Σκοπός του παρόντος μέρους είναι:
α) η αναβάθμιση της διαδικασίας εισαγωγής και εκπαίδευσης των υποψήφιων δικαστικών λειτουργών, καθώς και ο εξορθολογισμός της διαδικασίας διορισμού όσων αποφοιτούν από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών,
β) η πληρέστερη στελέχωση των δικαστηρίων της χώρας και
γ) η προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου στην κατάργηση της κατεύθυνσης των Ειρηνοδικών από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.
Με αφορμή την αναβάθμιση του τρόπου εξέτασης των εισαγωγικών εξετάσεων της ΕΣΔι, θεωρώ πως είναι ευκαιρία να επανεξεταστούν και τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα συμμετοχής στον υπόψη διαγωνισμό. Η ισχύουσα διάταξη της παρ. 1α του άρθ. 17 Ν. 4871/2021 στερεί μη συνειδητά το σχετικό δικαίωμα από τα πρόσωπα εκείνα που, μολονότι είναι κάτοχοι πτυχίου νομικών σχολών και εν τοις πράγμασι παρέχουν αποδεδειγμένα νομικές υπηρεσίες σε φορείς του Δημοσίου, εντούτοις αποκλείονται από το διαγωνισμό καθόσον δε δύνανται να υπαχθούν σε κάποια από τις περιοριστικά διαλαμβανόμενες στην προαναφερθείσα διάταξη κατηγορίες υποψηφίων. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελεί η – αριθμητικά μικρή μεν πλην όμως αξιόλογη – κατηγορία των Αξιωματικών του Νομικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων [εφεξής: Αξκοί (ΝΟΜ)]. Τα πρόσωπά αυτά, όντας απόφοιτοι του τμήματος Νομικής του ΑΠΘ, καλούνται κατά τη διάρκεια του σταδιοδρομικού τους βίου να υπηρετήσουν, ως Νομικοί Σύμβουλοι πλέον, τόσο σε διάφορες υπηρεσίες και φορείς του ΥΠΕΘΑ όσο και στα Γενικά Επιτελεία και τους Μείζονες Σχηματισμούς του, παρέχοντας νομική υποστήριξη σε ένα ευρύτατο φάσμα γνωστικών κλάδων του δικαίου. Ο εισέτι αποκλεισμός τους από τον εν θέματι διαγωνισμό κρίνεται αδικαιολόγητος για τους κάτωθι λόγους:
1)Οφείλεται καταφανώς σε νομοθετική αβλεψία καθόσον σε διαφορετική περίπτωση αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας πρόσβασης στα δημόσια αξιώματα (αρχή της αξιοκρατίας). Ειδικότερα, μετά την ψήφιση του Ν.3689/2008, τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων αναβαθμίστηκαν με την επιπλέον προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό της διετούς τουλάχιστον άσκησης δικηγορίας. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του προαναφερθέντος νόμου, η επιλογή αυτή του τότε κοινοβουλευτικού νομοθέτη στηρίχθηκε στη σκέψη ότι “ο υποψήφιος δικαστής δεν πρέπει να είναι ένα άτομο του οποίου η μόνη επαφή με τη νομική επιστήμη είναι στο επίπεδο των θεωρητικών γνώσεων, αλλά ένα άτομο το οποίο έχει ήδη εμπειρία από την εφαρμογή των γνώσεων αυτών στην πράξη”. Από τούτο συνάγεται ότι η κτήση επαγγελματικής εμπειρίας συνδέθηκε με τη διετή άσκηση δικηγορίας ως τυπικό μόνο προσόν προκειμένου να διασφαλιστεί με κάποιο τρόπο η απόδειξη “της εφαρμογής των θεωρητικών γνώσεων σε πρακτικό επίπεδο”. Πράγματι, κατά το χρόνο ψήφισης του ανωτέρω νόμου, η άσκηση δικηγορίας αποτελούσε τη συνηθέστερη επαγγελματική διέξοδο κάποιου απόφοιτου νομικής σχολής που ενδιαφερόταν να εφαρμόσει άμεσα τις θεωρητικές γνώσεις που έλαβε κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Ήδη, όμως, από το 2010 – ύστερα από την ψήφιση του Ν. 3883/2010 – οι απόφοιτοι του τμήματος Νομικής (ΑΠΘ) της ΣΣΑΣ δύνανται να υπηρετούν σε θέσεις Στρατιωτικών Νομικών Συμβούλων με αρμοδιότητα την παροχή νομικών συμβουλών, γνωμοδοτήσεων, μελετών και εν γένει νομικής υποστήριξης στις Ένοπλες Δυνάμεις (τα καθήκοντά τους περιγράφονται αναλυτικότερα στο άρθρο 56 Ν. 3883/2010). Κατά συνέπεια, ένας απόφοιτος νομικής με διετή τουλάχιστον άσκηση δικηγορίας και αντίστοιχα ένας Αξκός (ΝΟΜ) με διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε θέση Νομικού Συμβούλου τελούν υπό τις αυτές συνθήκες αναφορικά με την ανάγκη απόδειξης της προηγούμενης, συναφούς με το Διαγωνισμό, επαγγελματικής εμπειρίας. Στο σημείο αυτό, δέον μάλιστα να διευκρινισθεί πως ο ίδιος ο Κώδικας περί Δικηγόρων (Ν.4194/2013) αναγνωρίζει σήμερα ως “δικηγορία” όχι μόνο τη “μάχιμη”, ήτοι εκείνη που απαιτεί παραστάσεις σε δικαστήρια, αλλά και την αποκλειστικά “συμβουλευτική” (βλ. Σελ. 1 της οικείας Αιτιολογικής Έκθεσης). Ενώ, το γεγονός ότι η άσκηση δικηγορίας τέθηκε για τις ανάγκες του εν θέματι διαγωνισμού απλά ως “ένδειξη” συναφούς επαγγελματικής εμπειρίας και όχι ως αποκλειστικό μέσο («τεκμήριο») απόδειξής της επιβεβαιώνεται περαιτέρω και από την παράλληλη αναγνώριση του σχετικού δικαιώματος σε δικαστικούς υπαλλήλους που είναι κάτοχοι πτυχίου νομικής σχολής και έχουν τριετή (πλέον) προϋπηρεσία στην αντίστοιχη δική τους θέση. Με άλλα λόγια, εάν η υπόρρητη βούληση του κοινοβουλευτικού νομοθέτη ήταν η αναγνώριση συναφούς επαγγελματικής εμπειρίας μόνο στα πρόσωπα εκείνα που έχουν ενεργή παρουσία σε δικαστικές αίθουσες υπερασπιζόμενοι τους εντολείς τους τότε αφενός μεν θα έπρεπε να αποκλείονται εξ’ αρχής από το Διαγωνισμό οι δικαστικοί υπάλληλοι καθόσον η φύση των καθηκόντων τους είναι ουσιωδώς διαφορετική αφετέρου δε θα έπρεπε η άσκηση της “δικηγορίας” να αποδεικνύεται με πλείονα νομοθετικώς καθορισμένα κριτήρια (π.χ αποδεικτικά παράστασης σε δίκες όλων των βαθμών μίας τουλάχιστον δικαιοδοσίας, ποικιλία υποθέσεων, κατάθεση δικογράφων που φέρουν το όνομα και την υπογραφή του υποψηφίου ως πληρεξουσίου δικηγόρου, αξιολόγηση τόσο της βαρύτητας των υποθέσεων στις οποίες έχει παραστεί όσο και της ποιότητας του δικανικού συλλογισμού που έχει αναπτύξει στα δικόγραφά του κλπ.). Από τη στιγμή, όμως, που όλα τα παραπάνω είναι πρακτικώς αδύνατα και ορθά εξακολουθεί να διατηρείται το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, ο εκ των προτέρων αποκλεισμός προσώπων που έχουν αποδεδειγμένη εμπειρία στην παροχή νομικών υπηρεσιών κρίνεται αδικαιολόγητος · πολλώ δε μάλλον τώρα που με το παρόν νομοσχέδιο εισάγεται ως τρόπος εξέτασης η επεξεργασία δικογράφου και επομένως θα κρίνεται ούτως ή άλλως η ικανότητα του υποψηφίου “να αξιολογεί νομικά ζητήματα με βάση τη νομική σκέψη και τις δεξιότητες”.
2)Συνιστά αξιολογική αντινομία στους κόλπους του δικαίου καθώς ο νομοθέτης ενώ από τη μια αναθέτει στους Αξκούς (ΝΟΜ) την αρμοδιότητα της νομικής υποστήριξης ενός κραταιού Υπουργείου της Κυβέρνησης, από την άλλη τους στερεί μη συνειδητά το δικαίωμα να λάβουν μέρος στο διαγωνισμό της ΕΣΔι. Η νομική παραδοξότητα εν προκειμένω είναι προφανής: ένας Αξκός (ΝΟΜ) είναι μεν αρμόδιος για το συνόλο των αναφερόμενων στο άρθρο 56 Ν. 3883/2010 καθηκόντων του Υπουργείου του (ενδεικτικά: το νομικό έλεγχο των προτεινόμενων από τις οικείες υπηρεσίες σχεδίων νόμων/προεδρικών διαταγμάτων/υπουργικών αποφάσεων, την νομική επεξεργασία συμφωνιών και έκδοση γνωμοδοτήσεων κλπ) πλην όμως αντιμετωπίζεται ως “ανεπαρκής” για τον εν λόγω διαγωνισμό, αφού δεν του αναγνωρίζεται καν η ιδιότητα του “υποψηφίου”. Τούτη μάλιστα η αξιολογική αντινομία δε σταματά εδώ αλλά καθίσταται έτι εντονότερη εάν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν. 4361/2016 “Ο χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού των ΕΔ που είναι πτυχιούχοι νομικού τμήματος ΑΕΙ σε θέσεις νομικών συμβούλων του άρθρου 54 παρ. 2 του ν. 3883/2010 (Α΄ 167) αναγνωρίζεται και προσμετρείται στο χρόνο που απαιτείται, προκειμένου να ολοκληρωθεί το χρονικό διάστημα της άσκησης, όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 13 του ν. 4194/2013”. Με άλλα λόγια, υπό το ισχύον καθεστώς, ο χρόνος υπηρεσίας κάποιου σε Γραφείο Στρατιωτικού Νομικού Συμβούλου λογίζεται ως συναφής με τη νομική επιστήμη αλλά μόνο για τη συμπλήρωση της 18μηνης πρακτικής άσκησης, ενώ ο επιπρόσθετος αυτής χρόνος δεν μπορεί να παρέχει τα εχέγγυα επαγγελματικής εμπειρίας για να μπορεί το συγκεκριμένο πρόσωπο να διαγωνισθεί (τουλάχιστον) επί “ίσοις όροις” με άλλους συνυποψήφιούς του.
3)Αντίκειται στη συνταγματική αρχή του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας καθώς, λόγω του ασυμβίβαστου μεταξύ στρατιωτικής και δικηγορικής ιδιότητας (άρθ. 7, παρ. 1γ’ Ν. 4194/2013), ένας Αξκός (ΝΟΜ) που επιθυμεί να λάβει μέρος στο διαγωνισμό έρχεται αντιμέτωπος με το εκβιαστικό δίλημμα της παραίτησης. Πρακτικά δηλαδή προκειμένου να καταστεί υποψήφιος στον διαγωνισμό θα πρέπει πρώτα να παραιτηθεί ώστε να αποβάλει τη στρατιωτική ιδιότητα, ακολούθως να εγγραφεί σε κάποιο δικηγορικό σύλλογο και, αφού συμπληρωθούν δύο χρόνια δικηγορίας, στη συνέχεια να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό. Όλη αυτή η διαδικασία θα μπορούσε εύλογα να απαιτηθεί εάν συνδεόταν απευθείας με την κατάληψη κάποιας άλλης δημόσιας θέσης. Από τη στιγμή, όμως, που εν προκειμένω μεσολαβεί ένας ιδιαίτερα απαιτητικός εισαγωγικός διαγωνισμός στον οποίο η πιθανότητα επιτυχίας είναι εξαιρετικά αμφίβολη, η προηγούμενη αποβολή της στρατιωτικής ιδιότητας αφενός μεν διαγράφει την πρότερη επαγγελματική σταδιοδρομία του υποψηφίου ως Αξκού (ΝΟΜ) αφετέρου δε τον ωθεί σε μια επαγγελματική επιλογή που δεν ήταν εξ’ αρχής αυτοσκοπός αλλά υποχρεώθηκε σε αυτή λόγω μιάς αντακλαστικής απαγόρευσης που εμπεριέχεται στον Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι το ασυμβίβαστο μεταξύ στρατιωτικής και δικηγορικής ιδιότητας. Η πρόβλεψη του τελευταίου, όμως, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων των δικηγόρων και ουδόλως δικαιολογείται να οδηγεί σε έμμεσο αποκλεισμό άλλων εν δυνάμει υποψηφίων από την κατάληψη δημόσιων αξιωμάτων, πολλώ δε μάλλον όταν αντίστοιχο κώλυμα δεν προβλέπεται ρητά ούτε στον ίδιο το Ν. 4871/2021. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπενθυμίζεται ότι ακόμα κι αν το συγκεκριμένο πρόσωπο εξαναγκασθεί τελικώς σε παραίτηση, αφενός μεν οι αρχαιότεροι συνάδελφοί του δικηγόροι θα τον αντιμετωπίζουν στη διάρκεια αυτών των δύο ετών ως “νέο επαγγελματία” αφετέρου δε η απόκτηση δικαστηριακής εμπειρίας δεν διασφαλίζεται και πάλι διότι πολύ απλά μπορεί π.χ να συνεχίσει να εργάζεται ως νομικός σύμβουλος (δικηγόρος) αλλά σε συμβουλευτική εταιρεία πλέον – αντί του ΥΠΕΘΑ – αποκτώντας έτσι δια της “πλαγία οδού” το τυπικό προσόν που χρειάζεται. Με διαφορετική διατύπωση: η εξοικείωση των νέων δικαστικών λειτουργών με τη δικαστηριακή πρακτική μπορεί και πρέπει να επιτυγχάνεται αποκλειστικά μέσα από τα προγράμματα εκπαίδευσης της ίδιας της ΕΣΔι. Δεδομένων των κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών που συντελούνται τα τελευταία χρόνια, ο παραδοσιακός ρόλος του δικηγόρου έχει αλλάξει ριζικά και, προσαρμοζόμενος στις νέες συνθήκες, λαμβάνει ποικίλες μορφές. Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε εκ των προτέρων “φιλτράρισμα” των υποψηφίων εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα μέσω θέσπισης τυπικών προσόντων αφενός μεν είναι προσχηματικό διότι δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα αφετέρου δε κινείται στα όρια της αντισυνταγματικότητας καθώς αποκλείει αδικαιολόγητα πρόσωπα που εν τοις πράγμασι έχουν αποδεδειγμένη εμπειρία πρακτικής εφαρμογής των θεωρητικών νομικών γνώσεών τους.
Μετά ταύτα, προτείνεται η αναγνώριση του δικαιώματος συμμετοχής στους Διαγωνισμούς της ΕΣΔι και σε όσους Αξκούς (ΝΟΜ) έχουν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε Γραφεία Στρατιωτικών Νομικών Συμβούλων κατ’ αναλογία με ό,τι ισχύει στους υποψηφίους δικαστικούς υπαλλήλους.
Για ακόμη φορά το Υπουργείο Δικαιοσύνης προτείνει αιφνιδιαστικά τροποποιήσεις βασικών νομοθετημάτων – όπως ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και η νομοθεσία περί Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών – χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε διαβούλευση με τις δικαστικές ενώσεις. Η επιλογή μάλιστα να τεθεί το εν λόγω νομοσχέδιο σε δημόσια διαβούλευση εν μέσω των εορτών του Πάσχα (από 12/4/2025 έως 28/4/2025) δυσχεραίνει την ουσιαστική συμμετοχή των φορέων, μεταξύ των οποίων και ημών των δικαστικών λειτουργών, στην κρίσιμη αυτή διαδικασία. Ως Ένωση, καταγγέλλουμε την παγιωμένη πρακτική της κατάρτισης νομοθετημάτων που άπτονται της δικονομίας ή της ύλης που δικάζουμε χωρίς προηγούμενη ακρόαση ή συνεργασία με τις δικαστικές ενώσεις.
Άλλη μια τροποποίηση στην νομοθεσία της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Το 2021 δεν άλλαξε το πλαίσιο; Πόσες επί μέρους αλλαγές από τότε; Γιατί δεν συστήνετε για νομοπαρασκευαστική επιτροπή ευρείας αποδοχής και αφού περάσει το κείμενό της από τα ανώτατα δικαστήρια και σχολιαστεί από τις δικαστικές ενώσεις, δεν το αφήνετε να αποδώσει ό,τι θα μπορούσε να προσφέρει;