Άρθρο 3 Περάτωση της ανάκρισης

Στα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 1, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών με βούλευμα.  Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μη γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν για αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης, και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1  έγκλημα.α

  • 23 Ιουλίου 2011, 18:46 | Α.Μ.

    Άρθρ. 3. (σχετ. το άρθρ. 308§1 του Κ.Ποιν.Δ, όπως ισχύει).
    1. Δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό πώς η επιλογή εσφαλμένης διαδικασίας μπορεί να δικαιολογήσει και μάλιστα ακριβώς λόγω του σφάλματος αυτού, την αφαίρεση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματος σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και στον αναιρετικό έλεγχο του βουλεύματος, όπως θα εδικαιούτο, εάν η επιλογή της διαδικασίας ήταν η ορθή και όλοι οι πολίτες δικαιούνται. Έτσι καταλήγει η εσφαλμένη επιλογή του εισαγγελέα και όχι ο δικαστής να καθορίζει αμετάκλητα την εφαρμογή του νόμου, αφού το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορεί να απαιτήσει την εφαρμογή του, παρότι διαπιστώνει την ανυπαρξία συνδρομής των όρων του άρθρ. 1. Το ασύμβατο της ρυθμίσεως αυτής με κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος είναι προφανές.
    2. Αφαιρείται από τον εισαγγελέα, κυρίως όμως από το δικαστικό συμβούλιο, η δυνατότητα να διατάξει τη συμπλήρωση της ανακρίσεως σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η ανάκριση είναι καίρια ελλιπής. Η ρύθμιση αυτή οδηγεί αναγκαία στην απαλλαγή του κατηγορουμένου. Εκτός εάν θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο παραιτείται από το θεσμικό του ρόλο και παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για να στηρίξει το δικαστήριο πλέον την ενοχή του. Έτσι, όμως, καταργείται το δικαστήριο, όπως τουλάχιστον νοείται στις δημοκρατίες.
    3. Η αναφορά σε πλημμελήματα αποτελεί παραδρομή, διότι για αυτά χωρίζεται η υπόθεση, ως αναγκαία και λογική συνέπεια της ειδικής ρυθμίσεως του άρθρ. 1. Το γενικού και συμπληρωματικού χαρακτήρα άρθρ. 7 του Σχεδίου δεν αποτρέπει τον χωρισμό αυτόν με βάση τις αρχές της συνάφειας. Διαφορετική εκδοχή θα απαιτούσε την επαναδιατύπωση του άρθρ. 1 και θα ήταν αντίθετη με τις επιδιώξεις του Σχεδίου (πρβλ. και το σχόλιο στο άρθρ. 1§2).

  • 22 Ιουλίου 2011, 22:33 | Μητρόπουλος Δημήτριος

    Συμφωνώ με τα του κ. Παπαγγέλου περί τεραστίου και μη εφαρμοσίμου πιθανόν χρονικού περιθωρίου περαιώσεως ανακριτικών διαδικασιών. Οι διαδικασίες όμως καθυστερήσεως ή παρατάσεως κάθε άλλο παρά ευήχως ακούγονται στα αυτιά των πολιτών που περιμένουν επιτέλους σ’ αυτή τη χώρα να αποδίδεται δίκαια και γρήγορα δικαιοσύνη.
    Σας ευχαριστώ

  • 21 Ιουλίου 2011, 09:15 | ΛΜ

    Διαφωνώ κατηγορηματικά. Μόλις πριν από μερικούς μήνες ψηφίστηκε ο 3904 ο οποίος είχε σαν στόχο και τον περιορισμό των παραδικονομιών. Τώρα ξαναγυρίζουμε στο παλαιό καθεστώς με πολλές δικονονομίες. Καλύτερο δεν θα ήταν να έλεγε ο νόμος ότι για αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται το συγκεκριμένο εδάφιο του 308 ΚΠΔ? Επίσης η προθεσμία του 1 μηνός δείχνει να μην γνωρίζει τις συνθήκες που επικρατούν στα εφετεία.

  • 18 Ιουλίου 2011, 14:17 | ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ.Λ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

    Σεβαστή η θέρμη διά σύντομον απονομή της Δικαιοσύνης, πλην όμως, λόγω του τεραστίου φόρτου εργασίας των Εισαγγελιών εν θέματι, δεν θεωρούμε ότι είναι εφαρμόσιμος, η εντός ενός μηνός περαίωσις του ανακριτικού έργου. Διά να μην οδηγηθούμε εις (ακόμη) μίαν ανεφάρμοστον διάταξιν περί καθορισμού ανωτάτων ορίων διαρκείας των σταδίων ποινικής διαδικασίας, καλόν θα ήτο να ορίζετο προθεσμία ΔΥΟ μηνών.