Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 82 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, οι λέξεις «εξηκοστό πέμπτο» αντικαθίστανται από τη λέξη «εβδομηκοστό» και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 82 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 82
Ο δικαστικός επιμελητής αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία του στο τέλος του ημερολογιακού έτους, κατά το οποίο συμπληρώνει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του, η οποία αποδεικνύεται κατά τα οριζόμενα στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 3. Η αποχώρηση διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών διαφωνεί με την προτεινόμενη διάταξη, η οποία αποτελεί έκφραση δέσμης μέτρων που υλοποιούν ανατροπές κεκτημένων της Κοινωνικής ασφάλισης (εν προκειμένω μέτρων που κατατείνουν στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης των εργαζομένων). Η παράταση του εργασιακού βίου σχεδιάζεται από καιρό στην Ευρώπη και μάλιστα παρουσιάζεται ως οικειοθελής επιλογή των εργαζομένων, τη στιγμή που είναι σε όλους γνωστό πως οι συντάξεις δεν επαρκούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες. Τα ηλικιακά όρια αποχώρησης από την υπηρεσία είναι ένα κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί ενιαία στάση όλων των εργαζομένων. Εξάλλου, η ήδη τεθείσα στο δημόσιο διάλογο πρόταση για παράταση του εργασιακού βίου των δικαστών μέχρι τα 70 ή τα 72 έτη θα λειτουργήσει τροχιοδεικτικά για τους υπόλοιπους κλάδους εργαζομένων, ενώ θα προκαλέσει σημαντική καθυστέρηση στην υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών και θα υπονομεύσει τον αγώνα τους για αξιοπρεπείς συντάξεις.
Πολύ σωστά το όριο αποχώρησης των Δικαστικών επιμελητών στο 70ον έτος όπως ακριβώς των Συμβολαιογράφων ενώ των Δικηγόρων είναι απεριοριστο!
Με το άρθρο 43 αυξάνεται το όριο αποχώρησης των δικαστικών επιμελητών από το 65ο έτος στο 70ο. Πρόκειται για έκφραση της δέσμης μέτρων ανατροπής των κεκτημένων της Κοινωνικής ασφάλισης (εν προκειμένω εκείνων των μέτρων που κατατείνουν στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης των εργαζομένων), τα οποία υλοποιούνται σταδιακά σε όλη την ΕΕ από ετών (αντίστοιχα μέτρα είναι η μείωση των συντάξεων, η υποβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών υγείας, η μετακύλιση της ευθύνης και του βάρους της ασφάλισης στους ίδιους τους εργαζόμενους κλπ.). Για την αναγκαιότητα της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης προβάλλεται σταθερά ως βασικό επιχείρημα η αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Ωστόσο το προσδόκιμο ζωής δεν νοείται αποσπασμένο από την ποιότητα της υγείας του ανθρώπου και ιδίως στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ενδεικτικά με βάση τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για το Προσδόκιμο Υγείας και Ζωής (European Health Life Expectancy Information System – EHLEIS) για το έτος 2011, ενώ το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα ήταν κατά το έτος αυτό για τις γυναίκες 83,1 έτη και για τους άνδρες 78,3 έτη, το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία για τις γυναίκες ήταν 71,7 έτη και για τους άνδρες 73 έτη (τα στατιστικά αυτά στοιχεία μάλιστα, από τα οποία προκύπτει ότι οι γυναίκες, αν και έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής έχουν μικρότερο προσδόκιμο καλής υγείας, καταρρίπτουν τα επιχειρήματα περί εξίσωσης των ορίων συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών ‘’στο όνομα της ισότητας’’). Η αύξηση των ορίων αποχώρησης από την υπηρεσία (που, πέραν των άλλων, εκτοξεύει προς τα πάνω το όριο κάτω από το οποίο μία σύνταξη θα θεωρείται ‘‘πρόωρη’’) βρίσκεται σε αναντιστοιχία και αντίφαση με τις πρωτοφανείς τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής μας, οι οποίες θα δικαιολογούσαν, πέραν των άλλων, τη μείωση των ορίων συνταξιοδότησης. Μια τέτοια εξέλιξη σε κάθε περίπτωση αντικειμενικά λειτουργεί τροχιοδεικτικά και για άλλους κλάδους (και για τον δικαστικό κλάδο), την ώρα μάλιστα που στον δημόσιο διάλογο έχει ήδη τεθεί πρόταση αύξησης του ορίου αποχώρησης και των δικαστικών λειτουργών (στο πλαίσιο συνταγματικής αναθεώρησης) στο 70ο έτος.
Με την τροποποίηση του άρθρου 82 πρέπει ταυτόχρονα να καταργηθεί το δεύτερο άρθρο του ν. 2318/19950, που ακολουθεί το άρθρο 144 το οποίο αναφέρει επί λέξη: «οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος δικαστικοί επιμελητές μπορούν να παραμένουν στην υπηρεσία και μετά το 65ο έτος της ηλικίας τους για τη συμπλήρωση και μόνο χρόνου πλήρους σύνταξης, σε καμία όμως περίπτωση πέραν του 68ου έτους της ηλικίας τους» καθώς το απώτερο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης θα είναι πλέον το 70ο έτος ηλικίας.