- Στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4871/2021 (Α’ 246), περί του εκπαιδευτικού προσωπικού, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην υποπερ. αα), η λέξη και ο αριθμός «επτά (7)» αντικαθίστανται από τη λέξη και τον αριθμό «δέκα (10)», β) στην υποπερ. αβ), διαγράφονται οι λέξεις «ή Πρωτοδίκη, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον επτά (7) έτη παραμονής στον βαθμό,», γ) στην υποπερ. αγ), διαγράφονται οι λέξεις «ή Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον επτά (7) έτη παραμονής στον βαθμό και», δ) η υποπερ. αδ) διαγράφεται, και η περ. α) διαμορφώνεται ως εξής:
«α) Εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό τουλάχιστον: αα) Εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον δέκα (10) έτη παραμονής στον βαθμό, αβ) Προέδρου Πρωτοδικών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αγ) Εισαγγελέα Πρωτοδικών,».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 49 του ν. 4871/2021, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α) οι λέξεις και το ποσοστό «σαράντα τοις εκατό (40%)» αντικαθίστανται από τις λέξεις και το ποσοστό «εβδομήντα τοις εκατό (70%)», β) στην περ. β), οι λέξεις και το ποσοστό «τριάντα τοις εκατό (30%)» αντικαθίστανται από τις λέξεις και το ποσοστό «δέκα τοις εκατό (10%)», γ) στην περ. γ), οι λέξεις και το ποσοστό «είκοσι τοις εκατό (20%)» αντικαθίστανται από τις λέξεις και το ποσοστό «δέκα τοις εκατό (10%)» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Τα κριτήρια για την επιλογή των διδασκόντων, τα οποία βαθμολογούνται με κλίμακα από μηδέν (0) έως δέκα (10), είναι τα εξής: α) Η ειδική ενασχόληση με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας εβδομήντα τοις εκατό (70%). Εφόσον ο διδάσκων έχει ήδη διδάξει στη Σχολή, συνεκτιμώνται για τη βαθμολόγηση του κριτηρίου αυτού και οι αξιολογήσεις των σπουδαστών ως προς αυτόν, β) η συγγραφή βιβλίων ή μελετών σχετικών με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%), γ) η συμμετοχή σε συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητές σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%), δ) η ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σχετικού με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%).».
Αλλαγή 1η: Κατάργηση της δυνατότητας να ανήκουν στο εκπαιδευτικό προσωπικό της ΕΣΔΙ πρωτοδίκες και αντεισαγγελείς που έχουν συμπληρώσει 7 έτη υπηρεσίας και αντικαθιστά με προέδρους πρωτοδικών και εισαγγελείς.
Προτεινόμενη διάταξη:
«…α) Εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό τουλάχιστον: αα) Εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον δέκα (10) έτη παραμονής στον βαθμό, αβ) Προέδρου Πρωτοδικών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αγ) Εισαγγελέα Πρωτοδικών..».
Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης αλλάζει τα κριτήρια επιλογής του εκπαιδευτικού προσωπικού, αποκλείοντας πλήρως τους πρωτοδίκες και τους αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Σε αντίθεση δε με την περίπτωση των αντίστοιχων βαθμών του ΣτΕ, του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των Γενικών Επιτροπειών, όπου κριτήριο είναι η 10ετής εμπειρία στον βαθμό, ως προς την πολιτική – ποινική (και διοικητική δικαιοσύνη) δεν αρκεί η 10ετής εμπειρία του πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα, αλλά η προαγωγή του στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών ή Αντεισαγγελέα αντίστοιχα. Έτσι όμως η ΕΣΔΙ θα στερείται τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί η σημαντική εμπειρία δικαστικών λειτουργών με περισσότερα από 10 έτη εμπειρίας στο βαθμό του πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα, ακόμα και σε αντικείμενα στα οποία η ενασχόληση αφορά αποκλειστικά εκείνους. Με τον τρόπο αφενός δημιουργούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά του νομοθέτη στην αξιολόγηση των διδασκόντων και επιδεικνύεται έλλειψη εμπιστοσύνης προς την εκάστοτε Διοίκηση της ΕΣΔΙ ως προς την επιλογή του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Αλλαγή 2η: Μείωση του συντελεστή βαρύτητας του συγγραφικού έργου (βιβλία ή μελέτες σχετικές με το αντικείμενο διδασκαλίας) και της ύπαρξης διδακτορικού ή μεταπτυχιακού διπλώματος σε 10% και 10% αντίστοιχα και καθιστά κύριο κριτήριο την «ειδική ενασχόληση με το αντικείμενο διδασκαλίας» σε ποσοστό 70%.
Προτεινόμενη διάταξη:
4. Τα κριτήρια για την επιλογή των διδασκόντων, τα οποία βαθμολογούνται με κλίμακα από μηδέν (0) έως δέκα (10), είναι τα εξής: α) Η ειδική ενασχόληση με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας εβδομήντα τοις εκατό (70%). Εφόσον ο διδάσκων έχει ήδη διδάξει στη Σχολή, συνεκτιμώνται για τη βαθμολόγηση του κριτηρίου αυτού και οι αξιολογήσεις των σπουδαστών ως προς αυτόν, β) η συγγραφή βιβλίων ή μελετών σχετικών με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%), γ) η συμμετοχή σε συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητές σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%), δ) η ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σχετικού με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%).».
Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που διατείνεται στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης. Ειδικότερα, ενώ ισχυρίζεται ότι «αποσκοπεί στη διασφάλιση μιας πιο αντικειμενικής και τεκμηριωμένης διαδικασίας αξιολόγησης των υποψηφίων», στη συνέχεια αποδυναμώνει πλήρως την αξία των πλέον αντικειμενικά αξιολογήσιμων δεδομένων ήτοι την ύπαρξη συγγραφικού έργου και εκπόνησης επιστημονικών μελετών σχετιζόμενων με το αντικείμενο ή την ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σχετικών με το αντικείμενο, τα οποία πλέον θα έχουν συντελεστή 10%, ενισχύοντας αντίστοιχα με ποσόστωση 70% το πιο γενικόλογο κριτήριο, ήτοι αυτό της «ειδικής ενασχόλησης με το αντικείμενο της διδασκαλίας».
Η ρύθμιση αυτή, πέραν του φωτογραφικού χαρακτήρα που τη διέπει, έχει ταυτόχρονα ουσιαστικές και σημειολογικές επιπτώσεις. Ουσιαστικές, καθώς δεν υπάρχει πιο ασφαλής τρόπος αξιολόγησης «της ειδικής ενασχόλησης με το αντικείμενο» από την ύπαρξη συγγραφικού έργου και διδακτορικού τίτλου και σημειολογικές καθώς απαξιώνει την συμβολή της επιστημονικής κοινότητας εντός και εκτός των τειχών της Δικαιοσύνης στην εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, στην κατεύθυνση δημιουργίας εκπαιδευτικού αναχωρητισμού του δικαστικού Σώματος.
Προτείνουμε αμφότερα τα εδάφια να παραμείνουν με το σημερινό τους περιεχόμενο.