ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ – ΠΡΟΣΤΙΜΑ
ΤΜΗΜΑ Α΄
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ – ΠΑΡΑΤΥΠΙΩΝ
Άρθρο 159
Έννοια και βεβαίωση παραβάσεων
- Η μη τήρηση των διατυπώσεων του παρόντος Κώδικα, οι οποίες έχουν σχέση με τις τελωνειακές εργασίες και την τελωνειακή υπηρεσία, χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβαση.
- Ως τελωνειακή παράβαση χαρακτηρίζεται επίσης, η με οποιονδήποτε τρόπο, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 174, διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των καθοριζομένων, στο άρθρο 174, διατυπώσεων και επισύρει κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα ακόμη και αν κρινόταν, αρμοδίως, ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιόποινης λαθρεμπορίας.
- Η ποινή που επιβάλλεται επί των τελωνειακών παραβάσεων δεν απαλλάσσει από την καταβολή των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
- Οι τελωνειακές παραβάσεις βεβαιώνονται με πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης, που συντάσσεται από τα αρμόδια όργανα της τελωνειακής υπηρεσίας.
Το πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης καταχωρείται ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα τελωνείων.
Ως πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης καταχωρείται και κάθε άλλο δημόσιο έγγραφο, το οποίο αφορά στην τέλεση πράξης ή παράλειψης η οποία συνιστά τελωνειακή παράβαση που βεβαιώνεται με τη σύνταξη σχετικής πράξης επί του εγγράφου.
Ειδικά, στις περιπτώσεις που οι τελωνειακές παραβάσεις χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία, αυτές βεβαιώνονται με σχετικό πρωτόκολλο από τα όργανα της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, με βάση τα στοιχεία, που διαβιβάζονται στον Προϊστάμενό της, από τη δημόσια αρχή, η οποία πρώτη επιλήφθηκε της δίωξης του λαθρεμπορίου και τα οποία, στις περιπτώσεις της αυτόφωρης λαθρεμπορίας, απαριθμούνται στο αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης και του φακέλου της προανάκρισης, που σχηματίσθηκε, στις λοιπές δε περιπτώσεις στο αντίγραφο του προανακριτικού φακέλου.
Αν, μετά από εισαγγελική παραγγελία, διαταχθεί συμπληρωματική προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για την παράβαση του προηγούμενου εδαφίου από την ανωτέρω δημόσια αρχή, αυτή υποχρεούται να διαβιβάσει, με έγκριση του αρμόδιου εισαγγελέα, αντίγραφο του φακέλου της συμπληρωματικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης στον προϊστάμενο της αρμόδιας για τη σύνταξη του πρωτοκόλλου τελωνειακής παράβασης τελωνειακής αρχής.
- Με σύνταξη ιδιαίτερου πρωτοκόλλου δύναται να βεβαιώνεται, αυτοτελώς, η υποχρέωση φυσικού ή νομικού προσώπου για καταβολή δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που διέφυγαν της καταβολής, αν και γεννήθηκε, κατά νόμο, τελωνειακή οφειλή και ανεξάρτητα αν βεβαιωθεί τελωνειακή παράβαση που επιφέρει πρόστιμο ή πολλαπλό τέλος.
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΠΡΟΣΤΙΜΑ
Άρθρο 160
Παραβάσεις δηλωτικών
- Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ ανά δηλωτικό, κατά περίπτωση, στον πλοίαρχο ή στον μεταφορέα ή στον πράκτορα, σε περίπτωση παράβασης των οριζομένων στο άρθρο 15 περί δηλωτικών με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου και των διατάξεων περί λαθρεμπορίας.
- Ειδικά στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής του δηλωτικού του άρθρου 15, το πρόστιμο των τριακοσίων (300) ευρώ προσαυξάνεται κατά τριάντα (30) ευρώ για κάθε εικοσιτετράωρο καθυστέρησης της υποβολής.
- Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ ανά δηλωτικό στον φορτωτή, τον μεταφορέα, τον πράκτορα και παραλήπτη αλληλέγγυα, όταν αυτοί τυγχάνουν γνωστοί και ευθύνονται για κάθε παρουσιαζόμενη στον τόπο της φόρτωσης και εκφόρτωσης διαφορά μεταξύ φορτωθέντων και εκφορτωθέντων εμπορευμάτων και εγχώριων προϊόντων, ως και για την έλλειψη ή τη μη έγκαιρη έκδοση των νόμιμων τελωνειακών εγγράφων για τη μεταφορά εμπορευμάτων και εγχώριων προϊόντων, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας.
- Επιβάλλεται στον πλοίαρχο ή στον πράκτορα κατά περίπτωση πρόστιμο εξακοσίων (600) ευρώ σε περίπτωση απόπλου χωρίς το δηλωτικό των άρθρων 15 και 16 ή χωρίς την άδεια της τελωνειακής αρχής ή κατά παράβαση άλλης σχετικής διατύπωσης του παρόντος Κώδικα.
- Επιβάλλεται πρόστιμο εξακοσίων (600) ευρώ στον πλοίαρχο, σε περίπτωση αντίστασης ή άρνησης ή παρεμπόδισης του ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 16, η οποία βεβαιώνεται με έκθεση της τελωνειακής αρχής.
Άρθρο 161
Παραβάσεις κατά τη διακίνηση και διαμετακόμιση εμπορευμάτων
- Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ στους πράκτορες ατμοπλοϊκών ναυτιλιακών εταιρειών, εάν μετά από έγγραφη πρόσκληση του Προϊσταμένου Τελωνειακής Αρχής, παραλείψουν ή αναβάλουν με υπαιτιότητά τους την εκφόρτωση, από τα πλοία ή άλλα θαλάσσια μέσα, των προσκομισθέντων εμπορευμάτων, ή την τακτοποίησή τους, εντός των τελωνειακών αποθηκών, σύμφωνα με τις έγγραφες υποδείξεις και εντός της αναφερόμενης ορισμένης προθεσμίας.
- Επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, στον μεταφορέα κάθε οχήματος που εκτελεί οδικές μεταφορές εμπορευμάτων υπό τελωνειακή επιτήρηση, σε περίπτωση:
α) φόρτωσης, εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης εμπορευμάτων από όχημα χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής ή χωρίς την παρουσία των αρμόδιων τελωνειακών υπαλλήλων, σε χώρους και αποθήκες μη εγκεκριμένους από αυτήν,
β) εκφόρτωσης από το όχημα εμπορευμάτων περισσότερων ή λιγότερων από τα αναγραφόμενα στο συνοδευτικό έγγραφο του φορτίου, πλην της περίπτωσης που, λόγω ανωτέρας βίας, εκφορτώνονται λιγότερα εμπορεύματα. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 160,
γ) ρήξης, αντικατάστασης, αφαίρεσης και αλλοίωσης των τελωνειακών σφραγίδων ή των εξαρτημάτων τους, ή κλειδαριών ή άλλων σημείων αναγνώρισης που τίθενται από τις τελωνειακές αρχές στο μεταφορικό μέσο ή στα εμπορεύματα,
- Επιβάλλεται στον πλοίαρχο ή στον μεταφορέα ή στον πράκτορα πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, σε περίπτωση ρήξης, αντικατάστασης, αφαίρεσης ή αλλοίωσης τελωνειακών σφραγίδων ή των εξαρτημάτων τους, κλειδαριών ή άλλων σημείων αναγνώρισης, που τέθηκαν από την τελωνειακή αρχή που πραγματοποιεί έλεγχο σε μεταφορικό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 15 και την παρ. 2 του άρθρου 19.
- Με την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, στον μεταφορέα κάθε οχήματος που εκτελεί οδικές μεταφορές εμπορευμάτων, που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) και προορίζονται για εξαγωγή και δεν μεταβαίνει στο τελωνείο εξόδου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή επιβάλλεται πρόστιμο ποσού:
α) τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για μία (1) ημέρα καθυστέρησης,
β) έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για δύο (2) ημέρες καθυστέρησης,
γ) δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ για τρεις (3) ημέρες καθυστέρησης,
δ) ίσου με το μισό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα εν λόγω εμπορεύματα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για τέσσερις (4) ημέρες καθυστέρησης και άνω.
- Επιβάλλεται πρόστιμο, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας,:
α) τριάντα (30) ευρώ για κάθε εικοσιτετράωρο μη τήρησης της προθεσμίας λήξης του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής των μεταφορικών μέσων εμπορικής χρήσης,
β) χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για κάθε άλλη περίπτωση παράβασης των κείμενων διατάξεων περί καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής των μεταφορικών μέσων εμπορικής χρήσης.
- Επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των αναλογούντων δασμών και φόρων που δεν δύναται να είναι κατώτερο των εξακοσίων (600) ευρώ, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, στον δικαιούχο του καθεστώτος ή στον μεταφορέα ή στον παραλήπτη, όταν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος γνώριζε την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς της διαμετακόμισης, σε περίπτωση που το καθεστώς της διαμετακόμισης δεν εξοφλείται ή εξοφλείται με διαπιστώσεις ποσοτικών διαφορών επί έλαττον ή διαφορετικού είδους των αναφερομένων στη διασάφηση διαμετακόμισης, για τις οποίες γεννάται τελωνειακή οφειλή στην Ελλάδα.
- Επιβάλλεται αυτοτελώς πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ στον μεταφορέα ή τον πράκτορα και στον παραλήπτη των εμπορευμάτων, όταν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος γνώριζε την υπαγωγή των εμπορευμάτων σε καθεστώς διαμετακόμισης, σε περίπτωση εκπρόθεσμης προσκόμισης στο τελωνείο εξόδου ή προορισμού των εμπορευμάτων που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς της διαμετακόμισης, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή οφείλεται σε ειδικά αιτιολογημένους λόγους, αποδεκτούς από την τελωνειακή αρχή ή σε λόγους ανωτέρας βίας.
Επιπρόσθετα, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ για κάθε εικοσιτετράωρο καθυστέρησης προσκόμισης των εμπορευμάτων, σύμφωνα με το καθεστώς διαμετακόμισης.
- Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ στον μεταφορέα ή τον πράκτορα σε περίπτωση παρέκκλισης από το καθορισμένο από το τελωνείο αναχώρησης ή άλλο ενδιάμεσο τελωνείο δρομολόγιο του μέσου μεταφοράς που κυκλοφορεί με το καθεστώς της διαμετακόμισης ή μη διέλευσής του από τις προκαθορισμένες τελωνειακές αρχές, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή οφείλεται σε ειδικά αιτιολογημένους λόγους, αποδεκτούς από την τελωνειακή αρχή.
- Επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, στον μεταφορέα σε περίπτωση ρήξης, αντικατάστασης, αφαίρεσης και αλλοίωσης των τελωνειακών σφραγίδων ή των εξαρτημάτων τους ή άλλων σημείων αναγνώρισης που τίθενται από τις τελωνειακές αρχές στο μεταφορικό μέσο ή στα εμπορεύματα που διακινούνται με το καθεστώς της διαμετακόμισης.
- Επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, με την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, στον κάτοχο του δελτίου TIR/ATA ή στον μεταφορέα, σε περίπτωση παράβασης των λοιπών διατάξεων της Τελωνειακής Σύμβασης «περί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων δια δελτίων TIR (Σύμβασης TIR)», που κυρώθηκε με τον ν. 1020/1980 (Α΄32) ή της «Διεθνούς Τελωνειακής Συμβάσεως επί του Δελτίου Α.Τ.Α. διά την προσωρινήν εισδοχήν εμπορευμάτων», που κυρώθηκε με τον ν. 132/1975 (Α’ 184) ή της Διεθνούς Σύμβασης περί προσωρινής εισαγωγής (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκε με τον ν. 2401/1996 (Α’ 97) και των παραρτημάτων αυτών ή του παρόντος Κώδικα και των συναφών κανονιστικών πράξεων, με τις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων μέσω του ελληνικού εδάφους.
- Αν διαπιστώνονται διαφορές μεταξύ των ειδών που αναφέρονται στη διασάφηση- δήλωση διαμετακόμισης και των ειδών που βρίσκονται στον τόπο φόρτωσης κατά την επαλήθευση αυτής, επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ, εφόσον από άλλη διάταξη δεν προβλέπεται βαρύτερη κύρωση, στον δικαιούχο του καθεστώτος διαμετακόμισης, στον μεταφορέα, στον φορτωτή και στον παραλήπτη αλληλέγγυα, εφόσον τυγχάνουν γνωστοί και ευθύνονται για κάθε διαφορά που παρουσιάζεται στον τόπο φόρτωσης και εκφόρτωσης.
Άρθρο 162
Παραβάσεις κατά την προσκόμιση εμπορευμάτων και την υπαγωγή τους σε τελωνειακή επιτήρηση
- Επιβάλλεται πρόστιμο, κατά περίπτωση, στον πλοίαρχο ή στον πράκτορα:
α) εξακοσίων (600) ευρώ σε περίπτωση φόρτωσης, εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης χωρίς την άδεια της τελωνειακής αρχής ή χωρίς την παρουσία των αρμόδιων τελωνειακών υπαλλήλων, όπου αυτή προβλέπεται,
β) χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ σε περίπτωση προσέγγισης του πλοίου σε θέσεις άλλες από τις ορισμένες από την τελωνειακή ή λιμενική αρχή, καθώς και αν αυτό δεν αγκυροβολεί στην προκαθορισμένη θέση.
- Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ σε περίπτωση μη άμεσης προσκόμισης στην αρμόδια τελωνειακή αρχή των εμπορευμάτων που εισέρχονται στο έδαφος της χώρας κατά παράβαση του άρθρου 20. Το ως άνω πρόστιμο προσαυξάνεται κατά τριάντα (30) ευρώ για κάθε εικοσιτετράωρο καθυστέρησης προσκόμισης.
- Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ, στον μεταφορέα κάθε αυτοκινήτου οχήματος, για τη μη έγκαιρη, μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται από το τελωνείο εισόδου, προσκόμιση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, για τελωνισμό, για υπαγωγή σε καθεστώς προσωρινής εισαγωγής ή για επανεξαγωγή κάθε αυτοκινήτου που κινείται με Δελτίο Προσωρινής Εισαγωγής (ΔΕΠΕ) ή με άλλα τελωνειακά παραστατικά, προσωρινής ισχύος που επέχουν θέση αποσπάσματος δηλωτικού του τελωνείου. Το ως άνω πρόστιμο προσαυξάνεται κατά τριάντα (30) ευρώ για κάθε εικοσιτετράωρο καθυστέρησης προσκόμισης.
Άρθρο 163
Παραβάσεις επί εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης
- Επιβάλλεται πρόστιμο εξακοσίων (600) ευρώ στον κάτοχο άδειας λειτουργίας εγκατάστασης προσωρινής εναπόθεσης και στον κύριο ή κάτοχο των εμπορευμάτων που τελούν υπό προσωρινή εναπόθεση, σε περίπτωση παράβασης των οριζομένων στο άρθρο 21.
- Επιβάλλεται το πρόστιμο της παρ. 1, όταν εμπορεύματα ελεύθερα δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων εξάγονται από μη καθοριζόμενα σημεία εισόδου εξόδου.
- Επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το τριπλάσιο των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, εάν βρεθούν επί πλοίου χωρητικότητας μέχρι εκατό (100) κόρων ή αποβιβασθούν από αυτό εμπορεύματα περισσότερα από τα αναγραφόμενα στο δηλωτικό εισαγωγής, καθώς και αν προκύψουν ποσοτικές διαφορές σε εμπορεύματα χυτά ή λυτά που υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%). Όσες φορές τα επιπλέον δέματα ή δοχεία που βρέθηκαν φέρνουν διακριτικά σημεία και αριθμούς όμοια με των άλλων που αναγράφονται στο δηλωτικό, θεωρούνται ως μη δηλωθέντα όσα υπόκεινται σε ανώτερο ποσό δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων. Επίσης επί διαφορών που προκύπτουν σε χυτά ή λυτά ομοειδή εμπορεύματα, θεωρούνται ως μη δηλωθέντα όσα υπόκεινται σε ανώτερο ποσό δασμοσφορολογικών επιβαρύνσεων.
Τα πρόσθετα τέλη της παρούσας καθορίζονται σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ και αν τα εμπορεύματα δεν υπόκεινται σε δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις ή υπόκεινται σε αυτές και το τριπλάσιό τους είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
Άρθρο 164
Λοιπές τελωνειακές παραβάσεις
- Επιβάλλεται πρόστιμο εννιακοσίων (900) ευρώ σε οποιονδήποτε μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα, μέσω τελωνειακού περιβόλου, κατά παράβαση της τελωνειακής ή λιμενικής νομοθεσίας.
Σε περίπτωση υποτροπής, η οποία αφορά είτε τον μεταφορέα, είτε το μεταφορικό μέσο, το παραπάνω πρόστιμο πενταπλασιάζεται, το δε μεταφορικό μέσο κατάσχεται. Ως υποτροπή, ορίζεται η εκ νέου τέλεση της ίδιας παράβασης, εντός τριών (3) ετών από την έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου.
- Επιβάλλεται πρόστιμο τριακοσίων (300) ευρώ για οποιαδήποτε άλλη παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας, η οποία δεν τιμωρείται από άλλη ειδική διάταξη.
- Επιβάλλεται πρόστιμο στο τριπλάσιο της διαφοράς των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που διέφυγαν των διατάξεων περί απόβαρου, όταν, εμπορεύματα που τελωνίζονται με βάση το μικτό τους βάρος, εισάγονται γυμνά, παρά τον καθιερωμένο και συνήθη τρόπο συσκευασίας ή όταν εμπορεύματα υπόκεινται σε έκπτωση νομίμου απόβαρου ή στην πραγματική αποστάθμιση και σε κάθε περίπτωση εισάγονται χωρίς να συνοδεύονται από τα απαιτούμενα εμπορικά έγγραφα μεταφοράς και αποστολής και εισάγονται συσκευασμένα, όχι με τον συνήθη εμπορικό τρόπο, αλλά με ειδικό τρόπο, με σκοπό τη ζημιά του Δημοσίου.
- Επιβάλλεται πρόστιμο πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων περί απλουστεμένων διαδικασιών εξαγωγής.
Αν η παράβαση συνεπάγεται λήψη μεγαλύτερων επιστροφών ή άλλων ποσών που χορηγούνται κατά την εξαγωγή των εμπορευμάτων, το πρόστιμο του πρώτου εδαφίου ορίζεται ίσο με το διπλάσιο της διαφοράς αυτής και δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ποσού των πεντακοσίων (500) ευρώ, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας.
Σε περίπτωση διαπίστωσης των ανωτέρω παραβάσεων, ανακαλείται η έγκριση υπαγωγής στις απλουστευμένες διαδικασίες εξαγωγής για χρονικό διάστημα από ένα (1) μέχρι τρία (3) χρόνια.
- Επιβάλλεται πρόστιμο πέντε τοις εκατό (5%) επί της διαφοράς μεταξύ της αξίας που δηλώθηκε και της πραγματικής, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των πεντακοσίων (500) ευρώ, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, όταν διαπιστώνεται υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση κατά την εξαγωγή.
- Σε περίπτωση διαπίστωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων καταστροφής εμπορευμάτων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 608/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την τελωνειακή επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) 1383/2003 του Συμβουλίου (L181), επιβάλλεται πρόστιμο σε βάρος του διασαφιστή από δύο χιλιάδες (2.000) μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, ήτοι το είδος, την ποσότητα, την αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων σε σχέση με την αξία των αντίστοιχων γνήσιων, τη συχνότητα εισαγωγών και την περίπτωση υποτροπής.
Το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος του κυρίως υπόχρεου, του παραλήπτη και του μεταφορέα, εφόσον γνώριζαν την ανωτέρω παραβίαση.
- Για τη μη υποβολή δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων και δήλωσης γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων των άρθρων 3 και 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1672 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2018 σχετικά με τους ελέγχους ρευστών διαθεσίμων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την Ένωση και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1889/2005 (L 284), επιβάλλεται στον υπόχρεο πρόστιμο ίσο με το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ποσού των μη δηλωθέντων ρευστών διαθεσίμων.
Το πρόστιμο του πρώτου εδαφίου επιβάλλεται και στις περιπτώσεις ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης συνοδευόμενων ρευστών διαθεσίμων και δήλωσης γνωστοποίησης ασυνόδευτων ρευστών διαθεσίμων ή αν τα ρευστά διαθέσιμα δεν καθίστανται διαθέσιμα προς έλεγχο.
Σε κάθε περίπτωση, το ως άνω πρόστιμο παρακρατείται από τα ρευστά διαθέσιμα και η προθεσμία της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την είσπραξη του προστίμου.
- Στις περιπτώσεις μη καταχώρησης ή εκπρόθεσμης καταχώρησης ή ανακριβούς καταχώρησης των συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης εντός της προθεσμίας της περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 71, επιβάλλεται ανά φορολογικό στοιχείο πρόστιμο εκατό (100) ευρώ, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων.
Το πρόστιμο του πρώτου εδαφίου δεν επιβάλλεται, εφόσον: α) η μη καταχωρημένη συναλλαγή καταχωρήθηκε ή η εκπρόθεσμη καταχώρηση έγινε εντός δεκαπέντε (15) ημερών από το πέρας της προθεσμίας της περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 71 ή β) η ανακριβής καταχώρηση διορθώθηκε εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση στο μέλος ΔΙ.Π.Ε.ΘΕ. της κλήσης σε απολογία της παρ. 8 του άρθρου 170.
Στα μέλη ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., στα οποία καταλογίζονται κατά τα ανωτέρω πρόστιμα για εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώρηση συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης, επιβάλλεται ανά μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., ανά ημερολογιακό έτος, έναντι όλων των τελωνειακών αρχών, α) πρόστιμο έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, όταν το πλήθος των εκπροθέσμως ή ανακριβώς καταχωρημένων συναλλαγών ανά μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., είναι μέχρι πενήντα (50) φορολογικά στοιχεία, β) πρόστιμο τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ όταν το πλήθος των εκπροθέσμως ή ανακριβώς καταχωρημένων συναλλαγών, ανά μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., είναι από πενήντα ένα (51) έως εκατό (100) φορολογικά στοιχεία, γ) πρόστιμο έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, από εκατόν ένα (101) και μέχρι 150 φορολογικά στοιχεία, και δ) πενήντα (50) ευρώ ανά πενήντα (50) φορολογικά στοιχεία πέραν των εκατόν πενήντα (150), εφόσον το μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. υποβάλλει σχετική αίτηση στο αρμόδιο Τελωνείο και καταβάλλει το καταλογιζόμενο πρόστιμο με ταυτόχρονη παραίτηση από τα κατά το άρθρο 170 καθοριζόμενα ένδικα βοηθήματα και εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων.
Αν μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. έχει προβεί σε μη καταχώρηση συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης ανεξαρτήτως αριθμού ή σε εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώρηση άνω των εκατόν πενήντα (150) φορολογικών στοιχείων ανά ημερολογιακό έτος ή σε εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώρηση κάτω των εκατόν πενήντα (150) φορολογικών στοιχείων αλλά διαπιστώνεται από τις αρμόδιες αρχές τέλεση λαθρεμπορίας, επιβάλλεται και ποινή διαγραφής του μέλους από το μητρώο ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. Δεν συνιστά παράβαση, κατά τα ανωτέρω, ανακριβής δήλωση η οποία επανεισήχθη διορθωμένη στο ως άνω σύστημα από μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από το πέρας της προβλεπόμενης από την περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 71 προθεσμίας.
- Αν κατά την εισαγωγή μη υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης αγαθών δεν εισπραχθεί ο φόρος προστιθέμενης αξίας που βεβαιώθηκε επί του οικείου τελωνειακού παραστατικού, χωρίς να πληρούται κάποια από τις προϋποθέσεις των περ. α), β) ή γ) της παρ. 4 του άρθρου 25, επιβάλλεται στον εισαγωγέα πρόστιμο δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ.
- Αν, στο πλαίσιο διενέργειας ελέγχου για τη διαπίστωση της τήρησης ή μη της τελωνειακής νομοθεσίας, ο ελεγχόμενος δεν συνεργαστεί με την τελωνειακή αρχή ή δεν προσκομίσει τα ζητούμενα στοιχεία και αρχεία ή δεν επιτρέψει στην τελωνειακή αρχή την είσοδο σε οποιοδήποτε χώρο της επαγγελματικής του εγκατάστασης ή του μεταφορικού του μέσου, επιβάλλεται πρόστιμο δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ σε βάρος του. Για την εφαρμογή της παρούσας, ως μη συνεργασία νοείται η μη ανταπόκριση σε αίτημα της τελωνειακής αρχής για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων σε χρόνο που ορίζεται από την τελωνειακή αρχή, ο οποίος δεν δύναται να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες, ούτε να υπολείπεται των πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης.
- Πράξη, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση από το Δημόσιο δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων υγρών καυσίμων, τα οποία εισπράττονται από τις τελωνειακές αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και που δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πενήντα (50) ευρώ, χαρακτηρίζεται ως τελωνειακή παράβαση και τιμωρείται με πρόστιμο ίσο με το τριπλάσιο των διαφυγουσών επιβαρύνσεων, το οποίο δεν δύναται να είναι κατώτερο των εκατό (100) ευρώ.
Άρθρο 165
Παραβάσεις αποταμίευσης και ελεύθερων ζωνών
- Όταν κατά τον έλεγχο των αποταμιευμένων εμπορευμάτων σε ιδιωτικές ή δημόσιες αποθήκες τελωνειακής αποταμίευσης ανακαλύπτονται διαφορές κατά ένα ποσοστό μεγαλύτερο ή μικρότερο, οι οποίες υπερβαίνουν κατά δύο τοις εκατό (2%) τη σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, οριζόμενη φύρα ή μεταβολές του είδους ή της ποιότητας των εμπορευμάτων, επιβάλλεται πρόστιμο στον κύριο των εμπορευμάτων, όχι μεγαλύτερο από το διπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων για τα εμπορεύματα που λείπουν ή για αυτά στα οποία βρέθηκαν διαφορές στο είδος ή στην ποιότητά τους.
- Εάν οι διαφορές στην ποιότητα, στην ποσότητα ή στο είδος υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%), εκτός της πληρωμής του κατά την παρ. 1, προστίμου, ο κύριος των εμπορευμάτων υποχρεούται να καταβάλει αμέσως τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις για όλα τα αποταμιευμένα, στο όνομά του, εμπορεύματα. Ακόμη, σε περίπτωση υποτροπής, επιπλέον στερείται για ένα (1) έτος του πλεονεκτήματος αποταμίευσης. Ως υποτροπή, ορίζεται η εκ νέου τέλεση της ίδιας παράβασης, εντός τριών (3) ετών από την έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου.
- Εάν προκύπτει έλλειμμα στα δοχεία ή τα δέματα των σημειωμένων στα βιβλία της αποταμίευσης εμπορευμάτων, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων για τα εμπορεύματα που λείπουν. Εάν το βάρος κάθε δοχείου ή δέματος που λείπει δεν είναι γνωστό, αυτό υπολογίζεται βάσει του μέσου βάρους των ομοειδών δεμάτων, που έχουν αποταμιευθεί με την ίδια αίτηση. Για τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου επιφυλάσσεται η δίωξη για λαθρεμπορία σύμφωνα με την περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 174 και αφαιρείται και η άδεια σε περίπτωση δίωξης για λαθρεμπορία.
- Εάν μέσα στις ιδιωτικές αποθήκες αποταμίευσης βρίσκονται εμπορεύματα τα οποία δεν έχουν αναγραφεί στα βιβλία του αποταμιευτικού καταστήματος, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
- Με την επιφύλαξη των παρ. 6, 7, 8, 9, 10 και 11, όποτε επιβάλλονται τα πρόστιμα που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές, για τη μη τήρηση των διαδικασιών του ειδικού καθεστώτος ελευθέρων ζωνών, όπως αυτές ορίζονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 952/2013, τον Κανονισμό (ΕΕ) 2446/2015 και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2447/2015, και τα άρθρα 29 και 34 του παρόντος Κώδικα, επιβάλλεται στον φορέα διαχείρισης ή στην εγκατεστημένη επιχείρηση, κατά περίπτωση, πρόστιμο από εκατό (100) μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη βαρύτητά της.
- Στον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση που συντάσσει βεβαίωση τελωνειακού χαρακτήρα με την οποία μη ενωσιακά εμπορεύματα, τα οποία εισέρχονται έμμεσα στην ελεύθερη ζώνη, δηλώνονται, είτε με έντυπο είτε μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής, ως ενωσιακά, επιβάλλεται πρόστιμο από δύο χιλιάδες (2.000) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης.
- Όταν κατά τον έλεγχο στις αποθήκες του φορέα διαχείρισης ή εγκατεστημένης επιχείρησης στην ελεύθερη ζώνη ανακαλύπτονται διαφορές κατά ένα ποσοστό μεγαλύτερο ή μικρότερο, οι οποίες υπερβαίνουν κατά δύο τοις εκατό (2%) την, σύμφωνα με την απόφαση της παρ. 5 του άρθρου 34, οριζόμενη φύρα ή μεταβολές του είδους ή της ποιότητας των εμπορευμάτων που τελούν υπό το καθεστώς της ελεύθερης ζώνης, επιβάλλεται στον φορέα διαχείρισης ή στην εγκατεστημένη επιχείρηση, κατά περίπτωση, πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων για τα εμπορεύματα που λείπουν ή για αυτά στα οποία βρέθηκαν διαφορές στο είδος ή στην ποιότητά τους.
- Εάν οι διαφορές στην ποιότητα, στην ποσότητα ή στο είδος υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%), εκτός της πληρωμής του, κατά την παρ. 7 προστίμου, ο φορέας διαχείρισης ή η εγκατεστημένη επιχείρηση, κατά περίπτωση, υποχρεούται να καταβάλλει αμέσως τους δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις για όλα τα εμπορεύματα που αφορούν στον ίδιο Αριθμό Καταχώρησης Λογιστικής Αποθήκης (Α.Κ.Λ.Α.).
- Eάν, κατά τον έλεγχο στις αποθήκες του φορέα διαχείρισης ή εγκατεστημένης επιχείρησης στην ελεύθερη ζώνη, προκύπτει έλλειμμα στα δοχεία ή τα δέματα που έχουν καταχωρηθεί στη λογιστική αποθήκη, επιβάλλεται στον φορέα διαχείρισης ή στην εγκατεστημένη επιχείρηση, κατά περίπτωση, πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων για τα εμπορεύματα που λείπουν. Εάν το βάρος κάθε δοχείου ή δέματος που λείπει, δεν είναι γνωστό, αυτό υπολογίζεται στη βάση του μέσου βάρους των ομοειδών δοχείων ή δεμάτων, που έχουν καταχωρηθεί με τον ίδιο Αριθμό Καταχώρησης Λογιστικής Αποθήκης (Α.Κ.Λ.Α.). Η εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων δεν αποκλείει τη δίωξη για λαθρεμπορία σύμφωνα με την περ. ιδ΄ της παρ. 2 του άρθρου 174.
- Εάν μέσα στις αποθήκες του φορέα διαχείρισης ή εγκατεστημένης επιχείρησης στην ελεύθερη ζώνη, βρίσκονται εμπορεύματα τα οποία τελούν υπό το ειδικό καθεστώς της ελεύθερης ζώνης και δεν έχουν καταχωρηθεί στη λογιστική αποθήκη, επιβάλλεται στον φορέα διαχείρισης ή την εγκατεστημένη επιχείρηση, κατά περίπτωση, πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
Άρθρο 166
Παραβάσεις σχετικά με τα καθεστώτα τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και προσωρινής εισαγωγής
- Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία α) εμπορευμάτων που τελούν υπό το καθεστώς της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και β) έτοιμων υλικών συσκευασίας που τελούν υπό το καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, χωρίς την τήρηση των απαιτούμενων τελωνειακών διατυπώσεων των αντίστοιχων καθεστώτων, συνιστά τελωνειακή παράβαση. Η παράβαση του πρώτου εδαφίου, εκτός της καταβολής των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που τελούν σε αναστολή, των γεωργικών εισφορών και άλλων επιβαρύνσεων, καθώς και των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, επισύρει πρόστιμο ισόποσο του συνόλου της τελωνειακής οφειλής.
- Για οποιαδήποτε άλλη παράβαση των καθεστώτων της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή και της προσωρινής εισαγωγής, καθώς και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται για την εφαρμογή τους που δεν τιμωρείται από άλλη ειδικότερη διάταξη, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό πενήντα (150) ευρώ.
- Εμπορεύματα που τελούν υπό το καθεστώς προσωρινής εισαγωγής, τα οποία τίθενται σε ανάλωση ή για τα οποία γεννάται τελωνειακή οφειλή, λόγω εκπρόθεσμης λήξης ή ανάκλησης του καθεστώτος, επιβαρύνονται με προσαύξηση που υπολογίζεται επί των οφειλόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων από την ημερομηνία αποδοχής του παραστατικού εισαγωγής μέχρι την ημερομηνία καταβολής της οφειλής, με εξαίρεση τα υπολείμματα των εμπορευμάτων που καταστράφηκαν με έγκριση της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και τίθενται σε ανάλωση, για τα οποία η προσαύξηση υπολογίζεται από την ημερομηνία καταστροφής των αγαθών. Το ποσοστό της προσαύξησης ισούται με το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής, όπως αυτό ορίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α΄190).
- Σε περίπτωση εκπρόθεσμης εκκαθάρισης του καθεστώτος της προσωρινής εισαγωγής, στο οποίο έχουν υπαχθεί εμπορεύματα, πλην μεταφορικών μέσων και προσωπικών ειδών ταξιδιωτών, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ.
Άρθρο 167
Παραβάσεις σχετικά με μεταφορικά μέσα πλην οχημάτων, ρυμουλκούμενα οχήματα και λοιπά ρυμουλκούμενα μεταφορικά μέσα
- Σε περίπτωση εκπρόθεσμης εκκαθάρισης του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου, πλην οχήματος, επιβάλλεται στον κάτοχο – χρήστη του μεταφορικού μέσου πρόστιμο: α) εφάπαξ εκατό (100) ευρώ και β) δεκαπέντε (15) ευρώ, ανά ημέρα παρέλευσης της προθεσμίας τακτοποίησης του μεταφορικού μέσου.
- Τα πρόστιμα της παρ. 1 επιβάλλονται και αν σε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής, με σημαία ή νηολόγιο τρίτης χώρας ή ειδικού φορολογικού εδάφους του Παραρτήματος ΙΙ του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 5144/2024, Α΄262), διαπιστώνεται:
α) παράλειψη κατάθεσης του δελτίου κίνησης (transit log) στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, κατά τη λήξη της άσκησης του δικαιώματος χρήσης του σκάφους, εφόσον το σκάφος παραμένει στη χώρα για ελλιμενισμό και διαχείμαση,
β) λήξη του δικαιώματος χρήσης του σκάφους από φυσικό πρόσωπο, χωρίς την εμπρόθεσμη τακτοποίηση του σκάφους,
γ) παράλειψη γνωστοποίησης στην αρμόδια τελωνειακή αρχή της αλλαγής δικαιούχου προσώπου, ως κατόχου-χρήστη του ιδιωτικού σκάφους αναψυχής.
- Αν ιδιωτικό σκάφος αναψυχής, με σημαία ή νηολόγιο τρίτης χώρας ή ειδικού φορολογικού εδάφους του Παραρτήματος ΙΙ του Κώδικα Φ.Π.Α. διαπιστώνεται ότι δεν διαθέτει δελτίο κίνησης, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τον πρώτο κατάπλου σε λιμένα της χώρας, επιβάλλεται πρόστιμο:
α) εφάπαξ τριακοσίων (300) ευρώ και
β) τριάντα (30) ευρώ, ανά ημέρα καθυστέρησης έκδοσης του δελτίου κίνησης. Αν η διαπίστωση της ανωτέρω παράβασης γίνει από λιμενική αρχή, η αρχή αυτή υποχρεούται να τη γνωστοποιήσει αμελλητί στην κατά τόπο αρμόδια τελωνειακή αρχή.
- Όταν μη δικαιούχο πρόσωπο διαπιστώνεται να κατέχει ή να χρησιμοποιεί μη ενωσιακό μεταφορικό μέσο πλην οχήματος, το οποίο έχει υπαχθεί στο τελωνειακό καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, επιβάλλεται σε αυτό:
α) πρόστιμο επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ, όταν το δικαιούχο πρόσωπο βρίσκεται στη χώρα, κατά τον χρόνο τέλεσης της παράβασης,
β) πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, όταν το δικαιούχο πρόσωπο απουσιάζει από τη χώρα, κατά τον χρόνο τέλεσης της παράβασης.
- Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εκκαθάρισης του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής ρυμουλκούμενου οχήματος, περιλαμβανόμενου του ρυμουλκούμενου τροχόσπιτου, ή άλλου ρυμουλκούμενου μεταφορικού μέσου, επιβάλλεται στον κάτοχο – χρήστη του πρόστιμο: α) εφάπαξ εκατό (100) ευρώ και
β) πέντε (5) ευρώ, ανά ημέρα παρέλευσης της προθεσμίας τακτοποίησης του ρυμουλκούμενου.
- Με την επιφύλαξη των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, αν διαπιστωθεί ότι η υπαγωγή στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου πλην οχήματος έγινε στη βάση ανακριβών στοιχείων που προσκομίστηκαν στην τελωνειακή αρχή, επιβάλλεται στον κάτοχο-χρήστη του μεταφορικού μέσου πρόστιμο:
α) εφάπαξ εκατό (100) ευρώ και
β) δεκαπέντε (15) ευρώ, ανά ημέρα παραμονής του μεταφορικού μέσου στη χώρα, από την ημέρα της εισαγωγής του.
- Οι διατάξεις περί λαθρεμπορίας δεν εφαρμόζονται, όταν ο κάτοχος-χρήστης μεταφορικού μέσου πλην οχήματος, ο οποίος δεν έχει καταβάλει τις οφειλόμενες γι’ αυτό δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, πριν από τη διαπίστωση της παράβασης αυτής από τις διωκτικές αρχές, προσέρχεται αυτοβούλως στην τελωνειακή αρχή για τη νόμιμη τακτοποίηση του μεταφορικού του μέσου. Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται πρόστιμο τριάντα (30) ευρώ, για κάθε ημέρα από την ημέρα της εισαγωγής του μεταφορικού μέσου στη χώρα μέχρι την προσέλευση του κατόχου-χρήστη στην τελωνειακή αρχή. Αν ο τελευταίος δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η ημερομηνία εισαγωγής του μεταφορικού μέσου στη χώρα, αντί του προστίμου του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
- Σε περίπτωση συρροής παραβάσεων του παρόντος, εισπράττονται σωρευτικά τα πρόστιμα που προβλέπονται για καθεμία ξεχωριστά. Σε κάθε περίπτωση τα πρόστιμα που επιβάλλονται για ένα μεταφορικό μέσο ή ένα ρυμουλκούμενο δεν μπορεί να υπερβαίνουν, σωρευτικά ή μεμονωμένα, το ποσό των οφειλόμενων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που του αναλογούν κατά τον χρόνο διαπίστωσης της παράβασης.
- Για κάθε άλλη παράβαση του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής επιβάλλονται άμεσα οι δασμοί και λοιποί φόροι που αναλογούν στα μεταφορικά μέσα ή ρυμουλκούμενα κατά την ημέρα διαπίστωσης της παράβασης και πρόστιμο ίσο με το εκατό τοις εκατό (100%) των παραπάνω δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
- Σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης του παρόντος άρθρου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διασφαλίζεται η είσπραξη των απαιτήσεων του Δημοσίου, η τελωνειακή αρχή που διαπίστωσε την παράβαση μπορεί να δεσμεύει προσωρινά το μεταφορικό μέσο. Η δέσμευση συνίσταται σε ακινητοποίηση και σφράγιση αυτού, σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με ευθύνη και δαπάνη του κατόχου του. Το μεταφορικό μέσο παραμένει δεσμευμένο, έως την καταβολή του συνόλου της τελωνειακής οφειλής. Για τη δέσμευση ενημερώνεται με κάθε πρόσφορο μέσο ο ιδιοκτήτης αυτού από την τελωνειακή αρχή.
Αν το μεταφορικό μέσο δεν παραληφθεί μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η καταλογιστική πράξη επιβολής των προστίμων κατέστη οριστική, είτε λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής, είτε σε περίπτωση άσκησής της με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο ή με την άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών των προβλεπόμενων τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων, περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα του Δημοσίου και διαγράφεται η τελωνειακή οφειλή. Τυχόν εισπραχθέντα ποσά δεν επιστρέφονται. Αν ο υπόχρεος παραιτηθεί από το δικαίωμα άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων κατά κάθε σχετικής με το πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης εκτελεστής διοικητικής πράξης της τελωνειακής αρχής και δηλώσει ότι εγκαταλείπει το μεταφορικό μέσο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, η τελωνειακή αρχή εκδίδει απαλλακτική πράξη και το μεταφορικό μέσο περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα του Δημοσίου.
Μετά την καταβολή της τελωνειακής οφειλής, το μεταφορικό μέσο αποδίδεται στον υπόχρεο και λαμβάνει νόμιμο προορισμό από την τελωνειακή αρχή. Αν αυτό είναι αδύνατο, από υπαιτιότητα είτε του κατόχου είτε του ιδιοκτήτη και δεν αποδεικνύεται η έξοδος αυτού από τη χώρα, επιβάλλονται σε αυτούς, εις ολόκληρον, οι αναλογούσες δασμοφορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις.
ΤΜΗΜΑ Γ’
ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ – ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ
Άρθρο 168
Πολλαπλό τέλος
- Κατά των με οποιονδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην τέλεση της τελωνειακής παράβασης της παρ. 2 του άρθρου 159 και ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής εκάστου,ανεξάρτητα από την ποινική διαδικασία για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, επιβάλλεται, σύμφωνα με τα άρθρα 170, 174, 175 και 176, ιδιαίτερα στον καθένα και αλληλέγγυα, πολλαπλό τέλος από το τριπλάσιο μέχρι το πενταπλάσιο των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που αναλογούν στο αντικείμενο αυτής, συνολικά για όλους τους συνυπαίτιους. Για τον υπολογισμό των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
Επί υπερτιμολόγησης ή υποτιμολόγησης, βάση επιβολής του ως άνω πολλαπλού τέλους αποτελεί η διαφορά των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που προκύπτει από τη ληφθείσα κατά τον τελωνισμό αξία και την τρέχουσα συναλλακτική τιμή.
Αν το τριπλάσιο των δασμών και λοιπών φόρων, που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το πολλαπλό τέλος καθορίζεται:
α) στο ποσό αυτό και συγκεκριμένα στα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, προκειμένου για προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης,
β) στο μισό (1/2) του ποσού αυτού και συγκεκριμένα στα επτακόσια πενήντα (750) ευρώ για τα λοιπά εμπορεύματα, καθώς και για τις περιπτώσεις παραβάσεων του άρθρου 82, από διήμερους μικρούς αποσταγματοποιούς.
Δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που διέφυγαν της καταβολής, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε κατά νόμο τελωνειακή οφειλή, είναι δυνατόν να καταλογίζονται αυτοτελώς με αιτιολογημένη πράξη καταλογισμού.
- Το πολλαπλό τέλος επιβάλλουν με την έκδοση καταλογιστικής πράξης, σύμφωνα με το άρθρο 170, οι Προϊστάμενοι των αρμόδιων τελωνειακών αρχών.
Για την έκδοση της καταλογιστικής πράξης διαβιβάζεται στον Προϊστάμενο της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, από τη δημόσια αρχή που διαπίστωσε την παράβαση της λαθρεμπορίας αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης και του σχηματισθέντος φακέλου της προανάκρισης.
- Ο παραλαμβάνων Προϊστάμενος της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, μετά την ενέργεια διοικητικής ανάκρισης, συντάσσει και εκδίδει, το ταχύτερο δυνατό, αιτιολογημένη πράξη, με την οποία, κατά περίπτωση, ή απαλλάσσει ή προσδιορίζει τους υπαίτιους, τον βαθμό της ευθύνης ενός εκάστου, τους αναλογούντες δασμούς και λοιπούς φόρους επί του αντικειμένου της λαθρεμπορίας.
Η πληρωμή του πολλαπλού τέλους δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των οφειλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων καθώς και εσόδων που συνιστούν ίδιο πόρο της Ε.Ε., οι οποίες καταλογίζονται παράλληλα και ανεξάρτητα προς την ποινή των παρ. 2 και 4 του άρθρου 178, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχεται και στη συνέχεια δημεύεται το αντικείμενο της λαθρεμπορίας.
- Οι πράξεις του παρόντος προσβάλλονται ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97).
Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής και η τυχόν υποβολή αίτησης αναστολής δεν αναστέλλουν την είσπραξη του τριάντα τοις εκατό (30%) των προστίμων και πολλαπλών τελών, που επιβλήθηκαν από την τελωνειακή αρχή.
Μετά την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο, το ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) που εισπράχθηκε, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται, ολικά ή μερικά, ανάλογα με την περίπτωση.
5.α) H έκδοση πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους σε βάρος ορισμένου προσώπου, σύμφωνα με την παρ. 1, για παράβαση που συνιστά συγχρόνως και το έγκλημα της λαθρεμπορίας κατά τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού ποινικού αδικήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτόν, η τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την πράξη αποστέλλει αμελλητί αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα.
β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο. Αν έχει κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται για τα αυτόφωρα εγκλήματα, σύμφωνα με τα άρθρα 275, 417 έως και 426 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96), η ποινική διαδικασία συνεχίζεται και την αναστολή αυτής διατάσσει το δικαστήριο στο οποίο έχει εισαχθεί για εκδίκαση η υπόθεση.
γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε.
δ) Η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων γίνονται κατά προτεραιότητα. Η τελωνειακή αρχή, που εξέδωσε την πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της πράξης, λόγω μη άσκησης προσφυγής, ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης.
ε) Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της περ. α), δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95).
Άρθρο 169
Συρροή τελωνειακών παραβάσεων
Σε περίπτωση συρροής τελωνειακών παραβάσεων ή τελωνειακής παράβασης με άλλη αξιόποινη πράξη, κάθε τελωνειακή παράβαση τιμωρείται ιδιαιτέρως, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 170
Διοικητική ανάκριση – Καταλογιστική πράξη – Κοινοποιήσεις – Δικαστική προστασία
- Αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων ή των πολλαπλών τελών που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα είναι ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής, στην τοπική αρμοδιότητα της οποίας τελέσθηκε η παράβαση και, σε περίπτωση που η παράβαση τελέσθηκε στην τοπική αρμοδιότητα εξαρτημένου τελωνείου, αρμόδιος για την επιβολή των προστίμων ή των πολλαπλών τελών είναι και ο προϊστάμενος του αντίστοιχου κύριου τελωνείου. Όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ο τόπος τέλεσης, αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής στην τοπική αρμοδιότητα της οποίας διαπιστώθηκε η παράβαση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής, στην τοπική αρμοδιότητα της οποίας βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης ή η διεύθυνση κατοικίας του παραβάτη.
Οι ως άνω προϊστάμενοι τελωνειακών αρχών, εντός του βραχύτερου δυνατού χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση του πρωτοκόλλου και ύστερα από προηγούμενη λήψη της απολογίας του υπαιτίου της παράβασης και τη διενέργεια κάθε άλλης εξέτασης, την οποία τυχόν κρίνουν αναγκαία, προβαίνουν στην έκδοση αιτιολογημένης πράξης, με την οποία καταλογίζουν, σε βάρος των υπαιτίων και αστικώς συνυπευθύνων, το πρόστιμο ή πολλαπλό τέλος.
Σε περίπτωση συρροής τελωνειακών παραβάσεων, τα πρόστιμα ή πολλαπλά τέλη μπορεί να επιβάλει για όλες τις συρρέουσες παραβάσεις ο αρμόδιος για τη μία από αυτές προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής.
- Οι διατάξεις περί αστικής ευθύνης, όπως προβλέπονται στην παρ. 3 εφαρμόζονται κατ` αναλογία και στις τελωνειακές παραβάσεις. Η άγνοια των αστικώς συνυπεύθυνων για την πρόθεση των χαρακτηρισθέντων ως κυρίως υπαιτίων της τέλεσης της παράβασης δεν απαλλάσσει αυτούς από την ευθύνη, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι ανωτέρω δεν μπορούσαν να έχουν γνώση σχετικά με την πιθανότητα τέλεσης της παράβασης.
Σε περίπτωση πώλησης κατόπιν διαγωνισμού του συνόλου ή μέρους των μετοχών ή του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων ή τμημάτων αυτών ή κλάδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και πιστωτικών ιδρυμάτων, στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει με οποιοδήποτε ποσοστό το Δημόσιο, καθώς και ανωνύμων εταιρειών που είναι συνδεδεμένες με τα ως άνω νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και πιστωτικά ιδρύματα, η οποία πώληση διενεργείται στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης, εξυγίανσης ή ειδικής εκκαθάρισης αυτών, για την καταβολή προστίμων, πολλαπλών τελών, δασμών και λοιπών επιβαρύνσεων, που επιβάλλονται και καταλογίζονται σε βάρος των κυρίως υπαιτίων της παράβασης, δεν κηρύσσονται αλληλέγγυα συνυπεύθυνα αστικά τα ως άνω νομικά πρόσωπα υπό την προϋπόθεση ότι έως την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών ή περιουσιακών στοιχείων δεν είχαν κοινοποιηθεί καταλογιστικές πράξεις και η συγκεκριμένη εκκρεμότητα δεν είχε γνωστοποιηθεί στους ενδιαφερόμενους επενδυτές κατά το κρίσιμο στάδιο της διενέργειας του διαγωνισμού για τη μεταβίβαση αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και στην περίπτωση αστικής ευθύνης, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 3.
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων, καταλογιστικές πράξεις που εκδόθηκαν μετά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών ή περιουσιακών στοιχείων και αφορούν προγενέστερες της μεταβίβασης περιόδους, δεν εκτελούνται και ανακαλούνται υποχρεωτικά, κατά το μέρος που αφορούν το νομικό πρόσωπο ως αστικώς συνυπεύθυνο, του οποίου οι οφειλές από πρόστιμα, πολλαπλά τέλη, δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις, που προέρχονται αποκλειστικά από τις ανωτέρω καταλογιστικές πράξεις, διαγράφονται. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου υποβάλλεται αίτηση στην αρχή που εξέδωσε τις καταλογιστικές πράξεις. Τυχόν ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί σε εκτέλεσή τους δεν επιστρέφονται και δεν συμψηφίζονται.
Η πράξη ανάκλησης επιδίδεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από την υποβολή της αίτησης. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου καταλαμβάνει και δικαστικά εκκρεμείς υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Ως «εκκρεμείς δικαστικά υποθέσεις» νοούνται οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν άσκησης δικαστικής προσφυγής ή τακτικού ενδίκου μέσου ή αίτησης αναίρεσης ή εκείνες για τις οποίες εκκρεμεί η προθεσμία άσκησης δικαστικής προσφυγής ή τακτικού ενδίκου μέσου ή αίτησης αναίρεσης, καθώς επίσης και οι υποθέσεις, οι οποίες έχουν συζητηθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί μη αμετάκλητη απόφαση αλλά δεν έχει κοινοποιηθεί στους διαδίκους. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και σε αιτήσεις ανάκλησης που έχουν υποβληθεί μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος και αφορούν υποθέσεις που ήταν, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης ανάκλησης, δικαστικά εκκρεμείς κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου.
- Ως αστικά συνυπεύθυνα πρόσωπα για την καταβολή των επιβαλλόμενων σε βάρος του υπαιτίου και των τυχόν συνυπαιτίων αυτού πολλαπλών τελών καθορίζονται τα κατωτέρω φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ακόμη και όταν αυτά δεν υπέχουν ποινική ευθύνη για τη λαθρεμπορία:
α) ο κύριος ή ο παραλήπτης των εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας, όταν ο κυρίως υπαίτιος ενήργησε επί των αντικειμένων της λαθρεμπορίας ως εντολοδόχος, διαχειριστής, νόμιμος εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος του κυρίου ή του παραλήπτη, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική σχέση με την οποία παρουσιάζεται η εντολή, δηλαδή ανεξάρτητα αν ο εντολοδόχος ενεργεί με το όνομα του εντολέα ή αν παρίσταται ως κύριος του εμπορεύματος ή με οποιαδήποτε άλλη νομική σχέση και αδιάφορα αν η ουσιαστική εκπροσώπηση του κυρίου είναι ειδική ή γενική,
β) οι ιδιοκτήτες των πλοίων, αυτοκινήτων, αμαξοστοιχιών ή αεροσκαφών, οι εταιρείες και εν γένει επιχειρήσεις μεταφορών δια ξηράς, θάλασσας ή αέρος, καθώς και οι με οποιαδήποτε ιδιότητα ή ονομασία πράκτορες ή αντιπρόσωποι αυτών ή των ιδιοκτητών πλοίων, αυτοκινήτων ή αεροσκαφών, όταν η λαθρεμπορία διαπράχθηκε εντός των ανωτέρω μεταφορικών μέσων ή με χρήση αυτών,
γ) οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, οι διευθυντές ξενοδοχείων και κάθε άλλης κατηγορίας καφενείων ή άλλων καταστημάτων προσιτών στο κοινό, όταν η λαθρεμπορία διαπράχθηκε εντός των εγκαταστάσεων αυτών ή με τη χρησιμοποίηση αυτών, είτε προς εκτέλεση της λαθρεμπορίας, είτε προς διευκόλυνση αυτής με οποιονδήποτε τρόπο, είτε προς απόκρυψη των αντικειμένων της λαθρεμπορίας.
- Η άγνοια των αστικώς συνυπεύθυνων για την πρόθεση του υπαίτιου και των τυχόν συνυπαιτίων αυτού σχετικά με την τέλεση της παράβασης δεν απαλλάσσει αυτούς από την ευθύνη, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι ανωτέρω δεν μπορούσαν να έχουν γνώση της πιθανότητας τέλεσης της παράβασης.
- Οι καταβάλλοντες, ως αστικά συνυπεύθυνοι, έχουν αναγωγικό δικαίωμα για τα καταβληθέντα ποσά από τους καταδικασθέντες με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, οι δε πράκτορες ή αντιπρόσωποι ναυτιλιακών εταιρειών ή ιδιοκτητών πλοίων ή ιδιοκτητών άλλων μεταφορικών μέσων, από τις εταιρείες και ιδιοκτήτες τους οποίους εκπροσωπούν.
- Αν, μετά την έκδοση της καταλογιστικής πράξης για λαθρεμπορία, προκύψει από στοιχεία, τα οποία κατά τον χρόνο έκδοσής της δεν είχαν τεθεί υπόψη της τελωνειακής αρχής, η συμμετοχή στην τέλεση της παράβασης και άλλου προσώπου που δεν είχε συμπεριληφθεί στους συνυπαιτίους της σχετικής καταλογιστικής πράξης, εκδίδεται συμπληρωματική καταλογιστική πράξη, με την οποία κηρύσσεται το πρόσωπο αυτό συνυπαίτιο και επιβάλλεται σε αυτό πολλαπλό τέλος, υπό την προϋπόθεση μη υπέρβασης του ανώτατου προβλεπόμενου ορίου της παρ. 1 του άρθρου 168, συνυπολογιζόμενου του πολλαπλού τέλους που έχει ήδη επιβληθεί με την αρχική καταλογιστική πράξη.
- Η πληρωμή του πολλαπλού τέλους δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των οφειλόμενων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, οι οποίες καταλογίζονται ανεξάρτητα από την ποινή των παρ. 2 και 4 του άρθρου 178, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κατάσχεται και στη συνέχεια δημεύεται το αντικείμενο της λαθρεμπορίας.
- Η κοινοποίηση της κλήσης σε προηγούμενη ακρόαση, της κλήση σε απολογία και της κλήσης σε εξέταση της παρ. 1 του παρόντος διενεργείται:
α) για πρόσωπα γνωστής διαμονής, σύμφωνα με την παρ. 9,
β) για πρόσωπα αγνώστου διαμονής, με τοιχοκόλληση της κλήσης στο κατάστημα της προσκαλούσας τελωνειακής αρχής, με την παρουσία δύο (2) υπαλλήλων αυτής, ως μαρτύρων. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται σχετικό πρακτικό.
Στην κλήση ορίζεται ανάλογη, κατά την κρίση της τελωνειακής αρχής, προθεσμία για απολογία ή παροχή απόψεων από την κοινοποίηση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες και αν η κλήση αφορά σε υπόθεση με διαφυγόντες ίδιους πόρους της Ε.Ε., η ως άνω προθεσμία ορίζεται στις τριάντα (30) ημέρες. Εάν ο καλούμενος δεν παράσχει τις απόψεις του ή δεν απολογηθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, η πράξη μπορεί να εκδοθεί και χωρίς τις απόψεις ή την απολογία του. Δεν απαιτείται κοινοποίηση σχετικής κλήσης, αν το πρόσωπο που σχετίζεται με την τέλεση της διαπιστούμενης παράβασης παρείχε τις απόψεις του ή απολογήθηκε, οικειοθελώς, στο πλαίσιο της διοικητικής ανάκρισης για τη διαπίστωση της τελωνειακής παράβασης.
- Η πράξη επιβολής προστίμων απλής τελωνειακής παράβασης και πολλαπλών τελών κοινοποιείται σε πρόσωπα γνωστής διαμονής, κατά των οποίων εκδόθηκε με τους ακόλουθους τρόπους, κατά την κρίση του προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής αρχής έκδοσης της πράξης:
α) με ψηφιακή κοινοποίηση στον λογαριασμό που τηρεί σε πληροφοριακό σύστημα της Α.Α.Δ.Ε. ο ίδιος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του ή ο δηλωθείς σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α’ 58) φορολογικός εκπρόσωπός του, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ή
β) με συστημένη επιστολή στην τελευταία ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης που έχει δηλωθεί στην τελωνειακή αρχή ή έχει προκύψει από έρευνα της τελωνειακής αρχής ή
γ) με επίδοση, σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97).
Η πράξη επιβολής προστίμων απλής τελωνειακής παράβασης και πολλαπλών τελών σε πρόσωπα, των οποίων δεν είναι γνωστή η διαμονή, σύμφωνα με βεβαίωση της αρμόδιας Κεντρικής Διεύθυνσης της Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας, κοινοποιείται με δημοσίευση περίληψης της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατ’ εξαίρεση των οριζόμενων στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί επίδοσης σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής.
Πράξη που κοινοποιείται ψηφιακά σύμφωνα με την περ. α) θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δέκα (10) ημερών από την ανάρτησή της στον ως άνω λογαριασμό και τη σχετική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον δεν προκύπτει προγενέστερος χρόνος παραλαβής της.
Πράξη που κοινοποιείται με συστημένη επιστολή σύμφωνα με την περ. β) θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη βρίσκεται στην Ελλάδα. Αν η ταχυδρομική διεύθυνση είναι εκτός Ελλάδας, η πράξη θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί νομίμως μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημέρα αποστολής της συστημένης επιστολής. Αν η πράξη δεν κοινοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο, η τελωνειακή αρχή ζητά από την ταχυδρομική υπηρεσία την επιστροφή αυτής, με συνοδευτικό κείμενο, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) η ημερομηνία κατά την οποία η συστημένη επιστολή προσκομίστηκε και παρουσιάστηκε στην ως άνω διεύθυνση και β) ο λόγος για τη μη κοινοποίηση ή τη μη βεβαίωση της κοινοποίησης. Η τελωνειακή αρχή μεριμνά, προκειμένου αντίγραφο της συστημένης επιστολής να βρίσκεται στη διάθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της τελωνειακής αρχής και να μπορεί αυτό να παραδοθεί στο πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ή τον νόμιμο αντιπρόσωπό του οποιαδήποτε στιγμή και χωρίς δαπάνη.
- Κατά της καταλογιστικής πράξης του Προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής αρχής δύναται να ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97). Οι διατάξεις περί αναγκαστικής ομοδικίας δεν εφαρμόζονται.
Κατ’ εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής από το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η καταλογιστική πράξη , η ισχύς της απόφασης επεκτείνεται και στο πρόσωπο που κηρύχθηκε αστικώς συνυπεύθυνο με τον προσφεύγοντα, υπό την προϋπόθεση ευμενέστερης για αυτόν πρόβλεψης, ακόμη και αν δεν άσκησε ο ίδιος προσφυγή ή άλλο ένδικο μέσο. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη προβαίνει σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια.
Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης της τελωνειακής αρχής αναστέλλει την είσπραξη του εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προστίμων απλής τελωνειακής παράβασης και των πολλαπλών τελών που καταλογίστηκαν από την τελωνειακή αρχή. Η άσκηση αίτησης αναστολής δεν αναστέλλει την είσπραξη των προστίμων απλής τελωνειακής παράβασης ή των πολλαπλών τελών.
Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά του καταλογισμού δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων, οι οποίες είτε συμβεβαιώθηκαν με πρόστιμα απλής τελωνειακής παράβασης ή με πράξεις επιβολής πολλαπλών τελών είτε επιβλήθηκαν με αυτοτελή πράξη καταλογισμού, εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 27.
Μετά την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, με την οποία ακυρώνεται ή μεταρρυθμίζεται η καταλογιστική πράξη της τελωνειακής αρχής, ποσά που εισπράχθηκαν, συμψηφίζονται ή επιστρέφονται, ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση. Η επιστροφή διενεργείται δυνάμει του άρθρου 28.
- Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης της τελωνειακής αρχής και μη εκούσιας καταβολής από τον υπόχρεο, τα οφειλόμενα πρόστιμα απλής τελωνειακής παράβασης ή πολλαπλά τέλη εισπράττονται αναγκαστικά, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α΄190). Κατ` εξαίρεση η ως άνω πράξη της τελωνειακής αρχής είναι άμεσα εκτελεστή μετά την έκδοσή της, εφόσον λαμβάνει χώρα με αυτή καταλογισμός σε πρόσωπα που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένα στην Ελλάδα.
- Σε περίπτωση επιεικέστερης τροποποίησης των διατάξεων του παρόντος Κώδικα σχετικά με τα πρόστιμα απλής τελωνειακής παράβασης ή τα πολλαπλά τέλη και την ευθύνη των αστικώς συνυπευθύνων προς καταβολή αυτών, οι επιεικέστερες αυτές διατάξεις ισχύουν και επί των παραβάσεων που έχουν διαπιστωθεί πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι για τις παραβάσεις αυτές δεν έχουν επιδοθεί καταλογιστικές πράξεις ή οι καταλογιστικές πράξεις εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και δεν έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις έως την έναρξη ισχύος των εν λόγω επιεικέστερων τροποποιήσεων.
- Η παραγραφή των τελωνειακών παραβάσεων επέρχεται:
α) για τελωνειακές παραβάσεις της παρ. 1 του άρθρου 159, εάν, εντός τριών (3) ετών από την τέλεσή τους, δεν κοινοποιηθεί καταλογιστική πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής αρχής,
β) για παραβάσεις λαθρεμπορίας της παρ. 2 του άρθρου 159, καθώς και του δικαιώματος του Δημοσίου προς βεβαίωση των δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων που βαρύνουν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας, εάν εντός επτά (7) ετών δεν κοινοποιηθεί καταλογιστική πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής αρχής.
Άρθρο 171
Ανωτέρα βία και τυχαία γεγονότα
- Παραβάσεις της τελωνειακής νομοθεσίας επισύρουν ποινικές κυρώσεις, εφόσον ο υπαίτιος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη.
- Παραβάσεις που οφείλονται σε αποδεδειγμένη ανωτέρα βία ή άλλο τυχαίο γεγονός δεν επισύρουν ποινικές κυρώσεις. Το βάρος της απόδειξης των τυχαίων γεγονότων φέρουν τόσο ο πλοίαρχος και ο μεταφορέας, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εμπορικής ναυτιλίας, όσο και οι οδηγοί, κυβερνήτες, συνοδοί μεταφορικών μέσων και οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι.
ΤΜΗΜΑ Δ’
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ – ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 172
Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- Όταν η τελωνειακή αρχή διαπιστώνει παραβάσεις λαθρεμπορίας ή απάτες από τις οποίες, βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, προκύπτει ότι διέφυγε της καταβολής και οφείλεται στο Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ποσό άνω των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ που αντιστοιχεί στο σύνολο σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις:
α) οι αρμόδιες υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης δεν παραλαμβάνουν δηλώσεις και δεν χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται από τη νομοθεσία για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη,
β) αίρεται υπέρ του Δημοσίου το απόρρητο των καταθέσεων των λογαριασμών συμπεριλαμβανομένων και των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρίδων του παραβάτη σε τράπεζες και άλλα πιστωτικά ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα και
γ) δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών και κατ’ ανώτατο όριο το εξαπλάσιο ποσό που αντιστοιχεί σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που διέφυγαν της καταβολής κατά τα ανωτέρω.
- Τα μέτρα της παρ. 1 λαμβάνονται και σε βάρος των αυτουργών και συνεργών του παραβάτη του αδικήματος της λαθρεμπορίας.
Ως αυτουργοί και συνεργοί θεωρούνται:
α) Επί νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, κατά περίπτωση:
αα) για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και κάθε εντεταλμένο πρόσωπο, είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση, στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και σε περίπτωση έλλειψης των προσώπων αυτών τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών,
αβ) για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, οι διαχειριστές αυτών και σε περίπτωση έλλειψης ή απουσίας των προσώπων αυτών, κάθε εταίρος,
αγ) για τις ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, οι ομόρρυθμοι εταίροι ή διαχειριστές αυτών και σε περίπτωση έλλειψης ή απουσίας των προσώπων αυτών, κάθε εταίρος,
αδ) για τους συνεταιρισμούς, οι πρόεδροι ή οι γραμματείς ή οι ταμίες ή οι διαχειριστές αυτών,
αε) για τις κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρείες, οι εκπρόσωποι αυτών και σε περίπτωση έλλειψης ή απουσίας αυτών, τα μέλη τους. Όταν στα μέλη αυτών συμπεριλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ή αλλοδαπές επιχειρήσεις ή αλλοδαποί οργανισμοί, εφαρμόζονται ανάλογα οι υποπερ. αα), αβ), αγ), αδ) και αστ).
αστ) για αλλοδαπές επιχειρήσεις και κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς, οι διευθυντές ή αντιπρόσωποι ή πράκτορες αυτών στην Ελλάδα.
β) Όσοι δυνάμει του νόμου ή δικαστικής απόφασης, ή διάταξης τελευταίας βούλησης είναι διαχειριστές αλλότριας περιουσίας, καθώς και ο επίτροπος ή κηδεμόνας ή διοικητής αλλότριων κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
γ) Ο προϊστάμενος του λογιστηρίου κάθε μορφής επιχείρησης.
δ) Όποιος συμπράττει με οιονδήποτε τρόπο στη διάπραξη των αδικημάτων του παρόντος,, συμπεριλαμβανομένου και του ενεργούντος ως πληρεξουσίου.
ε) Τα πρόσωπα που εν τοις πράγμασι ασκούν τις εξουσίες και αρμοδιότητες που αντιστοιχούν στις παραπάνω αναφερόμενες ιδιότητες και θέσεις.
Οι ανωτέρω αυτουργοί και συνεργοί ευθύνονται, εφόσον, κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος του παρόντος, είχαν την ιδιότητα αυτή και εφόσον γνώριζαν ή από την ιδιότητά τους και από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τεκμαίρεται ότι γνώριζαν την τέλεση των αδικημάτων του παρόντος.
- Αντίγραφο της ειδικής έκθεσης ελέγχου υποβάλλεται από την αρχή που τη συνέταξε στην αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, η οποία α) ενημερώνει άμεσα με οποιονδήποτε τρόπο τη φορολογική διοίκηση, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να ενημερωθούν εκ μέρους της τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα και β) το κοινοποιεί στον ίδιο τον παραβάτη και τους τυχόν αυτουργούς ή συνεργούς αυτού, σε βάρος των οποίων λαμβάνονται τα μέτρα του παρόντος, στη γνωστή τους κατοικία ή στην έδρα της επιχείρησής τους, οι οποίοι δύνανται, εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή του, να ζητήσουν με αίτηση προς τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., την ολική ή μερική άρση των μέτρων του παρόντος.
Ο Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε. αποφαίνεται εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης.
Κατά της απόφασης του Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε. δύναται να ασκηθεί προσφυγή, σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97). Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης.
- Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην παρ. 3, τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά, όταν ο παραβάτης ή ο αυτουργός ή συνεργός αυτού καταβάλει ποσό άνω του εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού που δεν αποδόθηκε, σύμφωνα με την παρ. 1 στο Δημόσιο, καθώς και των τυχόν νόμιμων προσαυξήσεων αυτών, κατόπιν υποβολής αίτησης στην τελωνειακή αρχή που διαπίστωσε την παράβαση. Στην περίπτωση αυτή η καταλογιστική πράξη εκδίδεται εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της ανωτέρω αίτησης. Η άσκηση προσφυγής κατά της πράξης αυτής δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν εντός της ανωτέρω προθεσμίας δεν έχει εκδοθεί η καταλογιστική πράξη, τα μέτρα του παρόντος αίρονται αυτοδικαίως.
- Με την επιφύλαξη της παρ. 4, τα μέτρα της παρ. 1 παραμένουν σε ισχύ, έως τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α΄ 190), και σε περίπτωση καταβολής αίρονται αυτοδικαίως, ολικά ή κατά το μέρος που αντιστοιχεί στο ποσό της καταβολής.
- Τα μέτρα της παρ. 1 αίρονται αυτοδικαίως και σε περίπτωση που για τη διαπιστωθείσα παράβαση λαθρεμπορίας ή απάτης, εκδοθεί απαλλακτική πράξη για το φυσικό πρόσωπο, σε βάρος του οποίου λήφθηκαν, καθώς και σε κάθε περίπτωση απόσβεσης της σχετικής τελωνειακής οφειλής.
Άρθρο 173
Διοικητικές κυρώσεις
- Το Διοικητικό Εφετείο με την ίδια απόφαση με την οποία αποφαίνεται περί της διαφυγής δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, ποσού άνω των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και περί της επιβολής των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις, προστίμων λαθρεμπορίας, απαγγέλλει υποχρεωτικά σε βάρος του παραβάτη την πλέον ενδεδειγμένη κατά περίπτωση και μία τουλάχιστον από τις εξής κυρώσεις:
α) Την απώλεια του δικαιώματος συμμετοχής σε δημοπρασίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των κοινωφελών ιδρυμάτων και οργανισμών κοινής ωφέλειας για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους,
β) την απαγόρευση για περίοδο τριών (3) ετών της σύναψης σύμβασης με το δημόσιο ή άλλους δημόσιους οργανισμούς ή φορείς,
γ) την απώλεια για περίοδο τριών (3) ετών του δικαιώματος λήψης δανείου με την εγγύηση του δημοσίου ή δημόσιων επιχορηγήσεων ή κρατικών πιστώσεων.
- Αν οριστικοποιηθεί η καταλογιστική πράξη του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής, λόγω μη άσκησης προσφυγής ή άσκησης προσφυγής η οποία κρίθηκε τελεσίδικα ως εκπρόθεσμη ή κατέστη τελεσίδικη με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής υποχρεούται να ζητήσει με αίτησή του από το Διοικητικό Εφετείο να επιβάλει τις ποινές που προβλέπει η παρ. 1. Η απόφαση που απαγγέλλει τις στερήσεις κοινοποιείται από τον γραμματέα του Διοικητικού Εφετείου στον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής.
- Ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές την καταλογιστική του πράξη ή την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, με τις οποίες επιβάλλονται οι κυρώσεις της παρ. 1.
- Οι κυρώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλονται ανεξάρτητα από τις καταλογιζόμενες δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις και τα πρόστιμα που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις.
- Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση κατάργησης της δίκης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑ
ΤΜΗΜΑ Α΄
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ
Άρθρο 174
Έννοια λαθρεμπορίας
- Παράβαση λαθρεμπορίας συνιστά:
α) η εντός του εδάφους της χώρας παραγωγή, κατοχή, αγορά, πώληση, εισαγωγή, μεταφορά από ή προς άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή εξαγωγή από το έδαφος της χώρας εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που συνιστούν τελωνειακή οφειλή, χωρίς την άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο από αυτήν τόπο ή χρόνο,
β) οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που αποσκοπεί να στερήσει από το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ε.Ε. τους εισπρακτέους δασμούς ή φόρους ή τις εισπρακτέες στα τελωνεία λοιπές επιβαρύνσεις για εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα, καθώς και για εμπορεύματα που παράγονται, κατέχονται, πωλούνται ή αγοράζονται εντός του εδάφους της χώρας ή μεταφέρονται από ή προς άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε, ακόμη και αν τα ποσά αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος,
γ) η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που προβλέπονται από το Μέρος Γ΄ του παρόντος Κώδικα, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται σε αυτό, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων.
Οι παραβάσεις της παρούσας επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος σύμφωνα με τον παρόντος Κώδικα ακόμα και αν κριθεί αρμοδίως ότι δεν συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας.
- Στην έννοια της λαθρεμπορίας, σύμφωνα με την παρ. 1, εμπίπτουν:
α) η διάθεση στην κατανάλωση, χωρίς άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής και πληρωμή του εισαγωγικού δασμού, φόρου και λοιπών επιβαρύνσεων, εμπορευμάτων, τα οποία έχουν εισαχθεί δυνάμει νόμου ή σύμβασης, ατελώς ή με μειωμένες επιβαρύνσεις για ορισμένες ειδικές χρήσεις ή η χρησιμοποίηση αυτών των εμπορευμάτων σε άλλες χρήσεις εκτός των ορισμένων ειδικών χρήσεων αυτών,
β) η εξαγωγή, η εισαγωγή, η μεταφορά, η παραλαβή ή η αποστολή εμπορευμάτων που τελούν σε απαγόρευση ή περιορισμό, κατά παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας, εκτός εάν με άδεια επιτράπηκε αυτή από την αρμόδια αρχή, κατ’ εξαίρεση της απαγόρευσης ή του περιορισμού,
γ) κάθε έλλειψη εμπορευμάτων από αποθήκες αποταμίευσης, με σκοπό να στερήσει από την Ε.Ε. ή το Δημόσιο τους εισπρακτέους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ελλειπόντων εμπορευμάτων, εκτός αν το σύνολο των ως άνω δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων που αναλογούν στα ελλείποντα εμπορεύματα δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ και καταβληθούν τα οφειλόμενα ποσά εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη διαπίστωση του ελλείμματος, οπότε η πράξη συνιστά τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 159, και επιβάλλεται το πρόστιμο της παρ. 3 του άρθρου 165,
δ) η ύπαρξη εμπορευμάτων σε πλοία, ανεξαρτήτως χωρητικότητας, τα οποία παραπλέουν στην ακτή και κατευθύνονται σε ελληνικό λιμάνι, χωρίς να αναφέρονται στο δηλωτικό φορτίου ή στα φορτωτικά έγγραφα,
ε) η ύπαρξη εμπορευμάτων, έστω και αναγεγραμμένων στο δηλωτικό, σε κάθε είδους πλοίο ή πλωτό μέσο, ανεξαρτήτως χωρητικότητας, το οποίο προσορμίζει, χωρίς να συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας, σε λιμάνι ή όρμο της χώρας, στο οποίο δεν επιτρέπεται η προσέγγιση,
στ) η κατά τον χρόνο της αναχώρησης του πλοίου έλλειψη εμπορευμάτων που φορτώθηκαν για τρίτη χώρα ή για άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ή για άλλο λιμάνι της χώρας με παραστατικό διαμετακόμισης,
ζ) η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί, εισαχθεί ή διακινηθεί εντός του εδάφους της χώρας ή έχουν τεθεί στην κατανάλωση, εφόσον πληρούνται, κατά περίπτωση, τα οριζόμενα στην παρ. 1,
η) η με οποιονδήποτε τρόπο αφαίρεση του αριθμού πλαισίου από όχημα ή η παραποίηση αυτού και η με οποιονδήποτε τρόπο τοποθέτησή του, ενσωμάτωσή του σε άλλο όχημα, για το οποίο δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι, συμπεριλαμβανομένου του τέλους ταξινόμησης. Στην περίπτωση αυτή, ως υπαίτιοι λαθρεμπορίας θεωρούνται τόσο οι τεχνικοί και οι εκτελούντες τις σχετικές εργασίες, όσο και ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος ή ο εκμεταλλευόμενος με οποιονδήποτε τρόπο το όχημα στο οποίο γίνεται χρήση του ως άνω αριθμού πλαισίου,
θ) η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγόμενων ή εξαγόμενων εμπορευμάτων, εφόσον πληρούνται, κατά περίπτωση, τα οριζόμενα στην παρ. 1,
ι) η παράνομη εισαγωγή, η εξαγωγή, η επανεξαγωγή, η μεταφορά ή η αποστολή δειγμάτων και ειδών άγριας πανίδας ή χλωρίδας που προστατεύονται από την τελωνειακή νομοθεσία ή από ενωσιακές ή διεθνείς συμβάσεις, εκτός της περίπτωσης λαθραίας εισαγωγής άγριων ζώντων ζώων, η οποία τιμωρείται με πρόστιμο τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται ανεξαρτήτως των κυρώσεων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις.
Τα άγρια ζώντα ζώα επαναπροωθούνται σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς στο φυσικό τους περιβάλλον,
ια) η με οποιονδήποτε τρόπο θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που τελούν υπό καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης,
ιβ) η χωρίς άδεια εισαγωγή ή εξαγωγή ειδών πολιτιστικής κληρονομιάς. Ως βάση υπολογισμού του πολλαπλού τέλους λαμβάνεται η αξία των ειδών αυτών, όπως προσδιορίζεται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ή άλλης αρμόδιας αρχής,
ιγ) η χρήση πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ταξινόμησης, καθώς και κάθε άλλη ενέργεια ή τέχνασμα με σκοπό τη μη καταβολή του τέλους ταξινόμησης οχήματος,
ιδ) κάθε έλλειψη εμπορευμάτων, τα οποία τελούν υπό το ειδικό καθεστώς της ελεύθερης ζώνης, με σκοπό να στερήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Δημόσιο τους εισπρακτέους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ελλειπόντων, εκτός αν το σύνολο των ως άνω δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων που αναλογούν στα ελλείποντα εμπορεύματα δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ και τα οφειλόμενα ποσά καταβληθούν εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη διαπίστωση του ελλείμματος, οπότε η πράξη συνιστά τελωνειακή παράβαση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 159 και επιβάλλεται το πρόστιμο της παρ. 9 του άρθρου 165.
- Η απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας, κατά περίπτωση, αρχής σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2, δεν αποκλείει τη λαθρεμπορία, όταν η άδεια αυτή εκδόθηκε, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσής της.
Στην περίπτωση αυτή, ως συνυπαίτιος λαθρεμπορίας θεωρείται ο δημόσιος υπάλληλος που εξέδωσε την ανωτέρω άδεια, εφόσον ενήργησε με δόλο.
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΠΟΙΝΕΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ
Άρθρο 175
Ποινές λαθρεμπορίας
- Η κατά το άρθρο 174 λαθρεμπορία τιμωρείται με:
α) Φυλάκιση έξι (6) τουλάχιστον μηνών. Εάν όμως το αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν έχει σημαντική αξία και προορίζεται για ατομική χρήση ή ανάλωση του υπαιτίου, το ελάχιστο όριο της ποινής μειώνεται στο ένα έκτο (1/6).
β) Φυλάκιση δύο (2) τουλάχιστον ετών εάν:
βα) διαπράχθηκε καθ’ υποτροπήν,
ββ) διαπράχθηκε ενόπλως ή από τρεις ή περισσότερους μαζί,
βγ) οι δασμοί, οι φόροι και οι λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται σε ποσό από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ και άνω,
βδ) ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα.
γ) Κάθειρξη δέκα (10) τουλάχιστον ετών, εάν οι δασμοί, φόροι και οι λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.
- Σε περίπτωση υποτροπής, ουδέποτε δύναται να επιβληθεί ποινή ελαφρότερη αυτής που έχει προηγουμένως επιβληθεί.
- Υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών για το αδίκημα της λαθρεμπορίας που τέλεσε εντός των προηγούμενων δέκα (10) ετών από τον χρόνο τέλεσης της πράξης.
- Σε περίπτωση απόπειρας επιβάλλεται η ποινή που επιβάλλεται στην τετελεσμένη λαθρεμπορία, στους δε συνεργούς δύναται να επιβληθεί η ποινή που επιβάλλεται κατά των αυτουργών.
Άρθρο 176
Άρση αξιοποίνου
- Το αξιόποινο του αδικήματος της λαθρεμπορίας αίρεται και δεν ασκείται ποινική δίωξη, άλλως η ποινική δίωξη που έχει ήδη ασκηθεί, αλλά δεν έχει εκδοθεί επ’ αυτής οριστική απόφαση, καταργείται, εφόσον συντρέχουν, σωρευτικά, οι εξής προϋποθέσεις:
α) οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ,
β) οι υπόχρεοι για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής, λόγω λαθρεμπορίας, έχει παραιτηθεί του δικαιώματος της άσκησης των προβλεπόμενων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων κατά της καταλογιστικής πράξης για τη λαθρεμπορία και κάθε άλλης σχετικής με το πρωτόκολλο τελωνειακής παράβασης εκτελεστής διοικητικής πράξης της τελωνειακής αρχής,
γ) καταβάλουν το αναλογούν σ’ αυτούς πολλαπλό τέλος, το οποίο, στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος, καθορίζεται στο διπλάσιο των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, με την επιφύλαξη τήρησης των ελαχίστων ορίων του τέταρτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 168, καθώς και τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που αντιστοιχούν στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας, εφόσον αυτό διέφυγε της κατάσχεσης.
- Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, οι τυχόν επιβεβλημένες κατασχέσεις αίρονται αυτοδίκαια μετά την καταβολή των πολλαπλών τελών.
Τα εμπορεύματα των οποίων αίρεται η κατάσχεση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, λαμβάνουν, κατά περίπτωση, νόμιμο προορισμό από την τελωνειακή αρχή, εφόσον αυτό επιτρέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία και αποδίδονται στον δικαιούχο αυτών, κατόπιν αίτησής του με τα απαιτούμενα έγγραφα και αφού καταβάλλει τα έξοδα μεταφοράς και φύλαξής τους, καθώς και τις αναλογούσες στο αντικείμενο της λαθρεμπορίας δασμοφορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις.
Αν ο δικαιούχος δεν τα παραλάβει εντός τριών (3) μηνών από την αυτοδίκαιη άρση της κατάσχεσης, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, αυτά περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και αποσβήνεται κάθε δικαίωμα του ιδιοκτήτη σε αυτά.
Κατ’ εξαίρεση των ανωτέρω δεν επέρχεται αυτοδίκαιη άρση της κατάσχεσης στα κατασχεθέντα, ως αντικείμενα λαθρεμπορίας, βιομηχανοποιημένα καπνά, τα οποία καταστρέφονται σύμφωνα με τις παρ. 7, 8 και 9 του άρθρου 186, καθώς και σε είδη που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 186, για τα οποία εφαρμόζονται τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.
- Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος παραβάσεις λαθρεμπορίας που:
α) διαπράχθηκαν από δημοσίους υπαλλήλους ή από υπαλλήλους υπηρεσιών, αρχών και σωμάτων ασφαλείας που στο έργο τους περιλαμβάνεται η δίωξη του λαθρεμπορίου ή από τελωνειακούς αντιπροσώπους ή ασκούντες άλλο επάγγελμα ή έργο συναφές με την τελωνειακή νομοθεσία,
β) διαπράχθηκε από πρατηριούχους ενεργειακών προϊόντων, εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οδηγούς και ιδιοκτήτες οχημάτων μεταφοράς υγρών καυσίμων, κατέχοντες αποθηκευτικούς χώρους (δεξαμενές), πλοιάρχους και ιδιοκτήτες δεξαμενοπλοίων (σλεπίων) ή επιχειρήσεις λιανικής εμπορίας ενεργειακών προϊόντων,
γ) το αντικείμενο της λαθρεμπορίας περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου της λαθρεμπορίας με τέλεση κλοπής ή άλλου αδικήματος.
Άρθρο 177
Θέση δημοσίου υπαλλήλου σε αργία λόγω λαθρεμπορίας και παρεπόμενες ποινές λαθρεμπορίας
- Η άσκηση ποινικής δίωξης με την κατηγορία της λαθρεμπορίας, της συμμετοχής ή της συνέργειας σε αυτή, σε βάρος δημοσίου υπαλλήλου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συνεπάγεται την κρίση του από το αρμόδιο όργανο για τη θέση του ή μη σε δυνητική αργία κατόπιν ακρόασής του. Η αμετάκλητη παραπομπή δημοσίου υπαλλήλου στη διαδικασία του ακροατηρίου για τα ίδια ως άνω αδικήματα, συνεπάγεται τη θέση του υπαλλήλου σε υποχρεωτική αργία. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος λαμβάνει, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης των ποινικών δικαστηρίων, το ένα τέταρτο (1/4) των αποδοχών του. Αν καταδικαστεί αμετάκλητα τουλάχιστον με ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, εκπίπτει αυτοδικαίως της υπαλληλικής θέσης. Η καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή για λαθρεμπορία, συνεπάγεται, αυτοδικαίως, τις συνέπειες του άρθρου 60 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95). Ο δημόσιος υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στην υπηρεσία αν αθωωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και λαμβάνει τις αποδοχές που στερήθηκε κατά τον χρόνο της εκτός υπηρεσίας παραμονής του.
- Πλοίαρχοι, μηχανικοί, και καθένας που ανήκει στο πλήρωμα γενικά εμπορικού πλοίου ή αεροσκάφους, οι υπάλληλοι της υπηρεσίας των πρακτορείων των πλοίων και των αεροπορικών και των οδικών συγκοινωνιών και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι παντός βαθμού καθώς και οδηγοί αυτοκινήτων, εφόσον υποπέσουν στο αδίκημα της λαθρεμπορίας στερούνται πρόσκαιρα, συνεπεία της καταδίκης τους, του διπλώματός τους ή της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους ή εκπίπτουν της θέσης την οποία κατέχουν, κατά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου.
- Σε περίπτωση αναστολής της ποινικής διαδικασίας σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 168, το αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με την παρ. 1, κρίνει για τη θέση ή μη σε δυνητική αργία του δημοσίου υπαλλήλου, κατόπιν ακρόασής του. Αν ο υπάλληλος έχει τεθεί ήδη σε υποχρεωτική αργία, το αρμόδιο όργανο κρίνει εκ νέου για τη διατήρηση ή μη της θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
Άρθρο 178
Δήμευση λόγω λαθρεμπορίας
- Σε κάθε περίπτωση λαθρεμπορίας τα εμπορεύματα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο αυτής, δημεύονται.
- Επίσης δημεύονται τα ζώα, οι άμαξες, τα οχήματα, τα πλοία ανεξαρτήτως χωρητικότητας, τα εφοδιαστικά πλοία που προβαίνουν σε εικονικούς εφοδιασμούς και κάθε άλλο μεταφορικό μέσο, που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά του αποτελούντος το αντικείμενο της λαθρεμπορίας εμπορεύματος. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, καταστεί αδύνατη η δήμευση των κατά το παρόν άρθρο αντικειμένων λαθρεμπορίας, επιβάλλεται στον ένοχο ποινή χρηματική ίση με την αξία CIF αυτών, επιπρόσθετα προς κάθε άλλη ποινή που επιβάλλεται κατά τον παρόντα Κώδικα.
- Η δήμευση επέρχεται ανεξάρτητα της συμμετοχής στο αδίκημα του έχοντος οποιοδήποτε δικαίωμα επί του πράγματος εκτός αν ο ίδιος αποδείξει έλλειψη συμμετοχής ή γνώσης της τελεσθείσας αξιόποινης πράξης.
- Εξαιρείται η περίπτωση κατά την οποία ο ένοχος της λαθρεμπορίας έλαβε στην κατοχή του με αδίκημα τα υποκείμενα σε δήμευση, κατά το παρόν άρθρο, οπότε αποδίδονται μεν αυτά στον κύριο, αντί δε της δήμευσης επιβάλλεται στον ένοχο χρηματική ποινή ίση με την αξία CIF του αντικειμένου της λαθρεμπορίας, επιπρόσθετα προς κάθε άλλη ποινή που επιβάλλεται κατά τον παρόντα Κώδικα.
Εξαιρούνται επίσης από τη δήμευση αυτοκίνητα, των οποίων ο ιδιοκτήτης δεν διώκεται ποινικά ή απαλλάχθηκε αμετάκλητα και απέκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και εν όψει του είδους, του τρόπου και των λοιπών περιστάσεων της συναλλαγής δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ήταν μέσο ή αντικείμενο λαθρεμπορίας ή συναφούς με αυτή πράξης.
- Τα δημευόμενα, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μετά την τελεσιδικία της περί δήμευσης απόφασης του ποινικού δικαστηρίου που δίκασε τη λαθρεμπορία περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και διατίθενται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και της συναφούς νομοθεσίας.
- Το πλειστηρίασμα των, κατά το παρόν άρθρο, δημευομένων και εκποιουμένων εισάγεται ως δημόσιο έσοδο, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί απόδοσης ιδίων πόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ομοίως εισάγεται ως δημόσιο έσοδο, σε περίπτωση δήμευσης και μη απόδοσης των αντικειμένων τούτων στην τελωνειακή υπηρεσία, η χρηματική εγγύηση που παρεσχέθη για την απόδοση αυτών κατά την παρ. 2 του άρθρου 182.
ΤΜΗΜΑ Γ΄
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ
Άρθρο 179
Κατάσχεση λόγω λαθρεμπορίας
- Το αντικείμενο της λαθρεμπορίας και τα υποκείμενα σε δήμευση κατά το άρθρο 178, μεταφορικά μέσα κατάσχονται:
α) Όταν η λαθρεμπορία είναι «εν τω πράττεσθαι». Η λαθρεμπορία είναι «εν τω πράττεσθαι», όταν το αντικείμενο αυτής δεν τοποθετήθηκε ακόμη στον τόπο της οριστικής εναπόθεσής του, ήτοι στην οικία, το κατάστημα, την αποθήκη ή σε οποιονδήποτε άλλο τόπο προορισμένο από τον δράστη ή τον συμμέτοχο στην πράξη, για οριστική εναπόθεση του λαθρεμπορεύματος.
β) Αρτίως, μετά τη συντέλεση της λαθρεμπορίας. Η περίπτωση αυτή υφίσταται, όταν τοποθετήθηκε μεν το αντικείμενο της πράξης στον τόπο της οριστικής του εναπόθεσης, αλλά ο δημόσιος λειτουργός που ενεργεί την κατάσχεση αντιλήφθηκε αυτό ενώ μεταφέρονταν, παρακολούθησε αυτό μέχρι τον τόπο της εναπόθεσης, στον οποίο ζήτησε να εισέλθει όταν έφθασε. Για την εφαρμογή της παρούσας είναι αδιάφορο το χρονικό διάστημα μέχρι τη στιγμή της εισόδου, εφόσον το διάστημα τούτο παρατάθηκε λόγω εμποδίων που παρεμβλήθηκαν στην είσοδο του υπαλλήλου.
γ) Όταν ο δράστης συλλαμβάνεται πλησίον του τόπου της τέλεσης της λαθρεμπορίας να κατέχει οποιαδήποτε πειστήρια ή ανευρίσκεται το αντικείμενο ή το μέσο της λαθρεμπορίας, κατόπιν άμεσης καταγγελίας, μετά από καταδίωξη, μέχρι της εβδόμης απογευματινής της επόμενης ημέρας.
δ) Όταν έχουν τεθεί σε ανάλωση, χωρίς την καταβολή των αναλογούντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ή έχουν διαφύγει της τελωνειακής επιτήρησης που απαιτείται από το καθεστώς, υπό το οποίο τελούν.
- Επιτρέπεται η δέσμευση ειδών των οποίων αμφισβητείται η κατοχή, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η έρευνα των αρμόδιων τελωνειακών αρχών προς άρση της αμφισβήτησης.
Άρθρο 180
Αρμοδιότητα κατάσχεσης
- Αρμοδιότητα σε ολόκληρο το τελωνειακό έδαφος για επιχείρηση κατάσχεσης του αντικειμένου ή του μεταφορικού μέσου ή του προς απόκρυψη ή συγκάλυψη της λαθρεμπορίας χρησιμοποιηθέντος είδους έχουν οι τελωνειακοί υπάλληλοι, και κατά λόγο αρμοδιότητας κάθε ανακριτικός και ειδικός ή γενικός προανακριτικός υπάλληλος.
- Σε περίπτωση απουσίας των πιο πάνω οργάνων, η κατάσχεση του λαθρεμπορεύματος δύναται να επιχειρείται και από κάθε δημόσιο υπάλληλο.
- Ειδικά στους τελωνειακούς περιβόλους, τις αποθήκες προσωρινής εναπόθεσης, αποταμίευσης, τις φορολογικές αποθήκες και στους λοιπούς επιτηρούμενους υποκείμενους τελωνειακά αναγνωρισμένους χώρους, αρμόδια για τους ελέγχους και τις κατασχέσεις των διακινούμενων μέσω των χώρων αυτών είναι η τελωνειακή αρχή, την οποία συνεπικουρούν, εφόσον χρειαστεί και μετά από πρόσκληση του προϊσταμένου του αρμόδιου τελωνείου, οι κατά περίπτωση λοιποί προανακριτικοί υπάλλήλοι.
- Η κατάσχεση επιβάλλεται με την παρουσία δύο (2) ενήλικων μαρτύρων, Ελλήνων πολιτών, ελλείψει δε αυτών προσλαμβάνονται άλλοι έστω και αν στερούνται τις ιδιότητες αυτές. Ελλείψει και αυτών η κατάσχεση γίνεται χωρίς την παρουσία μαρτύρων.
- Αν το λαθρεμπόρευμα ή μεταφορικό μέσο το οποίο πρόκειται να κατασχεθεί βρεθεί κλεισμένο σε οικία, αποθήκη ή άλλο κλειστό χώρο, ο κατά την παρ. 1 υπάλληλος ή φύλακας προσκαλεί τους ευρισκόμενους εντός να ανοίξουν, εάν δε αυτοί δεν συμμορφωθούν, τότε ανοίγει την πόρτα και εισέρχεται με παρουσία δικαστικού λειτουργού, ή αν δεν είναι αυτοί παρόντες με άλλο δημόσιο υπάλληλο, ή αν δεν υπάρχει άλλος δημόσιος υπάλληλος, με δύο (2) μάρτυρες και επιβάλλει την κατάσχεση.
Άρθρο 181
Έκθεση κατάσχεσης
- Για την κατάσχεση συντάσσεται έκθεση, στην οποία βεβαιώνεται με λεπτομέρεια, η ύπαρξη των κατά το άρθρο 179 όρων, με τους οποίους επιτρέπεται η κατάσχεση, και περιγράφεται με κάθε ακρίβεια το αντικείμενο, επί του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση, γίνεται δε αναφορά και της σύλληψης, σύμφωνα με το άρθρο 182, αν διενεργηθεί αυτή. Η έκθεση αυτή υπογράφεται από τον δημόσιο υπάλληλο που τη συνέταξε ή φύλακα, τους παρευρεθέντες ενδιαφερομένους και τους μάρτυρες.
- Εάν δεν θέλουν ή δεν δύνανται να υπογράψουν οι ενδιαφερόμενοι ή οι μάρτυρες, ή αν δεν υπάρχουν μάρτυρες, γίνεται αναφορά στην έκθεση. Ουσιώδη στοιχεία της έκθεσης, των οποίων η έλλειψη συνεπάγεται ακυρότητα αυτής, είναι μόνο η παράλειψη της αναγραφής σε αυτή των κατά το άρθρο 179 όρων, με τους οποίους επιτρέπεται η κατάσχεση.
- Αν συντρέχει κάποια περίπτωση από εκείνες των περ. (α), (β) και (γ) της παρ. 1 του άρθρου 179, συλλαμβάνεται ο δράστης από τα καθ΄ ύλην αρμόδια διωκτικά όργανα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 180 και προσάγεται αμέσως στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), περί άμεσης εκδίκασης των αυτόφωρων εγκλημάτων.
Άρθρο 182
Φύλαξη και διαχείριση κατασχεθέντων
- Τα κατασχεθέντα αντικείμενα της λαθρεμπορίας και τα μεταφορικά μέσα παραδίδονται αμέσως από τον δημόσιο υπάλληλο που ενήργησε την κατάσχεση στην τελωνειακή αρχή της περιφέρειας, στην οποία διαπράχθηκε η λαθρεμπορία και αν ακόμη προέρχονται από κλοπή ή τα κατέχουν οι δράστες παράνομα. Αν είναι αδύνατη ή δυσχερής η μεταφορά των κατασχεθέντων, τότε σφραγίζονται αυτά από την αρμόδια τελωνειακή αρχή ή ορίζεται φύλακας ή λαμβάνεται οποιοδήποτε άλλο μέτρο για τη διαφύλαξη αυτών.
- Η έκθεση κατάσχεσης μετά τη διενεργηθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 184, προανάκριση, αποστέλλεται αμέσως στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αντίγραφο δε αυτής και του σχετικού πορίσματος της προανάκρισης αποστέλλονται μαζί με τα κατασχεθέντα στον Προϊστάμενο της αρμόδιας τελωνειακής αρχής. Η έκθεση κατάσχεσης κοινοποιείται στον καθ’ ου ή σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον αμέσως μόλις αυτή περιέλθει στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών δύναται, μετά από αίτηση του κυρίου των κατασχεθέντων, η οποία υποβάλλεται, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη λήψη από τον Εισαγγελέα της έκθεσης κατάσχεσης, να άρει την κατάσχεση, εάν αυτή ενεργήθηκε άκυρα ή παράνομα ή εάν δεν υπάρχουν τα στοιχεία της λαθρεμπορίας σύμφωνα με το άρθρο 174. Δύναται δε, μετά από αίτηση του κυρίου των κατασχεθέντων, η οποία υποβάλλεται εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, να διατάξει, την απόδοση σε αυτόν, με χρηματική εγγύηση, η οποία κατατίθεται νόμιμα και είναι ίση με την αξία τους στην Ελλάδα. Η εγγύηση αυτή επέχει θέση τιμήματος πώλησης των κατασχεθέντων και υπόκειται στη δήμευση σύμφωνα με το άρθρο 178. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών επιτρέπεται μόνον ανακοπή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄96), εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την έκδοση του βουλεύματος, χωρίς να απαιτείται η επίδοση αυτού.
- Όταν η κατηγορία περί λαθρεμπορίας εισαχθεί στο Πλημμελειοδικείο, με τη διαδικασία της αυτόφωρης διαδικασίας, το δικαστήριο αποφαίνεται για τη δήμευση ή την απόδοση των αναφερόμενων στο άρθρο 178 κατασχεμένων ειδών, εάν δε αναβάλλει τη συζήτηση, δύναται να διατάξει τα οριζόμενα στην παρ. 2.
- Κατασχεθέντα αντικείμενα για τα οποία διατάχθηκε η απόδοσή τους στον ιδιοκτήτη, είτε με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, είτε με διάταξη ανακριτή ή εισαγγελέα, τα οποία ο ιδιοκτήτης δεν παρέλαβε εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης ή την έκδοση του βουλεύματος ή της διάταξης αντίστοιχα, περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και αποσβήνεται κάθε δικαίωμα του ιδιοκτήτη σε αυτά.
Άρθρο 183
Υποχρέωση συνδρομής πολιτών
Κάθε πολίτης οφείλει, εάν προσκληθεί από δημόσιο υπάλληλο που πρόκειται να ενεργήσει ή ενεργεί ή ενήργησε την κατάσχεση λαθρεμπορεύματος ή τη σύλληψη δράστη λαθρεμπορίας, να παράσχει κάθε συνδρομή και ενίσχυση που θα του ζητηθεί ανάλογα με τις δυνάμεις του προσκαλούμενου.
Άρθρο 184
Διενέργεια ανακριτικών πράξεων
- 1. Οι αναφερόμενοι στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 180, αμέσως μετά την κατάσχεση ή τη σύλληψη του δράστη, προβαίνουν στις ανακριτικές πράξεις, προκειμένου να βεβαιώσουν τη λαθρεμπορία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄96), αποστέλλουν δε άμεσα το πόρισμα ή την έκθεση που συντάσσεται κατά τη διενέργεια της προανάκρισης στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
- 2. Ο προϊστάμενος της αρμόδιας τελωνειακής αρχής αφού παραλάβει, σύμφωνα με το άρθρο 179, τα κατασχεθέντα, συντάσσει σχετική έκθεση, την όποια στέλνει άμεσα στον εισαγγελέα και μεριμνά για τη μεταφορά ή φύλαξη αυτών και ενεργεί περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 185 και 186.
Άρθρο 185
Φύλαξη και εκποίηση κατασχεθέντων
- 1. Όταν η τελωνειακή αρχή παραλάβει τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 179, 180 και 181, δημοσιεύει με τοιχοκόλληση στο τελωνειακό κατάστημα, πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο να εμφανισθεί εντός πέντε (5) ημερών και να προκαταβάλει τις αναγκαίες δαπάνες για τη φύλαξη αυτών μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, η οποία θα αποφανθεί για τη δήμευση αυτών. Το ποσό των δαπανών ορίζει ο προϊστάμενος του τελωνείου με πρωτόκολλο, με το οποίο δύναται να ορισθεί και η κατά χρονικά διαστήματα προκαταβολή.
Για τα κατασχεθέντα μεταφορικά μέσα εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο άρθρο 192.
- Αν κανείς δεν προκαταβάλει τις δαπάνες αυτές κατά τον χρόνο που ορίζεται στο πρωτόκολλο, η τελωνειακή αρχή προβαίνει στην εκποίηση, με δημοπρασία, των κατασχεθέντων. Η δημοπρασία προκηρύσσεται με διακήρυξη της τελωνειακής αρχής, η οποία δημοσιεύεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 42. Η δημοπρασία ενεργείται στο κατάστημα της τελωνειακής αρχής με παρουσία του προϊσταμένου αυτής ή του νόμιμου αναπληρωτή του, την ημέρα και ώρα που ορίστηκε με τη διακήρυξη και τρεις (3) τουλάχιστον ημέρες μετά την τελευταία τοιχοκόλληση. Το αποτέλεσμα της δημοπρασίας εγκρίνεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 43.
- Αν δεν υπάρξει αγοραστικό ενδιαφέρον ή ελλείψει τελωνειακών αποθηκευτικών χώρων ή πιστώσεων, η τελωνειακή αρχή δύναται, με έγκριση του προϊσταμένου της αρμόδιας κατά τόπον τελωνειακής περιφέρειας, να αποστείλει τα κατασχεθέντα σε άλλη τελωνειακή αρχή για φύλαξη, εκποίηση, μεταποίηση ή καταστροφή των κατασχεθέντων.
Άρθρο 186
Εκποίηση, επαναδιύλιση, εγκατάλειψη και καταστροφή ειδικών κατηγοριών κατασχεθέντων
- Αν τα κατασχεθέντα υπόκεινται σε φθορά ή ελάττωση αξίας για οποιονδήποτε λόγο ή η φύλαξη αυτών είναι δυσχερής και βεβαιούται αυτό με πρωτόκολλο της τελωνειακής αρχής, τότε δύναται αυτή να τα εκποιήσει σε τρεις (3) μονοήμερες διαδοχικές δημοπρασίες, και αν ακόμη προσφέρεται σε καταβολή των εξόδων της φύλαξης οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος. Η δημοπρασία ενεργείται με παρουσία του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής ή του νόμιμου αναπληρωτή του.
- Κατ’ εξαίρεση της παρ. 1:
α) Τα κατασχεθέντα χημικά προϊόντα, τα οποία ταξινομούνται ως επικίνδυνα σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 (L 353), παραδίδονται προς καταστροφή σε αδειοδοτημένους οργανισμούς ή φορείς ή επιχειρήσεις διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων.
β) Τα κατασχεθέντα εύφλεκτα υλικά που θεωρούνται τρόφιμα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 (L 31) και δεν εκποιούνται κατά την πρώτη μονοήμερη δημοπρασία ή δεν επιτρέπεται να τεθούν προς εκποίηση, διατίθενται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 45 ή παραδίδονται προς καταστροφή σε αδειοδοτημένους οργανισμούς ή φορείς ή επιχειρήσεις διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων ή για μεταποίηση σε άλλες εγκαταστάσεις. Ειδικά τα κατασχεθέντα εύφλεκτα υλικά που θεωρούνται τρόφιμα και χαρακτηρίζονται ως μη ασφαλή, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΚ) 178/2002, παραδίδονται προς καταστροφή σε αδειοδοτημένους οργανισμούς ή φορείς ή επιχειρήσεις διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων ή μεταποιούνται μετά από απόφαση του Ανώτατου Χημικού Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 2969/2001 (Α’ 281), περί κατάσχεσης δήμευσης απόδοσης.
γ) Τα κατασχεθέντα ενεργειακά προϊόντα των περ. β) έως η) της παρ. 1 του άρθρου 70, καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 123 δεν τίθενται σε δημοπρασία και μεταφέρονται, φυλάσσονται και επαναδιυλίζοναι από κατόχους άδειας διύλισης του άρθρου 5 του ν. 3054/2002 (Α’ 230), με δαπάνες αυτών, κατόπιν έγγραφης υπόδειξης της αρμόδιας τελωνειακής αρχής.
- Για τα ως άνω προϊόντα, τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 5 του ν. 3054/2002 καταβάλλουν στην αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., εύλογο τίμημα και αναλογούντες δασμούς μη ενωσιακών ειδών. Οι όροι της παραπάνω διαδικασίας και, ιδίως, ο χρόνος παραλαβής, φύλαξης και επαναδιύλισης των κατασχεθέντων ενεργειακών προϊόντων και ο τρόπος προσδιορισμού του ανωτέρου εύλογου τιμήματος καταγράφονται σε Πρωτόκολλο Συνεργασίας που συνάπτεται μεταξύ της Α.Α.Δ.Ε. και των κατόχων άδειας διύλισης του άρθρου 5 του ν. 3054/2002.
- Για την εφαρμογή της παρούσας απαιτείται η χημική ταυτοποίηση των κατασχεθέντων από τη Γενική Διεύθυνση του Γενικού Χημείου του Κράτους της Α.Α.Δ.Ε., με λήψη και εξέταση δειγμάτων ή και εγγράφων.
- Αρμόδιο για την εφαρμογή της παρούσας είναι το τελωνείο στην τοπική αρμοδιότητα του οποίου έγινε η κατάσχεση ή το τελωνείο στο οποίο αποστάλθηκαν, για οποιονδήποτε λόγο, τα κατασχεθέντα από άλλο τελωνείο ή από άλλη διωκτική αρχή.
- Για την καταστροφή, την επαναδιύλιση ή τη μεταποίηση των κατασχεθέντων συγκροτείται τριμελής επιτροπή, η οποία αποτελείται από τον προϊστάμενο του αρμόδιου τελωνείου, έναν (1) υπάλληλο του ίδιου τελωνείου με ελεγκτικά καθήκοντα και έναν (1) υπάλληλο της κατά τόπον αρμόδιας χημικής υπηρεσίας του ανωτέρω τελωνείου. Για τη συγκρότηση της τριμελούς επιτροπής εκδίδεται απόφαση του ως άνω προϊσταμένου του τελωνείου, στην οποία ορίζονται τα μέλη της, ο χρόνος και ο τόπος καταστροφής, επαναδιύλισης ή μεταποίησης των κατασχεθέντων. Η τριμελής επιτροπή συντάσσει πρωτόκολλο καταστροφής, επαναδιύλισης ή μεταποίησης, αντιστοίχως, στο οποίο αναφέρονται τα είδη των προϊόντων ή υλικών, η δασμολογική τους διάκριση, η ποσότητα αυτών, ο χρόνος και ο τόπος καταστροφής, επαναδιύλισης ή μεταποίησης.
Αν δεν είναι εφικτή η καταστροφή εντός της χώρας, οι αδειοδοτημένοι οργανισμοί ή φορείς ή επιχειρήσεις διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων δύνανται να μεταφέρουν τα ανωτέρω προϊόντα ή υλικά, προς καταστροφή, εκτός αυτής, σύμφωνα με το καθεστώς διαμετακόμισης.
Ειδικά στην περίπτωση της καταστροφής, οι αδειοδοτημένοι οργανισμοί ή φορείς ή επιχειρήσεις διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων, γνωστοποιούν, εγγράφως, το αργότερο εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την καταστροφή, στην ως άνω επιτροπή, με βάση δελτίο χημικής ανάλυσης, αν από τη διαδικασία καταστροφής των κατασχεθέντων προέκυψαν ή όχι ενεργειακά προϊόντα της παρ. 1 του άρθρου 71 ή προϊόντα των παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 71, τα οποία πρόκειται να διατεθούν ή να χρησιμοποιηθούν στο εσωτερικό της χώρας, ως καύσιμα κινητήρων ή θέρμανσης ή άλλα υπολείμματα ή απορρίμματα. Αν από την καταστροφή προέκυψαν προϊόντα του προηγούμενου εδαφίου, καταβάλλονται στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, κατά περίπτωση, οι αναλογούντες στα προϊόντα αυτά δασμοί, ειδικοί φόροι κατανάλωσης και λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις, κατ’ εφαρμογή του έκτου εδαφίου της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 32 και των παρ. 1, 4, 5 και 6 του άρθρου 71.
- 7. Το πλειστηρίασμα κατατίθεται στο τελωνείο επί παρακαταθήκη.
- Τα κατασχεθέντα αντικείμενα, τα οποία για οποιονδήποτε λόγο δεν εκποιήθηκαν, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 και δεν διατάχθηκε η απόδοση με απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, που δίκασε τη λαθρεμπορία, θεωρούνται μετά τρεις μήνες από την τελεσιδικία της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου ως εγκαταλελειμμένα, περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και εφαρμόζονται για την εκποίησή τους η περ. β) της παρ. 4, καθώς και οι παρ. 3 και 5 του άρθρου 45.
- Βιομηχανοποιημένα καπνά και προϊόντα των περ. α), στ), ζ) και η) της παρ. 1 του άρθρου 50 που κατάσχονται, ως αντικείμενο λαθρεμπορίας, καταστρέφονται ως εξής:
α) Τα προϊόντα της παρ. 2 του άρθρου 132 το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από την κατάσχεση, εφόσον έχουν διενεργηθεί και ολοκληρωθεί δειγματοληψίες της παρ. 3 του άρθρου 132 και σε κάθε περίπτωση, αμέσως μετά από τη γνωστοποίηση των εκθέσεων εξέτασης δειγμάτων της Γενικής Διεύθυνσης του Γενικού Χημείου του Κράτους στην τελωνειακή αρχή που διενήργησε την κατάσχεση ή στην τοπική αρμοδιότητα της οποίας διενεργήθηκε η κατάσχεση από άλλη ελεγκτική αρχή και στην εταιρεία καπνικών, αν υποβάλλεται αίτημα σύμφωνα με την περ. γ) της παρ. 3 του άρθρου 132.
β) Τα λοιπά βιομηχανοποιημένα καπνά και τα προϊόντα των α), στ), ζ) και η) της παρ. 1 του άρθρου 50 με την άπρακτη παρέλευση των προθεσμιών της παρ. 2 του άρθρου 182.
- Αν βιομηχανοποιημένα καπνά και προϊόντα των περ. α), στ), ζ) και η) της παρ. 1 του άρθρου 50 που κατάσχονται, ως αντικείμενο λαθρεμπορίας, δεν έχουν καταστραφεί, εντός των ως άνω προθεσμιών και διατάχθηκε η δήμευσή τους, καταστρέφονται το συντομότερο δυνατόν.
- Η καταστροφή των βιομηχανοποιημένων καπνών και προϊόντων των περ. α), στ), ζ) και η) της παρ. 1 του άρθρου 50 διενεργείται ενώπιον τριμελούς επιτροπής, η οποία συγκροτείται με απόφαση του προϊσταμένου της τελωνειακής περιφέρειας, στην τοπική αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται η τελωνειακή αρχή που χειρίζεται την υπόθεση. Για κατασχέσεις βιομηχανοποιημένων καπνών έως χίλια (1.000) τεμάχια τσιγάρων ή έως πέντε (5) χιλιόγραμμα καθαρού βάρους για τα λοιπά βιομηχανοποιημένα καπνά του άρθρου 96, καθώς και για οποιαδήποτε ποσότητα προϊόντων των περ. α) στ), ζ) και η) της παρ. 1 του άρθρου 50, η επιτροπή καταστροφής αποτελείται από τον προϊστάμενο της ως άνω αρμόδιας τελωνειακής αρχής και τον προϊστάμενο του δικαστικού τμήματος ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και έναν (1) υπάλληλο με ελεγκτικά καθήκοντα της ίδιας τελωνειακής αρχής και αν η αρμόδια τελωνειακή αρχή δεν είναι τελωνείο Α’ Τάξης, από τον προϊστάμενο αυτής και δύο (2) υπαλλήλους της ή υπαλλήλους της πλησιέστερης αυτής τελωνειακής αρχής. Για κατασχέσεις βιομηχανοποιημένων καπνών, οι οποίες υπερβαίνουν τις ποσότητες του προηγούμενου εδαφίου, η επιτροπή καταστροφής αποτελείται από έναν (1) υπάλληλο της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, ως πρόεδρο, έναν (1) υπάλληλο της πλησιέστερης αυτής αστυνομικής ή λιμενικής αρχής και έναν (1) υπάλληλο της πλησιέστερης ομοίως, αυτής αρμόδιας υπηρεσίας της φορολογικής διοίκησης, ως μέλη. Ως αναπληρωτής του υπαλλήλου της αρμόδιας υπηρεσίας της φορολογικής διοίκησης, δύναται να ορίζεται και υπάλληλος του δήμου, στον οποίο εδρεύει η αρμόδια τελωνειακή αρχή. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής, με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται, κατόπιν εισήγησης των υπηρεσιών στις οποίες υπάγονται. Είναι δυνατή η μαζική καταστροφή κατασχεθέντων βιομηχανοποιημένων καπνών από την Επιτροπή του τρίτου εδαφίου, εφόσον αυτά προέρχονται από μεμονωμένες κατασχέσεις, οι οποίες υπερβαίνουν τα χίλια (1.000) τεμάχια τσιγάρων ή τα πέντε (5) χιλιόγραμμα καθαρού βάρους για τα λοιπά βιομηχανοποιημένα καπνά του άρθρου 96.
Για την καταστροφή συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο.
Η καταστροφή, σύμφωνα με την παρούσα, δεν αναιρεί τη διενέργεια διοικητικών και ποινικών διαδικασιών και την επιβολή, αντίστοιχα, προβλεπόμενων κυρώσεων.
- Κατά του Δημοσίου δεν δύναται να γεννηθεί δικαίωμα αποζημίωσης από νόμιμη κατάσχεση, εκποίηση, διάθεση, μεταποίηση, επαναδιύλιση ή καταστροφή των κατασχεθέντων, λόγω λαθρεμπορίας.
Άρθρο 187
Κατά τόπον αρμοδιότητα ποινικών δικαστηρίων και υποστήριξη της κατηγορίας από το Δημόσιο για το αδίκημα της λαθρεμπορίας
- Κατά τόπον αρμόδιο ποινικό δικαστήριο για εκδίκαση του αδικήματος της λαθρεμπορίας είναι εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε το αδίκημα.
- Το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων για το αδίκημα της λαθρεμπορίας προς υποστήριξη της κατηγορίας και το πρώτον στο ακροατήριο δια των νομίμων αντιπροσώπων του ή δια του Εισαγγελέα που του ανατέθηκε με ειδική εντολή του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Η παράσταση αυτή δεν επιτρέπεται το πρώτον στο Εφετείο.
- Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄96) εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 188
Δικονομικές διατάξεις αστικά συνυπευθύνων
- Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο καλούνται από τον Εισαγγελέα κατά τις ίδιες διατυπώσεις και προθεσμίες με τον κατηγορούμενο, οι αστικά συνυπεύθυνοι κατά την παρ. 3 του άρθρου 170, οι οποίοι έχουν όλα τα δικαιώματα, τα οποία παρέχονται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96), όταν τους επιδοθεί η κλήση για να εμφανισθούν στο ακροατήριο.
- Ο αστικά συνυπεύθυνος που παρίσταται στη συζήτηση δύναται να ασκεί όλα τα ένδικα μέσα κατά απόφασης που εκδόθηκε που δικαιούται να ασκήσει ο κατηγορούμενος, μόνο ως προς το μέρος το οποίο αναγνωρίζει την αστική ευθύνη του. Όταν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά απόφασης από τον κατηγορούμενο, το δικαστήριο, που το εκδικάζει, επιλαμβάνεται και του κεφαλαίου της απόφασης του σχετικού με την ευθύνη των αστικά συνυπεύθυνων, έστω και αν δεν στρέφεται κατά αυτού το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο, ακόμα και όταν δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ο αστικά συνυπεύθυνος.
- Ο αστικά συνυπεύθυνος ακόμη και αν δεν κλητευθεί, σύμφωνα με την παρ. 1, δικαιούται να παρέμβει, εκουσίως, στην ποινική δίκη και στο Εφετείο το πρώτον έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο κλητευθείς ή εκείνος ο οποίος κάνει παρέμβαση δύναται να αποβληθεί από την ποινική διαδικασία, με αίτησή του ή αυτεπάγγελτα εφόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν φέρει την ιδιότητα του αστικά συνυπεύθυνου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 170.
Άρθρο 189
Εξέταση ανακριτικών υπαλλήλων ως μαρτύρων
Οποιοσδήποτε Οικονομικός Υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, Υπάλληλος Τελωνείου, υπάλληλος της Α.Α.Δ.Ε.), όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξεταστεί ως μάρτυρας, κατά την ποινική διαδικασία στο ακροατήριο.
Άρθρο 190
Δήμευση κατασχεθέντων λαθρεμπορίας αγνώστων δραστών
Όταν το αντικείμενο της λαθρεμπορίας ή το μεταφορικό μέσο αυτής κατάσχεται χωρίς να ανακαλυφθεί ο δράστης, τα στοιχεία δε αυτού ή αυτών δεν προκύπτουν ούτε από την ανάκριση, ο Εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο Πλημμελειοδικείο, το οποίο αποφασίζει για τη δήμευση των κατασχεθέντων.
Άρθρο 191
Αξιώσεις επί δημευθέντων
- Καθένας που αξιώνει δικαίωμα επί των κατασχεθέντων αντικειμένων ή μεταφορικών μέσων λαθρεμπορίας, είτε ανακαλύφθηκε είτε όχι ο δράστης αυτής, αν θέλει να αμφισβητήσει τη δήμευση αυτών δύναται να υποβάλει τις αξιώσεις του με αίτησή του στον εισαγγελέα. Η αίτηση εισάγεται στο αρμόδιο δικαστήριο και συζητείται με την κύρια συζήτηση στην οποία καλείται και ο ως άνω αιτών. Το δικαστήριο αποφαίνεται επί της αίτησης και, αν δεν αποφανθεί υπέρ της δήμευσης, διατάσσει την απόδοση των κατασχεθέντων ή του πλειστηριάσματος στο δικαιούχο, αφαιρουμένων των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων.
- Την απόδοση στον δικαιούχο διατάσσει το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, όταν κρίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση δήμευσης.
- Η απόδοση κατά τα ανωτέρω των κατασχεθέντων στο δικαιούχο από την τελωνειακή αρχή ενεργείται μετά την καταβολή ή μη, αναλόγως του αιτούμενου προορισμού, των δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων. Αν, με την απόφαση που αποφαίνεται για τη δήμευση, το Δικαστήριο αποφασίζει την καταδίκη του δράστη, η απόφαση για τη δήμευση καθίσταται τελεσίδικη, όταν παρέλθουν οι νόμιμες προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων ως προς τον καταδικασθέντα. Ο τρίτος, ο οποίος έχει αξιώσεις επί των δημευόμενων αντικειμένων με βάση την απόφαση, δεν δύναται να προσβάλει με ένδικα μέσα την απόφαση, δύναται όμως να παρέμβει και να υποβάλει τις αξιώσεις του σε κάθε συζήτηση της υπόθεσης και όταν ασκούνται ένδικα μέσα από τον καταδικασθέντα.
- Αν η αποφαινόμενη για τη δήμευση απόφαση του δικαστηρίου δεν περιέχει διάταξη που να καταδικάζει τον δράστη της λαθρεμπορίας, δύναται να ανακοπεί από οποιονδήποτε έχει αξιώσεις επί των δημευόμενων αντικειμένων, αλλά δεν κλήθηκε να παραστεί κατά τη συζήτηση επί της οποίας εξεδόθη, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, που αρχίζει από την επομένη της έκδοσής της. Επί της ανακοπής αποφαίνεται το Πλημμελειοδικείο. Η απόφασή αυτού είναι τελεσίδικη και δεν επιτρέπεται κατ΄ αυτής ένδικο μέσο.