Άρθρο 90 – Ειδική εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ

1. Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, σύµφωνα µε το άρθρο 8 του παρόντος νόµου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί αµέσως την απόφαση ανάκλησης στον αρµόδιο για την τήρηση του µητρώου των ανωνύµων εταιρειών φορέα, µε επιµέλεια του οποίου δηµοσιεύεται περίληψη της απόφασης στο Γενικό Εµπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.).
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 4335/2015 (Α΄ 87) περί ανάκαµψης και εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς µπορεί, µε την ίδια απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, να θέσει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Σε αντίθετη περίπτωση, η ΑΕΠΕΥ λύεται σύµφωνα µε τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (Α΄ 37). Όταν η άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ ανακαλείται κατόπιν αιτήµατός της, δεν επέρχεται υποχρεωτικά η λύση αυτής.

2. Αν η ΑΕΠΕΥ τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, ηµέρα έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης λογίζεται η ηµέρα λήψης της σχετικής απόφασης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Κατά την ειδική εκκαθάριση εφαρµόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και συµπληρωµατικά οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 περί εκκαθάρισης, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές.
Κατά το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης και µέχρι την περάτωσή της, µε βάση τα ειδικότερα προβλεπόµενα στην παράγραφο 11, η ΑΕΠΕΥ δεν µπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αναστέλλονται οι ατοµικές διώξεις, καθώς και κάθε ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει, µε την ίδια απόφαση µε την οποία θέτει την ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής. Ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, µε γνώσεις και εµπειρία σε θέµατα κεφαλαιαγοράς, και επιλέγεται από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ’ έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο ειδικός εκκαθαριστής αναλαµβάνει καθήκοντα από την επίδοση σε αυτόν της ως άνω απόφασης. Όταν ο ειδικός εκκαθαριστής είναι φυσικό πρόσωπο, µπορεί να είναι ορκωτός ελεγκτής λογιστής, οικονοµολόγος ή δικηγόρος. Ο διορισµός του ειδικού εκκαθαριστή συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συµβουλίου της ΑΕΠΕΥ. Στον ειδικό εκκαθαριστή εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για το διοικητικό συµβούλιο. Τυχόν διαπίστωση της ακυρότητας του διορισµού του ειδικού εκκαθαριστή δεν θίγει έναντι τρίτων το κύρος των πράξεών του από την επίδοση του διορισµού του µέχρι την ακύρωση αυτού. Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία µπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο.
Ο ειδικός εκκαθαριστής µπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να προσλάβει ως σύµβουλό του εξειδικευµένο φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τον όγκο ή το βαθµό δυσκολίας των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης. Επίσης, µπορεί είτε να διατηρεί είτε να προσλάβει, ύστερα από τη σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση αυτή, το απαιτούµενο για τις ανάγκες της ειδικής εκκαθάρισης προσωπικό.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζει στην απόφασή της περί διορισµού του ειδικού εκκαθαριστή και την αµοιβή του, καθώς και την αµοιβή του τυχόν συµβούλου, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και η οποία µπορεί να καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε µηνιαία βάση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς µπορεί µε απόφασή της να ρυθµίζει τα ειδικότερα θέµατα της διαδικασίας διορισµού των ανωτέρω προσώπων, καθώς και της διαδικασίας της ειδικής εκκαθάρισης.

4. Αν η ειδική εκκαθάριση δεν έχει ολοκληρωθεί εντός δώδεκα (12) µηνών από την επίδοση του διορισµού του ειδικού εκκαθαριστή, αυτός ενηµερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία µπορεί, κατόπιν αιτήµατός του, το οποίο συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραµµα εργασιών, να χορηγεί παράταση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης έως δώδεκα (12) µήνες κάθε φορά. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και σε κάθε περίπτωση που κρίνεται σκόπιµο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού λάβει υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη διενεργηθεί, καθώς και τις υπολειπόµενες εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης, επαναξιολογεί το έργο του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συµβούλου του και µπορεί να αναπροσαρµόζει το ύψος της αµοιβής τους, να αποφασίζει την αντικατάστασή τους ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αναγκαία ενέργεια.

5. Αν, µετά τη θέση ΑΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ στερείται των αναγκαίων πόρων για την εκτέλεση των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 (Α΄ 228), ύστερα από αιτιολογηµένη αίτηση του ειδικού εκκαθαριστή που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονοδιάγραµµα εργασιών και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καλύπτει καταρχάς από την εισφορά της ΑΕΠΕΥ και, εφόσον αυτή δεν επαρκεί, από το κεφάλαιό του, εντός δύο (2) µηνών από την υποβολή της αίτησης, τις δαπάνες της αµοιβής του ειδικού εκκαθαριστή και του τυχόν συµβούλου, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της ειδικής εκκαθάρισης, για χρονική περίοδο που δεν µπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) µήνες από την ηµεροµηνία επίδοσης στον ειδικό εκκαθαριστή της απόφασης διορισµού του. Το Συνεγγυητικό µπορεί, µε τη σύµφωνη γνώµη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να καλύπτει µε τις ίδιες προϋποθέσεις τις ανωτέρω δαπάνες για επιπλέον χρονικό διάστηµα, έως δώδεκα (12) µήνες κάθε φορά. Οι δαπάνες καταβάλλονται από το Συνεγγυητικό ανά δίµηνο, µε την προϋπόθεση ότι ο ειδικός εκκαθαριστής έχει εκτελέσει το αντίστοιχο τµήµα των εργασιών, όπως έχει δεσµευθεί µε βάση το υποβληθέν χρονοδιάγραµµα, ή ότι έχει επαρκώς αιτιολογήσει τυχόν αποκλίσεις.

6. Αµέσως µετά το διορισµό του ο ειδικός εκκαθαριστής παραλαµβάνει τα γραφεία, υποκαταστήµατα και περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, προβαίνει σε απογραφή και διαχωρίζει τα χρήµατα, χρηµατοπιστωτικά µέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, από τα χρήµατα, χρηµατοπιστωτικά µέσα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία αφενός πελατών και αφετέρου λοιπών τρίτων προσώπων. Ως περιουσιακά στοιχεία πελατών νοούνται αυτά τα οποία συνδέονται µε την παροχή από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4 σε αυτούς, είτε βρίσκονται στην κατοχή της ΑΕΠΕΥ είτε τηρούνται στο Σύστηµα Άυλων Τίτλων ή σε άλλο σύστηµα καταχώρισης και παρακολούθησης κινητών αξιών είτε φυλάσσονται από τρίτους. Με την επίδοση του διορισµού του, ο ειδικός εκκαθαριστής µπορεί να ζητήσει µε αίτησή του προς τον Ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της ΑΕΠΕΥ τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστηµάτων της ΑΕΠΕΥ, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων της. Το αργότερο µέσα σε πέντε (5) ηµέρες από τη σφράγιση, ο ειδικός εκκαθαριστής ζητεί από τον ειρηνοδίκη να διατάξει την αποσφράγιση και την απογραφή της ΑΕΠΕΥ. Μετά την απογραφή, τα γραφεία και τα υποκαταστήµατα της ΑΕΠΕΥ, καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον ειδικό εκκαθαριστή. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρµόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 826 έως 841 ΚΠολΔ, πλην των διατάξεων που προβλέπουν την υποχρέωση διορισµού πραγµατογνωµόνων.

7. Ο ειδικός εκκαθαριστής καλεί, µέσα σε είκοσι (20) ηµέρες από την επίδοση του διορισµού του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, µε ανακοίνωση που δηµοσιεύεται µία φορά την εβδοµάδα, επί τρεις συνεχείς εβδοµάδες, σε δύο (2) ηµερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφηµερίδες, από τις οποίες µία (1) τουλάχιστον είναι οικονοµική πανελλαδικής κυκλοφορίας, καθώς και σε δύο (2) τουλάχιστον ηλεκτρονικές εφηµερίδες, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους µε όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία µέσα σε πέντε (5) µήνες από την τελευταία δηµοσίευση. Η ανωτέρω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάµενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της ΑΕΠΕΥ και αναρτάται στην ιστοσελίδα της ΑΕΠΕΥ, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Συνεγγυητικού.

8. Ο ειδικός εκκαθαριστής καταρτίζει:
(α) Οικονοµικές καταστάσεις από την έναρξη της τρέχουσας διαχειριστικής χρήσης έως την ηµεροµηνία που η ΑΕΠΕΥ τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Εξ αυτών, η κατάσταση χρηµατοοικονοµικής θέσης αποτελεί τον ισολογισµό έναρξης της ειδικής εκκαθάρισης.
(β) Οικονοµικές καταστάσεις για το χρονικό διάστηµα από την έναρξη της ειδικής εκκαθάρισης έως τη λήξη της, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στον κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
(γ) Οικονοµικές καταστάσεις λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, οι οποίες συνοδεύονται από απολογισµό της ειδικής εκκαθάρισης.
Οι ανωτέρω οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να είναι νόµιµα ελεγµένες από ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται µε απόφαση της γενικής συνέλευσης των µετόχων της ΑΕΠΕΥ. Σε περίπτωση αδυναµίας ορισµού από τη γενική συνέλευση, οι ελεγκτές ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Οι ανωτέρω οικονοµικές καταστάσεις δεν απαιτείται να έχουν συνταχθεί σύµφωνα µε τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι ελεγµένες οικονοµικές καταστάσεις υποβάλλονται: α) στη γενική συνέλευση των µετόχων της ΑΕΠΕΥ, στην οποία προεδρεύει ο ειδικός εκκαθαριστής, για έγκριση, β) στον αρµόδιο για την τήρηση του µητρώου των ανωνύµων εταιρειών φορέα, γ) στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δ) στο Συνεγγυητικό, καταχωρούνται µε επιµέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στο Γ.Ε.ΜΗ. και γενικά δηµοσιεύονται, όπως κάθε φορά ο νόµος ορίζει.
Αν η γενική συνέλευση συγκαλείται νόµιµα για να εγκρίνει τις οικονοµικές καταστάσεις και δεν επιτυγχάνεται απαρτία ούτε στην πρώτη συνεδρίαση ούτε στην επαναληπτική της, προκειµένου να λάβει σχετική απόφαση, τότε λογίζεται ότι οι οικονοµικές καταστάσεις συντάχθηκαν και εγκρίθηκαν κατά τους νόµιµους τύπους και συνεχίζεται η πρόοδος των εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης.
Αν στη γενική συνέλευση που συνέρχεται για την έγκριση των οικονοµικών καταστάσεων διατυπωθούν παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις επ’ αυτών, ο ειδικός εκκαθαριστής επανασυντάσσει τις οικονοµικές καταστάσεις ενσωµατώνοντας τις παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις ή αιτιολογώντας τυχόν απόκλιση, µε τη σύµφωνη γνώµη και των ελεγκτών. Κατόπιν αυτού, οι οικονοµικές καταστάσεις θεωρούνται ως εγκριθείσες.
Ο ειδικός εκκαθαριστής, περαιτέρω, ενεργεί πράξεις της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, στο µέτρο που αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των τρεχουσών αναγκών και γενικά για την εύρυθµη λειτουργία της ΑΕΠΕΥ, όπως η είσπραξη ληξιπρόθεσµων απαιτήσεων και η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας. Κατά τα λοιπά, ο ειδικός εκκαθαριστής, µεταξύ άλλων, χειρίζεται θέµατα της ειδικής εκκαθάρισης, επικοινωνεί µε τους αρµόδιους φορείς, ενηµερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίµηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθεση µετά τη λήξη της εκκαθάρισης.

9. Οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πελατών που συνδέονται µε την παροχή σε αυτούς από την ΑΕΠΕΥ υπηρεσιών του άρθρου 4, επαληθεύονται από τον ειδικό εκκαθαριστή µε βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή µε οποιοδήποτε νόµιµο αποδεικτικό µέσο έχει στη διάθεσή του, µέσα σε χρονικό διάστηµα τριών (3) µηνών από τη λήξη της προθεσµίας αναγγελίας. Εντός δύο (2) µηνών από την επαλήθευση των απαιτήσεων, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην απόδοση των χρηµατικών ποσών, χρηµατοπιστωτικών µέσων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων στους δικαιούχους πελάτες, σύµφωνα µε τις διατάξεις της κείµενης νοµοθεσίας. Αν τα χρηµατικά διαθέσιµα της ΑΕΠΕΥ δεν επαρκούν για την πλήρη ικανοποίηση όλων των δικαιούχων πελατών, ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σύµµετρη ικανοποίηση των δικαιούχων χρηµατικών απαιτήσεων.

10. Εντός προθεσµίας δεκαπέντε (15) ηµερών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης, σύµφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής ενηµερώνει την Επιτροπή Αποζηµιώσεων του Συνεγγυητικού για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις που δεν ικανοποιήθηκαν, εν όλω ή εν µέρει, προκειµένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον ειδικό εκκαθαριστή κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και αναλυτική κατάσταση µε τα περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, ήτοι χρήµατα και το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας, για ποιες από τις µη ικανοποιηθείσες απαιτήσεις συντρέχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζηµίωσης, σύµφωνα µε το ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζηµιώσεις στους δικαιούχους πελάτες, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο ν. 2533/1997 και ενηµερώνει αµελλητί εγγράφως τον ειδικό εκκαθαριστή για τα αναλυτικά ποσά των αποζηµιώσεων που κατέβαλε. Ο ειδικός εκκαθαριστής µειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων πελατών κατά της ΑΕΠΕΥ.

11. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες, είτε µε την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης της παραγράφου 9, είτε µε την καταβολή των αποζηµιώσεων από το Συνεγγυητικό, και το αργότερο εντός ενός (1) µηνός από την ενηµέρωση που λαµβάνει από το Συνεγγυητικό, σύµφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο, ο ειδικός εκκαθαριστής συγκαλεί γενική συνέλευση των µετόχων της ΑΕΠΕΥ, προκειµένου να αποφασιστεί η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης και να γίνει η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύµφωνα µε τις διατάξεις του καταστατικού της ΑΕΠΕΥ και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920. Για το λόγο αυτό, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει αµέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντίγραφο των οικονοµικών καταστάσεων λήξης της ειδικής εκκαθάρισης, του απολογισµού της ειδικής εκκαθάρισης και της δηµοσιευθείσας πρόσκλησης της γενικής συνέλευσης. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η σύγκληση γενικής συνέλευσης ή η πραγµατοποίηση αυτής ή η εκλογή νέων εκκαθαριστών από τη γενική συνέλευση, εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης στο αρµόδιο δικαστήριο από τον ειδικό εκκαθαριστή ή οποιονδήποτε έχει έννοµο συµφέρον. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατός ο ορισµός εκκαθαριστών είτε από τη γενική συνέλευση είτε από το δικαστήριο εντός δώδεκα (12) µηνών από την ικανοποίηση των απαιτήσεων, σύµφωνα µε τα ανωτέρω, καθήκοντα εκκαθαριστή για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 αναλαµβάνει ο ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος ενηµερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον αρµόδιο για την τήρηση του µητρώου των ανωνύµων εταιρειών φορέα, µε επιµέλεια του οποίου δηµοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. η ανάληψη καθηκόντων εκκαθαριστή από τον ειδικό εκκαθαριστή.
Χρόνος περάτωσης της ειδικής εκκαθάρισης είναι ο χρόνος ανάληψης καθηκόντων από τους εκκαθαριστές που εκλέγονται από τη γενική συνέλευση ή που ορίζονται από το αρµόδιο δικαστήριο ή η ανάληψη από τον ειδικό εκκαθαριστή καθηκόντων για τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης γνωστοποιείται µε επιµέλεια του ειδικού εκκαθαριστή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η ΑΕΠΕΥ εποπτεύεται πλέον αποκλειστικά από τον αρµόδιο για την τήρηση του µητρώου των ανωνύµων εταιρειών φορέα.
Κατά τα λοιπά, η περάτωση των εκκρεµών υποθέσεων της ΑΕΠΕΥ, συµπεριλαµβανοµένης της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύµφωνα µε το ν. 2533/1997, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της απόδοσης ή λήψης αποζηµίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της ΑΕΠΕΥ, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 από τους εκκαθαριστές.
Το πρόσωπο που αναλαµβάνει, µε βάση τα ανωτέρω, τη διενέργεια εργασιών εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, µετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον ή τους µετόχους της ΑΕΠΕΥ, στους οποίους θα παραδώσει επί αποδείξει τα αρχεία της, οι οποίοι τα φυλάσσουν για διάστηµα δεκαπέντε (15) ετών και εν συνεχεία προβαίνουν στην καταστροφή αυτών µε σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε περίπτωση αδυναµίας παράδοσης αυτών στον ή στους µετόχους, ο εκκαθαριστής τηρεί ο ίδιος τα σχετικά αρχεία για διάστηµα πέντε (5) ετών και εν συνεχεία προβαίνει στην καταστροφή αυτών µε σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου που κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν υπάρχουν εκκρεµείς δικαστικές ή άλλες υποθέσεις της ΑΕΠΕΥ, η ανωτέρω προθεσµία παρατείνεται µέχρι την έκδοση αµετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την περαίωση των εκκρεµών υποθέσεων αντίστοιχα.

12. Αν η ΑΕΠΕΥ, µετά την καταβολή των αποζηµιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύµφωνα µε το ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο ειδικός εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε έχει έννοµο συµφέρον µπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της ΑΕΠΕΥ από το Γ.Ε.MH.. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς µε επιµέλεια του ειδικού εκκαθαριστή. Σχετικά µε τη φύλαξη των αρχείων της ΑΕΠΕΥ, ισχύουν τα αναφερόµενα στην προηγούµενη παράγραφο.

13. Ο ειδικός εκκαθαριστής δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για οποιαδήποτε απαίτηση κατά της υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ που έχει γεννηθεί πριν από το διορισµό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής της. Για απαιτήσεις που προκύπτουν µετά το διορισµό του, ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται µόνον για δόλο και βαριά αµέλεια. Η µη τήρηση από τον ειδικό εκκαθαριστή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή άλλων διατάξεων της κείµενης νοµοθεσίας, που εφαρµόζονται στην ειδική εκκαθάριση, δύναται να επισύρει την ανάκληση του διορισµού του, καθώς και τις προβλεπόµενες στο άρθρο 69 κυρώσεις.

14. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηµατική ποινή τιµωρείται όποιος, κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) παρεµποδίζει µε οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή της ΑΕΠΕΥ, καθώς και την παράδοση των γραφείων της, των υποκαταστηµάτων της και των περιουσιακών της στοιχείων στον ειδικό εκκαθαριστή,
β) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εµπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καταστρέφει ή βλάπτει εµπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείµενη νοµοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσµία που ισχύει για την τήρησή τους, µε σκοπό να δυσχεράνει τη διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της,
γ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία της ΑΕΠΕΥ ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ελαττώνει την περιουσία της µε άλλον τρόπο ή αποκρύπτει τις πραγµατικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις,
δ) παριστά ψευδώς ότι η ΑΕΠΕΥ είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώµατα τρίτων σε βάρος της ΑΕΠΕΥ.