ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΩΔΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ Άρθρο 17 Διερμηνείς κωφοί ομιλούντες ή μη, ή πρόσωπα με σοβαρή αναπηρία λόγου – Τροποποίηση παρ. 2 και 3 άρθρου 10 ν. 2830/2000

Στο άρθρο 10 του Κώδικα Συμβολαιογράφων [ν. 2830/2000, (Α’ 96)] επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 2 αα) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «κωφός, άλαλος ή κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός ομιλών ή μη, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου», αβ) στην περ. α’ η λέξη «κωφό» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ομιλούντα κωφό», αγ) στην περ. β’ η λέξη «άλαλο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου», αδ) στην περ. γ’ η λέξη «κωφάλαλο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μη ομιλούντα κωφό», αε) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «κωφό ή τον κωφάλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφό, ομιλούντα ή μη», β) στην παρ. 3 οι λέξεις «κωφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός ομιλών ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και το άρθρο 10 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 10

Διερμηνείς

  1. Αν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους αγνοεί, κατά την κρίση του συμβολαιογράφου, την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας για μετάφραση γενικά των δηλώσεών του από την ξένη γλώσσα στην ελληνική και το αντίθετο, καθώς και του περιεχομένου του συμβολαίου από την ελληνική στην ξένη γλώσσα. Ο διερμηνέας ορκίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι θα ασκήσει πιστά τα καθήκοντά του.

Προκειμένου για γλώσσα που είναι πολύ λίγο γνωστή, μπορεί να προσληφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω διερμηνέας του διερμηνέα.

  1. Εάν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους είναι κωφός ομιλών ή μη, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, γνωρίζει όμως ανάγνωση και γραφή, οι δηλώσεις, ερωτήσεις και τυχόν παρατηρήσεις γίνονται:

α) γραπτά προς τον ομιλούντα κωφό, ο οποίος απαντά προφορικά,

β) προφορικά προς το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, ο οποίος απαντά γραπτά,

γ) γραπτά προς τον μη ομιλούντα κωφό, ο οποίος απαντά γραπτά.

Στις περιπτώσεις αυτές οι γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις επισυνάπτονται στο συμβόλαιο, πριν δε από την υπογραφή του το συμβόλαιο διαβάζεται από τον κωφό, ομιλούντα ή μη και γίνεται σχετική αναφορά σε αυτό.

  1. Εάν ο κωφός ομιλών ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν γνωρίζει ανάγνωση ή γραφή ή αδυνατεί για οποιονδήποτε λόγο να υπογράφει, προσλαμβάνεται ως διερμηνέας του πρόσωπο που να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.
  2. Οι κατά τα ανωτέρω διερμηνείς προσυπογράφουν το σχετικό συμβόλαιο.
  3. Η μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.».
  • ΙΑ. Το άρθρο 17 να τροποποιηθεί/συμπληρωθεί ως ακολούθως:

    «Άρθρο 17: Διερμηνείς κωφοί, βαρήκοοι, ή πρόσωπα με σοβαρή αναπηρία λόγου – Τροποποίηση παρ. 2 και 3 άρθρου 10 ν. 2830/2000 Στο άρθρο 10 του Κώδικα Συμβολαιογράφων [ν. 2830/2000, (Α’ 96)] επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 2 αα) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «κωφός, άλαλος ή κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός, βαρήκοος, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου», αβ) στην περ. α’ η λέξη «κωφό» αντικαθίσταται από τις λέξεις «βαρήκοο», αγ) στην περ. β’ η λέξη «άλαλο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου», αδ) στην περ. γ’ η λέξη «κωφάλαλο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «κωφό», αε) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «κωφό ή τον κωφάλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφό ή τον βαρήκοο», β) στην παρ. 3 οι λέξεις «κωφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός, βαρήκοος, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και το άρθρο 10 διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 10 Διερμηνείς 1. Αν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους αγνοεί, κατά την κρίση του συμβολαιογράφου, την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας για μετάφραση γενικά των δηλώσεών του από την ξένη γλώσσα στην ελληνική και το αντίθετο, καθώς και του περιεχομένου του συμβολαίου από την ελληνική στην ξένη γλώσσα. Ο διερμηνέας ορκίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι θα ασκήσει πιστά τα καθήκοντά του. Προκειμένου για γλώσσα που είναι πολύ λίγο γνωστή, μπορεί να προσληφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω διερμηνέας του διερμηνέα. 2. Εάν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους είναι κωφός, βαρήκοος, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, γνωρίζει όμως ανάγνωση και γραφή, οι δηλώσεις, ερωτήσεις και τυχόν παρατηρήσεις γίνονται: α) γραπτά προς τον βαρήκοο, ο οποίος απαντά προφορικά, β) προφορικά προς το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, ο οποίος απαντά γραπτά, γ) γραπτά προς τον κωφό, ο οποίος απαντά γραπτά. Στις περιπτώσεις αυτές οι γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις επισυνάπτονται στο συμβόλαιο, πριν δε από την υπογραφή του το συμβόλαιο διαβάζεται από τον κωφό και βαρήκοο και γίνεται σχετική αναφορά σε αυτό. 3. Εάν ο κωφός, ο βαρήκοος, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν γνωρίζει ανάγνωση ή γραφή ή αδυνατεί για οποιονδήποτε λόγο να υπογράφει, προσλαμβάνεται ως διερμηνέας του πρόσωπο που να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του. 4. Οι κατά τα ανωτέρω διερμηνείς προσυπογράφουν το σχετικό συμβόλαιο. 5. Η μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου».

    Αιτιολόγηση: Δεδομένου ότι οι μόνοι όροι που αποδέχεται η κοινότητα των κωφών, η Σύμβαση των ΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, και ο ν. 4488/2017 (βλ. παρ. 2 άρθρου 65) είναι αυτές του «κωφού» και του «βαρήκοου», στο εν λόγω άρθρο προτείνεται να αντικατασταθεί ο όρος «κωφάλαλος» από τον όρο «κωφός» και ο όρος «κουφός» από τον όρο «βαρήκοος» αντίστοιχα και όχι από τους όρους «κωφούς ομιλούντες ή μη».

  • 4 Φεβρουαρίου 2023, 12:10 | ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΠΑΓΩΝΑ

    1. Ορθότερος ο όρος «αδυναμία ακοής». Ο όρος «κωφός» λειτουργεί ήδη σαν ταμπέλα στη συνείδηση του κόσμου.
    2.Αντί του όρου «με σοβαρή», πιο δόκιμη η χρήση του όρου «που αντιμετωπίζει σοβαρή», καθώς ο όρος «με» διαιωνίζει τη διάκριση, αφού διακρίνει τους ανθρώπους σε «ανθρώπους με αναπηρία και δη σοβαρή» και «ανθρώπους χωρίς αναπηρία», υπονοώντας ότι το αντιστάθμισμα των ανθρώπων «με αναπηρία» είναι οι άνθρωποι «χωρίς αναπηρία», διάκριση που αντίκειται στην αξία του ανθρώπου. Επιπλέον, ο όρος «με» παραπέμπει και άρα προσδίδει στη συνείδηση του κόσμου κάποια ιδιότητα ή κάποιο χαρακτηριστικό. Ο όρος «που αντιμετωπίζει» περιγράφοντας την κατάσταση και όχι το πρόσωπο δεν προσδίδει ιδιότητα ή χαρακτηριστικό και καθιστά σαφή την πραγματικότητα χωρίς να εμπνέει οίκτο ή λύπη, τουναντίον μάλιστα, εμπνέει ασφάλεια και δύναμη, συναισθήματα ιδιαιτέρως σημαντικά για τους ανθρώπους που καλούνται να αντιμετωπίσουν μια αναπηρία.