Άρθρο 14 Μάρτυρες κωφοί ομιλούντες ή μη, ή με σοβαρή αναπηρία λόγου – Τροποποίηση άρθρου 229 ΚΠΔ

Στο άρθρο 229 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο οι λέξεις «κουφοί και άλαλοι» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφοί ομιλούντες ή μη, ή με σοβαρή αναπηρία λόγου», β) στην παρ. 1: βα) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «κουφός ή άλαλος ή κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός ομιλών ή μη, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και η λέξη «κουφό» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ομιλούντα κωφό», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «Στον άλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Στο πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου», βγ) στο τρίτο εδάφιο, η λέξη «κωφάλαλο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «μη ομιλούντα κωφό», βδ) στο τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «τον άλαλο ή από τον κωφάλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου ή από τον μη ομιλούντα κωφό», γ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2: γα) οι λέξεις «κουφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός ομιλών ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και οι λέξεις «τον κουφό, τον άλαλο ή τον κωφάλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τον κωφό ομιλούντα ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και το άρθρο 229 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 229
Μάρτυρες κωφοί ομιλούντες ή μη, ή με σοβαρή αναπηρία λόγου
1. Αν ένας κωφός ομιλών ή μη, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας ή ως κατηγορούμενος, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις δίνονται στον ομιλούντα κωφό, αφού καταγραφούν από τον γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν προφορικά. Στο πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς. Στον μη ομιλούντα κωφό οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται γραπτώς και αυτός απαντά με τον ίδιο τρόπο. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που δόθηκαν από το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου ή από τον μη ομιλούντα κωφό, αφού μονογραφηθούν από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία.
2. Αν ο κωφός ομιλών ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την ανάκριση ή διευθύνει την συζήτηση, διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς, που, αν είναι δυνατό, επιλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον κωφό ομιλούντα ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου. Κατά τα άλλα, τηρούνται αν είναι δυνατό, οι διατάξεις του κώδικα που αναφέρονται στους διερμηνείς.».

  • Η. Το άρθρο 14 να τροποποιηθεί/συμπληρωθεί ως ακολούθως:

    «Άρθρο 14: Μάρτυρες κωφοί, βαρήκοοι, ή με σοβαρή αναπηρία λόγου – Τροποποίηση άρθρου 229 ΚΠΔ. Στο άρθρο 229 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο οι λέξεις «κουφοί και άλαλοι» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφοί, βαρήκοοι, ή με σοβαρή αναπηρία λόγου», β) στην παρ. 1: βα) στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «κουφός ή άλαλος ή κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός, βαρήκοος, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και η λέξη «κουφό» αντικαθίσταται από τις λέξεις « κωφό», ββ) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «Στον άλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Στο πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου», βγ) στο τρίτο εδάφιο, η λέξη «κωφάλαλο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «κωφό», βδ) στο τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «τον άλαλο ή από τον κωφάλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου ή από τον μη ομιλούντα κωφό», γ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2: γα) οι λέξεις «κουφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «κωφός ομιλών ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και οι λέξεις «τον κουφό, τον άλαλο ή τον κωφάλαλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τον κωφό ομιλούντα ή μη, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου» και το άρθρο 229 διαμορφώνεται ως εξής: «Άρθρο 229: Μάρτυρες κωφοί, βαρήκοοι, ή με σοβαρή αναπηρία λόγου. 1. Αν ένας κωφός, βαρήκοος, ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας ή ως κατηγορούμενος, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις δίνονται στον βαρήκοο, αφού καταγραφούν από τον γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν προφορικά. Στο πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς. Στον κωφό οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται γραπτώς και αυτός απαντά με τον ίδιο τρόπο. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που δόθηκαν από το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου ή από τον κωφό, αφού μονογραφηθούν από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία. 2. Αν ο κωφός, βαρήκοος ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν γνωρίζει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την ανάκριση ή διευθύνει την συζήτηση, διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς, που, αν είναι δυνατό, επιλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον κωφό και βαρήκοο, ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου. Κατά τα άλλα, τηρούνται αν είναι δυνατό, οι διατάξεις του κώδικα που αναφέρονται στους διερμηνείς.».

    Αιτιολόγηση: Δεδομένου ότι οι μόνοι όροι που αποδέχεται η κοινότητα των κωφών, η Σύμβαση των ΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, και ο ν. 4488/2017 (βλ. παρ. 2 άρθρου 65) είναι αυτές του «κωφού» και του «βαρήκοου», στο εν λόγω άρθρο προτείνεται να αντικατασταθεί ο όρος «κωφάλαλος» από τον όρο «κωφός» και ο όρος «κουφός» από τον όρο «βαρήκοος» αντίστοιχα και όχι από τους όρους «κωφούς ομιλούντες ή μη».
    Επίσης προτείνεται να αντικατασταθεί το ρήμα «ξέρει» από το ρήμα «γνωρίζει».

  • 4 Φεβρουαρίου 2023, 13:28 | ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΠΑΓΩΝΑ

    1. Απαραίτητη η εξέταση στη νοηματική γλώσσα, ανεξαρτήτως αν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση. Είναι δικαίωμα κάθε εξεταζομένου να εξετάζεται σε γλώσσα που καταλαβαίνει.
    2. Ορθότερος ο όρος «αδυναμία ακοής». Ο όρος «κωφός» λειτουργεί ήδη σαν ταμπέλα στη συνείδηση του κόσμου.
    3.Αντί του όρου «με σοβαρή», πιο δόκιμη η χρήση του όρου «που αντιμετωπίζει σοβαρή», καθώς ο όρος «με» διαιωνίζει τη διάκριση, αφού διακρίνει τους ανθρώπους σε «ανθρώπους με αναπηρία και δη σοβαρή» και «ανθρώπους χωρίς αναπηρία», υπονοώντας ότι το αντιστάθμισμα των ανθρώπων «με αναπηρία» είναι οι άνθρωποι «χωρίς αναπηρία», διάκριση που αντίκειται στην αξία του ανθρώπου. Επιπλέον, ο όρος «με» παραπέμπει και άρα προσδίδει στη συνείδηση του κόσμου κάποια ιδιότητα ή κάποιο χαρακτηριστικό. Ο όρος «που αντιμετωπίζει» περιγράφοντας την κατάσταση και όχι το πρόσωπο δεν προσδίδει ιδιότητα ή χαρακτηριστικό και καθιστά σαφή την πραγματικότητα χωρίς να εμπνέει οίκτο ή λύπη, τουναντίον μάλιστα, εμπνέει ασφάλεια και δύναμη, συναισθήματα ιδιαιτέρως σημαντικά για τους ανθρώπους που καλούνται να αντιμετωπίσουν μια αναπηρία.