ΜΕΡΟΣ Δ΄ Ενσωμάτωση του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2177 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων

 

Άρθρο 140
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος μέρους είναι η ενσωμάτωση του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2177 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2019, περί της τροποποίησης της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (L 334).

Άρθρο 141
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος μέρους είναι η τροποποίηση του ν. 4514/2018 (Α΄14) για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, προκειμένου να μεταβιβαστούν η αρμοδιότητα χορήγησης άδειας λειτουργίας και εποπτείας των Παρόχων Υπηρεσιών Αναφοράς Δεδομένων (Π.Υ.Α.Δ.), καθώς και οι εξουσίες συλλογής δεδομένων, από τις εθνικές αρχές στην ευρωπαϊκή εποπτική αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, Ε.Α.Κ.Α.Α. ή «ESMA»), εξαιρουμένων των Εγκεκριμένων Μηχανισμών Δημοσιοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) ή Εγκεκριμένων Μηχανισμών Γνωστοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.) που διαθέτουν παρέκκλιση βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 173).

Άρθρο 142
Πεδίο εφαρμογής – Τροποποίηση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 4514/2018
(παρ. 1 άρθρου 1 Οδηγίας 2177/2019)
Στο άρθρο 2 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), περί του πεδίου εφαρμογής του νόμου, α) στην παρ. 1 αφαιρούνται οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, β) καταργείται η περ. δ) της παρ. 2, περί χορήγησης άδειας λειτουργίας στους παρόχους αυτούς και το άρθρο 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
(Άρθρο 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στους διαχειριστές αγοράς και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα.
2. Ο παρών νόμος θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα εξής:
α) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των Ανώνυμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.), καθώς και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους – μέλους στην Ελλάδα,
β) την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα,
γ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία διαχειριστών αγοράς και ρυθμιζόμενων αγορών,
δ) (Καταργείται),
ε) την εποπτεία, τη συνεργασία και την εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.
3. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014 (Α΄107) ή σε άλλο κράτος – μέλος βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (EE L 176/27.6.2013), όταν παρέχουν μία ή και περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν μία ή και περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες:
α) της παραγράφου 2 του άρθρου 3, της παραγράφου 3 του άρθρου 9 και των άρθρων 14 και 16 έως 20,
β) του Κεφαλαίου Β΄ του Τίτλου II,
γ) του Κεφαλαίου Γ΄ του Τίτλου ΙΙ, εκτός των παραγράφων 2 και 3 της ενότητας Α΄ του άρθρου 34, των παραγράφων 2 και 3 της ενότητας Β΄ του άρθρου 34, των παραγράφων 2 έως 6 και 8 της ενότητας Α΄ του άρθρου 35 και των παραγράφων 2, 3 και 6 της ενότητας Β΄ του άρθρου 35,
δ) των άρθρων 67 έως 73 και των άρθρων 78, 83 και 84.
4. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/ 2014 ή σε άλλο κράτος – μέλος βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όταν προβαίνουν σε πώληση ή παροχή συμβουλής σε πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:
α) της παραγράφου 3 του άρθρου 9, του άρθρου 14 και των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 16,
β) των άρθρων 23 έως 26, του άρθρου 28, του άρθρου 29 και του άρθρου 30, και
γ) των άρθρων 67 έως 73.
5. Οι παράγραφοι 1 έως 6 του άρθρου 17 εφαρμόζονται επίσης στα μέλη ή τους συμμετέχοντες ρυθμιζόμενων αγορών και Πολυμερών Μηχανισμών Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, δυνάμει των περιπτώσεων α΄, ε΄, θ΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3, ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.
6. Τα άρθρα 57 και 58 εφαρμόζονται επίσης στα πρόσωπα που εξαιρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 3.
7. Όλα τα πολυμερή συστήματα χρηματοπιστωτικών μέσων λειτουργούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ για τους ΠΜΔ ή τους Μηχανισμούς Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ) ή τις διατάξεις του Τίτλου III για τις ρυθμιζόμενες αγορές.
Επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελούν εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν, σύμφωνα με τον Τίτλο III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 (ΕΕ L 173/12.6.2014).
Με την επιφύλαξη των άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο και οι οποίες δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές, πρέπει να συμμορφώνονται με τις σχετικές διατάξεις του Τίτλου III του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.».

Άρθρο 143
Ορισμοί – Τροποποίηση του άρθρου 4 του ν. 4514/2018
(παρ. 2 άρθρου 1 Οδηγίας 2177/2019)
Στο άρθρο 4 του ν. 4514/2018 (Α΄ 14) περί ορισμών: α) οι παρ. 36 και 37 τροποποιούνται ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις και βελτιώνονται νομοτεχνικά, β) οι παρ. 52, 53, 54, η περ. γ) της παρ. 55, καθώς και η παρ. 63 καταργούνται, και το άρθρο 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 4
Ορισμοί
(Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι εξής ορισμοί:
1. α) «Επιχείρηση επενδύσεων»: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μίας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή και η άσκηση μίας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Ως επιχείρηση επενδύσεων νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος – μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.
β) «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.)»: η επιχείρηση επενδύσεων που έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία του κ.ν. 2190/1920 (Α` 144) και έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. «Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του Τμήματος Α` του Παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο Τμήμα Γ` του Παραρτήματος Ι.
3. «Παρεπόμενη υπηρεσία»: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο Τμήμα Β` του Παραρτήματος I.
4. «Επενδυτική συμβουλή»: η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αίτησής του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.
5. «Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους.
6. «Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
7. «Ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.
8. «Διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
9. «Πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.
10. «Επαγγελματίας πελάτης»: ο πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ.
11. «Ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης.
12. «Αγορά ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων»: ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την ανάπτυξη ΜμΕ, σύμφωνα με το άρθρο 33 του παρόντος νόμου και το άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/EE.
13. «Μικρομεσαία επιχείρηση (ΜμΕ)»: για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200.000.000 ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη.
14. «Οριακή εντολή (limit order)»: εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα.
15. «Χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο Τμήμα Γ` του Παραρτήματος Ι.
16. «Συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου που προβλέπεται στο Τμήμα Γ.6 του Παραρτήματος Ι, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση.
17. «Μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.
18. «Διαχειριστής αγοράς»: η ανώνυμη εταιρεία που διευθύνει ή διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως διαχειριστής αγοράς νοείται και κάθε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά το οποίο έχει λάβει σχετική άδεια από άλλο κράτος – μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
19. «Πολυμερές σύστημα»: οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα.
20. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής (systematic internaliser)»: επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα. O συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετριέται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. O σημαντικός βαθμός μετριέται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.
21. «Ρυθμιζόμενη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων – εντός του συστήματος και, σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά, σύμφωνα με τον τίτλο III του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
22. «Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων -εντός του συστήματος και, σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης, σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
23. «Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: το πολυμερές σύστημα, που δεν είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων μπορεί να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης, σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.
24. «Τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.
25. «Ρευστή αγορά»: αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:
α) μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων,
β) αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν,
γ) μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο.
26. «Αρμόδια αρχή»: η αρχή που ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος νόμου ή η αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/EK κατά περίπτωση.
27. «Πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (EE L 176/27.6.2013).
28. «Εταιρεία διαχείρισης Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ)»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια των περιπτώσεων β` και γ` του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α`250) και της περίπτωσης β` της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ (EE L 302/17.11.2009).
29. «Συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μίας και μόνον επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες.
30. «Υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας που αποτελεί τμήμα επιχείρησης επενδύσεων, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή και δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στην Ελλάδα από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος – μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.
31. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του ν. 3556/2007 (Α`91), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή.
32. «Μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της μητρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α` 251).
33. «Θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια θυγατρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μίας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.
34. «Όμιλος»: ο όμιλος κατά την έννοια του ομίλου του Παραρτήματος του ν. 4308/2014.
35. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
α) σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,
β) «σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μίας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,
γ) δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.
36. «Όργανο διοίκησης»: το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο όργανο ή όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, όπως ορίζεται στο σημείο 36α της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, που έχουν οριστεί σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τα οποία έχουν την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της, περιλαμβανομένων των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας.
37. «Διευθυντικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων όπως ορίζεται στο σημείο 36α της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο όργανο διοίκησης για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της.
38. «Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ` όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως.
39. «Αλγοριθμικές συναλλαγές»: οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, το χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν.
40. «Τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:
α) τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων πληροφορικής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας,
β) τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και
γ) υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις.
41. «Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά, direct market access) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο κατευθείαν (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, sponsored access).
42. «Πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων (crossselling practices)»: η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο.
43. «Δομημένη κατάθεση»: κατάθεση, όπως ορίζεται στην περίπτωση 20 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/ 2016 (Α` 37), πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τόκοι ή άλλες αποδόσεις (premium) καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο, σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:
α) ένα δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με ένα δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor,
β) ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων,
γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων, υλικών ή μη υλικών, μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή
δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.
44. «Κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:
α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές,
β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για τέτοιες κινητές αξίες,
γ) κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ` αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.
45. «Αποθετήρια έγγραφα»: οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη.
46. «Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης καθ` όλη τη διάρκεια της ημέρας σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους.
47. «Πιστοποιητικά»: τα πιστοποιητικά κατά την έννοια του σημείου 27 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
48. «Δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα κατά την έννοια του σημείου 28 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
49. «Παράγωγα»: τα παράγωγα κατά την έννοια του σημείου 29 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
50. «Παράγωγα επί εμπορευμάτων»: τα παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του σημείου 30 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.
51. «Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP)»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (EE L 201/27.7.2012).
52. (Καταργείται).
53. (Καταργείται).
54. (Καταργείται).
55. «Κράτος – μέλος καταγωγής»:
α) στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων:
αα) αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος – μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
ββ) αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος – μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,
γγ) αν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος – μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
β) στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, το κράτος-μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή, αν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους- μέλους αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος – μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς,
γ) (Καταργείται).
56. «Κράτος – μέλος υποδοχής»: το κράτος – μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος – μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος – μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.
57. «Επιχείρηση τρίτης χώρας»: μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες, ή επιχείρηση επενδύσεων αν τα κεντρικά γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης.
58. «Ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο σημείο 4 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011 (EE L 326/ 8.12.2011).
59. «Παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο Παράρτημα I Μέρος I έως ΧΧ και XXIV/1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 (EE L 347/20.12.2013).
60. «Εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:
α) η Ένωση,
β) ένα κράτος – μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους – μέλους,
γ) σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους – μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,
δ) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη – μέλη,
ε) ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη – μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, ή
στ) η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
61. «Κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: χρεωστικός τίτλος που έχει εκδοθεί από εκδότη κρατικών/ δημόσιων τίτλων.
62. «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο:
α) παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και
β) επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.
63. (Καταργείται).
64. Κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή «ΚΑΤ» : κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014.».

Άρθρο 144
Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία – Προσθήκη παρ. 2 στο άρθρο 22 του ν. 4514/2018
(παρ. 3 άρθρου 1 Οδηγίας 2177/2019)
Στο άρθρο 22 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), η υφιστάμενη παράγραφος αριθμείται ως παρ. 1, προστίθεται παρ. 2, και το άρθρο 22 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 22
Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία
(Άρθρο 22 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις δραστηριότητες των Α.Ε.Π.Ε.Υ. προκειμένου να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε στοιχείο ή έγγραφο απαιτείται ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αξιολογεί τη συμμόρφωση των Α.Ε.Π.Ε.Υ. με αυτές τις υποχρεώσεις.
2. H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρακολουθεί τις δραστηριότητες των Εγκεκριμένων Μηχανισμών Δημοσιοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) ή των Εγκεκριμένων Μηχανισμών Γνωστοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.), με παρέκκλιση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 173), προκειμένου να αξιολογεί τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε στοιχείο ή έγγραφο απαιτείται, προκειμένου να λαμβάνει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και των Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. με αυτές τις υποχρεώσεις.».

Άρθρο 145
Κυρώσεις και μέτρα – Τροποποίηση παρ. 1 και 6 του άρθρου 69 του ν. 4514/2018
(παρ. 5 άρθρου 1 Οδηγίας 2177/2019)
Στην περ. γ) της παρ. 1, καθώς και στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 69 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), περί κυρώσεων και μέτρων, αφαιρούνται οι Πάροχοι Ενοποιημένου Δελτίου Συναλλαγών (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.), τίθενται ειδικότερες προβλέψεις ως προς τους Εγκεκριμένους Μηχανισμούς Δημοσιοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) και τους Εγκεκριμένους Μηχανισμούς Γνωστοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.), τροποποιούνται οι νομοθετικές παραπομπές, επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και το άρθρο 69 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 69
Κυρώσεις και Μέτρα
(Άρθρο 70 και παρ. 2 του άρθρου 72 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 67 του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών ελέγχου και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους και κατ’ εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, επιβάλλουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 70,
β) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση Α.Ε.Π.Ε.Υ., υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και σε περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 43, ή, προκειμένου περί Εγκεκριμένων Μηχανισμών Δημοσιοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) ή Εγκεκριμένων Μηχανισμών Γνωστοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.), με παρέκκλιση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 αναστολή ή ανάκληση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 27ε του ως άνω Κανονισμού, ή, προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα, ανάκληση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 43 του παρόντος και τις λοιπές σχετικές διατάξεις της ισχύουσας για τα πιστωτικά ιδρύματα νομοθεσίας,
δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου να συμμετέχει σε διοικητικό συμβούλιο ή να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας,
ε) προσωρινή απαγόρευση σε οποιαδήποτε επιχείρηση επενδύσεων, πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή σε οποιονδήποτε πελάτη να συμμετέχει σε ΜΟΔ,
στ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο ύψους έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ ή έως δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό του Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση. Στην περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με το ν. 4308/2014 και την Οδηγία 2013/34/ΕΕ (ΕΕ L 182/29.6.2013), ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών, ορίζεται ως ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή τα αντίστοιχα έσοδα, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περί κατάρτισης και παρουσίασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης που έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό της Συμβούλιο κατά την προηγούμενη χρήση,
ζ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο ύψους έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000,00) ευρώ,
η) χρηματικό πρόστιμο έως το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ της παρούσας παραγράφου.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει, σωρευτικά με τις κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου, επίπληξη σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος, του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή τους και κατ’ εξουσιοδότηση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, μπορεί να επιβάλλει τις ανωτέρω διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, πέρα από το νομικό πρόσωπο, και στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, για παράβαση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάξεων.
4. Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και κατά την επιμέτρηση του ύψους των προστίμων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται αναγκαίο:
α) της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης,
β) του βαθμού ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,
γ) της οικονομικής επιφάνειας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία του φυσικού προσώπου,
δ) της σημασίας των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
ε) της ζημιάς που προκλήθηκε σε τρίτους από την παράβαση, στο βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί,
στ) του βαθμού συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης της παραίτησης του υπαίτιου προσώπου από τα αποκτηθέντα κέρδη ή τις αποφευχθείσες ζημίες,
ζ) της καθ’ υποτροπή τέλεσης παραβάσεων ή προηγούμενων παραβάσεων του παρόντος νόμου και της λοιπής νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο,
η) της επίπτωσης της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των επενδυτών.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους, επιβάλλουν τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα των παραγράφων 1 και 2, σε περίπτωση μη συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης σε έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα, σύμφωνα με το άρθρο 67.
6. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων της ενότητας Β΄ του άρθρου 34 και της ενότητας Β΄ του άρθρου 35, η με οποιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις Α.Ε.Π.Ε.Υ., στα πιστωτικά ιδρύματα, στα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.), στις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.) και στις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (Α.Ε.Δ.Ο.Ε.Ε.) κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και, σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους στην Ελλάδα. Με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 27γ του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, η με οποιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα παροχή υπηρεσιών Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. με παρέκκλιση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 επιτρέπεται μόνο στους παρόχους αυτών των υπηρεσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και την άδεια λειτουργίας τους.
Όποιος, χωρίς την απαιτούμενη άδεια με πρόθεση προβαίνει σε κατ’ επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ή παροχή υπηρεσιών Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ με παρέκκλιση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 στην Ελλάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή ή με αμφότερες τις ποινές αυτές. Αν οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και οι υπηρεσίες Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. με παρέκκλιση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.
Ο γραμματέας του ποινικού δικαστηρίου διαβιβάζει τις καταδικαστικές αποφάσεις για τις παραβάσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων τρίτων χωρών που είναι πιστωτικά ιδρύματα, στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες και υποχρεούνται να τις διαβιβάσουν περαιτέρω στην Ε.Α.Κ.Α.Α., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 70.
7. Στις δίκες για τις αξιόποινες πράξεις της προηγούμενης παραγράφου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα, σε κάθε περίπτωση, να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας. Μετά την έκδοση οριστικής απόφασης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφα της απόφασης και των εγγράφων της δικογραφίας, ανεξαρτήτως αν είχε δηλώσει ή όχι παράσταση πολιτικής αγωγής.».

Άρθρο 146
Σχέσεις με ελεγκτές – Τροποποίηση του άρθρου 75 του ν. 4514/2018
(παρ. 7 άρθρου 1 Οδηγίας 2177/2019)
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 75 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), περί διενέργειας ελέγχων, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων αντικαθίσταται από τους Εγκεκριμένους Μηχανισμούς Δημοσιοποίησης και Γνωστοποίησης Συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.) του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 173) και το άρθρο 75 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 75
Σχέσεις με ελεγκτές
(Άρθρο 77 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Ορκωτοί ελεγκτές λογιστές και ελεγκτικές εταιρείες, που έχουν λάβει επαγγελματική άδεια ή έχουν το δικαίωμα να διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4449/2017 (Α΄ 7), και διενεργούν ελέγχους σε Α.Ε.Π.Ε.Υ., ρυθμιζόμενες αγορές ή σε Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. που διαθέτουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον Κανονισμό 600/2014 και παρέκκλιση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 2 του εν λόγω Κανονισμού, σύμφωνα με την παρ. 1 και τις περ. γ) έως ε) της παρ. 5 της υποπαρ. Α.1 της παρ. Α΄ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94) ή, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012, ή ασκούν οποιαδήποτε άλλα ελεγκτικά καθήκοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω ελεγχόμενο φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και το οποίο ενδέχεται:
α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων του ελεγχόμενου φορέα,
β) να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχεια της λειτουργίας του ελεγχόμενου φορέα, ή
γ) να οδηγήσει σε άρνηση έκφρασης γνώμης για τις οικονομικές καταστάσεις ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών.
2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των ως άνω καθηκόντων τους της παραγράφου 1, σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.
3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από τα ως άνω πρόσωπα γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.».

Άρθρο 147
Μεταβατικές – Καταργούμενες διατάξεις
(παρ. 4 και 11 άρθρου 1 Οδηγίας 2019/2177)
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:
α) Τα άρθρα 59 έως και 66 και το Τμήμα Δ του Παραρτήματος Ι του ν. 4514/2018 (Α’ 14), περί υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων,
β) κάθε διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης που αντίκειται στον παρόντα, με την επιφύλαξη της εφαρμογής τους για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, καθώς και για τις σχετικές εκκρεμείς διαδικασίες.