Άρθρο 67 – Ορισμός των αρμόδιων αρχών και αρμοδιότητες (άρθρα 67, 69 και παρ. 1 του άρθρου 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ πράξεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 3της παρ. 3 του άρθρου 9 των άρθρων 14, 16 έως 23, 29, 34 εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 34α εκτός των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, 35 εκτός των παρ. 2 έως 6 και της παρ. 8 του άρθρου αυτού,35α εκτός των παρ. 2, 3 και 6 του άρθρου αυτού, 36 έως 38 , του άρθρου 42 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού και των αντίστοιχων άρθρων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκδοθεισών πράξεων προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα.

2. Στο πλαίσιο της κατά την προηγούμενη παράγραφο εποπτείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών πράξεων, ιδίως σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους σύμφωνα με την παρ. 1 , μπορεί:
α)να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οιαδήποτε μορφή, τα οποία θεωρεί ότι μπορεί να είναι συναφή με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της, και να λαμβάνει αντίγραφό τους,
β)να απαιτεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να θέτει ερωτήματα σε οποιοδήποτε πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσει πληροφορίες.
γ)να διενεργεί γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη ελέγχους ή έρευνες σε εποπτευόμενους, σύμφωνα με το νόμο αυτό, φορείς, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί,
δ)να απαιτεί πληροφορίες από τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρίες των οικονομικών καταστάσεων των ΑΕΠΕΥ, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων τρίτων χωρών, των ρυθμιζόμενων αγορών, των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και των ΑΕΕΔ,
ε)να παραπέμπει θέματα στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης,
θ)να αναθέτει επαληθεύσεις και ελέγχους σε ορκωτούς ελεγκτές λογιστές, ελεγκτικές εταιρίες και άλλους εμπειρογνώμονες,
στ)να απαιτεί ή να ζητά πληροφορίες συμπεριλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης, από οιοδήποτε πρόσωπο σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό θέσης ή έκθεσης που δημιουργήθηκε μέσω παραγώγου επί εμπορευμάτων, και σχετικά με κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή παθητικού στην υποκείμενη αγορά,
ζ) να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014 εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας,
η)να προβαίνει σε δημόσιες ανακοινώσεις ,
θ)να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο προς το άρθρο [16 παράγραφος 3] του παρόντος νόμου,
ι) να αναστέλλει την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 40, 41 ή 42 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014
ια)να απαιτεί την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο των ΑΕΠΕΥ, των διαχειριστών αγοράς ή των πιστωτικών ιδρυμάτων . Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτή η εξουσία ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος είτε κατόπιν πρότασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είτε με δική της πρωτοβουλία κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 67.
ιβ)να ζητά από οποιοδήποτε πρόσωπο να λαμβάνει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή έκθεσης,

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως :
α) να απαιτεί την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) να διαγράφει η ίδια ή να απαιτεί τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου από την διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε οιοδήποτε άλλο πλαίσιο διενέργειας συναλλαγών,
γ) να περιορίζει τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να λαμβάνει θέσεις σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος νόμου,
δ) να απαιτεί τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλων άλλα αρχείων αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχουν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και ή άλλα εποπτευόμενα πρόσωπα, που υπόκεινται στον παρόντα νόμο, στον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνουν αντίγραφά τους,
ε) να ζητά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία του στοιχείου ε) παράγραφος 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016,
στ) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται ή συνεργάζονται με εποπτευόμενους φορείς.
ζ) να απαιτεί την προσωρινή ή οριστική διακοπή κάθε δραστηριότητας πρακτικής ή συμπεριφοράς την οποία θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση ή αυτών πράξεων της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και να προλαμβάνει την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς ή πρακτικής,
η) να ζητά, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα υφιστάμενα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχει εύλογη υπόνοια παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 πράξεων, και εφόσον τα εν λόγω αρχεία σχετίζονται ενδέχεται να είναι σχετικά με την διερεύνηση παραβάσεων των ως άνω διατάξεων
ι) να καλεί και να λαμβάνει ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο για την απόκτηση πληροφοριών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην περ. ζ) της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016. .

5. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας της παρ. 1 η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων ως προς τις οποίες έχει αρμοδιότητα εποπτείας, ασκώντας, επιπλέον των αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, και τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 4261/2014, όπως εκάστοτε ισχύει.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, ασκούν τις εποπτικές τους αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο καθώς και τις εξουσίες για την επιβολή κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 69:
α) άμεσα,
β) σε συνεργασία με άλλες αρχές,
γ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

7. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.