Στην παρ. 4 του άρθρου 15 του Κώδικα διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας (π.δ. 18/1989, Α΄ 8), περί επεξεργασίας κανονιστικών διαταγμάτων, προστίθεται τελευταίο, ένατο, εδάφιο και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Το Ε’ τμήμα επεξεργάζεται τα κανονιστικά διατάγματα με σύνθεση είτε τριμελή, που περιλαμβάνει τον πρόεδρο του τμήματος ή τον αναπληρωτή, ένα σύμβουλο, έναν πάρεδρο και το γραμματέα, είτε πενταμελή, που περιλαμβάνει τον πρόεδρο του τμήματος ή τον αναπληρωτή του, τρεις συμβούλους, έναν πάρεδρο και το γραμματέα.
Αν το τμήμα κρίνει ότι, λόγω της σπουδαιότητας των νομικών ζητημάτων που εγείρονται, η επεξεργασία του σχεδίου διατάγματος πρέπει να παραπεμφθεί σε ευρύτερο σχηματισμό, εκφράζει τη γνώμη του και παραπέμπει τα πιο πάνω ζητήματα σε σχηματισμό της ολομέλειας.
Στο σχηματισμό αυτόν συμμετέχουν ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, έξι συμβούλια και δύο πάρεδροι, τους οποίους ορίζει η ολομέλεια στην αρχή του έτους και για ετήσιο διάστημα που μπορεί να ανανεώνεται. Η ολομέλεια ορίζει επίσης τρεις συμβούλους και δύο παρέδρους ως αναπληρωματικούς.
Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών στο σχηματισμό αυτόν, στον οποίο προεδρεύει ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, συμμετέχουν οι έξι (6) αρχαιότεροι σύμβουλοι και οι δύο (2) αρχαιότεροι πάρεδροι, που μετέχουν στο οικείο τμήμα διακοπών, αναπληρούμενοι από τους λοιπούς μετέχοντες συμβούλους και παρέδρους, αντιστοίχως, κατά τη σειρά αρχαιότητος.
Δικαίωμα παραπομπής για τον πιο πάνω λόγο έχει και ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του αρμόδιου υπουργού.
Οι πάρεδροι, που μετέχουν στην παραπάνω τριμελή ή πενταμελή σύνθεση του Ε’ τμήματος και στον προαναφερόμενο σχηματισμό της ολομέλειας, έχουν αποφασιστική ψήφο.
Αν ενώπιον δικαστικού σχηματισμού εγερθεί, κυρίως ή παρεπιμπτόντως, το ζήτημα της νομιμότητας κανονιστικού διατάγματος και ο σχηματισμός αυτός αποκλίνει από τη γνωμοδότηση του παραπάνω σχηματισμού της ολομέλειας, που έχει ήδη επεξεργαστεί το διάταγμα, το ζήτημα τούτο παραπέμπεται στη δικαστική ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να εισάγει τους κανονισμούς εσωτερικής υπηρεσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις τροποποιήσεις αυτών προς έγκριση στον σχηματισμό της Ολομέλειας για την επεξεργασία σχεδίων διαταγμάτων, τους οποίους μπορεί, ανάλογα με τη σπουδαιότητα των νομικών ζητημάτων που εγείρονται, να παραπέμπει στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.».
Διαφωνούμε με την παροχή δυνατότητας στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας να εισάγει τους κανονισμούς εσωτερικής υπηρεσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις τροποποιήσεις αυτών προς έγκριση στον σχηματισμό της Ολομέλειας για την επεξεργασία σχεδίων διαταγμάτων (αντί για την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, όπως ορίζει σήμερα το άρθρο 19 παρ. 7 του ΚΟΔΚΔΛ). Με την προτεινόμενη διάταξη τροποποιείται εκ πλαγίου ο ΚΟΔΚΔΛ και συγκεκριμένα περιορίζεται ακόμη περισσότερο το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, αφού η έγκριση των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας θα γίνεται καταρχήν όχι από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά από την Ολομέλεια του Τμήματος για την επεξεργασία σχεδίων διαταγμάτων. Επισημαίνουμε την πάγια θέση της Ένωσης να καταργηθεί η παρ. 7 του άρθρου 19 του ΚΟΔΚΔΛ. Η διατήρηση της δυνατότητας των ανωτάτων δικαστηρίων να συμπληρώνουν, τροποποιούν ή και να ακυρώνουν τις τροποποιήσεις που αποφασίστηκαν από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων συνιστά πλήγμα στο αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων, αφού ουσιαστικά οι αποφάσεις των ολομελειών των δικαστηρίων μεταπίπτουν σε μία κενή περιεχομένου προδικασία, που οδηγεί στην τελική κατάρτιση του κανονισμού από το ανώτατο δικαστήριο.