Άρθρο 23

Η παράγραφος 2 του άρθρου 122 του ΚΔΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις:
α) όταν στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση ή
β) όταν η νομιμότητα της μιας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης.
Στις φορολογικές διαφορές, η συνάφεια δεν αίρεται εκ μόνου του λόγου ότι οι πράξεις αναφέρονται σε διαφορετικά έτη».

  • 19 Σεπτεμβρίου 2010, 00:08 | feidon

    Συνυπογράφω την παρατήρηση του κου Χ. Κλειώση

  • 17 Σεπτεμβρίου 2010, 22:22 | Τάσης Αριστείδης

    Πολύ σωστή πρόταση, ώστε να εκλείψει το απαράδεκτο φαινόμενο των πολλαπλών προσφυγών (π.χ. για μία υπόθεση λήψης εικονικών τιμολογίων από τον ίδιο προμηθευτή σε δύο χρήσεις ο αριθμός των προσφυγών μπορεί να φθάσει και τις εννέα!), με αποτέλεσμα πολλαπλή επιβάρυνση των εκθεμάτων, των εισηγητών, της Γραμματείας, αλλά και των διοικουμένων, που επιβαρύνονται με πολλαπλά γραμμάτια.
    Σωστή ωστόσο και η παρατήρηση του κ. Κλειώση. Ίσως θα έπρεπε να διευρυνθούν ακόμη περισσότερο τα όρια της συνάφειας. Για παράδειγμα με μία κοινή εντολή ελέγχου μπορεί να προκύψουν λογιστικές διαφορές σε μία επιχείρηση για περιισσότερες χρήσεις από διαφορετικές αιτίες. Δε βρίσκω τον λόγο σε αυτή την περίπτωση να απαιτούνται δύο προσφυγές. Με τα κριτήρια που θέτει ωστόσο η προτεινόμενη ρύθμιση, φοβάμαι πως η αναγνώριση συνάφειας τίθεται εν αμφιβόλω.

  • 17 Σεπτεμβρίου 2010, 14:40 | ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΑΝΤΖΟΥ

    Η διάταξη του άρθρου 23 είναι εξαιρετικά ασαφής και θα δημιουργήσει ερμηνευτικά προβλήματα τόσο στους δικαστές όσο και στους δικηγόρους. Τούτο είναι βέβαιον ιδίως για τις φορολογικές υποθέσεις, όπου η διάταξη θα πρέπει να είναι σαφέστερη. Για παράδειγμα ήδη έχει νομολογιακώς κριθεί ότι τα πρόστιμα του άρθρου 6 του Ν. 2523/1997 δεν αποτελούν συμπροσβαλλόμενες πράξεις με τις πράξεις προσδιορισμού ΦΠΑ της ίδιας χρήσεως επειδή βασίζονται σε διαφορετική διάταξη, οπότε θεωροούνται μη συναφείς. Αποτέλεσμα τούτου είναι να ασκούνται για την ίδια χρήση διαφορετικές προσφυγές και αιτήσεις αναστολής για κάθε πράξη, επιβαρύνοντας σημαντικά τους δικαστές αλλά και οικονομικά τους διαδίκους, οι οποίοι καταβάλουν υπέρογκα ποσά. Συνεπώς, φρονώ ότι θα πρέπει να αποσαφηνισθεί περισσότερο το τελευταίο εδάφιο. Τέλος όσον αφορά την προσθήκη «κατά τα ουσιώδη στοιχεία» στο εδάφιο β’, πρέπει επίσης να αποσαφηνισθεί ή ενδεικτικά να γίνει μνεία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος σύγχυσης κι έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.
    Ευαγγελία Μάντζου
    Δικηγόρος Αθηνών

  • 16 Σεπτεμβρίου 2010, 17:01 | Χρήστος Κλειώσης

    Η πρακτική στις φορολογικές υποθέσεις έχει αποδείξει ότι περισσότερες υποθέσεις, και άρα πινάκια, προέρχονται από την προσβολή πράξεων (προσδιορισμού φόρου ή προστίμου) που εξεδόθηκαν στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας  φορολογικού ελέγχου.
    Η δε διαδικασία φορολογικού ελέγχου ξεκινά με την έκδοση του εσωτερικού διοικητικού εγγράφου που φέρει τον τίτλο «εντολή ελέγχου», και το νομικό καθεστώς έκδοσης αυτού του εγγράφου προσδιορίζεται στο π.δ. 16/1989.

    Ίσως θα έπρεπε οι διατάξεις «περι συνάφειας» να εναρμονιστούν με αυτή τη διοικητική πρακτική.

    Συγκεκριμένα υποστηρίζω, να θεωρούνται εκ του νόμου συμπροσβλητέες με το ίδιο δικόγραφο όλες οι πράξεις προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου οι οποίες εκδόθηκαν στα πλαίσια της αυτής διαδικασίας ελέγχου, δυνάμει της αυτής «εντολής ελέγχου.»

    Προτείνω επομένως την προσθήκη της ακόλουθης διάταξης

    «Οι πράξεις προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου και εκδόθηκαν στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας φορολογικού ελέγχου, όπως αυτή ορίζεται κατ’ αντικείμενο από την εντολή ελέγχου του π.δ. 18/1989, συμπροσβάλλονται παραδεκτώς με το ίδιο δικόγραφο. Η διάταξη εφαρμόζεται αναλόγως και για τις αιτήσεις αναστολής του άρ. 200 επ. του ΚΔΔ«.

    Με αυτό τον τρόπο θα δικάζονται (τόσο σε οριστικό όσο και σε προσωρινό επίπεδο) τόσες υποθέσεις όσες είναι οι φορολογικοί έλεγχοι, και όχι όσες είναι οι καταλογιστικές πράξεις που θα εκδοθούν.
    Προς εξοικονόμηση χρόνου και χαρτιου…

    Χρήστος Κλειώσης