ΜΕΡΟΣ Β΄ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ (άρθρα 66-95)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΡΟΥΣ Β΄

 

Άρθρο 66

Σκοπός Μέρους Β’

Σκοπός του Μέρους Β΄ είναι η θεσμική θωράκιση των εποπτικών φορέων της κεφαλαιαγοράς, η ενίσχυση της διαφάνειας στη λειτουργία τους και η διεύρυνση των εποπτικών και ρυθμιστικών μηχανισμών και εργαλείων που διαθέτουν.

 

Άρθρο 67

Αντικείμενο Μέρους Β’

Αντικείμενο του Μέρους Β΄ είναι:

α) η πρόβλεψη δυνατότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικών φορέων να διεξάγουν έρευνα αγοράς µε µυστικούς πελάτες («mystery shopping»),

β) η ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και

γ) η ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΕΠΟΠΤΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Άρθρο 68

Έρευνες και έλεγχοι με ανωνυμία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (mystery shopping)

  1. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αναθέτει στο προσωπικό της και σε εξωτερικούς συνεργάτες (εμπειρογνώμονες), να εμφανίζονται σε εποπτευόμενες οντότητες ως δυνητικοί ή υφιστάμενοι πελάτες, χωρίς να αποκαλύπτουν την ιδιότητά τους στους ερευνώμενους, ούτε να διευκρινίζουν ότι τα στοιχεία, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (έρευνα με μυστικούς πελάτες – mystery shopping). Η εκτέλεση των ενεργειών του πρώτου εδαφίου από τα πρόσωπα αυτά δεν συνιστά άσκηση διοικητικών εξουσιών εκ μέρους τους.
  2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιοποιεί τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τα έγγραφα που συλλέγει, για να ελέγξει τη συμμόρφωση των εποπτευομένων οντοτήτων με τους κανόνες που επηρεάζουν τις αγορές κινητών αξιών και τις πρακτικές που εφαρμόζουν για τη διάθεση των χρηματοοικονομικών προϊόντων στην αγορά, καθώς και για να συντάξει σχετικές εκθέσεις.
  3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να συνεργάζεται για τους σκοπούς της παρ. 2 τόσο με τις ομόλογες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και να συμμετέχει σε σχετικές έρευνες.

 

Άρθρο 69

Εγχειρίδια λειτουργίας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και Κώδικας Δεοντολογίας και Κυβερνοασφάλειας – Προσθήκη παρ. 13Α και 13Β στο άρθρο 35 ν. 2324/1995

Στο άρθρο 35 του ν. 2324/1995 (Α΄ 146), περί προσόντων διορισμού προσωπικού, βαθμολογίου και θέσεων Προϊσταμένων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, προστίθενται παρ. 13Α και 13Β ως εξής:

«13Α. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καταρτίζονται και αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ενδεικτικά τα ακόλουθα εγχειρίδια:

α) λειτουργικών διαδικασιών και αυτόματης εφαρμογής πρωτοκόλλων,

β) ελέγχου υποβαλλόμενων καταγγελιών,

γ) επιτόπιων ελέγχων σε εποπτευόμενους φορείς,

δ) κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων και την επιβολή κυρώσεων, με σταθερές και διαφανείς διαδικασίες ελέγχου,

ε) εντοπισμού και κάλυψης εκπαιδευτικών αναγκών προσωπικού, με αξιολόγηση εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων που βασίζεται σε ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια.

13Β. Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων των μελών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του προσωπικού της διέπεται από Κώδικα Δεοντολογίας και Κυβερνοασφάλειας. Ο Κώδικας του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.».

 

Άρθρο 70

Υποχρέωση εποπτευόμενων προσώπων για παροχή στοιχείων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ανταλλαγή πληροφοριών με ομόλογες εποπτικές αρχές – Αντικατάσταση παρ. 12 και περ. στ) παρ. 13 άρθρου 76 ν. 1969/1991

  1. Η παρ. 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 (Α΄ 167) αντικαθίσταται ως εξής:

«12. Ημεδαποί και αλλοδαποί φορείς και πρόσωπα που εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των ορκωτών ελεγκτών που διενεργούν τακτικό έλεγχο ή έκτακτους ελέγχους σε εταιρείες που υπόκεινται σε σχετική υποχρέωση ελέγχου, παραδίδουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έγγραφα, στοιχεία και πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους και είναι αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και την παροχή συνδρομής σε ομόλογη αλλοδαπή εποπτική αρχή για την άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου οι φορείς και τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό, εμφανίζονται ενώπιον της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν καλούνται από αυτή, προκειμένου να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που τίθενται, με σκοπό τη λήψη κατάθεσης, σύμφωνα με την περ. ζ) της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232), περί αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.Την υποχρέωση του πρώτου εδαφίου έχουν και οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι ανεξάρτητες αρχές. Οι κανόνες εμπιστευτικότητας, επαγγελματικού απορρήτου και προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.».

  1. Η περ. στ) της παρ. 13 άρθρου 76 του ν. 1969/1991 αντικαθίσταται ως εξής:

«στ) Για την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (Ε.Α.Τ.), την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (Ε.Α.Κ.Α.Α.), την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (Ε.Α.Α.Ε.Σ.) και με ομόλογες εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτων χωρών, εφόσον έχει ληφθεί επαρκής μέριμνα για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τις αρμόδιες αρχές των χωρών αυτών.».

 

Άρθρο 71

Αρμοδιότητες Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και συνεργασία με ημεδαπές και ομόλογες αλλοδαπές εποπτικές αρχές – Τροποποίηση περ. ε’ και αντικατάσταση περ. θ) παρ. 1 άρθρου 78 ν. 1969/1991

Στην παρ. 1 του άρθρου 78 του ν. 1969/1991 (Α΄ 167), περί αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο δεύτερο εδάφιο της περ. ε’, n λέξη «νομικά» διαγράφεται, β) η περ. θ’ αντικαθίσταται και οι περ. ε’ έως θ’, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνονται ως εξής:

«ε. Επιβάλλει τις προβλεπόμενες στο νόμο και το ενωσιακό δίκαιο κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές.

Μπορεί, επίσης, να απευθύνει συστάσεις στα εποπτευόμενα πρόσωπα, ενώ δύναται να μην επιβάλλει κυρώσεις για παραβάσεις τυπικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα, αν διαπιστώνει ότι το υπόχρεο πρόσωπο έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα συμμόρφωσης, ώστε να άρει την παράβαση. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου.

στ. Επιλαμβάνεται των περιπτώσεων που συνδέονται με την κατάχρηση της αγοράς, δηλαδή της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και της χειραγώγησης της αγοράς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις

ζ. Ρυθμίζει κάθε θέμα που έχει σχέση με την ομαλή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς, την τήρηση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και κάθε άλλο θέμα που απορρέει από άλλες διατάξεις.

η. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου και δικαιούται να ζητεί κάθε πληροφορία αναγκαία για την άσκηση του έργου της.

θ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με άλλες αρμόδιες ημεδαπές αρχές για την άσκηση εποπτείας και ελέγχου στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα, με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (Ε.Α.Τ.), την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (Ε.Α.Κ.Α.Α.) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (Ε.Α.Α.Ε.Σ.), με τις ομόλογες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τρίτων χωρών. Στο πλαίσιο αυτό, ανταλλάσσει πληροφορίες και γενικά παρέχει οποιαδήποτε άλλη συνδρομή η ομόλογη εποπτική αρχή έχει δηλώσει ότι είναι απαραίτητη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.».

 

Άρθρο 72

Πιστοποίηση Ανώνυμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών – Αντικατάσταση παρ. 6 άρθρου 9 ν. 4514/2018

Η παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 4514/2018 (Α΄ 14), περί οργάνων διοίκησης αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Η Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.) διαθέτει τουλάχιστον δύο (2) πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παρ. 1 και διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Τα πρόσωπα αυτά διαθέτουν το πιστοποιητικό καταλληλότητας που προβλέπεται στην περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 93. Ειδικά σε περίπτωση που η Α.Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει μόνο την υπηρεσία λήψης και διαβίβασης εντολών, τα παραπάνω πρόσωπα διαθέτουν το πιστοποιητικό καταλληλότητας που προβλέπεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 93.».

 

Άρθρο 73

Πιστοποίηση Ανωνύμων Εταιρειών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης – Αντικατάσταση περ. α) παρ. 7 άρθρου 87 ν. 4514/2018

Στην περ. α) της παρ. 7 του άρθρου 87 του ν. 4514/2018 (Α΄ 14), περί Ανωνύμων Εταιρειών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η περ. α) διαμορφώνεται ως εξής:

«α) όσον αφορά τους όρους και τις διαδικασίες αδειοδότησης και εποπτείας, οι παρ. 1 και 3 του άρθρου 5, τα άρθρα 7 έως 10 και τα άρθρα 21, 22 και 23 του παρόντος νόμου. Εξ αυτών, η υποχρέωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 9, ως προς το πιστοποιητικό καταλληλότητας, ισχύει στις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.), μόνο για το πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών. Αν οι Α.Ε.Ε.Δ. παρέχουν μόνο την υπηρεσία λήψης και διαβίβασης εντολών, τα πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με την Α.Ε.Ε.Δ. για την παροχή της ανωτέρω υπηρεσίας διαθέτουν το πιστοποιητικό καταλληλότητας που προβλέπεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 93.»

 

Άρθρο 74

Πιστοποιήσεις των προσώπων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες – Αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 93 ν. 4514/2018

Η παρ. 4 του άρθρου 93 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), περί πιστοποίησης, αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσόντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, των φυσικών προσώπων που απασχολούνται σε εταιρείες της παρ. 1 ή συνεργάζονται με αυτές, εκτός εκείνων που απασχολούνται ή συνεργάζονται με πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋποθέσεις για τη διοργάνωση των εξετάσεων και των σχετικών σεμιναρίων, η δυνατότητα ανάθεσης, εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων ή των σεμιναρίων σε άλλους φορείς, οι προϋποθέσεις για την παροχή των υπηρεσιών της παρ. 1 από ασκούμενους, η διαδικασία επικαιροποίησης κατόπιν συστηματικής υποχρεωτικής επιμόρφωσης ή ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας, τα σχετικά τέλη που καταβάλλονται, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστοποιητικών καταλληλότητας που έχουν χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί από άλλες εποπτικές αρχές, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.».

 

Άρθρο 75

Ορισμός αρμόδιας αρχής και εξουσίες δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/168 – Τροποποίηση άρθρου 20 ν. 4484/2017

(παρ. 5 άρθρου 1 Κανονισμού (ΕΕ) 2021/168)

Στο άρθρο 20 του ν. 4484/2017 (Α΄ 110), περί μέτρων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 (L 171), επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) αντικαθίσταται ο τίτλος, β) προστίθεται παρ. 1α και το άρθρο 20 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 20

Αρμόδια αρχή

Μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/168

  1. Αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την, δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 (EEL 171/29.6.2016), εκπλήρωση των καθηκόντων των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς του Κανονισμού και των εποπτευόμενων οντοτήτων είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

1α. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται επίσης δυνάμει της παρ. 7 του άρθρου 23β του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 (L 171) αρμόδια αρχή για τη διενέργεια της αξιολόγησης της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 23β του Κανονισμού αυτού.

  1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι επιφορτισμένη με την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), άλλες ευρωπαϊκές αρχές και τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών – μελών.».

 

Άρθρο 76

Μέτρα και κυρώσεις για χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 153 ν. 4261/2014

  1. Στην παρ. 1 του άρθρου 153 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), περί μέτρων, κυρώσεων, απορρήτου και λοιπών διατάξεων για χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «των παραγράφων 3, 4, 6 και 8 του άρθρου 66» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των άρθρων 56 έως 60, του άρθρου 62, του άρθρου 63», β) πριν από τις λέξεις «και 145 εφαρμόζονται» διαγράφονται οι λέξεις «των άρθρων 56 έως 60» και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας περί λειτουργίας της οικείας κατηγορίας χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, οι διατάξεις του άρθρου 19, των παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 27, του άρθρου 54, της παρ. 3 του άρθρου 55, των άρθρων 56 έως 60, του άρθρου 62, του άρθρου 63, της παρ. 5 του άρθρου 90, του άρθρου 94, του άρθρου 96, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 137 και του άρθρου 145 εφαρμόζονται και επί χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.».

 

Άρθρο 77

Αναφορά παραβάσεων στην Τράπεζα της Ελλάδος – Αντικατάσταση άρθρου 45 ν. 4583/2018

Το άρθρο 45 του ν. 4583/2018 (Α’ 212), περί αναφοράς παραβάσεων, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 45

Αναφορά παραβάσεων (άρθρο 35 της Οδηγίας)

  1. Η Εποπτική Αρχή διαθέτει κατάλληλο, αποτελεσματικό και αξιόπιστο μηχανισμό για τη διευκόλυνση και ενθάρρυνση της υποβολής αναφορών, σχετικά με επαπειλούμενες ή συντελεσμένες παραβάσεις του παρόντος, ο οποίος περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και τη διαχείριση αναφορών με αντικείμενο τις εν λόγω παραβάσεις.
  2. Οι αναφορές υποβάλλονται από απασχολούμενους σε πρόσωπα, τα οποία:

α) ασκούν τη δραστηριότητα ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων και έχουν ως χώρα καταγωγής την Ελλάδα,

β) ασκούν τη δραστηριότητα ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων στην Ελλάδα και είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή

γ) ασκούν τη δραστηριότητα ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων στην Ελλάδα και έχουν ως χώρα καταγωγής άλλο κράτος – μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν σε παραβάσεις διατάξεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Εποπτικής Αρχής υπό την ιδιότητα αυτής ως αρχής του κράτους – μέλους υποδοχής.

  1. Οι αναφορές έχουν ως αντικείμενο παραβάσεις από το πρόσωπο, στο οποίο οι απασχολούμενοι εργάζονται ή με το οποίο διατηρούν συνεργασία.
  2. Ως απασχολούμενοι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου νοούνται:

α) εργαζόμενοι υπό οποιασδήποτε μορφής σχέση εξαρτημένης εργασίας,

β) πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες υπό οποιασδήποτε μορφής σχέση,

γ) μέτοχοι και πρόσωπα που ανήκουν στο διοικητικό ή εποπτικό όργανο, περιλαμβανομένων των μη εκτελεστικών μελών,

δ) εθελοντές και αμειβόμενοι ή μη ασκούμενοι, καθώς και

ε) οποιαδήποτε πρόσωπα εργάζονται υπό την εποπτεία και τις οδηγίες αναδόχων, υπεργολάβων και προμηθευτών.

  1. Οι αναφορές μπορούν να είναι ανώνυμες ή επώνυμες. Τα στοιχεία τόσο του αναφέροντος, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε την παράβαση, γνωστοποιούνται σε τρίτα πρόσωπα μόνο με τη συναίνεση εκάστου των εν λόγω φυσικών προσώπων κατά περίπτωση ή κατόπιν δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου στο πλαίσιο διενεργούμενης ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης. Η απόφαση ή το βούλευμα διατάσσει ειδικώς την αποκάλυψη της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων στο δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο, εφόσον τούτο κριθεί ως απολύτως αναγκαίο για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.
  2. Απαγορεύονται κάθε είδους αντίποινα, διακρίσεις ή κάθε άλλης μορφής άνιση ή αθέμιτη μεταχείριση σε βάρος του απασχολούμενου εξαιτίας της υποβολής αναφοράς σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
  3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος.».

 

Άρθρο 78

Έρευνες και έλεγχοι με ανωνυμία της Τράπεζας της Ελλάδος (mystery shopping) – Προσθήκη άρθρου 56Α στον ν. 4261/2014, άρθρου 7Α στον ν. 4583/2018 και παρ. 9 στο άρθρο 23 του ν. 4364/2016

  1. Στον ν. 4261/2014 (Α’ 107) προστίθεται άρθρο 56Α ως εξής:

«Άρθρο 56Α

Έρευνες και έλεγχοι με ανωνυμία

  1. Στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναθέτει στο προσωπικό της να εμφανίζεται σε εποπτευόμενα πρόσωπα ως δυνητικός ή υφιστάμενος πελάτης, χωρίς να αποκαλύπτει την ιδιότητά του στους ερευνώμενους, ούτε να διευκρινίζει ότι τα στοιχεία, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας θα χρησιμοποιηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της (έρευνα με μυστικούς πελάτες – mystery shopping). Η εκτέλεση των ενεργειών του πρώτου εδαφίου από τα πρόσωπα αυτά δεν συνιστά άσκηση διοικητικών εξουσιών εκ μέρους τους.
  2. Αν από την έρευνα με μυστικούς πελάτες διαπιστωθεί παράβαση του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 176) ή του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει, με απόφασή της, διοικητικές κυρώσεις και μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 56 έως 60 και 62. Αν διαπιστωθεί παράβαση του ν. 4557/2018 (Α΄ 139), περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 46 του νόμου αυτού.
  3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για τις διενεργούμενες έρευνες, παρέχοντας στοιχεία για το αντικείμενο της έρευνας και τα ευρήματα, διατηρώντας την ανωνυμία των εποπτευόμενων προσώπων που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας.».
  4. Στον ν. 4583/2018 (Α’ 212), προστίθεται άρθρο 7Α ως εξής:

«Άρθρο 7Α

Έρευνες και έλεγχοι με ανωνυμία

  1. Για την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, η εποπτική αρχή μπορεί να αναθέτει στο προσωπικό της ή σε εξωτερικούς συνεργάτες (εμπειρογνώμονες), να εμφανίζονται σε επιχειρήσεις διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων ως δυνητικοί ή υφιστάμενοι πελάτες, χωρίς να αποκαλύπτουν την ιδιότητά τους στους ερευνώμενους, ούτε να διευκρινίζουν ότι τα στοιχεία, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας θα χρησιμοποιηθούν από την εποπτική αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.
  2. Ο εξωτερικός συνεργάτης δεσμεύεται από την παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), περί υπηρεσιακού και επαγγελματικού απορρήτου και ανταλλαγής πληροφοριών, και χρησιμοποιεί τα στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη διενέργεια των ερευνών για τους σκοπούς της ανάθεσης. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 7 του παρόντος, περί διενέργειας ελέγχων, εφαρμόζεται και στα στοιχεία που συλλέγονται κατά τα ανωτέρω. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να καθορίζονται προσόντα, ασυμβίβαστα και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο για την ανάθεση τέτοιας έρευνας σε εξωτερικούς συνεργάτες.
  3. Οι έρευνες του παρόντος διενεργούνται σε πρόσωπα, τα οποία ασκούν τη δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων, και είτε έχουν ως χώρα καταγωγής την Ελλάδα είτε έχουν ως χώρα καταγωγής άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα μέσω ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή υποκαταστήματος, είτε δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  4. Πριν από τη διενέργεια της έρευνας, αναρτάται ανακοίνωση στον ιστότοπο της εποπτικής αρχής με αναφορά στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, τον χρόνο έναρξης και τη διάρκεια της έρευνας.
  5. Η εποπτική αρχή δύναται να ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων για τις διενεργούμενες έρευνες, παρέχοντας στοιχεία για το αντικείμενο της έρευνας και τα ευρήματα, διατηρώντας την ανωνυμία των προσώπων των παρ. 3 και 4.».
  6. Στο άρθρο 23 του ν. 4364/2016 (Α’ 13), περί γενικών εποπτικών εξουσιών, προστίθεται παρ. 9 ως εξής:

«9. Εκτός των άλλων εποπτικών εργαλείων, η εποπτική αρχή μπορεί να αναθέτει στο προσωπικό της ή σε εξωτερικούς συνεργάτες (εμπειρογνώμονες) να εμφανίζονται σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις της παρ. 1 του άρθρου 2, ως δυνητικοί ή υφιστάμενοι πελάτες, χωρίς να αποκαλύπτουν την ιδιότητά τους στους ερευνώμενους και χωρίς να διευκρινίζουν ότι τα στοιχεία, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας θα χρησιμοποιηθούν από την εποπτική αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, ως ακολούθως:

α) Ο εξωτερικός συνεργάτης δεσμεύεται από την παρ. 1 του άρθρου 44 του παρόντος, περί υπηρεσιακού και επαγγελματικού απορρήτου και ανταλλαγής πληροφοριών, και χρησιμοποιεί τα στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη διενέργεια των ερευνών αυτών μόνο για τους σκοπούς της ανάθεσης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούν να καθορίζονται προσόντα, ασυμβίβαστα και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο για την ανάθεση τέτοιας έρευνας σε εξωτερικούς συνεργάτες.

β) Η παρ. 5 εφαρμόζεται και στα στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

γ) Πριν από τη διενέργεια της έρευνας, αναρτάται ανακοίνωση στον ιστότοπο της εποπτικής αρχής, με αναφορά στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, τον χρόνο έναρξης και τη διάρκεια της έρευνας.

δ) Η εποπτική αρχή δύναται να ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων για τις διενεργούμενες έρευνες, παρέχοντας στοιχεία για το αντικείμενο της έρευνας και τα τυχόν ευρήματα, διατηρώντας την ανωνυμία των προσώπων που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας.».

 

Άρθρο 79

Υιοθέτηση από την Τράπεζα της Ελλάδος των κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών – Τροποποίηση περ. γ) άρθρου 6 ν. 4261/2014

  1. Στην περ. γ) του άρθρου 6 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), περί συνεργασίας στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η περ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:

«γ) η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μεριμνούν ώστε να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (εφεξής ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η Τράπεζα της Ελλάδος, για θέματα που αφορούν τις αρμοδιότητές της, μεριμνά ώστε να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1095/2010, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (L 331),».

 

Άρθρο 80

Ορισμός της Τράπεζας της Ελλάδος ως αρμόδιας αρχής για την ενσωμάτωση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 100 ν. 4514/2018

Στην παρ. 2 του άρθρου 100 του ν. 4514/2018 (A’ 14), περί αρμοδίων αρχών και συνεργασίας μεταξύ αυτών, σύμφωνα με τα άρθρα 16, 17 και 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα, των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, των υποκαταστημάτων Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα, καθώς και των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.). Η Τράπεζα της Ελλάδος, για θέματα που αφορούν τις αρμοδιότητές της, μεριμνά ώστε να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 337), και, εφόσον απαιτείται, θεσπίζει ρυθμίσεις και εκδίδει Πράξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της (ν. 3424/1927, Α’ 298) ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου.».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Άρθρο 81

Ορισμός «Κώδικα» – Τροποποίηση περ. στ) άρθρου 2 ν. 4701/2020

Στην περ. στ) του άρθρου 2 του ν. 4701/2020 (Α΄ 128), περί ορισμών, οι λέξεις «όπως δημοσιεύθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2011» αντικαθίστανται από τις λέξεις «όπως αυτά δημοσιεύονται και επικαιροποιούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή» και η περ. στ) διαμορφώνεται ως εξής:

«στ) «Κώδικας»: ο Ευρωπαϊκός κώδικας καλής πρακτικής για τη χορήγηση μικροπιστώσεων (European Code of Good Conduct for microcredit provision), ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των εγκεκριμένων προτύπων, όπως αυτά δημοσιεύονται και επικαιροποιούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.».

Άρθρο 82

 Άδεια λειτουργίας – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 5 ν. 4701/2020

Στην παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 4701/2020 (Α΄ 128), περί άδειας λειτουργίας, οι λέξεις «, καθώς και για την εγκατάσταση και λειτουργία στην Ελλάδα αλλοδαπών εταιρειών με τον ίδιο σκοπό» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Όμοια άδεια λειτουργίας απαιτείται για τη μετατροπή υφιστάμενης εταιρείας σε εταιρεία αποκλειστικού σκοπού παροχής μικροχρηματοδοτήσεων.».

 

Άρθρο 83

 Διαδικασία αξιολόγησης αιτήματος χορήγησης άδειας λειτουργίας υποψήφιου ιδρύματος μικροχρηματοδοτήσεων – Τροποποίηση άρθρου 6 ν. 4701/2020

Στο άρθρο 6 του ν. 4701/2020 (Α΄ 128), περί χορήγησης και διατήρησης της άδειας λειτουργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 3 αντικαθίσταται, β) η παρ. 4 καταργείται, γ) η παρ. 5 αντικαθίσταται, και το άρθρο 6 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 6

Χορήγηση και διατήρηση της άδειας λειτουργίας

  1. Οντότητες, οι οποίες σκοπεύουν να χορηγούν μικροχρηματοδοτήσεις, υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων πριν αρχίσουν τη χορήγηση μικροχρηματοδοτήσεων. Η άδεια λειτουργίας χορηγείται μόνο σε νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 5 που είναι εγκατεστημένα εντός της Ελληνικής Επικράτειας.
  2. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον διαπιστώσει ότι:

α) το ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων μπορεί να συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος,

β) οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις του άρθρου 8 και

γ) καταλήγει σε θετική αξιολόγηση.

  1. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αιτιολογημένα το αίτημα για χορήγηση άδειας της παρ. 1 του άρθρου 4 μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την επομένη της υποβολής πλήρους φακέλου.
  2. Καταργείται.
  3. Η απόφαση της παρ. 3 αναρτάται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  4. Αν επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή, η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και των δικαιολογητικών που προβλέπονται στο άρθρο 8, το ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Τράπεζα της Ελλάδος.
  5. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας.».

 

Άρθρο 84

Περιεχόμενο αίτησης για την απόκτηση άδειας λειτουργίας – Τροποποίηση παρ. 1 και παρ. 2 άρθρου 8 ν. 4701/2020

Στο άρθρο 8 του ν. 4701/2020 (Α΄ 128), περί περιεχομένου της αίτησης για την απόκτηση άδειας λειτουργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1: αα) στην υποπερ. ββ) της περ. β) μετά από τη λέξη «φυσικών» προστίθενται οι λέξεις «ή νομικών», αβ) στην περ. γ) της παρ. 1 οι λέξεις «και των υποκαταστημάτων, περιγραφή των επιτόπιων και μη επιτόπιων ελέγχων που σχεδιάζει να πραγματοποιεί ο αιτών, καθώς και περιγραφή των διαδικασιών εξωτερικής ανάθεσης» διαγράφονται, αγ) οι περ. ιβ) και ιδ) καταργούνται, αδ) στην αρχή της περ. ιστ) προστίθενται οι λέξεις «περιγραφή της πολιτικής εξωτερικής ανάθεσης και», αε) προστίθεται περ. ιη), β) στην παρ. 2 καταργούνται οι περ. β) και δ), και το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 8

Περιεχόμενο αίτησης για την απόκτηση άδειας λειτουργίας

  1. Για την απόκτηση της άδειας λειτουργίας υποβάλλεται αίτηση στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία συνοδεύεται από τα εξής δικαιολογητικά:

α) σχέδιο καταστατικού της εταιρείας ή, αν η εταιρεία ήδη λειτουργεί και προτίθεται να τροποποιήσει τον σκοπό της, το αρχικό καταστατικό και όλες τις τροποποιήσεις του,

β) στοιχεία για την ταυτότητα, το κύρος, την εκπαίδευση, τις τυχόν ποινικές καταδίκες, τη χρηματοοικονομική ευρωστία και εν γένει περιουσιακή κατάσταση, την εμπειρία, την κατάρτιση και την προέλευση των οικονομικών μέσων των:

βα) φυσικών ή νομικών προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή, όπως ορίζεται στο σημείο 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013,

ββ) φυσικών ή νομικών προσώπων που ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, τον έλεγχο του ιδρύματος,

γγ) δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου, που θα είναι υπεύθυνα για τον καθορισμό του προσανατολισμού της δραστηριότητας του ιδρύματος. Για το διοικητικό συμβούλιο των ιδρυμάτων μικροχρηματοδοτήσεων ή κατά περίπτωση τους διαχειριστές, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 115 του ν. 4548/2018 (Α΄ 104) ή η παρ. 4 του άρθρου 43 του ν. 4072/2012 (Α΄ 86) και το άρθρο 43Α του ν. 3190/1955 (Α΄ 91).

γ) περιγραφή της οργανωτικής δομής του αιτούντος,

δ) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, στο οποίο αναφέρεται το είδος των προβλεπόμενων μικροχρηματοδοτήσεων,

ε) επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει πρόβλεψη προϋπολογισμού για τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη,

στ) περιγραφή των συστημάτων, των πόρων και των διαδικασιών, που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος μικροχρηματοδοτήσεων,

ζ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι το ίδρυμα διαθέτει το αρχικό κεφάλαιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 7,

η) περιγραφή του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και της διαχείρισης κινδύνου, η οποία αποδεικνύει ότι το εν λόγω οργανωτικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί είναι αναλογικοί, κατάλληλοι, ορθοί και επαρκείς όσον αφορά το μέγεθος του ιδρύματος και το επιχειρηματικό του σχέδιο,

θ) περιγραφή του συστήματος άντλησης πληροφοριών για τους δυνητικούς δικαιούχους των μικροχρηματοδοτήσεων με ταυτόχρονη απόδειξη της συνεργασίας του ιδρύματος μικροχρηματοδοτήσεων με αναγνωρισμένους φορείς συγκέντρωσης και επεξεργασίας στοιχείων σχετικά με την οικονομική συμπεριφορά και την πιστοληπτική ικανότητα των οφειλετών,

ι) περιγραφή της πιστωτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου ως προς όλες τις μορφές μικροχρηματοδότησης του άρθρου 14 και περιγραφή της πολιτικής της αξιολόγησης ποιότητας του χαρτοφυλακίου,

ια) περιγραφή εσωτερικών διαδικασιών καταγραφής και αντιμετώπισης καταγγελιών από τους δικαιούχους,

ιβ) Καταργείται,

ιγ) δήλωση συμμόρφωσης με τους μηχανισμούς ελέγχου για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, σύμφωνα με τον ν. 4557/2018 (Α΄ 139),

ιδ) Καταργείται,

ιε) διεύθυνση των κεντρικών γραφείων του αιτούντος,

ιστ) περιγραφή της πολιτικής εξωτερικής ανάθεσης και υπεύθυνη δήλωση ότι το ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων έχει πλήρη ευθύνη για τις πράξεις και κάθε δραστηριότητα των υποκαταστημάτων ή των επιχειρήσεων προς τους οποίους έχει γίνει εξωτερική ανάθεση,

ιζ) αναλυτικά στοιχεία της μετοχικής σύνθεσης της εταιρείας ή της συμμετοχής των εταίρων στην περιουσία της εταιρείας, από τα οποία αποδεικνύεται ότι ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπαγόμενα στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (A΄ 143), δεν κατέχουν ποσοστό που υπερβαίνει το εξήντα τοις εκατό (60%) του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ή της συμμετοχής στην περιουσία της εταιρείας,

ιη) πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων.

  1. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο της αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας και να καθορίζονται:

α) τα αναγκαία στοιχεία, καθώς και οι λεπτομέρειες που απαιτούνται για την αξιολόγηση των δικαιολογητικών της παρ. 1,

β) Καταργείται,

γ) οι ειδικότεροι περιορισμοί και όροι για τις δραστηριότητες του ιδρύματος,

δ) Καταργείται.».

 

Άρθρο 85

Γνωστοποίηση και αξιολόγηση προτεινόμενων αποκτήσεων ειδικής συμμετοχής – Αντικατάσταση τίτλου και προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 8Α ν. 4701/2020

Στο άρθρο 8Α του ν. 4701/2020 (Α΄ 128), περί γνωστοποίησης και αξιολόγησης προτεινόμενων αποκτήσεων ειδικής συμμετοχής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) αντικαθίσταται ο τίτλος, β) προστίθεται παρ. 7 και το άρθρο 8Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 8Α

Γνωστοποίηση και αξιολόγηση απόκτησης ειδικής συμμετοχής – Γνωστοποίηση διάθεσης ειδικής συμμετοχής

«1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, μεμονωμένα ή έπειτα «από κοινού δράση», όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20%, του 1/3 ή του 50%, ή ώστε το ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, απευθύνει έγγραφη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με το ίδρυμα χρηματοδοτήσεων, στο οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή πριν από την απόκτηση, με την οποία προσδιορίζει το ύψος της προτεινόμενης συμμετοχής και όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που τη συνοδεύουν.

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος διενεργεί αξιολόγηση της προτεινόμενης συμμετοχής εντός προθεσμίας τριάντα (30) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της γνωστοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στη γνωστοποίηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος με την επιβεβαίωση παραλαβής της γνωστοποίησης ενημερώνει τον προτείνοντα την απόκτηση συμμετοχής για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
  2. Κατά την αξιολόγηση της προτεινόμενης συμμετοχής, η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση του ιδρύματος μικροχορηγήσεων, για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του προτείνοντος την απόκτηση συμμετοχής στο ίδρυμα μικροχορηγήσεων, αξιολογεί την καταλληλότητά του και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη μέσω της εξέτασης της σωρευτικής συνδρομής κριτηρίων που αφορούν:

α) τη φήμη του προτείνοντος την απόκτηση συμμετοχής,

β) τη φήμη, τη γνώση, τις δεξιότητες και την πείρα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που θα διευθύνουν τις δραστηριότητες του ιδρύματος μικροχρηματοδοτήσεων κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής,

γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του προτείνοντος την απόκτηση συμμετοχής,

δ) την ικανότητα του ιδρύματος μικροχρηματοδοτήσεων να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος νόμου,

ε) κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απορρίψει την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι` αυτό, με βάση τα κριτήρια της παρ. 3 ή εφόσον οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον προτείνοντα την απόκτηση συμμετοχής δεν είναι πλήρεις ή αληθείς.
  2. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του παρόντος, παύει αυτοδικαίως η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την απόκτηση της ειδικής συμμετοχής και επιβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
  3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται το περιεχόμενο της γνωστοποίησης για την απόκτηση ή την αύξηση της προτεινόμενης συμμετοχής, οι απαραίτητες πληροφορίες που οφείλουν να τη συνοδεύουν, προκειμένου να καταστεί εφικτή η διενέργεια της αξιολόγησης, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.
  4. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφασίζει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ίδρυμα μικροχρηματοδοτήσεων, το κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος γραπτώς πριν από τη διάθεση της συμμετοχής, αναφέροντας το ύψος της σχετικής συμμετοχής που προτίθεται να διατηρήσει. Επίσης, κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του κατά τρόπον ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί κάτω από τα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του ενός τρίτου (1/3) ή του πενήντα τοις εκατό (50%) με αναφορά του ποσοστού που προτίθεται να διατηρήσει.».

 

Άρθρο 86

 Αίτηση ασφάλισης – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 28 ν. 4583/2018

  1. Στην παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4583/2018 (Α΄ 212), περί γενικών πληροφοριών που παρέχει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή η ασφαλιστική επιχείρηση, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) τα δύο πρώτα εδάφια αντικαθίστανται, β) προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Η ασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει δωρεάν αίτηση ασφάλισης, είτε σε έγχαρτη, είτε σε ηλεκτρονική μορφή κατ’ επιλογή του πελάτη.

Πριν από τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης, και ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο διανέμεται το ασφαλιστικό προϊόν, η ασφαλιστική επιχείρηση ελέγχει σωρευτικώς ότι ο πελάτης:

α. Έχει ταυτοποιηθεί βάσει σχετικής διαδικασίας που έχει θεσπίσει η ασφαλιστική επιχείρηση,

β. συμφωνεί με το περιεχόμενο της αίτησης, ιδίως ως προς τις αιτηθείσες καλύψεις, και βεβαιώνει την ορθότητα των στοιχείων που του ζητήθηκαν από την ασφαλιστική επιχείρηση, και

γ. εχει παραλάβει αντίγραφο της αίτησης.

Σε περίπτωση αμφισβήτησης της αίτησης ασφάλισης, ενδεικτικά ως προς την ταυτοποίηση του αντισυμβαλλόμενου, το βάρος απόδειξης φέρει η ασφαλιστική επιχείρηση.

Η αίτηση ασφάλισης, όπως και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εκδίδεται στη συνέχεια, πέραν των όσων ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2496/1997 (Α΄ 87), περιέχουν κατά περίπτωση τα εξής:

α) την επωνυμία, τον Α.Φ.Μ. και τον αριθμό ειδικού μητρώου του μεσίτη, του πράκτορα ή του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας που έρχεται σε άμεση επαφή με τον πελάτη για τη διανομή του ασφαλιστικού προϊόντος,

β) τα στοιχεία της περίπτωσης α΄ που αφορούν το μεσίτη, τον πράκτορα ή τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας που διατηρεί σύμβαση με την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αυτός είναι διαφορετικός από αυτόν που αναφέρεται στην περίπτωση α΄,

γ) τα στοιχεία της περίπτωσης α΄ που αφορούν το συντονιστή του ασφαλιστικού πράκτορα.».

 

Άρθρο 87

Υιοθέτηση του ακατάσχετου του λογαριασμού που τηρούν τα ιδρύματα πληρωμών σε πιστωτικά ιδρύματα για σκοπούς διασφάλισης των χρηματικών ποσών που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής – Τροποποίηση περ. α) παρ. 1 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 10 ν. 4537/2018

Στο άρθρο 10 του ν. 4537/2018 (Α΄ 84), περί απαιτήσεων διασφάλισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α) της παρ. 1 οι λέξεις «και προστατεύονται διά του εθνικού δικαίου, προς το συμφέρον αυτών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος πληρωμών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή» διαγράφονται, β) προστίθεται παρ. 3, και το άρθρο 10 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 10

Απαιτήσεις διασφάλισης (άρθρο 10 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών των περιπτώσεων α΄ έως στ΄ του στοιχείου 3 του άρθρου 4 να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α) τα εν λόγω χρηματικά ποσά δεν πρέπει να αναμειγνύονται ποτέ με τα χρηματικά ποσά φυσικών ή νομικών προσώπων διαφορετικών από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών στο όνομα των οποίων λαμβάνονται αυτά τα χρηματικά ποσά και, αν κατέχονται ακόμη από το ίδρυμα πληρωμών και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στο δικαιούχο ούτε έχουν μεταφερθεί σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της ημέρας παραλαβής τους, κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα ή επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία για τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα την Ελλάδα καθορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και για τα άλλα από την εκάστοτε αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης,

β) τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από ασφαλιστήριο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών για ποσό ισοδύναμο προς εκείνο που θα είχε διαχωριστεί ελλείψει ασφαλιστηρίου ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης, πληρωτέο αν το ίδρυμα πληρωμών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του.

  1. Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διασφαλίζει χρηματικά ποσά σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τμήμα αυτών των χρηματικών ποσών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμών και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, υπόκειται επίσης στις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Όταν το εν λόγω τμήμα κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέπει στα ιδρύματα πληρωμών να εφαρμόζουν τη διάταξη του προηγούμενου εδαφίου βάσει αντιπροσωπευτικού τμήματος το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί ευλόγως βάσει ιστορικών δεδομένων κατά τρόπο ικανοποιητικό για την Τράπεζα της Ελλάδος.
  2. Ο χωριστός λογαριασμός σε πιστωτικό ίδρυμα της περ. α) της παρ. 1 είναι ανεκχώρητος και ακατάσχετος έναντι οποιουδήποτε τρίτου, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου και του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), πλην του ιδρύματος πληρωμών. Σε περίπτωση θέσης του ιδρύματος πληρωμών σε ειδική εκκαθάριση, το σύνολο του ποσού που είναι κατατεθειμένο σε χωριστό λογαριασμό αποχωρίζεται από τη λοιπή περιουσία του ιδρύματος και αποδίδεται από τον ειδικό εκκαθαριστή στους δικαιούχους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 145 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), περί ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων. Η παρούσα παράγραφος ισχύει και για τα ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου της παρ. 1.».

 

Άρθρο 88

Υιοθέτηση του ακατάσχετου του λογαριασμού που τηρούν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος σε πιστωτικά ιδρύματα για σκοπούς διασφάλισης των χρηματικών ποσών που λαμβάνουν έναντι ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδοθεί – Τροποποίηση παρ. 1, 2, 3 και αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 17 ν. 4021/2011

Στο άρθρο 17 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218), περί απαιτήσεων διασφάλισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α) της παρ. 2: αα) οι λέξεις «της παρ. 2 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος Ι της ΠΔ/ΤΕ 2591/2007 (Β΄ 1759), όπως ισχύει» αντικαθίστανται από τις λέξεις «της παρ. 1 του άρθρου 336 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 176)», αβ) οι λέξεις «παραγράφου 5 του Τμήματος Γ΄ του Παραρτήματος Ι της ανωτέρω Πράξης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παρ. 4 του άρθρου 336 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013», β) η παρ. 4 αντικαθίσταται, και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 17 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 17

(Άρθρο 7 της Οδηγίας)

Απαιτήσεις διασφάλισης

  1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει να διασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 4537/2018, τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν έναντι ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδοθεί. Χρηματικά ποσά που λαμβάνονται υπό μορφή πληρωμής από μέσα πληρωμών διασφαλίζονται σε κάθε περίπτωση όταν πιστωθούν σε λογαριασμούς πληρωμών ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος ή καταστούν με άλλο τρόπο διαθέσιμα σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, σύμφωνα με τις κατά περίπτωση απαιτήσεις περί προθεσμίας εκτέλεσης, που ορίζονται στον ν. 4537/2018. Σε κάθε περίπτωση, τα εν λόγω χρηματικά ποσά διασφαλίζονται έως το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες μετά την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως αυτές ορίζονται στην περ. 37) του άρθρου 4 του ν. 4537/2018.
  2. Για τους σκοπούς της διασφάλισης, όπως ορίζεται στην παρ. 1, ως ασφαλή, χαμηλού κινδύνου στοιχεία ενεργητικού νοούνται:

α) τα στοιχεία που εμπίπτουν σε μία από τις κατηγορίες του Πίνακα 1 της παρ. 1 του άρθρου 336 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 176), για τα οποία η κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου δεν υπερβαίνει το ένα κόμμα έξι (1,6%), αλλά που αποκλείουν άλλα αποδεκτά στοιχεία κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 336 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, καθώς και

β) τα μερίδια σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.) που επενδύει αποκλειστικά σε στοιχεία ενεργητικού όπως ορίζονται στην περ. α) ανωτέρω.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις και με επαρκή αιτιολόγηση, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει, βάσει αξιολόγησης της ασφαλείας, της ληκτότητας, της αξίας ή άλλης παραμέτρου κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού όπως προσδιορίζονται ανωτέρω, ποια από τα στοιχεία ενεργητικού δεν συνιστούν ασφαλή, χαμηλού κινδύνου στοιχεία για τους σκοπούς της παρ. 1.

  1. Για τις δραστηριότητες που ορίζονται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 16, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4537/2018.
  2. Ο χωριστός λογαριασμός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος σε πιστωτικό ίδρυμα της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4537/2018 είναι ανεκχώρητος και ακατάσχετος έναντι οποιουδήποτε τρίτου, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου και του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), πλην του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος. Σε περίπτωση θέσης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος σε ειδική εκκαθάριση, το σύνολο του ποσού που είναι κατατεθειμένο σε αυτόν αποχωρίζεται από τη λοιπή περιουσία του ιδρύματος και αποδίδεται από τον ειδικό εκκαθαριστή στους δικαιούχους κατόχους ηλεκτρονικού χρήματος του ιδρύματος κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 145 του ν. 4261/2014, περί ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων. Η παρούσα ισχύει και για τα ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4537/2018. Για τους σκοπούς των παρ. 1 και 3, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει ειδικότερα με απόφασή της, τη μέθοδο που χρησιμοποιείται από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος για τη διασφάλιση των χρηματικών ποσών.».

 

Άρθρο 89

 Διαδικασία διορισμού ασφαλιστικού εκκαθαριστή – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 237 ν. 4364/2016

Στην παρ. 1 του άρθρου 237 του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), περί διαδικασίας διορισμού ασφαλιστικού εκκαθαριστή προστίθεται τελευταίο εδάφιο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η Εποπτική Αρχή διορίζει με απόφασή της, από κατάλογο προσώπων που έχει διαμορφώσει και βρίσκεται αναρτημένος στην ιστοσελίδα της και τον οποίο επικαιροποιεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ως ασφαλιστικό εκκαθαριστή φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο διορισμός ανακαλείται σε κάθε χρονική στιγμή για οποιονδήποτε λόγο. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται και η αμοιβή του ασφαλιστικού εκκαθαριστή. Με όμοια απόφαση μπορεί να εξειδικεύονται τα προσόντα των ασφαλιστικών εκκαθαριστών.».

Άρθρο 90

Προνομιακή κατάταξη απαιτήσεων – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 240 ν. 4364/2016

  1. Στην παρ. 2 του άρθρου 240 του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), περί προνομιακής κατάταξης απαιτήσεων, προστίθενται εδάφια τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παρ. 1 του παρόντος, οι δαπάνες που αφορούν στα έξοδα της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών και των εξόδων του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, έχουν προνόμιο επί του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης, που προηγείται των απαιτήσεων από ασφάλιση. Η Εποπτική Αρχή με απόφασή της μπορεί να περιορίζει τις δαπάνες ή να καθορίζει το μέγιστο ποσό των δαπανών του προηγούμενου εδαφίου που διαθέτουν προνόμιο που προηγείται των απαιτήσεων από ασφάλιση. Το προνόμιο της παρούσας δύναται να έχουν και δαπάνες που υπερβαίνουν το όριο του προηγούμενου εδαφίου, κατόπιν αποδοχής από την Εποπτική Αρχή ειδικού και εμπεριστατωμένου αιτήματος που υποβάλλει ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής μαζί με πρόσφορα για την θεμελίωσή του στοιχεία. Επί του αιτήματος του ασφαλιστικού εκκαθαριστή υποβάλλουν εισήγηση είτε το Επικουρικό Κεφάλαιο του ν. 489/1976 (Α’ 331) είτε το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής του ν. 3867/2010 (Α’ 128) είτε και τα δύο, κατά περίπτωση. Νέο αίτημα δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει τριετία από τη χορηγηθείσα έγκριση.»

Άρθρο 91

Εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής εκκαθάρισης – Αντικατάσταση παρ. 1 και 2, προσθήκη παρ. 2α και 5 στο άρθρο 243 ν. 4364/2016

Στο άρθρο 243 του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), περί εκποιήσεων περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι παρ. 1 και 2 αντικαθίστανται, β) προστίθεται παρ. 2α, γ) προστίθεται παρ. 5, και το άρθρο 243 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 243

Εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής εκκαθάρισης

  1. Εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων γίνονται σε αξίες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Για τις εκποιήσεις απαιτήσεων ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ζητεί τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων του άρθρου 146 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107). Με την επιφύλαξη των παρ. 2 έως 5, με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν στις εκτιμήσεις των αξιών των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου εδαφίου, καθώς και όροι και στοιχεία της διαδικασίας εκποίησης, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Ειδικών Εκκαθαρίσεων.
  2. Ειδικά οι εκποιήσεις ακινήτων διενεργούνται με πλειοδοτικό διαγωνισμό που διεξάγεται, μετά από απόφαση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, με υποβολή κλειστών και σφραγισμένων έγγραφων προσφορών, ή με ηλεκτρονικά μέσα, εφαρμοζομένων ανάλογα σε αυτή την περίπτωση των παρ. 9, 10, 11 και του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της παρ. 12 του άρθρου 959 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182). Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής ορίζονται η δημοσιότητα και τα στοιχεία που περιλαμβάνει η διακήρυξη του πλειοδοτικού διαγωνισμού, καθώς και η διαδικασία που ακολουθείται σε αυτόν και ιδίως:

α) αν γίνεται με υποβολή κλειστών και σφραγισμένων έγγραφων προσφορών, το περιεχόμενο των προσφορών, καθώς και η διαδικασία υποβολής και αξιολόγησής τους, μεταβίβασης και καταβολής του τιμήματος,

β) αν γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, τα ηλεκτρονικά συστήματα διά των οποίων αυτός μπορεί να διεξαχθεί, το περιεχόμενο των προσφορών, καθώς και η διαδικασία υποβολής και αξιολόγησής τους, μεταβίβασης και καταβολής του τιμήματος.

2α. Αν στον πλειοδοτικό διαγωνισμό της παρ. 2 δεν παρουσιαστούν πλειοδότες ή δεν υποβληθούν προσφορές, ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται με την ίδια τιμή εκκίνησης σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή και πάντως εντός έξι (6) μηνών από τη διεξαγωγή του πρώτου διαγωνισμού. Αν και ο δεύτερος διαγωνισμός αποβεί άγονος, διεξάγεται νέος με τους ίδιους όρους, αλλά με τιμή εκκίνησης ίση προς το ογδόντα τοις εκατό (80%) της αρχικώς ορισθείσας τιμής εντός τριάντα (30) ημερών από τη διεξαγωγή του δεύτερου διαγωνισμού. Αν και ο τρίτος διαγωνισμός αποβεί άγονος, διεξάγεται νέος με τους ίδιους όρους, αλλά με τιμή εκκίνησης ίση προς το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) της αρχικώς ορισθείσας τιμής, εντός τριάντα (30) ημερών από τη διεξαγωγή του τρίτου διαγωνισμού. Αν και ο διαγωνισμός του προηγούμενου εδαφίου αποβεί άγονος, το ακίνητο μπορεί να εκποιηθεί ελεύθερα από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, εάν αυτός κρίνει σκόπιμη την ελεύθερη εκποίηση. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής μπορούν να καθορίζονται επιμέρους όροι, στοιχεία της διαδικασίας και κριτήρια της ελεύθερης εκποίησης. Εάν το ακίνητο δεν εκποιείται, είτε επειδή δεν επιχειρείται ελεύθερη εκποίηση είτε επειδή και αυτή αποβαίνει άγονη, η διαδικασία της παρ. 2 και της παρούσας μπορεί να επαναληφθεί ύστερα από νέο καθορισμό της τιμής εκκίνησης, αφού παρέλθουν τουλάχιστον έξι (6) μήνες από τον τελευταίο διαγωνισμό.

  1. Εάν το προϊόν ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της υπό εκκαθάρισης επιχείρησης υστερεί της υπολογιζόμενης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 241 του παρόντος, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής αιτιολογεί το γεγονός αυτό στην Εποπτική Αρχή.
  2. Κατά παρέκκλιση των κείμενων φορολογικών, ασφαλιστικών και λοιπών διατάξεων, στις περιπτώσεις μεταβίβασης ή εκποίησης περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικών εταιρειών που τελούν υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν είναι αναγκαία η προσκομιδή πιστοποιητικού φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας και κάθε άλλου εγγράφου γενικά που απαιτείται να προσαχθεί από δημόσια αρχή ή Ν.Π.Δ.Δ. για το χρόνο που έχει προηγηθεί της ανάκλησης και θέσης της εταιρείας σε ασφαλιστική εκκαθάριση για τη σύνταξη του σχετικού συμβολαίου ή της μεταβιβαστικής εν γένει σύμβασης. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει το συμβόλαιο χωρίς την προσκομιδή πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητας ή κάθε άλλου, από τα προαναφερθέντα, εγγράφου και οι αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες υποχρεούνται να προβαίνουν σε θεώρηση βιβλίων και στοιχείων των υπό εκκαθάριση ασφαλιστικών εταιρειών, χωρίς επίσης προσκομιδή των απαιτούμενων πιστοποιητικών και εγγράφων.
  3. Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, οποιαδήποτε ωφέλεια της ασφαλιστικής επιχείρησης ενόσω βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, που προκύπτει από τη ρευστοποίηση του ενεργητικού και τη διαχείριση του παθητικού της, ενδεικτικά από μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, είσπραξη πάσης φύσεως κύριων και παρεπόμενων απαιτήσεων, απόσβεση οφειλών έναντι τρίτων και έκτακτα έσοδα κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα.».

 

Άρθρο 92

Περάτωση και λήξη ασφαλιστικής εκκαθάρισης – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 245 ν. 4364/2016

Στο άρθρο 245 του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), περί περάτωσης και λήξης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1: αα) η λέξη «εταίρων» αντικαθίσταται από τη λέξη «συνεταίρων», αβ) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από δυο νέα εδάφια, αγ) το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται, β) στην παρ. 3 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 245 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 245

Περάτωση και λήξη ασφαλιστικής εκκαθάρισης

  1. Ύστερα από αίτηση είτε των μετόχων ή συνεταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης είτε του ασφαλιστικού εκκαθαριστή είτε με πρωτοβουλία της Εποπτικής Αρχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου ή έχει εξαντληθεί η περιουσία της επιχείρησης, ή η εναπομένουσα περιουσία είναι δυσχερώς ρευστοποιήσιμη, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποχρεούται να χορηγεί την προαναφερόμενη βεβαίωση, εφόσον έχει περατώσει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες εργασίες για την εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του εάν έχει λάβει χώρα ή όχι έλεγχος της φορολογικής αρχής στην ασφαλιστική επιχείρηση.

Από τη δημοσίευση της απόφασης του πρώτου εδαφίου παύει αυτοδικαίως κάθε εξουσία του ασφαλιστικού εκκαθαριστή και λήγουν τα καθήκοντα αυτού. Η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση), χωρίς να αποκλείεται η κήρυξη πτώχευσης κατά τις γενικές διατάξεις.

Σε περίπτωση αδυναμίας, για οποιονδήποτε λόγο, διορισμού εκκαθαριστή της κοινής εκκαθάρισης μετά από την περάτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, από τη γενική συνέλευση ή σύμφωνα με το καταστατικό, όποιος έχει έννομο συμφέρον αιτείται στα αρμόδια δικαστήρια τον διορισμό εκκαθαριστή κοινής εκκαθάρισης.

  1. Εάν η διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης υπερβεί την τριετία, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποβάλει στην Εποπτική Αρχή, εντός δύο (2) μηνών από την παρέλευση της τριετίας, σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει μέτρα για την ταχεία περάτωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση της επιχείρησης από δικαιώματα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη τούτων είναι ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων, όπως και σύναψη νέων. Εφόσον το σχέδιο εγκριθεί από την Εποπτική Αρχή, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ολοκληρώνει την ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτό.
  2. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής ορίζονται οι λεπτομέρειες για την περάτωση και τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ιδίως αναφορικά με το περιεχόμενο της βεβαίωσης της παρ. 1 του παρόντος. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται πότε συντρέχουν οι όροι του πρώτου εδαφίου της παρ. 1.».

 

Άρθρο 93

Υφιστάμενες εκκαθαρίσεις – Τροποποίηση παρ. 2 και 7, αντικατάσταση παρ. 12 και προσθήκη παρ. 16 στο άρθρο 248 ν. 4364/2016

Στο άρθρο 248 του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), περί υφιστάμενων εκκαθαρίσεων, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2 οι λέξεις «παράγραφοι 1, 2 και 4» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παρ. 1, 2, 2α, 4 και 5», β) στην περ. γ) της παρ. 7 προστίθενται εδάφια δεύτερο και τρίτο, γ) η παρ. 12 αντικαθίσταται, δ) προστίθεται παρ. 16, και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 248 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 248

Υφιστάμενες εκκαθαρίσεις

  1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31.12.2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις.
  2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή οι παρ. 1, 2, 3, 5 και 6 του άρθρου 235, τα άρθρα 236 έως 239, οι παρ. 1 και 4 του άρθρου 242, οι παρ. 1, 2, 2α, 4 και 5 του άρθρου 243, το άρθρο 244, οι παρ.1 και 3 του άρθρου 245, και τα άρθρα 246 και 247 του παρόντος.
  3. Η θητεία των ασφαλιστικών εκκαθαριστών και των εποπτών ασφαλιστικής εκκαθάρισης οι οποίοι είναι ήδη διορισμένοι στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 κατά τις 31.12.2015 παρατείνεται μέχρι τις 30.6.2016, και λήγει αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση την 1η.7.2016. Οι απερχόμενοι εκκαθαριστές και επόπτες υποβάλουν από κοινού εντός δεκαπενθημέρου προς την Εποπτική Αρχή απολογιστική έκθεση για τις μέχρι το χρόνο λήξης της θητείας τους κατά τα ανωτέρω, εργασίες εκκαθάρισης, τις υπολειπόμενες εκκρεμότητες και τους λόγους μη διευθέτησής τους.
  4. Ο υπολογισμός της αξίας των περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων της παρ. 1 γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ` του Πρώτου Μέρους του παρόντος. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται όλες οι λεπτομέρειες που αφορούν τις μεθόδους υπολογισμού της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.
  5. Από τον χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι εγγραφές στα μητρώα της επιχείρησης δεν μεταβάλλονται χωρίς προηγούμενη άδεια της Εποπτικής Αρχής, εκτός των διορθώσεων προφανών ή τεχνικών λαθών. Οποιαδήποτε ελεύθερη περιουσία της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία δεσμεύθηκε με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, κατανέμεται αναλογικά από τον εκκαθαριστή, με κριτήριο τις τεχνικές προβλέψεις ανά κλάδο ασφάλισης.
  6. Εάν το προϊόν ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης υστερεί της αναγραφόμενης στα μητρώα της, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής αιτιολογεί το αποτέλεσμα αυτό στην Εποπτική Αρχή.
  7. Επί της περιουσίας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης ακολουθείται η εξής σειρά προνομίων:

α) έξοδα εκκαθάρισης και αμοιβές ασφαλιστικού εκκαθαριστή, εφόσον δεν υπερβαίνουν το 10% της συνολικής περιουσίας της επιχείρησης. Κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, κατόπιν σχετικής εισήγησης είτε του Εγγυητικού Κεφαλαίου είτε του Επικουρικού Κεφαλαίου είτε και των δύο, κατά περίπτωση, το ποσοστό αυτό δύναται να αναπροσαρμόζεται.

Οι ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις για τις οποίες το άθροισμα των εξόδων εκκαθάρισης και των αμοιβών των οργάνων εκκαθάρισης μέχρι την 31.12.2015, ισούται ή έχει υπερβεί, σωρευτικά, ποσοστό 10% της συνολικής περιουσίας της επιχείρησης όπως προκύπτει από τον ελεγμένο από νόμιμο ελεγκτή ισολογισμό έναρξης αυτής της επιχείρησης, υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή αίτημα αναπροσαρμογής του ανωτέρω ποσοστού συνοδευόμενο από τα κατάλληλα στοιχεία και δικαιολογητικά. Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει απόφαση αναπροσαρμογής του ανωτέρω ποσοστού κατόπιν γνώμης είτε του Επικουρικού Κεφαλαίου είτε του Εγγυητικού Κεφαλαίου, είτε και των δύο, κατά περίπτωση.

β) Οι απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας και έμμισθης εντολής, εκτός των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Στις απαιτήσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ή της έμμισθης εντολής, η οποία αποζημίωση όμως περιορίζεται στη συμπλήρωση του υπολοίπου του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός για τη κάλυψη ασφαλισμένου του σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη.

γ) Οι απαιτήσεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφαλίσεις των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών, αποκλειστικά όμως στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμιά από τις ασφαλίσεις αυτές. Περιουσιακά στοιχεία που μετά από την ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των δικαιούχων ασφάλισης συγκεκριμένου κλάδου απομένουν στην αντίστοιχη ασφαλιστική τοποθέτηση μπορούν με απόφαση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή να διατεθούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων δικαιούχων ασφάλισης άλλου κλάδου εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί στην αντίστοιχη ασφαλιστική τοποθέτηση δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφάλισης του κλάδου αυτού. Για την κατανομή σε περισσότερους εναπομείναντες κλάδους εφαρμόζεται ανάλογα το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5.

  1. Μέσα σε δέκα (10) ημέρες από τον διορισμό του, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί τους δικαιούχους από ασφάλιση, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μία (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε τρεις (3) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ολοκληρώνεται εντός δύο (2) μηνών από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας με τη σύνταξη κατάστασης δικαιούχων και την υποβολή της στην Εποπτική Αρχή. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που επαληθεύονται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, η αγωγή ακύρωσης της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί εντός της προβλεπομένης προθεσμίας του άρθρου 899 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ισχύει, είτε έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Στην κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνονται:

α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τους οποίους επήλθε λήξη του συμβολαίου και εκείνων που υπέβαλαν αίτημα εξαγοράς πριν την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας,

β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης,

γ) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών οι οποίοι δεν είχαν αναγγείλει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης πριν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας,

δ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία χωρίς να τυγχάνουν των προνομίων της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι θα ικανοποιηθούν κατά τις διαδικασίες της κοινής εκκαθάρισης,

ε) οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα με το ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος από ασφάλιση.

Η κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της Εποπτικής Αρχής εντός τριών (3) ημερών από την υποβολή της και διατηρείται εκεί τουλάχιστον για εξήντα (60) μέρες. Αντιρρήσεις κατά της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης αναφορικά με την πιο πάνω κατάσταση ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την ανάρτηση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.

  1. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, διαχειρίζεται από κοινού με τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το χαρτοφυλάκιο κλάδου αστικής ευθύνης αυτοκινήτων και υποχρεούται να καταβάλει στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή το ποσό που αντιστοιχεί στην αναλογική συμμετοχή του στα έξοδα εκκαθάρισης και στην ικανοποίηση των προνομιακών απαιτήσεων των εργαζομένων,

η οποία υπολογίζεται κατά το λόγο της ασφαλιστικής τοποθέτησης του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων προς το σύνολο της ασφαλιστικής τοποθέτησης της εταιρείας σε όλους τους κλάδους που ασκούσε. Το τυχόν εναπομένον υπόλοιπο μετά την καταβολή του κατά τα άνω ποσού και την ικανοποίηση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, επιστρέφεται στον ασφαλιστικό εκκαθαριστή.

  1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση των λοιπών κλάδων ασφάλισης, πλην του κλάδου ασφάλισης αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα, μετά από αίτημα του ασφαλιστικού εκκαθαριστή.
  2. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρηση, του συνόλου ή μέρους των απαιτήσεων και των περιουσιακών στοιχείων, που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα και τα οποία καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα εκκρεμών ζημιών (μεταβίβαση χαρτοφυλακίου εκκρεμών ζημιών) ύστερα από αίτημα που υποβάλλεται από κοινού από το Επικουρικό Κεφάλαιο και τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή και σχετική έγκριση της Εποπτικής Αρχής.

Το ως άνω αίτημα συνοδεύεται από έκθεση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή και του Επικουρικού Κεφαλαίου, από την οποία προκύπτει η συνδρομή των όρων που ορίζονται στο επόμενο εδάφιο και από έκθεση του υποψήφιου αναδόχου προς την Εποπτική Αρχή περί της διατήρησης του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας μετά την απόκτηση του ως άνω χαρτοφυλακίου και περί των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει, για την εξόφληση των υποχρεώσεων του μεταβιβαζομένου χαρτοφυλακίου.

Η μεταβίβαση εγκρίνεται από την Εποπτική Αρχή με απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθοι όροι: α) η επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση δραστηριοποιείται νόμιμα στην Ελλάδα και διαθέτει άδεια λειτουργίας του κλάδου αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία οχημάτων, β) η επιχείρηση διασφαλίζει ότι θα διαθέτει το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας τόσο κατά το χρόνο της μεταβίβασης όσο και μετά από αυτήν, γ) δεν θίγονται συμφέροντα των δικαιούχων αποζημίωσης.

Η απόφαση της Εποπτικής Αρχής που εγκρίνει τη μεταβίβαση περιλαμβάνει τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου εκκρεμών ζημιών στην ανάδοχο επιχείρηση. Μετά τη δημοσίευσή της δεν δύναται να αντιταχθούν κατά αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλόμενοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οι πιστωτές της ασφαλιστικής επιχείρησης.

H εκπλήρωση από την ανάδοχο επιχείρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το χαρτοφυλάκιο εκκρεμών ζημιών της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης επιχείρησης λόγω συνδρομής της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 5 του ιδίου άρθρου του ως άνω διατάγματος.

Η μεταβίβαση ολοκληρώνεται με τη σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των μεταβιβαζόμενων στοιχείων μεταξύ του αναδόχου, του Επικουρικού Κεφαλαίου και του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, στο οποίο αναφέρεται το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων εκκρεμών ζημιών κατά την ημερομηνία σύνταξης του πρωτοκόλλου, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στην ανάδοχο ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία με τη μεταβίβαση καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνη για την εξόφληση των υποχρεώσεων εκ του χαρτοφυλακίου, η δε ασφαλιστική εκκαθάριση λήγει καθ’ όσον αφορά το Επικουρικό Κεφάλαιο, εξοφλουμένης και της υποχρέωσής του προς συμμετοχή στα έξοδα εκκαθάρισης σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων των προηγουμένων παραγράφων και κάθε άλλη πράξη που συνδέεται με αυτήν απαλλάσσεται από κάθε φόρο εισφορά ή τέλος, συμπεριλαμβανομένης και τυχόν υπεραξίας που προκύπτει από τη μεταβίβαση αυτή με εξαίρεση τη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων. Κάθε ειδικότερο θέμα της μεταβίβασης ρυθμίζεται με απόφαση της Εποπτικής Αρχής.

  1. Αναφορικά με τις εκκαθαρίσεις της παρ. 1, το Επικουρικό Κεφάλαιο διοικεί και διαθέτει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε τοποθέτηση ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Οι εκποιήσεις των ακινήτων διενεργούνται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παρ. 2 και 2α του άρθρου 243. Τίτλοι, ομόλογα και λοιπά παρόμοια και άμεσα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία εκποιούνται στην τρέχουσα χρηματιστηριακή τους αξία ή στην τρέχουσα ή συνήθη αξία τους στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Καταθέσεις σε τράπεζες περιέρχονται στην άμεση διάθεση και διαχείριση του Επικουρικού Κεφαλαίου. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί βάσει της ασφαλιστικής νομοθεσίας σε ασφαλιστική τοποθέτηση του κλάδου ασφάλισης αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα, μετά από αίτημα του Επικουρικού Κεφαλαίου.
  2. Το Επικουρικό Κεφάλαιο επίσης δικαιούται, με ιδιωτικό συμφωνητικό:

α) να αναδέχεται από την υπό εκκαθάριση επιχείρηση τυχόν εκκρεμείς οφειλές του κλάδου αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα και να καθίσταται ως προς αυτές καθολικός διάδοχος, και

β) να παραιτείται από απαιτήσεις του κατά της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, με σκοπό τη λήξη της εκκαθάρισης του κλάδου αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα.

  1. Τακτική γενική συνέλευση συγκαλείται από τον εκκαθαριστή κατά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ο εκκαθαριστής διορίζει ανεξάρτητο ελεγκτή για κάθε χρήση και ενημερώνει για το διορισμό και τα αποτελέσματα του ελέγχου την Εποπτική Αρχή.
  2. Εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή, σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει μέτρα για την ταχεία περάτωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση της επιχείρησης από δικαιώματα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη τούτων είναι ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων, όπως και σύναψη νέων. Εφόσον το σχέδιο εγκριθεί από την Εποπτική Αρχή, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ολοκληρώνει την ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτό.
  3. Καταχωρίσεις κατασχέσεων ή δεσμεύσεων περιουσιακών στοιχείων στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου ή του κτηματολογικού γραφείου που έχουν γίνει, κατά τον χρόνο ισχύος του ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10), κατά παράβαση της παρ. 5 του άρθρου 12α του ν.δ. 400/1970, περί αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος ασφαλιστικής εταιρείας υπό εκκαθάριση, είναι αυτοδικαίως άκυρες έναντι πάντων και διαγράφονται αυτεπάγγελτα.».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ-ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Β’

Άρθρο 94

Εξουσιοδοτική διάταξη Μέρους Β΄

Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, ο τρόπος πραγματοποίησης των ελέγχων και αξιοποίησης των πληροφοριών που συλλέγει, οι υποχρεώσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου από τους εξωτερικούς συνεργάτες και αξιοποίησης των στοιχείων, εγγράφων και πληροφοριών που συλλέγουν για τους σκοπούς της ανάθεσης και καθορίζεται κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή του άρθρου 68, περί ερευνών και ελέγχων με ανωνυμία (mystery shopping).

 

Άρθρο 95

Καταργούμενη διάταξη Μέρους Β΄

Η παρ. 7 του εσωτερικού άρθρου 5 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α΄ 87), περί σχεδίων ανάκαμψης ιδρυμάτων, που δεν αποτελούν μέρη ομίλων που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία, καταργείται.

  • Προτεραιότητα για την θεσμική θωράκιση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποτελεί η ενδυνάμωση της με εξειδικευμένο, καλά αμειβόμενο προσωπικό έτσι ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στο συνεχώς αυξημένο εποπτικό και ρυθμιστικό έργο που έχει.

  • Άρθρο 68
    Θα πρέπει να γίνει σαφές κατά τα πρότυπα άλλων αλλοδαπών εννόμων τάξεων ότι το εν λόγω μέτρο λειτουργεί μόνο ως βοηθητικό εργαλείο για την γενική εποπτεία της αγοράς και την εξακρίβωση του βαθμού συμμόρφωσης αυτής αλλά και ως κριτήριο προτεραιοποίησης ειδικών ελέγχων και όχι ως εργαλείο επιβολής κυρώσεων (βλ πχ FCA και άποψη της ερμηνείας στη Γερμανία). Θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά προς αποφυγή παρερμηνειών της διατύπωσης «για να ελέγξει τη συμμόρφωση των εποπτευομένων οντοτήτων με τους κανόνες που επηρεάζουν τις αγορές κινητών αξιών» ότι δεν δύναται η Επιτροπή κεφαλαιαγοράς με τα στοιχεία αυτά να επιβάλει κυρώσεις ή να τα χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο διαδικασίας επιβολής κύρωσης έναντι οποιασδήποτε εποπτευόμενης εταιρίας. Εφόσον δεν γίνει αυτό η διάταξη ως έχει είναι πολλαπλά προβληματική και απαιτούνται σημαντικές παρεμβάσεις:
    1. Δεν είναι ανεκτή στην Ελλάδα από το σύνταγμα η έννοια του agent provocateur, δηλαδή του επόπτη που προκαλεί τον εποπτευόμενο σε παράβαση.
    2. Δεν μπορεί να ανατίθεται δημόσια εξουσία σε τρίτο. Μάλιστα σε σχετική έκθεση της EBA, καμία από τις εθνικές εποπτικές αρχές δεν έχει προβεί σε σχετική ανάθεση σε τρίτο λόγω των σχετικών ζητημάτων που αναφύονται. Το γεγονός ότι ο τρίτος κατά την πρόβλεψη της διάταξης δεν ασκεί δημόσια εξουσία δεν αναιρεί ότι στην ουσία λόγω της φύσης της δραστηριότητας και της δυσχέρειας του διοικούμενου να ανταποδείξει τα όσα θα συμπεριλάβει στην έκθεση του ο mystery shopper, πρόκειται για εν τοις πράγμασι άσκηση δημόσιας εξουσίας
    3. Συνιστά ανεπίτρεπτη αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, της Επιτροπής αρκούμενης στην έκθεση που έχει συντάξει ένας ιδιώτης, η οποία θα αποκτά στην ουσία αυξημένη αποδεικτική ισχύ χωρίς να λαμβάνεται η μέριμνα που λαμβάνεται σε άλλες ανακριτικές πράξεις. Θα μπορεί ο mystery shopper να καταγράφει τη συνομιλία εν αγνοία του διοικούμενου, και αν ναι πώς αυτό επιτρέπεται συνταγματικά; Αν όχι πώς αποδεικνύει τα όσα ισχυρίζεται; Σε καμία ανακριτική πράξη ο διοικούμενος δεν αγνοεί την ιδιότητα του επόπτη.
    4. Εισάγει πολλαπλά ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων. Ως προς την Επιτροπή ενδεικτικά, πώς διασφαλίζει την αντικειμενικότητα της σε ισχυρισμούς ιδιώτη που η ίδια προσλαμβάνει; Ως προς τον mystery shopper πώς διασφαλίζεται η αντικειμενικότητά του όταν πληρώνεται για αυτό;

    Κεφ Β γενικά και άρθρο Άρθρο 69
    Θα πρέπει να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία της Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς απαιτεί έναν ανεξάρτητο επόπτη με επάρκεια προσωπικού και τεχνικών μέσων γεγονός που απαιτεί ένα σωστά χρηματοδοτούμενο επόπτη. Με βάση το μέγεθος της ελληνικής αγορά μια λύση είναι η απορρόφηση της επιτροπή κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος. Εφόσον δεν επιλεγεί αυτή η λύση, θα πρέπει η επιτροπή κεφαλαιαγοράς να αναγνωριστεί και τυπικά ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή από το να εξαρτάται ακόμη περισσότερο από το υπουργείο οικονομικών. Αυτό θα επιτρέψει και την αύξηση των αποδοχών των υπαλλήλων της επιτροπής κεφαλαιαγοράς ώστε αφενός να διευκολυνθεί η προσέλκυση νέου εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου προσωπικού, καθώς οι αμοιβές του πρέπει να είναι ανάλογες της ευθύνης και του φόρτου εργασίας.

    Άρθρο 78
    Βλ σχόλια στο άρθρο 68

  • 13 Μαρτίου 2025, 21:59 | ΣΕΠΕΥ

    Όσον αφορά στο άρθρο 74 με τίτλο «Πιστοποιήσεις των προσώπων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες» υποβάλλουμε την ακόλουθη παρατήρηση.
    Στο κείμενο αναφέρεται ότι: «Με την ίδια απόφαση(της ΕΚ) καθορίζεται η διαδικασία επικαιροποίησης κατόπιν συστηματικής υποχρεωτικής επιμόρφωσης ή ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας, τα σχετικά τέλη που καταβάλλονται, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα»
    Ο όρος «υποχρεωτική επιμόρφωση» έρχεται να προσθέσει άλλη μία υποχρέωση, στο ήδη βεβαρημένο λειτουργικό περιβάλλον των επενδυτικών εταιρειών, λόγω συνεχώς αυξανόμενων κανονιστικών υποχρεώσεων (overregulation). Το γεγονός αυτό δε μας βρίσκει σύμφωνους, καθότι δε συμβαίνει σε καμία χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Το ίδιο είχε συμβεί στο παρελθόν με την υποχρέωση επαναπιστοποίησης (το οποίο δε συμβαίνει επίσης πουθενά παγκοσμίως) και εν συνεχεία καταργήθηκε κατόπιν αιτήματος του συνόλου των φορέων και με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Ελληνικής Βουλής. Το πιστοποιημένο στέλεχος που εργάζεται αποκλειστικά στην χρηματιστηριακή αγορά, είναι συνεχώς ενημερωμένο και εκπαιδευμένο, λόγω της συνεχούς τριβής του με το χώρο. Δεν απαιτείται «υποχρεωτική επιμόρφωση» για να ασκήσει τα καθήκοντά του. Επίσης στο συγκεκριμένο εδάφιο, δεν αποσαφηνίζεται αν με το πέρας του υποχρεωτικού σεμιναρίου, θα ακολουθεί τεστ κατανόησης του εν λόγω σεμιναρίου ή όχι (στην ουσία επαναφορά της επαναπιστοποίησης μετά εξετάσεων).
    Αυτό το εδάφιο έχει νόημα για στέλεχος που απέχει από το χώρο (πχ λόγω απόλυσης) για κάποιο συγκεκριμένο διάστημα και δημιουργείται η ανάγκη για επικαιροποίηση των γνώσεών του ακριβώς λόγω της αποχής του από το επάγγελμα.
    Θεωρούμε πως η διάταξη αυτή πρέπει να προσαμοστεί βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεών μας.

  • 13 Μαρτίου 2025, 20:50 | Παναγιώτης Ταναμπασίδης

    Στο Άρθρο 68, σχετικά με ‘Έρευνες και έλεγχοι με ανωνυμία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (mystery shopping)’ θα πρέπει να προβλέπεται ότι σκοπός του mystery shopping εκτός από τον έλεχγο των εποπτευόμενων φόρέων θα είναι και η αποκάλυψη ιδιωτών και νομικών προσώπων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες παρανόμως, χωρίς να έχουν σχετική άδεια.

  • 13 Μαρτίου 2025, 15:40 | Mica-Dora

    Το παρόν νομοσχέδιο επιχειρεί να «θωρακίσει» μόνο κατ’ όνομα την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά τον ν. 4916/2022 που «εκσυγχρόνισε» του πλαίσιο λειτουργίας της, αλλά τίποτα από τα προβλεπόμενα σε αυτόν δεν έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα.

    Δυστυχώς η θωράκιση και ο εκσυγχρονισμός δεν νομοθετούνται μόνο. Χρειάζεται μια σειρά ενεργειών της πολιτείας που θα φέρουν της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στη νέα εποχή των διεθνών κεφαλαιαγορών.

    Η συνεχής ανάθεση νέων αρμοδιοτήτων, χωρίς την παράλληλη διασφάλιση της βιωσιμότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οδηγεί μόνο στην εξασφάλιση της ύπαρξης ενός αποδιοπομπαίου τράγου που η πολιτεία θα δείξει με το δάχτυλο στην πρώτη ευκαιρία. Είναι απορίας άξιο εάν τελικά είναι επιθυμητή η εποπτεία, αφού όλα συγκλίνουν στο ότι μόνο κατ’ όνομα υπάρχει, αφού δεν διατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα απαραίτητα μέσα για να την ασκήσει.

    Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να εξασφαλίσει την πρόσληψη και διατήρηση εξειδικευμένου προσωπικού στην πληροφορική για την άσκηση των υφιστάμενων αρμοδιοτήτων της, πόσο μάλλον των αρμοδιοτήτων που νομοθετούνται με το παρόν για τα κρυπτοστοιχεία και την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα.

    Συνυπογράφω τα αναφερόμενα στο από 11.03.2025/13:57 σχόλιο. Η μόνη λύση είναι ο ενιαίος πυλώνας εποπτείας, εάν το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι εποπτεία με ευελιξία και άμεσα αντανακλαστικά, στο συνεχές μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο των κεφαλαιαγορών.

    Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης. Μέχρι τις 31.12.2024 η αρμοδιότητα εποπτείας ανήκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και απασχολούνταν 2 άτομα. Από 01.01.2025, η αρμοδιότητα ανατέθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και για το σκοπό αυτό προέβη στην πρόσληψη προσωπικού 6 ειδικοτήτων (https://www.bankofgreece.gr/RelatedDocuments/%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CF%81%CE%BF%CE%BA%CE%AE%CF%81%CF%85%CE%BE%CE%B7_1_2024.pdf) εντός του 2024, σε διάστημα 4 μηνών. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στις 25.02.2025 εκδόθηκαν οι προσωρινοί πίνακες των προσληπτέων βάσει της από 29.06.2024 σχετικής προκήρυξης…

  • 12 Μαρτίου 2025, 12:22 | Εμμανουέλα Σέργη

    ως υπάλληλος της Ε.Κ. για 22 χρόνια τώρα έχω παρακολουθήσει την πλήρη εξέλιξή της. Οι απαιτήσεις της ΕΕ με τη θέσπιση Κανονισμών για τις Ευρωπαϊκές Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς οι οποίοι έχουν εφαρμογή από τη θέσπισή τους και Οδηγιών που απαιτούν υιοθέτηση από τον Νόμο, αυξάνονται ραγδαία. Οι δε υπάλληλοι της Ε.Κ δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις απαιτήσεις λόγω του περιορισμένου αριθμού τους. Οι περισσότεροι είναι εργαζόμενοι ετών οι οποίοι πάνε για συνταξιοδότηση, έχουν δεχτεί δε πιέσεις/περικοπές μισθολογικές όλα τα χρόνια από το 2011 μέχρι τώρα. Οι νέοι υπάλληλοι είναι ελάχιστοι οι οποίοι έρχονται με μειωμένο μισθό και φεύγουν πολύ γρήγορα λόγω των αυξημένων επαγγελματικών απαιτήσεων.
    Κατ’ επέκταση σχετικά με τις διαπιστωθείσες αδυναμίες οργάνωσης και λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.) και την κατεπείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για τη θωράκιση και την ενίσχυση του θεσμικού της ρόλου, επισημαίνει, επί των διατάξεων του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, τα εξής:Η θωράκιση, η αναβάθμιση και η ενίσχυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν επέρχοντται με την ανάθεση για άλλη μια φορά νέων αρμοδιοτήτων, οι οποίες με την υποστελέχωση και την έλλειψη των ειδικοτήτων που απαιτούνται είναι πρακτικά αδύνατον να διεκπεραιωθούν.
    Στο άρθρο 68 προβλέπονται έρευνες και έλεγχοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με ανωνυμία (mystery shopping), οι οποίοι είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν με το στελεχιακό δυναμικό που έχει απομείνει.
    Επιπρόσθετα τίθεται ζήτημα σχετικά με την ανεξαρτησία της Ε.Κ. η οποία είναι απαραίτητη για την εύθρυθμη λειτουργία της. Η διάταξη του άρθρου 69, η οποία προβλέπει ότι μια σειρά εγχειριδίων και διαδικασιών συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για επιτόπιους ελέγχους, θα εγκρίνονται με Υπουργική Απόφαση, όχι μόνο δεν προάγουν την «θωράκιση» της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά οδηγούν σε ασφυκτικό εναγκαλισμό με το Υπουργείο, θίγουν την Ευρωπαϊκά επιβεβλημένη ανεξαρτησία της και εν τέλει εμποδίζουν την αποτελεσματική και ευέλικτη λειτουργία της.

  • 12 Μαρτίου 2025, 12:53 | Εμμανουέλα Σέργη

    Ως υπάλληλος της Ε.Κ. για 22 συνεχή χρόνια διαπιστώνω επιτακτικές ανάγκες εκσυγχρονιμού της Εποπτικής αρχής. Νέοι κανονισμοί εγκρίνονται από την ΕΕ οι οποίοι έχουν άμεση εφαρμογη στα κράτη μέλη της Ευρώπης. Η Ε.Κ. όμως δεν μπορεί με το προσωπικό που έχει να ανταπεξέλθει στις επιτακτικές αυτές ανάγκες. Το υπάρχον προσωπικό μεγαλώνει ηλικιακα και συνταξιοδοτείται ενώ έχει βιώσει μισθολογικές περικοπές χρόνια τώρα ενώ νέοι υπάλληλοι έρχονται με χαμηλούς μισθούς και φεύγουν μέσα σε δύο το πολύ χρόνια.
    Κατ΄επέκταση σχετικά με τις διαπιστωθείσες αδυναμίες οργάνωσης και λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.) και την κατεπείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για τη θωράκιση και την ενίσχυση του θεσμικού της ρόλου, επισημαίνουμε, επί των διατάξεων του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, τα εξής:Η θωράκιση, η αναβάθμιση και η ενίσχυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν επέρχοντται με την ανάθεση για άλλη μια φορά νέων αρμοδιοτήτων, οι οποίες με την υποστελέχωση και την έλλειψη των ειδικοτήτων που απαιτούνται είναι πρακτικά αδύνατον να διεκπεραιωθούν.
    Στο άρθρο 68 προβλέπονται έρευνες και έλεγχοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με ανωνυμία (mystery shopping), οι οποίοι είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν με το στελεχιακό δυναμικό που έχει απομείνει.
    Η διάταξη του άρθρου 69, η οποία προβλέπει ότι μια σειρά εγχειριδίων και διαδικασιών συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για επιτόπιους ελέγχους, θα εγκρίνονται με Υπουργική Απόφαση, όχι μόνο δεν προάγουν την «θωράκιση» της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά οδηγούν σε ασφυκτικό εναγκαλισμό με το Υπουργείο, θίγουν την Ευρωπαϊκά επιβεβλημένη ανεξαρτησία της και εν τέλει εμποδίζουν την αποτελεσματική και ευέλικτη λειτουργία της.

  • 11 Μαρτίου 2025, 13:57 | Παναγιώτης

    Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνονται δύο βασικά προβλήματα λειτουργίας:

    1) H υποστελέχωση. Πέραν του γεγονότος ότι αρκετές εποπτικές διευθύνσεις έχουν έλλειψη προσωπικού [2-3 υπάλληλοι σε εποπτικά τμήματα κατά μέσο όρο], οι μισοί υπάρχοντες εργαζόμενοι της Επιτροπής βρίσκονται στην τελευταία πενταετία πριν να λάβουν σύνταξη.
    2) Η διαφορά αποδοχών μεταξύ εργαζόμενων. Υπάρχουν 3 κατηγορίες εργαζόμενων. Οι παλαιότεροι συνάδελφοι που λαμβάνουν αρκετά ικανοποιητικές απολαβές, οι λίγο νεότεροι που λαμβάνουν λιγότερο ικανοποιητικές αποδοχές και οι νεοπροσλαμβανόμενοι που λαμβάνουν μη ικανοποιητικές αποδοχές καθώς δεν λαμβάνουν καν την προσωπική διαφορά.

    Το γεγονός ότι οι νεοπραλαμβανόμενοι δεν λαμβάνουν την προσωπική διαφορά επιτείνει και διογκώνει το πρόβλημα της υποστελέχωσης καθώς προσελκύονται είτε μη επαρκώς εξειδικευμένο προσωπικό είτε προσωπικό που είναι κοντά στην σύνταξη με ελλιπές κίνητρο ή προσωπικό που έχει άλλα κίνητρα πχ οικογενειακά. Σε κάθε περίπτωση, εξειδικευμένο προσωπικό που να έχει επαρκές κίνητρο με αρχικό μισθό 900 ευρώ προφανώς δεν προσελκύεις σε μακροπρόθεσμό επίπεδο εντός του υφιστάμενου πλαισίου.

    Ακόμα, όμως, και οι υπόλοιποι συνάδελφοι δεν λαμβάνουν εν τέλει ικανοποιητικές αποδοχές συγκρινόμενοι με αντίστοιχου επιπέδου εξειδικευμένο προσωπικό και αρχές. Γεγονός που προφανώς και αυτό δημιουργεί έλλειψη κινήτρων.

    Συγκεκριμένα:

    1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι ο δεύτερος ελεγκτικός πόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο άλλος είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.
    2) Οι αποδοχές των υπαλλήλων, των στελεχών και της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος απέχουν μακράν των αντίστοιχων αποδοχών της Τράπεζας της Ελλάδος.
    3) Η διαφοροποίηση αυτή δεν υπήρχε παλαιότερα διότι και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπήρχε ειδικό μισθολόγιο που διατηρήθηκε με αρκετές περικοπές μόνο για τους παλιούς συναδέλφους [αυτούς που βρίσκονται κοντά στη σύνταξη]. Οι μεσαίοι υπάλληλοι και οι νεότεροι δεν λαμβάνουν τέτοιες αποδοχές σε αντίθεση με το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος.
    4) Η διαφοροποίηση αποδοχών της Τράπεζας της Ελλάδος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τη νομική μορφή ή με βάση το γεγονός ότι η ΤτΕ υπάγεται στην ΕΚΤ. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:

    Σύμφωνα με την ηλεκτρονική διεύθυνση της Τράπεζας της Ελλάδος, μία εκ των βασικών αρμοδιοτήτων της ΤτΕ είναι η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων [βλ. https://www.bankofgreece.gr/kiries-leitourgies/epopteia%5D. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων υπαγόταν αρχικά στην Διεύθυνση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης, εν συνεχεία στην ανεξάρτητη αρχή «Εποπτεία Ιδιωτικής Ασφάλισης» [ΕΠΕΙΑ] και από το έτος 2010 έχει υπαχθεί στην εποπτεία της ΤτΕ [βλ. https://www.bankofgreece.gr/kiries-leitourgies/epopteia/epopteia-idiwtikhs-asfalishs/istoria-epopteias-idiwtikhs-asfalisisis%5D.

    Στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπάγονται ενδεικτικά η εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων, των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες [ΟΣΕΚΑ] και των εταιριών διαχείρισής τους [ΑΕΔΑΚ], των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων [ΟΕΕ] και των εταιριών διαχείρισής τους [ΑΕΔΟΕΕ], των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και τρίτων χωρών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, των τόπων διαπραγμάτευσης [οργανωμένων αγορών και πολυμερών μηχανισμών διαπραγμάτευσης], των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού, των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, οι εισηγμένες σε οργανωμένες αγορές εταιρίες [βλ.http://www.hcmc.gr/el_GR/web/portal/supervise%5D.

    Το σύνολο των ανωτέρω οντοτήτων [πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρίες διαχείρισής τους, εισηγμένες εταιρίες, τόποι διαπραγμάτευσης] υπάγονται στις οντότητες του χρηματοπιστωτικού/χρηματοοικονομικού τομέα που υπάγονται σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό πλαίσιο εποπτείας [βλ. ενδεικτικά Regulation and supervision (europa.eu)], ενώ το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας [EFSF] αποτελείται από τρεις επιμέρους εποπτικές Αρχές, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών [EBA], την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών [ESMA] και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων [EIOPA] [βλ. ενδεικτικά European system of financial supervision (europa.eu)].

    Είναι χαρακτηριστικό του παρόμοιου εποπτικού πλαισίου που διέπει τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις εποπτευόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οντότητες ότι σε πολλές ευρωπαϊκές νομοθεσίες που έχουν αντίστοιχα ενσωματωθεί στο εσωτερικό νομοθετικό πλαίσιο, οι ανωτέρω οντότητες [πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων, αλλά και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις] υπάγονται από κοινού στο πεδίο εφαρμογής τους και κατά την διαμόρφωση των εσωτερικών νόμων γίνεται προσπάθεια κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

    Ενδεικτικά αναφέρονται:
    α) ο ν.4514/2018 για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας MIFID II [ιδίως άρθρο 67],
    β) o ν.4261/2014 που αφορά την εποπτεία της επάρκειας τόσο των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και (κάποιων) επιχειρήσεων επενδύσεων [ιδίως άρθρα 22α, 104επ, 154],
    γ) ο ν.4335/2015 που αφορά το θεσμικό πλαίσιο εξυγίανσης τόσο των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και των επιχειρήσεων επενδύσεων,
    δ) ο ν.4537/2018 [ιδίως άρθρα 129-130] που αφορά την εποπτεία των PRIIPS σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 1286/2014, κατά την εποπτεία του οποίου εμπλέκεται η Τράπεζα της Ελλάδος ως εποπτεύουσα τα πιστωτικά ιδρύματα και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τους ασφαλιστικούς διανομείς και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις εποπτευόμενες από αυτή ανωτέρω οντότητες,
    ε) ο ν. 4557/2018 για την πρόληψη και καταστολή του ξεπλύματος χρήματος [ιδίως άρθρο 6], στο πεδίο εφαρμογής του οποίου προφανώς υπάγονται όλες οι ανωτέρω οντότητες- πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων-
    στ) ο ν.4706/2020 για την εποπτεία των κοινοτικών κανονισμών που αφορούν τις τιτλοποιήσεις [βλ. ιδίως άρθρα 69 και 69α],
    ζ) ο ν.4514/2018 όσον αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων [ιδίως άρθρο 100], όπου η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται αρμόδια αρχή για πιστωτικά ιδρύματα και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ενώ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις εποπτευόμενες από εκείνη οντότητες,
    η) ο Κανονισμός 1238/2019 που αφορά την εποπτεία των ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων PEPP [ιδίως άρθρο 6], όπου σε εθνικό επίπεδο πραγματοποιείται προσπάθεια κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
    θ) οι Κανονισμοί 2019/2088 και 2020/852 περί των γνωστοποιήσεων αειφορίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπου ως συμμετέχοντες σε αυτές νοούνται όλες οι εποπτευόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οντότητες, καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις [ιδίως άρθρο 2].

    Είναι προφανές ότι η εποπτεία του ανωτέρω θεσμικού πλαισίου τόσο σε επίπεδο Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και σε επίπεδο Τράπεζας της Ελλάδος απαιτεί εξειδικευμένο προσωπικό με ελεγκτικές, νομικές και οικονομολογικές γνώσεις. Το δε προσωπικό που έχει προσληφθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μέσα από νόμιμες διαδικασίες πρόσληψης πληροί τις εν λόγω εξειδικευμένες γνώσεις τόσο σε επίπεδο επιστημονικού όσο και σε επίπεδο διοικητικού προσωπικού.

    Επιπλέον, τονίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται η ίδια να υπαχθεί στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς [βλ. πχ. άρθρο 19 παρ.2 του νόμου 4569/2018]. Είναι, επομένως, οξύμωρο το προσωπικό της εποπτεύουσας Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αμείβεται κατά πολύ λιγότερο από το προσωπικό της εποπτευόμενης ΤτΕ.

    Κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ομοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό δεδομένου ότι εποπτεύουν και οι δύο αρχές οντότητες του χρηματοοικονομικού τομέα, με δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε αυτές, ενώ και σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι εποπτικές αρχές [EBA, ESMA, EIOPA] βρίσκονται σε ισότιμο επίπεδο και το προσωπικό τους ανταμείβεται σε επίπεδο αποδοχών με όμοιο τρόπο. Το δε προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει προφανώς τον ίδιο βαθμό εξειδίκευσης σε σχέση με το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος στα αντίστοιχα τουλάχιστον αντικείμενα που εποπτεύονται από αυτή.

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

    Σύμφωνα με το καταστατικό της, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι Ανώνυμη Εταιρία. Ταυτόχρονα, όμως, σύμφωνα με την ίδια την ηλεκτρονική της διεύθυνση, είναι ανεξάρτητη αρχή που ασκεί δημόσιο λειτούργημα, έχει ίδιους πόρους και απολαύει λειτουργικής και διοικητικής ανεξαρτησίας [https://www.bankofgreece.gr/trapeza/rolos-kai-armodiotites].

    Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι, σύμφωνα με το άρθρο 76α του ν.1969/1991, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με ίδιους πόρους, λειτουργεί επίσης χάριν του δημοσίου συμφέροντος και απολαύει λειτουργικής και διοικητικής ανεξαρτησίας.

    Κατά συνέπεια, και οι δύο αρχές δρουν πρωτίστως χάριν του δημοσίου συμφέροντος, έχουν ίδιους πόρους και έσοδα και απολαύουν ανεξαρτησίας. Το γεγονός ότι η νομική τους μορφή είναι διαφορετική δεν αναιρεί τα υπόλοιπα και δεν μπορεί να αποτελεί αιτιολογία για την τόσο σημαντική διαφοροποίηση των αποδοχών του προσωπικού τους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απλή σύγκριση των αποδοχών τους, οι αποδοχές του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος είναι υψηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον κατά 1.000-1.500 ευρώ σε μεικτές αποδοχές ή 800-1.200 ευρώ σε καθαρές αποδοχές ανάλογα με την κατηγορία προσωπικού. Ενώ, ακόμα και εντός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις που δεν δικαιολογούνται από το αντικείμενο ή την εξειδίκευση των υπαλλήλων παρά μόνο με τον χρόνο και το καθεστώς πρόσληψής τους.

    Η ασύμμετρη αυτή διαφοροποίηση αποδοχών [τόσο εσωτερικά μεταξύ του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και με τις αποδοχές παρόμοιων εποπτικών αρχών] αναπόφευκτα οδηγεί αφενός σε διαφορά συμφερόντων μεταξύ του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με ότι αυτό συνεπάγεται ως προς την συνοχή της Υπηρεσίας και αφετέρου έλλειψη κινήτρου στο αισθανόμενο κατάφωρη αδικία προσωπικό της, ώστε να ασκήσει τα καθήκοντά του με επάρκεια και αποτελεσματικότητα που τελικά οδηγεί στην υποβάθμιση του θεσμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

    Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανωτέρω κατάσταση που δεν τιμά πρωτίστως την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο [δεδομένου ότι το προσωπικό της ESMA αντιμετωπίζεται τουλάχιστον ισάξια με το προσωπικό της EBA και της EIOPA], αλλά ούτε και την σημασία και τον ρόλο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως Εποπτεύουσας Αρχής, προτείνονται οι ακόλουθες λύσεις εναλλακτικά:

    1. Σε αντιστοιχία με ότι έχει λάβει χώρα σε άλλες χώρες της Ευρώπης, προτείνεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ενταχθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος ως σχετική Γενική Διεύθυνση [πχ. Γενική Διεύθυνση Εποπτείας Κεφαλαιαγοράς με αντίστοιχες Διευθύνσεις και τμήματα ως έχουν σήμερα εντός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς πχ. Διεύθυνση Φορέων, Διεύθυνση Εισηγμένων].
    Ειδικότερα, σημειώνεται ότι σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και του εξωτερικού εν γένει, ο χρηματοπιστωτικός τομέας εποπτεύεται σε ενιαίο επίπεδο. Παραδείγματα τέτοιων χωρών αποτελούν:
    α) H Γερμανία, όπου η BAFIN [Federal Financial Supervisory Authority] έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.bafin.de/EN/Homepage/homepage_node.html%5D,
    β) To Ηνωμένο Βασίλειο, όπου επίσης η FSA [Financial Conduct Authority έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.fca.org.uk/ ],
    γ) To Λουξεμβούργο, όπου επίσης η CSSF έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.cssf.lu/en/ ],
    δ) H Αυστρία, όπου η FMA έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ H Γερμανία, όπου η BAFIN [Federal Financial Supervisory Authority] έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.fma.gv.at/en/ ],
    ε) H Ουγγαρία, όπου η MΝΒ έχει αναλάβει την εποπτεία όλων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρίες και όλες τις εταιρίες που εποπτεύει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς [ https://www.mnb.hu/en/supervision/licensing-and-institution-oversight/licensing-procedures ].

    Επισημαίνεται, επίσης, ότι, σύμφωνα με την ετήσια οικονομική έκθεση του 2021 της ΤτΕ, σελ.176], το συνολικό προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος αριθμεί σήμερα περίπου 1.863 άτομα. Κατά συνέπεια, η ένταξη επιπλέον περίπου 120 εργαζομένων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην Τράπεζα της Ελλάδος δεν προβλέπεται ότι θα επιφέρει σημαντική οικονομική επιβάρυνση στον ισολογισμό της Τράπεζας της Ελλάδος δεδομένου ότι μπορεί στην Τράπεζα της Ελλάδος να μεταφερθούν ταυτόχρονα και τα υπάρχοντα έσοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

    Κατά την ρύθμιση για την εν λόγω ένταξη, προτείνεται να αναγνωριστούν πλήρως το σύνολο των προσόντων και της προϋπηρεσίας του επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο δημόσιο τομέα και να υπαχθούν στα αντίστοιχα κλιμάκια και καθεστώς αποδοχών της Τράπεζας της Ελλάδος χωρίς προέγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος δεδομένης της υφιστάμενης υψηλής και ήδη κριθείσας αρμοδίως εξειδίκευσης των στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στο αντικείμενο τους.

    Προτεινόμενη ρύθμιση [αντίστοιχη με της ΕΠΕΙΑ]:
    «1. Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που συνεστήθη με τη διάταξη του άρθρου 76 του ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 38 Α) καταργείται … μετά τη δημοσίευση αυτού του νόμου και μεταφέρονται από την ίδια ημερομηνία στην Τράπεζα της Ελλάδος όλες οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως αυτές ενδεικτικά απαριθμούνται στους νόμους 4514/2018, 4099/2012, 4209/2013…. Η Τράπεζα της Ελλάδος υποβάλλει στη Βουλή σχετική ετήσια έκθεση.

    Μεταφέρονται, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος και οι εποπτικές αρμοδιότητες, που έχουν ανατεθεί με διατάξεις νόμων σε άλλα όργανα εποπτείας της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς.

    Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η «Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» νοείται εφεξής η Τράπεζα της Ελλάδος.

    2. Οι αρμοδιότητες εποπτείας της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, όπως καθορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία, ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου της Τράπεζας. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να εξειδικεύονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

    Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ακολουθεί, με την έκδοση σχετικών κανονιστικών της πράξεων, τις κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στο πλαίσιο εφαρμογής της παρ. 1α΄ του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 331, 15.12.2010).

    3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται η εισφορά των εποπτευόμενων έως σήμερα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιχειρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού που ανατίθεται στην Τράπεζα αυτή με τις διατάξεις αυτού του άρθρου, σε ποσοστό μέχρι 5% τοις χιλίοις επί της ετήσιας συνολικής παραγωγής… και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα.

    4. Για παραβάσεις των διατάξεων που είναι σχετικές με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με αυτό το άρθρο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά των εποπτευόμενων επιχειρήσεων, των νομίμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν διοίκηση, είτε πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατά τους όρους του άρθρου 55Α του καταστατικού της (ν. 3424/1927 ΦΕΚ 298 Α`, όπως ισχύει), είτε τις διοικητικές ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις των νόμων και Κοινοτικών Κανονισμών, η εποπτεία των οποίων της ανατίθενται με το παρόν (ΦΕΚ), όπως κάθε φορά ισχύουν.

    5. Από την ημέρα κατάργησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς:

    α) Ανακαλούνται αυτοδικαίως οι αποσπάσεις και κάθε άλλη πράξη διάθεσης προς αυτή μόνιμου προσωπικού υπηρεσιών του Δημοσίου ή φορέων του δημόσιου τομέα. Το προσωπικό της κατηγορίας αυτής δύναται, μετά από αίτηση του, να αποσπαστεί, στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3229/2004, που προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 3581/2007 (ΦΕΚ 140 Α).

    β) Ο Γενικός Διευθυντής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 14 του π.δ. 20/2006 (ΦΕΚ 17 Α) μεταφέρεται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι τη λήξη της θητείας του. Οι Διευθυντές και οι Προϊστάμενοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μεταφέρονται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι την λήξη της θητείας τους.

    γ) Όσοι υπάλληλοι της καταργούμενης υπηρεσίας ανήκουν στο μόνιμο και ειδικό επιστημονικό προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του άρθρου 15 και 17 του π.δ. 20/2006, καθώς και το προσωπικό με έμμισθη εντολή του άρθρου 18 του ίδιου προεδρικού διατάγματος μεταφέρονται στην Τράπεζα της Ελλάδος και εντάσσονται στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ίδιο δικαίωμα παρέχεται και στους υπαλλήλους που έχουν αποσπαστεί από φορείς του δημόσιου τομέα και ασκούσαν καθήκοντα ειδικού επιστημονικού προσωπικού. Ο χρόνος υπηρεσίας του εν λόγω προσωπικού που διανύθηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή σε άλλη δημόσια υπηρεσία θεωρείται ότι διανύθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος για όλα τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου.

    Κατ’ εξαίρεση το μόνιμο προσωπικό που υπάγεται στο άρθρο 15 του πδ. 20/2006 μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του, να μεταταχθεί στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) και να ενταχθεί, ανάλογα με τα προσόντα του, σε κενές οργανικές θέσεις ή προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την απόφαση μετάταξης και καταργούνται με την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία. Η μετάταξη ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά από εισήγηση της ΕΛΤΕ. Το προσωπικό που δεν επιλέγει τη μετάταξη του στην ΕΛΤΕ ή δεν μετατάσσεται στην ΕΛΤΕ με την παραπάνω διαδικασία, μετατάσσεται σε κενή οργανική θέση υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 154 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/ 2007 (ΦΕΚ 26 Α) και του π.δ. 117/2008 (ΦΕΚ 180 Α). Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για τη διαδικασία μετάταξης ορίζεται η Διεύθυνση Προσωπικού (Δ-4) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

    5. Το κεφάλαιο που έχει σχηματιστεί από τις Εισφορές των έως σήμερα υπαγόμενων στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιχειρήσεων περιέρχεται στην Τράπεζα της Ελλάδος και διατίθεται σύμφωνα με τις ισχύουσες για την Τράπεζα της Ελλάδος διατάξεις.

    8. Μέχρι την κατάργηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής επιλαμβάνεται επειγόντων ή τρέχουσας φύσης θεμάτων. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δικαιούται να συμμετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος προς τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο και οι υπηρεσιακές μονάδες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς οφείλουν να παρέχουν κάθε ζητούμενη πληροφορία.

    9. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις της καταργούμενης Επιτροπής αναλαμβάνονται από το Τράπεζα της Ελλάδος χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Αξιώσεις που αφορούν το προ της κατάργησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς χρονικό διάστημα ασκούνται υπό ή κατά της Τράπεζας της Ελλάδος.

    Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για την παροχή απόψεων και την αποστολή του διοικητικού φακέλου στα δικαστήρια σχετικά με τις εκκρεμείς δίκες και αξιώσεις που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, καθίσταται η Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία μεταφέρονται οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή που υπηρετούν σήμερα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εκκρεμείς διοικητικές υποθέσεις, κατά το χρόνο κατάργησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αναλαμβάνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

    10. Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους παραδίδει εντός είκοσι (20) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου … φακέλους στη Διεύθυνση Πιστωτικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών».

    11. Όπου διατάξεις αυτής της παραγράφου άπτονται ρυθμίσεων του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, το καταστατικό τροποποιείται κατά την προβλεπόμενη σε αυτό διαδικασία.

    12. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα για την ακώλυτη υπεισέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος στο έργο της καταργούμενης Επιτροπής και ρυθμίζεται κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.».

    Ταυτόχρονα, προτείνεται η αναδιαμόρφωση του οργανογράμματος της Τράπεζας της Ελλάδος όπως αυτό ανευρίσκεται στην ηλεκτρονική της διεύθυνση κατά τρόπο, ώστε να περιληφθεί σε αυτό είτε μία Γενική Διεύθυνση διαρθρωμένη όπως είναι σήμερα η Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε ως μία νέα Διεύθυνση [στην Γενική Διεύθυνση Προληπτικής Εποπτείας και Εξυγίανσης, η «Διεύθυνση Εποπτείας της Κεφαλαιαγοράς» με τα ακόλουθα τμήματα [σε αντιστοιχία με αυτά της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος]:
    α) Τμήμα Αδειοδότησης Επιχειρήσεων Επενδύσεων,
    β) Τμήμα Αδειοδότησης ΟΣΕ,
    γ) Τμήμα Εποπτείας Επιχειρήσεων Επενδύσεων,
    δ) Τμήμα Εποπτείας ΟΣΕ,
    ε) Τμήμα Αδειοδότησης και Εποπτείας Οργανωμένων Αγορών,
    στ) Τμήμα Εποπτείας Εισηγμένων Εταιριών,
    ζ) Τμήμα Καταγγελιών και Εποπτείας Αγορών,
    η) Τμήμα Εποπτείας Πρόληψης Ξεπλύματος Χρήματος,
    θ) Τμήμα Θεσμικού Πλαισίου και Αξιολογήσεων,
    ι) Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και
    ια) Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης.

    2. ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ, σε περίπτωση μη ένταξης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην Τράπεζα της Ελλάδος, προτείνεται να δοθεί μία τέτοια αύξηση αποδοχών στο προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ώστε να ανταμοίβεται το προσωπικό της με αντίστοιχο της Τράπεζας της Ελλάδος επίπεδο αποδοχών ανά κατηγορία προσωπικού. Η αύξηση δε αυτή θα πρέπει για λόγους διασφάλισης της συνοχής της Υπηρεσίας να δοθεί κατά τρόπο, ώστε να υπάρξει σύγκλιση των αποδοχών μεταξύ των υπαλλήλων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ταυτόχρονα να διατηρηθούν τυχόν διαφοροποιήσεις που προκύπτουν μόνο βάσει των ετών πρόσληψης του εκάστοτε υπαλλήλου.

    Τέλος, επισημαίνεται ότι το σύνολο της ανωτέρω ανάλυσης δεν αποτυπώνει την ακριβή μισθοδοσία τόσο του προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και του αντίστοιχου της Τράπεζας της Ελλάδος δεδομένου του απόρρητου χαρακτήρα της μισθοδοσίας εν γένει του προσωπικού και της αδυναμίας ανεύρεσης ακριβών στοιχείων. Αποτυπώνεται, ωστόσο, βάσει δημοσιευμένων στοιχείων, σε μεγάλο βαθμό η εικόνα διαφοροποίησης των αποδοχών που υφίσταται τόσο εντός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και σε σύγκριση κυρίως με το προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.

    Ο υποβιβασμός της Ε.Κ. σε σχέση με το παρελθόν είναι σαφής εκ των ανωτέρω και αναντίστοιχος με το πλήθος των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται, συνεχώς και περισσότερων και πιο απαιτητικών όπως αυτών με το παρόν νομοσχέδιο [ακόμα και περισσότερων σε σχέση με την ΤτΕ].

    Λόγω δε των ανωτέρω λόγων, είναι σαφής και η αδυναμία προσέλκυσης νέου προσωπικου σε αντίθεση με την ΤτΕ με ότι αυτό συνεπάγεται για την προστασία των επενδυτών. Δεν μπορεί το προσωπικό της Ε.Κ. να αισθάνεται τόσο κατάφωρα αδικημένο και να είναι ο σάκος του μπόξ και το αντίστοιχο προσωπικό της ΤτΕ να αισθάνεται υπερέχον χωρίς αντικειμενική αιτιολογία όταν μάλιστα η ΤτΕ εποπτεύεται από την Ε.Κ. Είναι δικαιοσύνη αυτό; Κατά την γνώμη μου όχι.

    Παρακαλούμε, επομένως, να αποκατασταθεί το θέμα ώστε να δοθεί προοπτική στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και κατ’ επέκταση στην προστασία των επενδυτών.

  • 11 Μαρτίου 2025, 09:20 | ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

    O Σύλλογος Εργαζομένων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σε συνέχεια πληθώρας ενεργειών του την τελευταία δεκαετία ως προς την ενημέρωση και της τρέχουσας πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με τις διαπιστωθείσες αδυναμίες οργάνωσης και λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.) και την κατεπείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για τη θωράκιση και την ενίσχυση του θεσμικού της ρόλου, επισημαίνει, επί των διατάξεων του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, τα εξής:

    Η θωράκιση, η αναβάθμιση και η ενίσχυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν επέρχοντται με την ανάθεση για άλλη μια φορά νέων αρμοδιοτήτων, οι οποίες με την υποστελέχωση και την έλλειψη των ειδικοτήτων που απαιτούνται είναι πρακτικά αδύνατον να διεκπεραιωθούν.
    Στο άρθρο 68 προβλέπονται έρευνες και έλεγχοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με ανωνυμία (mystery shopping), οι οποίοι είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν με το στελεχιακό δυναμικό που έχει απομείνει.
    Η διάταξη του άρθρου 69, η οποία προβλέπει ότι μια σειρά εγχειριδίων και διαδικασιών συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για επιτόπιους ελέγχους, θα εγκρίνονται με Υπουργική Απόφαση, όχι μόνο δεν προάγουν την «θωράκιση» της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά οδηγούν σε ασφυκτικό εναγκαλισμό με το Υπουργείο, θίγουν την Ευρωπαϊκά επιβεβλημένη ανεξαρτησία της και εν τέλει εμποδίζουν την αποτελεσματική και ευέλικτη λειτουργία της.