΣΕ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ Η ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΑΝ ΕΠΙΒΑΡΥΝΤΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΤ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ Η ΚΑΤΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ,ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΕΓΚΛΕΙΣΤΩΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΟΛΙΤΩΝ,ΕΝΩ ,ΕΑΝ ΓΙΝΟΝΤΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Η ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΣΘΟΥΝ,ΘΑ ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΝ ΓΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ.ΕΤΣΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΙΑΣ ΑΔΙΚΙΑΣ,ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΩΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΕΙΣΤΩΝ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΥΟ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΟ ΤΑΞΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΕΝΗ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ,ΤΗΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΣΗΣ ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΥ ΗΠΙΟΤΕΡΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ.