ΜΕΡΟΣ Γ΄ Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων, την τροποποίηση των Oδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ και την προσαρμογή στον Kανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των Kανονισμών (ΕΕ) 1093/2010, (ΕΕ) 575/2013, (ΕΕ) 600/2014 και (ΕΕ) 806/2014

ΤΙΤΛΟΣ Ι
Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

Άρθρο 56
Σκοπός
Με τις διατάξεις των άρθρων 57 έως και 139 ενσωματώνεται στη νομοθεσία η Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ και η εθνική έννομη τάξη προσαρμόζεται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 1093/2010, (ΕΕ) 575/2013, (ΕΕ) 600/2014 και (ΕΕ) 806/2014.

Άρθρο 57
Αντικείμενο
(άρθρο 1 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Αντικείμενο του παρόντος είναι η θέσπιση κανόνων σχετικά:
α) με το αρχικό κεφάλαιο των Ανωνύμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ),
β) με τις εποπτικές εξουσίες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των ΑΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,
γ) με την προληπτική εποπτεία των ΑΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033,
δ) με τις απαιτήσεις δημοσίευσης για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 58
Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 2 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Το μέρος Γ εφαρμόζεται στις ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται βάσει του ν. 4514/2018 (A΄ 14).
2. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, τα άρθρα 68 έως και 111 δεν εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ που αναφέρονται στις παρ. 2 και 5 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι οποίες εποπτεύονται όσον αφορά στη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει των άρθρων 50 έως και 136 και 154 του ν. 4261/2014 (Α΄107), σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

Άρθρο 59
Ορισμοί
(άρθρο 3 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. «Επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: Η επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση περιουσίας, στη διαχείριση υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ή σε παρεμφερή δραστηριότητα επικουρικής φύσης ως προς την κύρια δραστηριότητα μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων.
2. «Άδεια λειτουργίας»: Άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4514/2018 (Α΄14)
3. «Υποκατάστημα»: Υποκατάστημα, όπως ορίζεται στην παρ. 30 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
4. «Στενοί δεσμοί»: Στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στην παρ. 35) του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
5. «Αρμόδια αρχή»: Η δημόσια αρχή ή το όργανο που έχει αναγνωριστεί επίσημα και έχει εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να εποπτεύει επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με την Οδηγία 2019/2034/ΕΕ, ως υπαγόμενες στο εφαρμοζόμενο σύστημα εποπτείας του κράτους μέλους. Ως αρμόδια αρχή στην Ελλάδα ορίζεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
6. «Διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής»: Διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής, όπως ορίζεται στην περ. 150) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
7. «Έλεγχος»: Σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, όπως περιγράφεται στην παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄251) ή στα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται επιχείρηση επενδύσεων δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ή παρόμοια σχέση μεταξύ κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.
8. «Συμμόρφωση με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου»: Συμμόρφωση μητρικής επιχείρησης ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων με τις απαιτήσεις του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
9. «Πιστωτικό ίδρυμα»: Πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στην περ. 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
10. «Παράγωγα»: Παράγωγα όπως ορίζονται στην περ. 29) της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
11. .«Χρηματοδοτικό ίδρυμα»: Χρηματοδοτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στην περ. 14) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
12. «Πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο»: Πολιτική αποδοχών ουδέτερη ως προς το φύλο, όπως ορίζεται στην περ. 67 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α’ 107).
13. «Όμιλος»: Ο όμιλος κατά την έννοια του ομίλου του Παραρτήματος Α του ν. 4308/2014 (Α’ 251).
14. «Κατάσταση ενοποίησης»: Η κατάσταση ενοποίησης όπως ορίζεται στην περ. 11) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
15. «Αρχή εποπτείας του ομίλου»: Η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου των μητρικών επιχειρήσεων επενδύσεων εγκατεστημένων στην Ένωση και των επιχειρήσεων επενδύσεων που ελέγχονται από μητρικές επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση.
16. «Κράτος μέλος καταγωγής»: Κράτος μέλος καταγωγής (κράτος μέλος προέλευσης) όπως ορίζεται στην περ. α) της παρ. 55) του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
17. «Κράτος μέλος υποδοχής»: Κράτος μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στην παρ. 56) του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
18. «Αρχικό κεφάλαιο»: Το κεφάλαιο που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως ΑΕΠΕΥ, το ποσό και το είδος του οποίου προσδιορίζονται στα άρθρα 65 και 67 του παρόντος.
19. «Επιχείρηση επενδύσεων»: Επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
20. «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ)»: ΑΕΠΕΥ όπως ορίζεται στην περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
21. «Όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων»: Όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων όπως ορίζεται στην παρ. 25) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
22. «Επενδυτική εταιρεία συμμετοχών»: Επενδυτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στην περ. 23) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
23. «Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες όπως ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
24. «Διοικητικό όργανο»: Όργανο διοίκησης όπως ορίζεται στην παρ. 36) του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
25. «Διοικητικό όργανο με την εποπτική του λειτουργία»: Το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση του ρόλου του σχετικά με την επίβλεψη και την παρακολούθηση της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση.
26. «Μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: Μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών (εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών) όπως ορίζεται στην παρ. 15) του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
27. «Μικτή εταιρεία συμμετοχών»: Μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, επενδυτική εταιρεία συμμετοχών, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές της είναι επιχείρηση επενδύσεων.
28. «Ανώτερα διοικητικά στελέχη»: Διευθυντικά στελέχη όπως ορίζονται στην παρ. 37) του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
29. «Μητρική επιχείρηση»: Μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στην παρ. 32) του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
30. «Θυγατρική»: Θυγατρική (θυγατρική επιχείρηση) όπως ορίζεται στην παρ. 33) του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
31. «Συστημικός κίνδυνος»: Συστημικός κίνδυνος όπως ορίζεται στην περ. 10) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014.
32. «Μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση»: Μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ένωση όπως ορίζεται στην περ. 56) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
33. «Μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: Μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση όπως ορίζεται στην περ. 57) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
34. «Μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση»: Μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση όπως ορίζεται στην περ. 58) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
Αρμόδιες αρχές

Άρθρο 60
Εξουσίες της αρμόδιας αρχής
(άρθρο 4 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή, εποπτεύει τις δραστηριότητες των ΑΕΠΕΥ και, κατά περίπτωση, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, προκειμένου να εκτιμήσει τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει όλες τις απαραίτητες εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων, σύμφωνα με το άρθρο 70, και επιβάλλει μέτρα και κυρώσεις, αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, προκειμένου να λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται για την εκτίμηση της συμμόρφωσης των ΑΕΠΕΥ και, κατά περίπτωση, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών προς τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/ 2033, και να ερευνά πιθανές παραβάσεις των εν λόγω απαιτήσεων.
3. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσής τους προς τον παρόντα και προς τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033. Οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των ΑΕΠΕΥ επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τις εν λόγω διατάξεις.
4. Οι ΑΕΠΕΥ καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, ούτως ώστε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να μπορεί να ελέγξει, ανά πάσα στιγμή, τη συμμόρφωση των ΑΕΠΕΥ με τον παρόντα νόμο και με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.

Άρθρο 61
Διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών για την υπαγωγή ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013
(άρθρο 5 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 δυνάμει της περ. γ) του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 σε ΑΕΠΕΥ που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στις παρ. 3 και 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι του ν. 4514/2018 (Α΄14) όταν η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης επενδύσεων, υπολογιζόμενη ως μέσος όρος για την περίοδο των δώδεκα (12) προηγούμενων μηνών, είναι ίση με πέντε δισεκατομμύρια (5.000.000.000) ευρώ ή τα υπερβαίνει και ισχύει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Η ΑΕΠΕΥ ασκεί τις εν λόγω δραστηριότητες σε τέτοια κλίμακα που η πτώχευση ή η δυσχέρεια της επιχείρησης επενδύσεων θα μπορούσε να αποτελέσει συστημικό κίνδυνο,
β) η ΑΕΠΕΥ είναι εκκαθαριστικό μέλος σύμφωνα με τον ορισμό της περ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
γ) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρεί ότι δικαιολογείται, με βάση το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της σχετικής ΑΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και σε σχέση με έναν ή περισσότερους από τους εξής παράγοντες:
γα) Τη σημασία της ΑΕΠΕΥ για την οικονομία της Ένωσης ή της Ελλάδας,
γβ) τη σημασία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων της ΑΕΠΕΥ,
γγ) τη διασύνδεση της ΑΕΠΕΥ με το χρηματοοικονομικό σύστημα.
2. Η παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στους διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής, στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
3. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 (L 176/1) σε ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με την παρ. 1, η εν λόγω ΑΕΠΕΥ εποπτεύεται, όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, βάσει των άρθρων 50 έως και 96, 98 έως και 132, 134 και 135 του ν. 4261/2014 (Α΄107).
4. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει να ανακαλέσει απόφαση που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παρ. 1, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την ΑΕΠΕΥ. Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δυνάμει της παρ. 1 παύει να εφαρμόζεται στην περίπτωση που μια ΑΕΠΕΥ δεν πληροί πλέον το κριτήριο του ορίου που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, το οποίο υπολογίζεται σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για κάθε απόφαση που λαμβάνει δυνάμει των παρ. 1, 3 και 4.

Άρθρο 62
Συνεργασία αρμοδίων αρχών
(άρθρο 6 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με την Τράπεζα της Ελλάδος και ανταλλάσσουν, χωρίς καθυστέρηση, κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την επιτέλεση των λειτουργιών και την άσκηση των καθηκόντων τους, μέσω του μηχανισμού που καθιερώνεται στο άρθρο 67 του ν. 4514/2018 (A’ 14).

Άρθρο 63
Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας
(άρθρο 7 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση των εποπτικών εργαλείων και των εποπτικών πρακτικών, σύμφωνα με τον παρόντα και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) Ως μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), συνεργάζεται με εμπιστοσύνη και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων, αξιόπιστων και διεξοδικών πληροφοριών μεταξύ αυτών και με τα άλλα μέρη του ΕΣΧΕ,
β) συμμετέχει στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών που αναφέρονται στο άρθρο 103 του παρόντος και το άρθρο 109 του ν. 4261/2014 (Α’ 107).
γ) καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, και να ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 (L 331/1),
δ) συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ,
ε) δεν εμποδίζεται να εκτελεί τα καθήκοντά της, ως μέλος της ΕΑΤ ή του ΕΣΣΚ, ή βάσει του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, από τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες που της ανατίθενται.

Άρθρο 64
Ενωσιακή διάσταση της εποπτείας
(άρθρο 8 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών, καθώς και στην Ένωση συνολικά, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

ΤΙΤΛΟΣ III
Αρχικό κεφάλαιο

Άρθρο 65
Αρχικό κεφάλαιο
(άρθρο 9 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Το αρχικό κεφάλαιο, που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 4514/2018 (A΄ 14) για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ με σκοπό την παροχή οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές υπηρεσίες ή την άσκηση οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές δραστηριότητες που παρατίθενται στις παρ. 3 και 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι του ν. 4514/2018 ανέρχεται σε επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (750.000) ευρώ.
2. Το αρχικό κεφάλαιο, που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 4514/2018 για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ με σκοπό την παροχή οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές υπηρεσίες ή την άσκηση οποιωνδήποτε από τις επενδυτικές δραστηριότητες που παρατίθενται στις παρ. 1, 2, 4, 5 και 7 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι του ν. 4514/2018, η οποία δεν επιτρέπεται να κατέχει χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες της, ανέρχεται σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ.
3. Το αρχικό κεφάλαιο, που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 4514/2018 για τις λοιπές ΑΕΠΕΥ, πέραν αυτών που αναφέρονται στις παρ. 1, 2 και 4 του παρόντος, ανέρχεται σε εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.
4. Το αρχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ που διαθέτει άδεια για να παρέχει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί τις επενδυτικές δραστηριότητες που παρατίθενται στην παρ. 9 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι του ν. 4514/2018, όταν η εν λόγω ΑΕΠΕΥ διενεργεί ή της επιτρέπεται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, ανέρχεται σε επτακόσιες πενήντα χιλιάδες (750.000) ευρώ.

Άρθρο 66
Αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον ν. 4261/2014
(άρθρο 10 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Από τις 26 Ιουνίου 2021, θεωρείται ότι οι αναφορές στα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που καθορίζονται στο άρθρο 65 αντικαθιστούν τις αναφορές σε άλλες νομικές πράξεις στα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που καθορίζονται στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή στον ν. 4261/2014 (Α΄107), ως εξής:
α) Οι αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 28 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή των ΑΕΠΕΥ της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4261/2014 νοούνται ως αναφορές στην παρ. 1 του άρθρου 65 του παρόντος,
β) οι αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων στα άρθρα 29 και 31 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή των ΑΕΠΕΥ των λοιπών παραγράφων πλην της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4261/2014 νοούνται ως αναφορές στις παρ. 2, 3 ή 4 του άρθρου 65 του παρόντος, ανάλογα με τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων,
γ) οι αναφορές στο αρχικό κεφάλαιο στο άρθρο 30 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή του ν. 4261/2014 νοούνται ως αναφορές στην παρ. 1 του άρθρου 65 του παρόντος.

Άρθρο 67
Σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου
(άρθρο 11 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Το αρχικό κεφάλαιο των ΑΕΠΕΥ συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.

ΤΙΤΛΟΣ IV
Προληπτική εποπτεία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΑΡΧΕΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ 1
Αρμοδιότητες και καθήκοντα του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

Άρθρο 68
Αρμοδιότητα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής
(άρθρο 12 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η προληπτική εποπτεία επί των ΑΕΠΕΥ ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2019/2034 για την προληπτική εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής. Η προληπτική εποπτεία επί των επιχειρήσεων επενδύσεων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος που αναθέτουν αρμοδιότητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

Άρθρο 69
Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών μελών
(άρθρο 13 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται στην Οδηγία 2019/2034/ΕΕ, στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών, χωρίς καθυστέρηση, σχετικά με τις ΑΕΠΕΥ ή τις επιχειρήσεις επενδύσεων, μεταξύ άλλων των ακολούθων:
α) Πληροφοριών σχετικά με τη διοίκηση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ΑΕΠΕΥ ή της επιχείρησης επενδύσεων,
β) πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ ή της επιχείρησης επενδύσεων με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,
γ) πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τον κίνδυνο συγκέντρωσης και τις απαιτήσεις για τη ρευστότητα της ΑΕΠΕΥ ή της επιχείρησης επενδύσεων,
δ) πληροφοριών σχετικά με τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου της ΑΕΠΕΥ ή της επιχείρησης επενδύσεων,
ε) οποιωνδήποτε άλλων σχετικών παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο που ενέχει η ΑΕΠΕΥ ή η επιχείρηση επενδύσεων.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, κοινοποιεί πάραυτα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση σχετικά με ενδεχόμενα προβλήματα και κινδύνους που ενέχει η ΑΕΠΕΥ για την προστασία των πελατών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής, που έχει εντοπίσει στο πλαίσιο της εποπτείας των δραστηριοτήτων της ΑΕΠΕΥ.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ανταποκρίνεται στις πληροφορίες που κοινοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, με τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την αποτροπή ή την αντιμετώπιση των ενδεχόμενων προβλημάτων και κινδύνων που αναφέρονται στην παρ. 2. Εφόσον της ζητηθεί, εξηγεί λεπτομερώς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής με ποιον τρόπο έλαβε υπόψη τις πληροφορίες και τις διαπιστώσεις που της κοινοποιήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
4. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μετά την κοινοποίηση των πληροφοριών και διαπιστώσεων που αναφέρονται στην παρ. 2 από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα που προβλέπονται στην παρ. 3, μπορεί, αφού πρώτα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), να λάβει κατάλληλα μέτρα για την προστασία των πελατών στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή, μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εφόσον διαφωνεί με τα μέτρα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, η οποία ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010.
6. Προκειμένου να αξιολογηθεί η προϋπόθεση της περ. γ) του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μιας ΑΕΠΕΥ, μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενός εκκαθαριστικού μέλους την παροχή πληροφοριών σχετικά με το μοντέλο περιθωρίου και τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της απαίτησης περιθωρίου ασφαλείας της σχετικής ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 70
Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκατεστημένων στην Ελλάδα
(άρθρο 14 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω ενδιαμέσων που διορίζουν για τον σκοπό αυτό, σε επιτόπιο έλεγχο των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 69 και να επιθεωρούν τα εν λόγω υποκαταστήματα.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, για σκοπούς εποπτείας και εφόσον το κρίνει σκόπιμο για λόγους σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ελλάδας, έχει την εξουσία να διεξάγει, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων στη χώρα, και να απαιτεί πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του. Πριν από τη διεξαγωγή των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, πραγματοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Το συντομότερο δυνατό μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ελέγχων και επιθεωρήσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν και τις διαπιστώσεις που είναι σημαντικές για την εκτίμηση κινδύνου της σχετικής επιχείρησης επενδύσεων.

ΤΜΗΜΑ 2
Επαγγελματικό απόρρητο και υποχρέωση αναφοράς

Άρθρο 71
Επαγγελματικό απόρρητο και ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών
(άρθρο 15 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4514/2018 (Α΄14), υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες περιέρχονται εις γνώσιν της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και προσώπων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτει η ταυτότητα της συγκεκριμένης ΑΕΠΕΥ ή συγκεκριμένων προσώπων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο. Σε περίπτωση που η ΑΕΠΕΥ έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό ειδική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες δεν αφορούν τρίτους, μπορούν να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, όπου τέτοια δημοσιοποίηση απαιτείται για τη διεξαγωγή των εν λόγω διαδικασιών.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιεί τις εμπιστευτικές πληροφορίες που συλλέγονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 μόνο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και ιδίως για τους ακόλουθους σκοπούς:
α) Την παρακολούθηση των κανόνων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033,
β) την επιβολή κυρώσεων,
γ) στο πλαίσιο διοικητικών προσφυγών κατά αποφάσεων αρμόδιων αρχών,
δ) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 79 του παρόντος.
3. Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και άλλοι φορείς, εκτός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες βάσει του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο για τους σκοπούς που προβλέπει ρητά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανταλλάσσει εμπιστευτικές πληροφορίες με τις οικείες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς της παρ. 2, να ορίζει ρητά τον τρόπο χειρισμού των εν λόγω πληροφοριών και να περιορίζει ρητά οποιαδήποτε περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.
5. Η υποχρέωση που αναφέρεται στην παρ. 1 δεν εμποδίζει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει εμπιστευτικές πληροφορίες στην Επιτροπή, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά περίπτωση μπορεί να παρέχει στην ΕΑΤ, στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, και, όπου είναι αναγκαίο, σε δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 72
Ρυθμίσεις συνεργασίας με τρίτες χώρες για την ανταλλαγή πληροφοριών
(άρθρο 16 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων της βάσει του παρόντος ή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 και για την ανταλλαγή πληροφοριών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, μπορεί να προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, καθώς και με αρχές ή φορείς τρίτων χωρών που έχουν επιφορτιστεί με τα ακόλουθα καθήκοντα, υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 71 του παρόντος:
α) Την εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που διαθέτουν άδεια για να λειτουργούν ως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, όταν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναγνωριστεί βάσει του άρθρου 25 του Κανονισμού (ΕΕ)648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 (L 201/1),
β) την εκκαθάριση και την πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και παρόμοιες διαδικασίες,
γ) την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,
δ) τη διεξαγωγή των υποχρεωτικών ελέγχων των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή των ιδρυμάτων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης,
ε) την εποπτεία προσώπων, τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον υποχρεωτικό έλεγχο των λογαριασμών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων,
στ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης,
ζ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων, με σκοπό την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.

Άρθρο 73
Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών
(άρθρο 17 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια, σύμφωνα με τον ν. 4449/2017 (Α’ 7), και διενεργεί ελέγχους σε ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με την παρ. 1 και τις περ. γ’ έως και ε’ της παρ. 5 της υποπαρ. Α.1 της παρ. Α’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), ή σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012 (Α΄250), ή ασκεί οποιαδήποτε άλλα ελεγκτικά καθήκοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση που αφορά στην εν λόγω ΑΕΠΕΥ ή αφορά επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με την εν λόγω ΑΕΠΕΥΥ και που:
α) Αποτελεί ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που θεσπίζονται βάσει του παρόντος νόμου,
β) ενδέχεται να επηρεάσει τη συνέχεια της λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ ή
γ) ενδέχεται να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή μπορεί να οδηγήσει σε διατύπωση επιφυλάξεων.

ΤΜΗΜΑ 3
Κυρώσεις, εξουσίες διερεύνησης και δικαίωμα προσφυγής

Άρθρο 74
Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα
(άρθρο 18 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 94 έως και 101, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών διερεύνησης και επιβολής επανορθωτικών μέτρων, καθώς και της πρόβλεψης και επιβολής ποινικών κυρώσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει την εξουσία να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, μεταξύ άλλων όταν μία ΑΕΠΕΥ ή επιχείρηση επενδύσεων:
α) Δεν έχει καθιερώσει πλαίσιο εσωτερικής διακυβέρνησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 82,
β) δεν αναφέρει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες ή παρέχει ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωσή της με την υποχρέωση τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, κατά παράβαση της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 54 αυτού,
γ) δεν αναφέρει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατά παράβαση της περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 54 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης, ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες,
δ) παρουσιάζει κίνδυνο συγκέντρωσης πέραν των ορίων που τίθενται στο άρθρο 37 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 38 και 39 αυτού,
ε) κατά τρόπο επαναλαμβανόμενο ή επίμονο, δεν διατηρεί ρευστά στοιχεία ενεργητικού, κατά παράβαση του άρθρου 43 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 44 αυτού,
στ) δεν δημοσιοποιεί πληροφορίες ή δημοσιοποιεί ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες, κατά παράβαση του έκτου μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
ζ) καταβάλλει πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια της ΑΕΠΕΥ, σε περιπτώσεις στις οποίες τα άρθρα 28, 52 ή 63 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 απαγορεύουν τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια,
η) έχει κριθεί υπεύθυνη για σοβαρές παραβάσεις του ν. 4557/2018 (Α΄139),
θ) επιτρέπει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεν συμμορφώνονται με το άρθρο 83 του ν. 4261/2014 (Α΄107) να καταστούν ή να παραμείνουν μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου.
Οι επιβαλλόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.
2. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 περιλαμβάνουν τα εξής:
α) Δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή η υπεύθυνη ΑΕΠΕΥ ή επιχείρηση επενδύσεων, επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και η φύση της παράβασης,
β) εντολή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψής της στο μέλλον,
γ) προσωρινή απαγόρευση κατά των μελών του διοικητικού οργάνου της ΑΕΠΕΥ ή οποιωνδήποτε άλλων υπαίτιων φυσικών προσώπων να ασκούν καθήκοντα σε ΑΕΠΕΥ,
δ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο ύψους έως το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού ετήσιου καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,
ε) σε περίπτωση νομικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου τα εν λόγω κέρδη ή ζημίες μπορούν να προσδιοριστούν,
στ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, χρηματικό πρόστιμο μέχρι και πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ.
Σε περίπτωση που επιχείρηση η οποία αναφέρεται στην περ. δ) είναι θυγατρική, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη διαχειριστική χρήση.
Σε περίπτωση παράβασης του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 από ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις στα μέλη του διοικητικού της οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία ευθύνονται για την παράβαση.
3. Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή των άλλων διοικητικών μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 1 και κατά την επιμέτρηση του ύψους των χρηματικών προστίμων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται αναλόγως:
α) Η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
β) ο βαθμός ευθύνης των φυσικών ή νομικών προσώπων που ευθύνονται για την παράβαση,
γ) η οικονομική ισχύς των φυσικών ή νομικών προσώπων που ευθύνονται για την παράβαση, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού κύκλου εργασιών των νομικών προσώπων ή του ετήσιου εισοδήματος των φυσικών προσώπων,
δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από τα νομικά πρόσωπα που ευθύνονται για την παράβαση,
ε) τυχόν ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση,
στ) ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,
ζ) προηγούμενες παραβάσεις από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ευθύνονται για την παράβαση,
η) τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.

Άρθρο 75
Εξουσίες διερεύνησης
(άρθρο 19 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των λειτουργιών της, ιδίως:
α) Την εξουσία να απαιτεί πληροφορίες από τα ακόλουθα φυσικά ή νομικά πρόσωπα:
(αα) ΑΕΠΕΥ και επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες στην Ελλάδα,
(αβ) επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ελλάδα,
(αγ) μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ελλάδα,
(αδ) μικτές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ελλάδα,
(αε) πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στις υποπερ. αα) έως και αδ),
(αστ) τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στις υποπερ. αα) έως και αδ) έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες ή δραστηριότητες,
β) την εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων ερευνών για οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στην περ. α), εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος:
(βα) να απαιτεί την υποβολή εγγράφων από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περ. α),
(ββ) να εξετάζει τα βιβλία και αρχεία των προσώπων που αναφέρονται στην περ. α) και να δημιουργεί αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία,
(βγ) να λαμβάνει προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περ. α) ή από τους εκπροσώπους τους ή τα μέλη του προσωπικού τους,
(βδ) να προβαίνει σε συνέντευξη με κάθε άλλο σχετικό πρόσωπο, με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας,
γ) την εξουσία διεξαγωγής όλων των αναγκαίων επιθεωρήσεων στις εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στην περ. α) και οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που περιλαμβάνεται στην εποπτεία της συμμόρφωσης προς τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου, όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώνονται προηγουμένως οι άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 76
Δημοσίευση των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων
(άρθρο 20 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει στον επίσημο δικτυακό της τόπο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 74. Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο. Οι πληροφορίες δημοσιεύονται μόνο μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα αυτά και στον βαθμό που η δημοσίευση είναι αναγκαία και αναλογική.
2. Σε περίπτωση που κατά των διοικητικών κυρώσεων ή των άλλων διοικητικών μέτρων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 74 έχει ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει, επίσης, στον επίσημο δικτυακό της τόπο, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της ασκηθείσας αίτησης ακύρωσης ή προσφυγής, αντίστοιχα, και με την έκβασή της.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις ή τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 74 ανωνύμως σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Η κύρωση ή το μέτρο επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσίευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εν λόγω προσώπου θεωρείται δυσανάλογη,
β) η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο διεξαγόμενη ποινική έρευνα ή τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών,
γ) η δημοσίευση θα προξενούσε δυσανάλογη ζημία στις ενδιαφερόμενες ΑΕΠΕΥ ή επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα ενδιαφερόμενα φυσικά πρόσωπα.
4. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει του παρόντος άρθρου παραμένουν στον επίσημο δικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τουλάχιστον πέντε (5) έτη. Στον επίσημο δικτυακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να διατηρούνται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του ν. 4624/2019 (Α΄118).

Άρθρο 77
Αναφορά κυρώσεων στην ΕΑΤ
(άρθρο 21 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 74, καθώς και σχετικά με κάθε αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά των εν λόγω κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων και την έκβασή της.

Άρθρο 78
Καταγγελίες παραβάσεων
(άρθρο 22 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται αποτελεσματικοί και αξιόπιστοι μηχανισμοί που επιτρέπουν την έγκαιρη καταγγελία προς αυτή ενδεχόμενων ή τελεσθεισών παραβάσεων διατάξεων του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033. Στους εν λόγω μηχανισμούς περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
α) Ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή, τον χειρισμό και τις ενέργειες σε συνέχεια τέτοιων καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ασφαλών διαύλων επικοινωνίας,
β) κατάλληλη προστασία έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης από μέρους της ΑΕΠΕΥ για εργαζομένους της, οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός της επιχείρησης,
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τόσο του προσώπου που καταγγέλλει την παράβαση, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε την εν λόγω παράβαση, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016,
δ) σαφείς κανόνες ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα σε όλες τις περιπτώσεις σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει τις παραβάσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί εντός της ΑΕΠΕΥ, εκτός εάν απαιτείται δημοσιοποίηση από την κείμενη νομοθεσία στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή επακόλουθης διοικητικής ή ποινικής διαδικασίας.
2. Οι ΑΕΠΕΥ διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοι σε αυτές να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού ανεξάρτητου διαύλου. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να παρέχονται από τους κοινωνικούς εταίρους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες προσφέρουν την ίδια προστασία με εκείνη που αναφέρεται στις περ. β), γ) και δ) της παρ. 1.

Άρθρο 79
Δικαίωμα προσφυγής
(άρθρο 23 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδονται και τα μέτρα που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου, των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενων πράξεων και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 υπόκεινται, κατά περίπτωση, σε αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 3371/2005 (Α΄178).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΤΜΗΜΑ 1
Διαδικασία για την εκτίμηση της επάρκειας εσωτερικών κεφαλαίων και διαδικασία για την εκτίμηση των εσωτερικών κινδύνων

Άρθρο 80
Εσωτερικά κεφάλαια και ρευστά στοιχεία ενεργητικού
(άρθρο 24 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες ρυθμίσεις, στρατηγικές και διαδικασίες για να εκτιμούν και να διατηρούν σε διαρκή βάση τα ποσά, τα είδη και την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους ενδέχεται να ενέχουν για τρίτους και στους οποίους βρίσκονται ή θα μπορούσαν να βρεθούν εκτεθειμένες οι ίδιες οι ΑΕΠΕΥ.
2. Οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές και οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παρ. 1 είναι κατάλληλες και ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της σχετικής ΑΕΠΕΥ και υποβάλλονται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση. Με απόφασή της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητά από τις ΑΕΠΕΥ που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, στον βαθμό που αυτή το κρίνει σκόπιμο.

ΤΜΗΜΑ 2
Εσωτερική διακυβέρνηση, διαφάνεια, αντιμετώπιση κινδύνων και αποδοχές

Άρθρο 81
Πεδίο εφαρμογής του παρόντος τμήματος
(άρθρο 25 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που, βάσει της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, η ΑΕΠΕΥ προσδιορίζει ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτό για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη.
2. Σε περίπτωση που μια ΑΕΠΕΥ που δεν έχει εκπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 εκπληρώσει τις προϋποθέσεις αυτές αργότερα, το παρόν τμήμα παύει να εφαρμόζεται μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία εκπληρώθηκαν οι εν λόγω προϋποθέσεις και μόνο στην περίπτωση που η ΑΕΠΕΥ συνέχισε να πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 αδιαλείπτως κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος και ενημέρωσε σχετικώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Σε περίπτωση που μια ΑΕΠΕΥ προσδιορίσει ότι δεν πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και συμμορφώνεται με το παρόν τμήμα εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η εκτίμηση αυτή.
4. Οι ΑΕΠΕΥ εφαρμόζουν το άρθρο 88 στις αποδοχές που χορηγούνται για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί ή για επιδόσεις κατά το οικονομικό έτος που έπεται του οικονομικού έτους κατά το οποίο έγινε η εκτίμηση της παρ. 3 του παρόντος. Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το παρόν τμήμα και γίνεται εφαρμογή του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι ΑΕΠΕΥ εφαρμόζουν το παρόν τμήμα σε ατομική βάση. Στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το παρόν τμήμα και γίνεται εφαρμογή εποπτικής ενοποίησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι ΑΕΠΕΥ εφαρμόζουν το παρόν τμήμα σε ατομική και ενοποιημένη βάση. Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται σε θυγατρικές επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται σε κατάσταση ενοποίησης και είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, εάν η εγκατεστημένη στην Ελλάδα μητρική επιχείρηση μπορεί να αποδείξει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι η εφαρμογή του παρόντος τμήματος αντίκειται στη νομοθεσία της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω θυγατρικές επιχειρήσεις.

Άρθρο 82
Εσωτερική διακυβέρνηση
(άρθρο 26 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ διαθέτουν άρτιο σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα κατωτέρω:
α) Σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές αναφοράς και κατανομής των αρμοδιοτήτων,
β) αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους βρίσκονται ή θα μπορούσαν να βρεθούν εκτεθειμένες οι ΑΕΠΕΥ ή των κινδύνων τους οποίους ενέχουν ή θα μπορούσαν να ενέχουν για τρίτους,
γ) επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών,
δ) πολιτικές και πρακτικές αποδοχών, οι οποίες είναι συνεπείς και προάγουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και την προωθούν.
Οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στην περ. δ) είναι ουδέτερες ως προς το φύλο.
2. Το πλαίσιο που αναφέρεται στην παρ. 1 είναι κατάλληλο και αναλογικό προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες της ΑΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που προβλέπονται στα άρθρα 84 έως και 89.

Άρθρο 83
Αναφορά στοιχείων ανά χώρα
(άρθρο 27 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που διαθέτουν υποκατάστημα ή θυγατρική, η οποία είναι χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στην περ. 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα πλην αυτής όπου έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες ανά κράτος μέλος και ανά τρίτη χώρα σε ετήσια βάση:
α) Την επωνυμία, τη φύση των δραστηριοτήτων και τον τόπο των θυγατρικών και των υποκαταστημάτων,
β) τον κύκλο εργασιών,
γ) τον αριθμό υπαλλήλων σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης,
δ) τα αποτελέσματα προ φόρων,
ε) τους φόρους επί των αποτελεσμάτων,
στ) τις εισπραττόμενες δημόσιες επιδοτήσεις.
2.Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 1 ελέγχονται σύμφωνα με τον ν. 4449/2017 (Α΄7) και προσαρτώνται, εφόσον είναι δυνατό, ως παράρτημα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις ή, όπου συντρέχει περίπτωση, στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εν λόγω ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 84
Αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου στη διαχείριση κινδύνων
(άρθρο 28 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΕΠΕΥ εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της ΑΕΠΕΥ, καθώς και για τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τον μετριασμό των κινδύνων στους οποίους βρίσκεται ή μπορεί να βρεθεί εκτεθειμένη η ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του οικονομικού κύκλου της επιχείρησης.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΕΠΕΥ αφιερώνει επαρκή χρόνο για τη διασφάλιση της προσήκουσας συνεκτίμησης των θεμάτων που αναφέρονται στην παρ. 1 και διαθέτει επαρκείς πόρους στη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ΑΕΠΕΥ.
3. Οι ΑΕΠΕΥ εισάγουν διαύλους αναφοράς στο Διοικητικό Συμβούλιο για όλους τους σημαντικούς κινδύνους και όλες τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και για κάθε μεταβολή τους.
4. Όλες οι ΑΕΠΕΥ που δεν πληρούν τα κριτήρια της περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 88 συστήνουν επιτροπή διαχείρισης κινδύνων, αποτελούμενη από μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, που δεν ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες. Τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση, ώστε να αντιλαμβάνονται πλήρως, να διαχειρίζονται και να παρακολουθούν τη στρατηγική κινδύνου και τη διάθεση ανάληψης κινδύνων της ΑΕΠΕΥ. Τα μέλη της επιτροπής διασφαλίζουν ότι η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων συμβουλεύει το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με τη συνολική τρέχουσα και μελλοντική διάθεση ανάληψης κινδύνων και τη στρατηγική κινδύνου της ΑΕΠΕΥ, και βοηθά το Διοικητικό Συμβούλιο στην επίβλεψη της υλοποίησης της εν λόγω στρατηγικής από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη. Το Διοικητικό Συμβούλιο διατηρεί τη συνολική ευθύνη για τις στρατηγικές και τις πολιτικές κινδύνου της ΑΕΠΕΥ.
5. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που δεν ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες και η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων του εν λόγω Διοικητικού Συμβουλίου, σε περίπτωση που έχει συσταθεί επιτροπή διαχείρισης κινδύνων, έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς τους κινδύνους στους οποίους βρίσκεται ή μπορεί να βρεθεί εκτεθειμένη η ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 85
Αντιμετώπιση κινδύνων
(άρθρο 29 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι οι ΑΕΠΕΥ διαθέτουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα για να εντοπίζουν, να μετρούν, να διαχειρίζονται και να παρακολουθούν:
α) Τις σημαντικές πηγές και επιπτώσεις των κινδύνων για τους πελάτες, καθώς και κάθε σημαντικό αντίκτυπο στα ίδια κεφάλαια,
β) τις σημαντικές πηγές και επιπτώσεις των κινδύνων για την αγορά, καθώς και κάθε σημαντικό αντίκτυπο στα ίδια κεφάλαια,
γ) τις σημαντικές πηγές και επιπτώσεις του κινδύνου για τις ΑΕΠΕΥ, ιδίως όσες μπορούν να εξαντλήσουν το επίπεδο των διαθέσιμων ιδίων κεφαλαίων,
δ) τον κίνδυνο ρευστότητας για κατάλληλα χρονικά διαστήματα, μεταξύ άλλων εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η ΑΕΠΕΥ διατηρεί επαρκές επίπεδο ρευστότητας, μεταξύ άλλων όσον αφορά την αντιμετώπιση των σημαντικών πηγών κινδύνων που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ).
Οι στρατηγικές, οι πολιτικές, οι διαδικασίες και τα συστήματα είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου και το πεδίο λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ, καθώς και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο, απηχούν δε τη σημασία της ΑΕΠΕΥ σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά.
Για τους σκοπούς του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου της περ. α), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τον ν. 4514/2018 (Α΄14) και την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 1/808/2018 (Β’ 812) που διέπουν τον διαχωρισμό που εφαρμόζεται στα υπό κατοχή χρήματα πελατών.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της περ. α), οι ΑΕΠΕΥ εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης ως αποτελεσματικού εργαλείου για τη διαχείριση των κινδύνων.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της περ. γ), στις σημαντικές πηγές κινδύνου για την ίδια την ΑΕΠΕΥ περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, σημαντικές μεταβολές της λογιστικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των αξιώσεων επί συνδεδεμένων αντιπροσώπων, της πτώχευσης πελατών ή αντισυμβαλλομένων, των θέσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα, ξένα νομίσματα και εμπορεύματα, καθώς και των υποχρεώσεων έναντι συνταξιοδοτικών προγραμμάτων καθορισμένων παροχών.
Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν δεόντως υπόψη κάθε σημαντικό αντίκτυπο επί των ιδίων κεφαλαίων, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν καλύπτονται καταλλήλως από τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
2. Εάν οι ΑΕΠΕΥ τίθενται σε εκκαθάριση ή παύση δραστηριοτήτων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, συνεκτιμώντας τη βιωσιμότητα και τη διατηρησιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων και στρατηγικών τους, τις απαιτήσεις και τους αναγκαίους πόρους που είναι ρεαλιστικοί, ως προς τη χρονική διάρκεια και τη διατήρηση ιδίων κεφαλαίων και ρευστότητας, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εξόδου από την αγορά.
3. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 81, οι περ. α), γ) και δ) της παρ. 1 εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες.

Άρθρο 86
Πολιτικές αποδοχών
(άρθρο 30 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034)
1. Οι ΑΕΠΕΥ, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών αποδοχών τους για κατηγορίες προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των ανώτερων διοικητικών στελεχών, των προσώπων που αναλαμβάνουν κινδύνους, των μελών του προσωπικού που ασχολούνται με τις λειτουργίες ελέγχου και οποιωνδήποτε εργαζομένων των οποίων οι συνολικές αποδοχές ισούνται τουλάχιστον με τις χαμηλότερες αποδοχές που λαμβάνουν τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ή τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της ΑΕΠΕΥ ή των στοιχείων ενεργητικού που διαχειρίζεται, συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές:
α) Η πολιτική αποδοχών είναι σαφώς καταγεγραμμένη και ανάλογη με το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, καθώς και το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΑΕΠΕΥ,
β) η πολιτική αποδοχών είναι ουδέτερη ως προς το φύλο,
γ) η πολιτική αποδοχών συνάδει με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και την προωθεί,
δ) η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική και τους στόχους της ΑΕΠΕΥ και λαμβάνει επίσης υπόψη τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των επενδυτικών αποφάσεων που λαμβάνονται,
ε) η πολιτική αποδοχών περιλαμβάνει μέτρα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, ενθαρρύνει την υπεύθυνη επιχειρηματική συμπεριφορά και προάγει την επίγνωση των κινδύνων και τη συνετή ανάληψη κινδύνων,
στ) το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΠΕΥ υιοθετεί και αναθεωρεί περιοδικά την πολιτική αποδοχών και έχει τη γενική ευθύνη για την επίβλεψη της εφαρμογής της,
ζ) η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον ετησίως, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο από τις λειτουργίες ελέγχου,
η) τα μέλη του προσωπικού που ασχολούνται με τις λειτουργίες ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τις λειτουργίες τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων τους οποίους ελέγχουν,
θ) οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών που ασχολούνται με τις λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων και συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 89 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί τέτοια επιτροπή, από το διοικητικό συμβούλιο,
ι) η πολιτική αποδοχών, λαμβάνοντας υπόψη τους εθνικούς κανόνες καθορισμού των μισθών, κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των κριτηρίων που εφαρμόζονται για τον καθορισμό των ακόλουθων:
ια) των σταθερών βασικών αποδοχών, που αντανακλούν κυρίως τη συναφή επαγγελματική πείρα και την οργανωτική ευθύνη, όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων απασχόλησής του,
ιβ) των μεταβλητών αποδοχών, που αντανακλούν βιώσιμες και προσαρμοσμένες στον κίνδυνο επιδόσεις του υπαλλήλου, καθώς και επιδόσεις καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου,
ιγ) η σταθερή συνιστώσα αντιπροσωπεύει επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής ως προς τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μη καταβολής της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών.
2. Για τους σκοπούς της περ. ια) της παρ. 1 οι ΑΕΠΕΥ καθορίζουν στις πολιτικές αποδοχών τους τη δέουσα αναλογία μεταξύ της σταθερής και της μεταβλητής συνιστώσας των συνολικών αποδοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ΑΕΠΕΥ και τους συναφείς κινδύνους, καθώς και τον αντίκτυπο που έχουν στο προφίλ κινδύνου της ΑΕΠΕΥ οι διάφορες κατηγορίες προσωπικού που αναφέρεται στην παρ. 1.
3. Οι ΑΕΠΕΥ καθορίζουν και εφαρμόζουν τις αρχές της παρ. 1 κατά τρόπο κατάλληλο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωσή τους, καθώς και προς τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

Άρθρο 87
ΑΕΠΕΥ που επωφελούνται από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη
(άρθρο 31 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Όταν μια ΑΕΠΕΥ επωφελείται από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, όπως ορίζεται στην περ. 20) της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α΄ 87):
α) Η εν λόγω ΑΕΠΕΥ δεν καταβάλλει μεταβλητές αποδοχές σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου της,
β) όταν οι μεταβλητές αποδοχές που καταβάλλονται σε προσωπικό πλην των μελών του διοικητικού συμβουλίου δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση στέρεης κεφαλαιακής βάσης στην ΑΕΠΕΥ και με την έγκαιρη έξοδό της από την έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται σε μέρος των καθαρών εσόδων.

Άρθρο 88
Μεταβλητές αποδοχές
(άρθρο 32 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Οι μεταβλητές αποδοχές που χορηγούνται και καταβάλλονται από ΑΕΠΕΥ σε κατηγορίες προσωπικού αναφερόμενες στην παρ. 1 του άρθρου 86 είναι σύμφωνες με όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις υπό τους ίδιους όρους με τους τασσόμενους στην παρ. 3 του άρθρου 86:
α) Στην περίπτωση που οι μεταβλητές αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των μεταβλητών αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό εκτίμησης των επιδόσεων του ατόμου, της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων της ΑΕΠΕΥ,
β) κατά την εκτίμηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια,
γ) η εκτίμηση των επιδόσεων που αναφέρεται στην περ. α) βασίζεται σε πολυετή περίοδο, που λαμβάνει υπόψη τον οικονομικό κύκλο της ΑΕΠΕΥ και τους επιχειρηματικούς της κινδύνους,
δ) οι μεταβλητές αποδοχές δεν επηρεάζουν την ικανότητα των ΑΕΠΕΥ να διασφαλίζουν στέρεη κεφαλαιακή βάση,
ε) δεν υπάρχουν εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές παρά μόνο για το νέο προσωπικό για το πρώτο μόνο έτος απασχόλησής του και εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει ισχυρή κεφαλαιακή βάση,
στ) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης εργασίας αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν από το εκάστοτε πρόσωπο σε βάθος χρόνου και δεν ανταμείβουν την αποτυχία ή τη διάπραξη παραπτωμάτων,
ζ) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον της ΑΕΠΕΥ,
η) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές λαμβάνει υπόψη κάθε είδους τρέχοντες και μελλοντικούς κινδύνους, καθώς και το κόστος του κεφαλαίου και της ρευστότητας που απαιτούνται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033,
θ) η κατανομή της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών εντός της ΑΕΠΕΥ λαμβάνει υπόψη το πλήρες φάσμα των τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων,
ι) τουλάχιστον 50 % των μεταβλητών αποδοχών αποτελείται από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέσα:
ια) μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική δομή της σχετικής ΑΕΠΕΥ,
ιβ) μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, ανάλογα με τη νομική δομή της σχετικής ΑΕΠΕΥ,
ιγ) πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ή άλλα μέσα τα οποία μπορούν να μετατραπούν πλήρως σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή να απομειωθούν και τα οποία αντανακλούν δεόντως την πιστωτική ποιότητα της ΑΕΠΕΥ σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης,
ιδ) μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα που αντανακλούν τα μέσα των υπό διαχείριση χαρτοφυλακίων,
ια) κατά παρέκκλιση από την περ. ι), όταν μια ΑΕΠΕΥ δεν εκδίδει κανένα από τα μέσα που αναφέρονται στην εν λόγω περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, με απόφασή της, να εγκρίνει τη χρήση εναλλακτικών ρυθμίσεων που εκπληρώνουν τους ίδιους στόχους,
ιβ) τουλάχιστον ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40 %) των μεταβλητών αποδοχών αναβάλλεται για περίοδο τριών (3) έως πέντε (5) ετών, κατά περίπτωση, ανάλογα με τον οικονομικό κύκλο της ΑΕΠΕΥ, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω προσώπου, εκτός από την περίπτωση μεταβλητών αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, όπου το ποσοστό των μεταβλητών αποδοχών που αναβάλλεται ανέρχεται τουλάχιστον σε ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60 %),
ιγ) ποσοστό έως και εκατό τοις εκατό (100 %) των μεταβλητών αποδοχών συρρικνώνεται, σε περίπτωση υποτονικών ή αρνητικών χρηματοοικονομικών επιδόσεων της επιχείρησης επενδύσεων, μεταξύ άλλων μέσω ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών βάσει κριτηρίων καθοριζόμενων από τις ΑΕΠΕΥ που καλύπτουν ειδικότερα καταστάσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο:
ιγα) συμμετείχε ή ήταν υπεύθυνο για συμπεριφορά η οποία προξένησε σημαντικές ζημίες στην ΑΕΠΕΥ,
ιγβ) δεν θεωρείται πλέον ότι πληροί τις απαιτήσεις ικανότητας και ήθους,
ιδ) οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές είναι σύμφωνες με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ΑΕΠΕΥ.
2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 86 δεν χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη, για να καταστρατηγούν τις αρχές που αναφέρονται στην παρ. 1,
β) οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω χρηματοδοτικών εταιρειών ειδικού σκοπού ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με τον παρόντα νόμο ή με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033.
3. Για τους σκοπούς της περ. ι) της παρ. 1 τα μέσα που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων του προσώπου με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ΑΕΠΕΥ, των πιστωτών και των πελατών της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, με απόφασή της, να θέτει περιορισμούς στο είδος και στον σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει τη χρήση ορισμένων μέσων για τους σκοπούς των μεταβλητών αποδοχών.
Για τους σκοπούς της περ. ιβ) της παρ. 1 η αναβολή των μεταβλητών αποδοχών κατοχυρώνεται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου.
Για τους σκοπούς της περ. ιδ) της παρ. 1 εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από την ΑΕΠΕΥ πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για διάστημα πέντε (5) ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περ. ι). Στην περίπτωση υπαλλήλου που συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης και συνταξιοδοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην περ. ι), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης.
4. Οι περ. ι) και ιβ) της παρ. 1 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 δεν εφαρμόζονται σε:
α) ΑΕΠΕΥ, όταν η αξία των εντός και εκτός ισολογισμού στοιχείων ενεργητικού της είναι κατά μέσο όρο ίση ή μικρότερη από εκατό (100) εκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου που προηγείται άμεσα του δεδομένου οικονομικού έτους,
β) φυσικό πρόσωπο του οποίου οι ετήσιες μεταβλητές αποδοχές δεν υπερβαίνουν το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα τέταρτο των συνολικών ετήσιων αποδοχών του εν λόγω προσώπου.
5. Για τις ΑΕΠΕΥ που δεν πληρούν τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 88 εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 52 του Κανονισμού 2020/2033.
6. Κατά παρέκκλιση από την περ. α) της παρ. 4, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, με απόφασή της, να αυξήσει το όριο που αναφέρεται στην εν λόγω περίπτωση υπό την προϋπόθεση ότι η ΑΕΠΕΥ πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Δεν συγκαταλέγεται στις τρεις μεγαλύτερες ΑΕΠΕΥ στην Ελλάδα ως προς τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού,
β) δεν υπόκειται σε υποχρεώσεις ή υπόκειται σε απλουστευμένες υποχρεώσεις όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης σύμφωνα με το εσωτερικό άρθρο 4 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α΄87),
γ) ο όγκος των δραστηριοτήτων χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού της ΑΕΠΕΥ είναι ίσος ή μικρότερος από εκατόν πενήντα (150) εκατομμύρια ευρώ,
δ) ο όγκος των δραστηριοτήτων σε παράγωγα εντός και εκτός ισολογισμού της ΑΕΠΕΥ είναι ίσος ή μικρότερος από εκατό (100) εκατομμύρια ευρώ,
ε) το όριο δεν υπερβαίνει τα τριακόσια (300) εκατομμύρια ευρώ και
στ) είναι σκόπιμο να αυξηθεί το όριο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του πεδίου των δραστηριοτήτων της ΑΕΠΕΥ, της εσωτερικής της οργάνωσης και, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.
7. Κατά παρέκκλιση από την περ. α) της παρ. 4 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, με απόφασή της, να μειώσει το όριο που αναφέρεται στην εν λόγω περίπτωση, εφόσον αυτό είναι σκόπιμο, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του πεδίου των δραστηριοτήτων της ΑΕΠΕΥ, της εσωτερικής της οργάνωσης και, κατά περίπτωση, των χαρακτηριστικών του ομίλου στον οποίο ανήκει.
8. Κατά παρέκκλιση από την περ. β) της παρ. 4, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, με απόφασή της, να αποφασίσει ότι τα μέλη του προσωπικού που δικαιούνται ετήσιες μεταβλητές αποδοχές κάτω από το όριο και το μερίδιο που αναφέρονται στην εν λόγω περίπτωση δεν εμπίπτουν στην απαλλαγή που ορίζεται σε αυτό λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής αγοράς όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών ή λόγω της φύσης των αρμοδιοτήτων και της περιγραφής καθηκόντων των εν λόγω μελών του προσωπικού.

Άρθρο 89
Επιτροπή αποδοχών
(άρθρο 33 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Οι ΑΕΠΕΥ που δεν πληρούν τα κριτήρια της περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 88 προβαίνουν στη σύσταση επιτροπής αποδοχών. Η εν λόγω επιτροπή αποδοχών χαρακτηρίζεται από ίση εκπροσώπηση των φύλων και εκφέρει αρμοδίως και ανεξαρτήτως γνώμη για τις πολιτικές και τις πρακτικές αποδοχών, καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση του κινδύνου, του κεφαλαίου και της ρευστότητας. Η επιτροπή αποδοχών μπορεί να συσταθεί σε επίπεδο ομίλου.
2. Η επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που έχουν επιπτώσεις στους κινδύνους και τη διαχείριση των κινδύνων της σχετικής ΑΕΠΕΥ και που λαμβάνονται από το διοικητικό συμβούλιο. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες στη σχετική ΑΕΠΕΥ. Εάν προβλέπεται εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο, στην επιτροπή αποδοχών συμπεριλαμβάνεται ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι των εργαζομένων.
3. Κατά την προπαρασκευή των αποφάσεων που αναφέρονται στην παρ. 2, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη το δημόσιο συμφέρον και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων στην ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 90
Επίβλεψη των πολιτικών αποδοχών
(άρθρο 34 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συγκεντρώνει τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με τις περ. γ) και δ) του πρώτου εδαφίου του άρθρου 51 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, καθώς και τις πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σχετικά με το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων, και χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών ως προς τις αποδοχές. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει αυτές τις πληροφορίες στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.
2. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των φυσικών προσώπων ανά ΑΕΠΕΥ με αποδοχές ύψους ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και άνω ανά οικονομικό έτος, με ανάλυση σε κλιμάκια αμοιβών ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τις αρμοδιότητες των θέσεων απασχόλησης αυτών, τον σχετικό επιχειρηματικό τομέα και τα βασικά στοιχεία του μισθού, των πρόσθετων αμοιβών, των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και των συνταξιοδοτικών εισφορών.
Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματος της, τα στοιχεία για τις συνολικές αποδοχές κάθε μέλους του διοικητικού οργάνου ή ανώτερου διοικητικού στελέχους.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει τις πληροφορίες του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

ΤΜΗΜΑ 3
Διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης

Άρθρο 91
Εποπτική εξέταση και αξιολόγηση
(άρθρο 36 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει, στον βαθμό που αρμόζει και απαιτείται, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, το προφίλ κινδύνου και το επιχειρηματικό μοντέλο κάθε ΑΕΠΕΥ, τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από τις ΑΕΠΕΥ για τη συμμόρφωσή τους με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, και αξιολογεί τα κατωτέρω, όπως κρίνεται σκόπιμο και αρμόζει, με σκοπό την εξασφάλιση της ορθής διαχείρισης και κάλυψης των κινδύνων τους:
α) Τους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 85,
β) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ΑΕΠΕΥ,
γ) το επιχειρηματικό μοντέλο των ΑΕΠΕΥ,
δ) την εκτίμηση του συστημικού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου βάσει του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 ή των συστάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ),
ε) τους κινδύνους για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών των ΑΕΠΕΥ με σκοπό την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των διαδικασιών, των δεδομένων και των στοιχείων ενεργητικού τους,
στ) το άνοιγμα των ΑΕΠΕΥ σε κίνδυνο επιτοκίου που απορρέει από δραστηριότητες εκτός
χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
ζ) το πλαίσιο διακυβέρνησης των ΑΕΠΕΥ και την ικανότητα των μελών του διοικητικού οργάνου να εκτελούν τα καθήκοντά τους.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει δεόντως υπόψη το κατά πόσον οι ΑΕΠΕΥ διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καθορίζει τη συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρ. 1, συνεκτιμώντας το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των σχετικών ΑΕΠΕΥ και, όπου αρμόζει, τη συστημική σημασία τους, και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, και τον ν. 4514/2018 (Α’ 14) και την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς 1/808/2018 που διέπουν τον διαχωρισμό που εφαρμόζεται στα υπό κατοχή χρήματα πελατών.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει, κατά περίπτωση, αν και με ποια μορφή θα διενεργηθούν η εξέταση και η αξιολόγηση όσον αφορά ΑΕΠΕΥ που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες ΑΕΠΕΥ μόνον εφόσον το κρίνει απαραίτητο λόγω του μεγέθους, της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων των εν λόγω ΑΕΠΕΥ. Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην περ. ζ) της παρ. 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση, τα πρακτικά και τα δικαιολογητικά έγγραφα των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου και των επιτροπών αυτού, καθώς και στα αποτελέσματα της εσωτερικής ή εξωτερικής αξιολόγησης των επιδόσεων του διοικητικού οργάνου της ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 92
Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων
(άρθρο 37 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει τακτικά, και τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη, τη συμμόρφωση των ΑΕΠΕΥ προς τις απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 22 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις αλλαγές της επιχειρηματικής δραστηριότητας μιας ΑΕΠΕΥ και στην εφαρμογή των εν λόγω εσωτερικών υποδειγμάτων σε νέα προϊόντα, και εξετάζει και εκτιμά κατά πόσον η ΑΕΠΕΥ χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές για τα εν λόγω εσωτερικά υποδείγματα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει τη διόρθωση σημαντικών ελλείψεων που εντοπίζονται στην κάλυψη κινδύνων από τα εσωτερικά υποδείγματα μιας ΑΕΠΕΥ ή λαμβάνει μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεών τους, μεταξύ άλλων επιβάλλοντας κεφαλαιακές προσαυξήσεις ή υψηλότερους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές.
2. Εάν, σε εσωτερικά υποδείγματα κινδύνου αγοράς, πληθώρα υπερβάσεων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 366 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, δείχνει ότι τα εσωτερικά υποδείγματα δεν είναι ή δεν είναι πλέον ακριβή, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια χρήσης των εσωτερικών υποδειγμάτων ή επιβάλλει κατάλληλα μέτρα για να διασφαλισθεί ότι τα εσωτερικά υποδείγματα θα βελτιωθούν ταχέως, εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου.
3. Αν μια ΑΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί εσωτερικά υποδείγματα δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις για την εφαρμογή των εν λόγω εσωτερικών υποδειγμάτων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά από την ΑΕΠΕΥ είτε να αποδείξει ότι η μη συμμόρφωση έχει ασήμαντη επίπτωση είτε να υποβάλει σχέδιο και να ορίσει προθεσμία για τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω απαιτήσεις. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί να γίνουν βελτιώσεις στο σχέδιο που έχει υποβάλει η ΑΕΠΥ, αν δεν αναμένεται να επιφέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη.
Αν η ΑΕΠΕΥ δεν αναμένεται να συμμορφωθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή δεν έχει αποδείξει ικανοποιητικά ότι η επίπτωση από τη μη συμμόρφωση είναι ασήμαντη, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια χρήσης εσωτερικών υποδειγμάτων ή την περιορίζει στα συμμορφούμενα τμήματα ή στα τμήματα στα οποία η συμμόρφωση είναι εφικτή εντός κατάλληλης προθεσμίας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να λαμβάνει υπόψη αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τα εσωτερικά υποδείγματα των διαφόρων επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται παρόμοιοι κίνδυνοι ή ανοίγματα από επιχειρήσεις επενδύσεων που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ για την εξέταση που αναφέρεται στην παρ. 1.

ΤΜΗΜΑ 4
Εποπτικά μέτρα και αρμοδιότητες

Άρθρο 93
Εποπτικά μέτρα
(άρθρο 38 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να λαμβάνουν, σε πρώιμο στάδιο, τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσουν τα ακόλουθα προβλήματα:
α) ΑΕΠΕΥ δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στοιχεία ότι μια ΑΕΠΕΥ ενδέχεται να παραβεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.

Άρθρο 94
Εποπτικές εξουσίες
(άρθρο 39 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει τις απαραίτητες εποπτικές εξουσίες για να παρεμβαίνει, κατά την άσκηση των λειτουργιών της, στις δραστηριότητες των ΑΕΠΕΥ με αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο.
2. Για τους σκοπούς του άρθρου 91, της παρ. 3 του άρθρου 92 και του άρθρου 93 του παρόντος νόμου, καθώς και της εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
α) να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να διαθέτουν ίδια κεφάλαια επιπλέον των απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 95 του παρόντος, ή να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαια και τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που απαιτούνται σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω ΑΕΠΕΥ,
β) να απαιτεί την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που έχουν τεθεί σε εφαρμογή σύμφωνα με τα άρθρα 80 και 82 του παρόντος,
γ) να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να καταθέτουν, εντός ενός έτους, σχέδιο αποκατάστασης της συμμόρφωσης προς τις εποπτικές απαιτήσεις βάσει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, να ορίζουν προθεσμία για την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου και να απαιτούν βελτιώσεις του σχεδίου αυτού όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,
δ) να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,
ε) να θέτει περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις ενέργειες ή το δίκτυο των ΑΕΠΕΥ ή να ζητά την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν υπερβολικό κίνδυνο για τη χρηματοοικονομική ευρωστία μιας ΑΕΠΕΥ,
στ) να απαιτεί τη μείωση του κινδύνου τον οποίο ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ΑΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ανατίθενται σε τρίτους,
ζ) να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να περιορίζουν τις μεταβλητές αποδοχές ως ποσοστό των καθαρών εσόδων, όταν οι αποδοχές αυτές δεν συνάδουν με τη διατήρηση στέρεης κεφαλαιακής βάσης,
η) να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,
θ) να περιορίζει ή να απαγορεύει τη διανομή κερδών ή την καταβολή τόκων από μια ΑΕΠΕΥ στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, εφόσον ο εν λόγω περιορισμός ή η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αθέτησης υποχρέωσης της ΑΕΠΕΥ,
ι) να επιβάλλει απαιτήσεις υποβολής πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών από αυτές που καθορίζονται στον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών για την κεφαλαιακή και την ταμειακή κατάσταση,
ια) να επιβάλλει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 97 του παρόντος,
ιβ) να απαιτεί τη δημοσιοποίηση πρόσθετων πληροφοριών,
ιγ) να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να μειώσουν τους κινδύνους για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών των ΑΕΠΕΥ, με σκοπό την εξασφάλιση της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των διαδικασιών, των δεδομένων και των στοιχείων ενεργητικού τους.
3. Για τους σκοπούς της περ. ι) της παρ. 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει στις ΑΕΠΕΥ απαιτήσεις υποβολής πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών μόνο εφόσον δεν υπάρχει αλληλοεπικάλυψη όσον αφορά τις προς αναφορά πληροφορίες και πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Ισχύει μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις περ. α) και β) του άρθρου 93,
β) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρεί αναγκαία τη συλλογή των στοιχείων που αναφέρονται στην περ. β) του άρθρου 93,
γ) οι πρόσθετες πληροφορίες απαιτούνται για τον σκοπό της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 93.
Αλληλοεπικάλυψη των πληροφοριών θεωρείται ότι συντρέχει όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει ήδη τις ίδιες ή ουσιαστικά τις ίδιες πληροφορίες, όταν οι πληροφορίες μπορούν να παραχθούν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή όταν μπορούν να αποκτηθούν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με άλλα μέσα εκτός της υποχρέωσης υποβολής τους από την ΑΕΠΕΥ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες, όταν οι πληροφορίες είναι στη διάθεσή της σε διαφορετικό μορφότυπο ή βαθμό λεπτομέρειας από τις πρόσθετες προς αναφορά πληροφορίες, και ο εν λόγω διαφορετικός μορφότυπος ή βαθμός λεπτομέρειας δεν την εμποδίζει να παραγάγει ουσιαστικά παρόμοιες πληροφορίες.

Άρθρο 95
Απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων
(άρθρο 40 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 94 μόνο εάν, βάσει της εξέτασης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 91 και 92, διαπιστώνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις σε σχέση με μια ΑΕΠΕΥ:
α) Η ΑΕΠΕΥ είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων ή ενέχει κινδύνους για τρίτους που είναι σημαντικοί και δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την κεφαλαιακή απαίτηση και ιδίως τις απαιτήσεις των παραγόντων Κ, όπως καθορίζονται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
β) η ΑΕΠΕΥ δεν πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 80 και 82 και η εφαρμογή άλλων εποπτικών μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές,
γ) οι προσαρμογές σε σχέση με τη συνετή αποτίμηση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών δεν επαρκούν για να μπορέσει η ΑΕΠΕΥ να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις της σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς σημαντικές ζημίες, υπό κανονικές συνθήκες αγοράς,
δ) από την εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 92 προκύπτει ότι η μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την εφαρμογή των επιτρεπόμενων εσωτερικών υποδειγμάτων ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπαρκή επίπεδα κεφαλαίου,
ε) η ΑΕΠΕΥ επανειλημμένως δεν δημιουργεί ή δεν διατηρεί επαρκές επίπεδο πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται στο άρθρο 96.
2. Για τους σκοπούς της περ. α) της παρ. 1 του παρόντος, οι κίνδυνοι ή τα στοιχεία κινδύνων θεωρείται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στο τρίτο και το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 μόνο όταν τα ποσά, τα είδη και η κατανομή των κεφαλαίων που θεωρούνται κατάλληλα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά τον εποπτικό έλεγχο της εκτίμησης που διενεργούν οι ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 80 του παρόντος, είναι υψηλότερα από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων της ΑΕΠΕΥ που καθορίζεται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κεφάλαια που θεωρούνται κατάλληλα μπορούν να περιλαμβάνουν κινδύνους ή στοιχεία κινδύνων που εξαιρούνται ρητά από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει το επίπεδο των πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται βάσει της περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 94 ως τη διαφορά μεταξύ των κεφαλαίων που θεωρούνται κατάλληλα βάσει της παρ. 2 του παρόντος και της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται στο τρίτο ή το τέταρτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/ 2033.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να πληρούν την απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 94 με ίδια κεφάλαια, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της απαίτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων καλύπτονται με κεφάλαιο της κατηγορίας 1,
β) τουλάχιστον τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 αποτελούνται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
γ) τα εν λόγω ίδια κεφάλαια δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη καμίας από τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στις περ. α), β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τεκμηριώνει εγγράφως την απόφασή της να επιβάλει απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 94 περιγράφοντας με σαφήνεια την πλήρη εκτίμηση των περιπτώσεων που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 4 του παρόντος. Ειδικά για την περ. δ) της παρ. 1 , αυτό περιλαμβάνει ειδική έκθεση των λόγων για τους οποίους δεν θεωρείται πλέον επαρκές το επίπεδο κεφαλαίου που έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 96.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τις παρ. 1 έως και 5 σε ΑΕΠΕΥ που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες ΑΕΠΕΥ βάσει εκτίμησης κατά περίπτωση και όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το κρίνει δικαιολογημένο.

Άρθρο 96
Καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια
(άρθρο 41 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και ανάλογα με το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ΑΕΠΕΥ που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τις εν λόγω ΑΕΠΕΥ να έχουν επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που, βάσει του άρθρου 80, είναι επαρκώς υψηλότερο από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο τρίτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 και στον παρόντα νόμο, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 94, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι κυκλικές οικονομικές διακυμάνσεις δεν οδηγούν σε παράβαση των εν λόγω απαιτήσεων ούτε απειλούν την ικανότητα της ΑΕΠΕΥ να προχωρήσει σε εκκαθάριση ή παύση δραστηριοτήτων με συντεταγμένο τρόπο.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επανεξετάζει, όπου αρμόζει, το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται από κάθε ΑΕΠΕΥ που δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος και, κατά περίπτωση, γνωστοποιεί τα αποτελέσματα της εν λόγω επανεξέτασης στη σχετική ΑΕΠΕΥ, περιλαμβανομένης κάθε προσδοκίας για την προσαρμογή του επιπέδου των ιδίων κεφαλαίων που καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος. Η γνωστοποίηση αυτή περιλαμβάνει την ημερομηνία έως την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί να ολοκληρωθεί η προσαρμογή.

Άρθρο 97
Συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας
(άρθρο 42 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1.Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει τις συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας που αναφέρονται στην περ. ια) της παρ. 2 του άρθρου 94 μόνο εφόσον, βάσει της εξέτασης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 91 και 92, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια ΑΕΠΕΥ που δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστεί ως μικρή και μη διασυνδεδεμένη ΑΕΠΕΥ ή που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, αλλά δεν έχει απαλλαγεί από την απαίτηση ρευστότητας κατά την παρ. 1 του άρθρου 43 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 βρίσκεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:
α) Είναι εκτεθειμένη σε κίνδυνο ρευστότητας ή σε στοιχεία κινδύνου ρευστότητας που είναι σημαντικά και δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την απαίτηση ρευστότητας που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
β) δεν πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 80 και 82 του παρόντος και η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές.
2. Για τους σκοπούς της περ. α) της παρ. 1, ο κίνδυνος ρευστότητας ή τα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας θεωρείται ότι δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από την απαίτηση ρευστότητας που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 μόνο όταν τα ποσά και τα είδη της ρευστότητας που θεωρούνται κατάλληλα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μετά τον εποπτικό έλεγχο της εκτίμησης που διενεργούν οι ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 80 είναι υψηλότερα από την απαίτηση ρευστότητας της ΑΕΠΕΥ που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσδιορίζει το επίπεδο της συγκεκριμένης ρευστότητας που απαιτείται βάσει της περ. ια) της παρ. 2 του άρθρου 94 ως τη διαφορά μεταξύ της ρευστότητας που θεωρείται κατάλληλη βάσει της παρ. 2 του παρόντος και της απαίτησης ρευστότητας που καθορίζεται στο πέμπτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ να πληρούν την ειδική απαίτηση ρευστότητας που αναφέρεται στην περ. ια) της παρ. 2 του άρθρου 94 με ρευστά στοιχεία ενεργητικού. όπως ορίζεται στο άρθρο 42 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τεκμηριώνει εγγράφως την απόφασή της να επιβάλει συγκεκριμένη απαίτηση ρευστότητας που αναφέρεται στην περ. ια) της παρ. 2 του άρθρου 94, περιγράφοντας με σαφήνεια την πλήρη εκτίμηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παρ. 1 έως και 3 του παρόντος.

Άρθρο 98
Συνεργασία με τις αρχές εξυγίανσης
(άρθρο 43 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στις σχετικές αρχές εξυγίανσης οποιαδήποτε απαίτηση πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλεται βάσει της περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 94 για ΑΕΠΕΥ που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4335/2015 (Α΄87) και σχετικά με κάθε προσδοκία για προσαρμογή, όπως αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 96, σε σχέση με την εν λόγω ΑΕΠΕΥ.

Άρθρο 99
Απαιτήσεις δημοσίευσης
(άρθρο 44 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει την εξουσία:
α) Να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες ΑΕΠΕΥ και από τις ΑΕΠΕΥ που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 46 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 να δημοσιεύουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 46 του εν λόγω Κανονισμού συχνότερα από μία φορά ετησίως και να θέτουν προθεσμίες για τη δημοσίευση αυτή,
β) να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 για να χαρακτηριστούν ως μικρές και μη διασυνδεδεμένες ΑΕΠΕΥ και τις ΑΕΠΕΥ που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 46 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 να χρησιμοποιούν ειδικά μέσα και τοποθεσίες, ιδίως τους δικτυακούς τόπους των ΑΕΠΕΥ, για δημοσιεύσεις εκτός των οικονομικών καταστάσεων,
γ) να απαιτεί από τις μητρικές επιχειρήσεις να δημοσιεύουν σε ετήσια βάση, είτε ως πλήρες κείμενο ή με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, μια περιγραφή της νομικής δομής και διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 82 του παρόντος και το άρθρο 10 του ν. 4514/2018 (Α΄14).

Άρθρο 100
Υποχρέωση ενημέρωσης της ΕΑΤ
(άρθρο 45 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σχετικά με:
α) Τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 91,
β) τη μεθοδολογία που ακολουθεί για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 94, 95 και 96,
γ) το επίπεδο των διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 74.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (), εφόσον της ζητηθούν, πρόσθετες πληροφορίες, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 45 της Οδηγίας 2019/2034.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1
Εποπτεία του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων σε ενοποιημένη βάση και εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου

Άρθρο 101
Καθορισμός της αρχής εποπτείας του ομίλου
(άρθρο 46 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Όταν επικεφαλής του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων είναι μητρική ΑΕΠΕΥ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Όταν μία ΑΕΠΕΥ είναι μέλος ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων του οποίου επικεφαλής είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων.
2. Όταν η μητρική επιχείρηση μιας ΑΕΠΕΥ είναι μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε. ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε., η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Στην περίπτωση κατά την οποία μία ή περισσότερες ΑΕΠΕΥ και μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη έχουν την ίδια μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εάν η μητρική επενδυτική εταιρείας συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ομίλου με θυγατρική μία ή περισσότερες ΑΕΠΕΥ είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή η μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
4. Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μίας επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει επιχείρηση επενδύσεων σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Όταν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο του ισολογισμού είναι ΑΕΠΕΥ, αρμόδια αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
5. Όταν δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε. ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε. και όταν καμία από τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή η εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου ασκείται από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Όταν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο του ισολογισμού είναι ΑΕΠΕΥ, αρμόδια αρχή για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή για την εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κοινή συναινέσει με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων, δύναται να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παρ. 3, 4 και 5, σε περίπτωση που η εφαρμογή τους δεν ενδείκνυται για την αποτελεσματική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ή την εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις επενδύσεων και τη σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη, και να αναθέσει σε διαφορετική αρμόδια αρχή την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ή εποπτείας της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου. Στις εν λόγω περιπτώσεις, προτού λάβει οποιαδήποτε τέτοια απόφαση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στη μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή την Ε.Ε. ή στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή την Ε.Ε. ή στην ΑΕΠΕΥ με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την εν λόγω σκοπούμενη απόφαση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών κάθε τέτοια απόφαση.

Άρθρο 102
Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
(άρθρο 47 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης που περιγράφεται στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 ή αρνητικών εξελίξεων σε χρηματοοικονομικές αγορές, που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου ΑΕΠΕΥ έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφόσον είναι αρχή εποπτείας του ομίλου, βάσει του άρθρου 101, ειδοποιεί, σύμφωνα με τα άρθρα 71 έως και 73, το συντομότερο δυνατό, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και οποιαδήποτε σχετική αρμόδια αρχή και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των εργασιών τους.

Άρθρο 103
Σώματα εποπτών
(άρθρο 48 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρχή εποπτείας του ομίλου που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 101, εφόσον ενδείκνυται, συστήνει σώματα εποπτών, ώστε να διευκολύνεται η άσκηση των καθηκόντων του παρόντος άρθρου και να εξασφαλίζονται ο συντονισμός και η συνεργασία με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, ιδίως όταν αυτό απαιτείται για τους σκοπούς της εφαρμογής της περ. γ) του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 και της παρ. 2 του άρθρου 23 του Κανονισμού (EΕ) 2019/2033 για την ανταλλαγή και την ενημέρωση των συναφών πληροφοριών σχετικά με το μοντέλο περιθωρίου με τις εποπτικές αρχές των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων.
2. Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή εποπτείας του ομίλου, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και τις άλλες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
α) Των εργασιών που αναφέρονται στο άρθρο 102,
β) του συντονισμού των αιτημάτων παροχής πληροφοριών, όταν αυτός απαιτείται για τη διευκόλυνση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού (EΕ) 2019/2033,
γ) του συντονισμού των αιτημάτων παροχής πληροφοριών, όταν διάφορες αρμόδιες αρχές επιχειρήσεων επενδύσεων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο πρέπει να ζητούν είτε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκκαθαριστικού μέλους είτε από την αρμόδια αρχή του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου πληροφορίες σχετικά με το μοντέλο περιθωρίου και τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της απαίτησης περιθωρίου ασφαλείας των σχετικών επιχειρήσεων επενδύσεων,
δ) της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 1095/2010,
ε) της επίτευξης συμφωνίας σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση,
στ) της αύξησης της αποτελεσματικότητας της εποπτείας, με σκοπό την αποφυγή της περιττής επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων.
3. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 101, μπορεί να συστήνει σώματα εποπτών επίσης όταν οι θυγατρικές ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων με επικεφαλής ΑΕΠΕΥ, μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ελλάδα βρίσκονται σε τρίτη χώρα.
4. Οι ακόλουθες αρχές κατέχουν θέση μέλους στο σώμα εποπτών:
α) Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων με επικεφαλής επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ε.Ε., μητρική επενδυτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε. ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ε.Ε.,
β) εφόσον συντρέχει λόγος, εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 71, 72 και 73.
5. Η αρχή εποπτείας του ομίλου, που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 101, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και εκδίδει αποφάσεις. Η εν λόγω αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με τη διοργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις δραστηριότητες προς εξέταση. Επίσης, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που εφαρμόζονται.
Κατά τη λήψη αποφάσεων, η αρχή εποπτείας του ομίλου λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται από τις αρχές που αναφέρονται στην παρ. 4. Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών επισημοποιούνται με γραπτές ρυθμίσεις.
6. Σε περίπτωση διαφωνίας, με απόφαση που λαμβάνει η αρχή εποπτείας του ομίλου σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και να ζητήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010.

Άρθρο 104
Απαιτήσεις συνεργασίας
(άρθρο 49 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1.Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, και οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 103 ανταλλάσσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται, μεταξύ άλλων για τα εξής:
α) Τον προσδιορισμό της νομικής δομής και της δομής διακυβέρνησης του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, περιλαμβανομένης της οργανωτικής δομής του, που καλύπτουν όλες τις ρυθμιζόμενες και μη ρυθμιζόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τις μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων,
β) τις διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων και τις διαδικασίες εξακρίβωσης αυτών των πληροφοριών,
γ) οποιεσδήποτε αρνητικές εξελίξεις σε επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλες οντότητες ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων,
δ) οποιεσδήποτε σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις των χωρών τους για τη μεταφορά της Οδηγίας 2019/2034,
ε) την επιβολή ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 94 του παρόντος νόμου και του άρθρου 39 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είτε ως αρμόδια αρχή είτε ως η αρχή εποπτείας του ομίλου, μπορεί να απευθύνεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, όταν δεν έχουν διαβιβαστεί οι σχετικές πληροφορίες βάσει της παρ. 1 χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή όταν ένα αίτημα συνεργασίας, ιδίως για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, έχει απορριφθεί ή δεν έχει απαντηθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προτού λάβει απόφαση, η οποία μπορεί να είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών, διαβουλεύεται μαζί τους όσον αφορά στα ακόλουθα:
α) Μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των επιχειρήσεων επενδύσεων ενός ομίλου επιχειρήσεων επενδύσεων, που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών,
β) σημαντικές κυρώσεις που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή οποιαδήποτε άλλα έκτακτα μέτρα που λαμβάνουν οι εν λόγω αρχές και
γ) ειδικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 94.
4. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πρόκειται να επιβάλει σημαντικές κυρώσεις ή να λάβει άλλα έκτακτα μέτρα, σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 3, ζητά τη γνώμη της αρχής εποπτείας του ομίλου.
5. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 3, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν υποχρεούται να διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές, σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές σχετικά με την εν λόγω απόφαση περί μη διαβούλευσης.

Άρθρο 105
Εξακρίβωση πληροφοριών σχετικά με οντότητες εγκατεστημένες στην Ελλάδα
(άρθρο 50 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Όταν αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους χρειάζεται να εξακριβώσει πληροφορίες σχετικά με ΑΕΠΕΥ, επιχειρήσεις επενδύσεων, επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, χρηματοδοτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μικτές εταιρείες συμμετοχών ή θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων θυγατρικών που είναι ασφαλιστικές εταιρείες και υποβάλλει αίτημα προς τούτο, η εξακρίβωση αυτή πραγματοποιείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παρ. 2.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λαμβάνει αίτημα σύμφωνα με την παρ. 1, προβαίνει σε οποιοδήποτε από τα εξής:
α) Διενεργεί η ίδια την εξακρίβωση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της,
β) επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να διενεργήσει εκείνη την εξακρίβωση,
γ) ζητά από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα να διενεργήσει την εξακρίβωση αμερόληπτα και να γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα ταχέως.
Για τους σκοπούς των περ. α) και γ), η αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα επιτρέπεται να συμμετέχει στην εξακρίβωση.
3. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρειάζεται να εξακριβώσει πληροφορίες σχετικά με επιχειρήσεις επενδύσεων, επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, χρηματοδοτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μικτές εταιρείες συμμετοχών ή θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων θυγατρικών που είναι ασφαλιστικές εταιρείες, υποβάλλει αίτημα προς τούτο στη σχετική αρμόδια αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

ΤΜΗΜΑ 2
Επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών

Άρθρο 106
Ένταξη εταιρειών συμμετοχών στην εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου
(άρθρο 51 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Οι επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών υπάγονται στην εποπτεία της συμμόρφωσης με τη δοκιμή κεφαλαίων ομίλου.

Άρθρο 107
Επάρκεια διευθυντικών στελεχών
(άρθρο 52 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών οφείλουν να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία γνώση, ικανότητες και πείρα, για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού ρόλου μιας επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.

Άρθρο 108
Μικτές εταιρείες συμμετοχών
(άρθρο 53 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Όταν μητρική επιχείρηση μιας ΑΕΠΕΥ είναι μικτή εταιρεία συμμετοχών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται:
α) Να απαιτεί από τη μικτή εταιρεία συμμετοχών την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την εποπτεία της εν λόγω ΑΕΠΕΥ,
β) να ασκεί εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και της μικτής εταιρείας συμμετοχών και των θυγατρικών της τελευταίας και να απαιτεί από την ΑΕΠΕΥ να διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών υποβολής στοιχείων και λογιστικής, για τον εντοπισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο αυτών των συναλλαγών.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να προβαίνει η ίδια ή να αναθέτει σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επιθεώρηση για την εξακρίβωση των πληροφοριών που απέστειλαν οι μικτές εταιρείες συμμετοχών και οι θυγατρικές τους.

Άρθρο 109
Κυρώσεις
(άρθρο 54 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις ή διοικητικά μέτρα, σύμφωνα με τα άρθρα 74 έως και 79 του παρόντος, που στοχεύουν στην παύση ή στον περιορισμό παραβάσεων του παρόντος κεφαλαίου, του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 σε επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές εταιρείες συμμετοχών, ή στα υπεύθυνα διευθυντικά στελέχη τους.

Άρθρο 110
Εκτίμηση της εποπτείας τρίτης χώρας και άλλες εποπτικές τεχνικές
(άρθρο 55 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Όταν δύο ή περισσότερες ΑΕΠΕΥ ή επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι θυγατρικές της ίδιας μητρικής επιχείρησης, η οποία εδρεύει σε τρίτη χώρα, δεν υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά κατά πόσον οι ΑΕΠΕΥ ή επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε εποπτεία από την εποπτική αρχή της τρίτης χώρας, ισοδύναμη προς την εποπτεία που προβλέπεται στον παρόντα νόμο και στο πρώτο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
2. Όταν από την εκτίμηση της παρ. 1 του παρόντος προκύπτει ότι δεν υφίσταται ισοδύναμη εποπτεία, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εφαρμόσει τις κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που επιτυγχάνουν τους εποπτικούς στόχους σύμφωνα με το άρθρο 7 ή το άρθρο 8 του Κανονισμού (EΕ) 2019/2033. Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν η αρχή εποπτείας του ομίλου, αν η μητρική επιχείρηση ήταν εγκατεστημένη στην Ε.Ε., έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα κοινοποιούνται στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
3. Η αρμόδια αρχή που θα ήταν η αρχή εποπτείας του ομίλου, αν η μητρική επιχείρηση ήταν εγκατεστημένη στην Ε.Ε., μπορεί, ιδίως, να απαιτεί τη σύσταση επενδυτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών στην Ε.Ε. και να εφαρμόζει το άρθρο 7 ή το άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 στην εν λόγω επενδυτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

ΤΙΤΛΟΣ V
Δημοσίευση πληροφοριών από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

Άρθρο 111
Απαιτήσεις δημοσίευσης
(άρθρο 57 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύει όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) Τα κείμενα νόμων, κανονισμών, διοικητικών πράξεων και εγκυκλίων που εκδίδονται βάσει του παρόντος και της Οδηγίας 2019/2034,
β) τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων και των διακριτικών ευχερειών που παρέχει ο παρόν και ο Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033,
γ) τα γενικά κριτήρια και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί για τον εποπτικό έλεγχο και την αξιολόγηση που αναφέρονται στο άρθρο 91 του παρόντος,
δ) συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία περί των βασικών σημείων της εφαρμογής του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των εποπτικών μέτρων που λήφθηκαν, σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 94 του παρόντος, και των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 74 του παρόντος.
2. Οι δημοσιευόμενες πληροφορίες σύμφωνα με την παρ. 1 πρέπει να είναι επαρκώς λεπτομερείς και ακριβείς για την αξιόπιστη σύγκριση της εφαρμογής των περ. β), γ) και δ) της παρ. 1 από τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών.
3. Η δημοσίευση πληροφοριών πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κοινό μορφότυπο της παρ. 4 του άρθρου 57 της Οδηγίας 2034/2019/ΕΕ, μέσω μιας και μόνης ηλεκτρονικής τοποθεσίας, προσβάσιμης στο κοινό, η οποία ενημερώνεται τακτικά.

ΤΙΤΛΟΣ VI
Τροποποιήσεις διατάξεων σύμφωνα με την Οδηγία 2019/2034/ΕΕ

Άρθρο 112
Ορισμός τομεακών κανόνων -Τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 3455/2006
(άρθρο 59 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 3455/2006 (Α΄84) αντικαθίσταται ως εξής:
«7) «Τομεακοί κανόνες»: οι νομικές πράξεις της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, ιδίως οι Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EΕ) 575/2013 και (ΕΕ) 2019/2033 και οι ν. 4364/2016 (Α΄13), 4261/2014 (Α΄107) και 4514/2018 (Α΄14), με τις κατ` εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις μέσω των οποίων έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο οι Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2009/138/EΚ, 2013/36/EΕ, 2014/65/EΕ και (ΕΕ) 2019/2034.

Άρθρο 113
Ελάχιστα ίδια κεφάλαια ΑΕΔΑΚ – Τροποποίηση του άρθρου 13 του ν. 4099/2012
(άρθρο 60 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 4099/2012 (Α΄250), ως προς τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια της Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ), αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Σε κάθε περίπτωση, τα ίδια κεφάλαια της ΑΕΔΑΚ δεν πρέπει να υπολείπονται του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Κανονισμού (EΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.».

Άρθρο 114
Ελάχιστα ίδια κεφάλαια ΑΕΔΟΕΕ – Τροποποίηση του άρθρου 9 του ν. 4209/2013
(άρθρο 61 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 4209/2013 (Α΄253), ως προς τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια της Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΑΕΔΟΕΕ), αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Ανεξαρτήτως της παρ. 4, τα ίδια κεφάλαια της ΑΕΔΟΕΕ δεν πρέπει να υπολείπονται του ποσού που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κανονισμού (EΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.».

Άρθρο 115
Αντικατάσταση τίτλου του ν. 4261/2014
(παρ. 1 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Ο τίτλος του ν. 4261/2014 (Α΄107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.»

Άρθρο 116
Αντικατάσταση τίτλου του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 4261/2014
Ο τίτλος του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 4261/2014 (Α΄107) αντικαθίσταται ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ
ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ»

Άρθρο 117
Αντικείμενο – Σκοπός – Αντικατάσταση του άρθρου 1 του ν. 4261/2014
(παρ. 2 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
H παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4261/2014 (Α΄107), περί αντικειμένου του νόμου, αντικαθίσταται και το άρθρο 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 1
Αντικείμενο – Σκοπός
(άρθρο 1 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Με τα άρθρα 1 έως και 166 του νόμου αυτού σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 «σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» (ΕΕ L 176).
2. Ειδικότερα, θεσπίζονται κανόνες σχετικά με:
α) την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων,
β) τις εποπτικές εξουσίες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές,
γ) την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013,
δ) τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων».

Άρθρο 118
Πεδίο εφαρμογής – Τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 4261/2014
(παρ. 3 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο άρθρο 2 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), α) καταργούνται οι παρ. 2, 3 και η περ. α) της παρ. 5, β) η παρ. 6 τροποποιείται, προκειμένου να προσαρμοσθεί στην κατάργηση της περ. α) της παρ. 5, και το άρθρο 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Οι διατάξεις των άρθρων 1-166 εφαρμόζονται σε ιδρύματα κατά την έννοια της περ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 3.
2. [Καταργείται]
3. [Καταργείται]
4. Τα άρθρα 41,42 και 104 έως 120 εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
5. Οι διατάξεις του παρόντος δεν έχουν εφαρμογή ως προς:
α) [Καταργείται]
β) την Τράπεζα της Ελλάδος,
γ) τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,
δ) το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», πλην του άρθρου 150.
6. Οι οντότητες που αναφέρονται στις περ. γ) και δ) της παρ. 5 αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή των άρθρων 41, 42 και 104 έως 120.
7. Εξαιρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 38 περί ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη και έχουν ρητά εξαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 2 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ από το πεδίο εφαρμογής της.».

Άρθρο 119
Ειδικές απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων – Προσθήκη άρθρου 8α στον ν. 4261/2014
(παρ. 6 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στον ν. 4261/2014 (Α΄107), μετά το άρθρο 8, προστίθεται άρθρο 8α, ως εξής:

«Άρθρο 8α
Ειδικές απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην περ. β σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013
1. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην περ. β σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και οι οποίες έχουν ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως και 43 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), οφείλουν να υποβάλουν αίτηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8, το αργότερο την ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα οποιοδήποτε από τα ακόλουθα γεγονότα:
α) Ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών, είναι ίσος με ή υπερβαίνει το ποσό των τριάντα δισεκατομμυρίων (30.000.000.000) ευρώ ή
β) ο μέσος όρος του μηνιαίου συνόλου των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενος σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών, είναι χαμηλότερος από τριάντα δισεκατομμύρια (30.000.000.000) ευρώ και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας χαμηλότερης των τριάντα δισεκατομμυρίων (30.000.000.000) ευρώ και ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία 3 και 6 του Τμήματος Α του Παραρτήματος Ι του ν. 4514/2018, είναι ίση με ή υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια (30.000.000.000) ευρώ, αμφότερα υπολογιζόμενα κατά μέσο όρο σε περίοδο δώδεκα (12) συναπτών μηνών.
2. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. β) σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, μέχρι να λάβουν την άδεια λειτουργίας της παρ. 1.
3. Σε περίπτωση που η Τράπεζα Ελλάδος, αφού λάβει τις πληροφορίες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 95β του ν. 4514/2018, κρίνει ότι μια επιχείρηση πρέπει να λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος, ενημερώνει την επιχείρηση και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και εκκινεί τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας από την ημερομηνία της εν λόγω ενημέρωσης.
4. Σε περιπτώσεις χορήγησης νέας άδειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Τράπεζα Ελλάδος διασφαλίζει ότι η διαδικασία είναι εξορθολογισμένη και ότι λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες από τις υφιστάμενες άδειες που έχει χορηγήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για τον σκοπό αυτό η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά την παραλαβή της ενημέρωσης της παρ. 4, διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που ήδη έχει στην διάθεσή της και σχετίζονται με τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας του άρθρου 8.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καθορίζει, με απόφασή της, την απαιτούμενη πληροφόρηση και τις λεπτομέρειες εφαρμογής για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 120
Ανάκληση άδειας λειτουργίας – Τροποποίηση άρθρου 19 του ν. 4261/2014
(παρ. 7 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο άρθρο 19 του ν. 4261/2014 (Α΄107), περί ανάκλησης άδειας λειτουργίας, προστίθεται υποπερ. αα) και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 19
Ανάκληση άδειας λειτουργίας
(άρθρο 18 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα:
α) παραιτείται ρητώς από αυτή, έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη της αδείας λειτουργίας του,
αα) χρησιμοποιεί την άδεια λειτουργίας του αποκλειστικά για την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην περ. β) σημείο 1) της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και έχει, για περίοδο πέντε (5) συναπτών ετών, μέσο όρο συνολικών στοιχείων ενεργητικού μικρότερο από τα όρια που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον μη σύννομο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) δεν πληροί πλέον το σύνολο των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 428 ν.β εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (L 176) ή επιβάλλονται δυνάμει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 του παρόντος ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,
ε) υπάγεται σε μία από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία,
στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 59,
ζ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του,
η) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
θ) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας, ή
ι) δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.»

Άρθρο 121
Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ε.Ε. –
Τροποποίηση του άρθρου 22Β του ν. 4261/2014
(παρ. 9 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)

Η παρ. 5 του άρθρου 22Β του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντικαθίσταται και το άρθρο 22Β διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 22Β
Ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ
(άρθρο 21β της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Δύο (2) ή περισσότερα ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και εκ των οποίων τουλάχιστον ένα (1) είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα, τα οποία αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου τρίτης χώρας, έχουν μία μόνο ενδιάμεση μητρική επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά λόγο αρμοδιότητας δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα που αναφέρονται στην παρ. 1 να έχουν δύο (2) ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ΕΕ εάν διαπιστώσουν ότι η εγκατάσταση μιας (1) μόνο ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στην ΕΕ:
α) θα ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που επιβάλλει η νομοθεσία ή οι εποπτικές αρχές της τρίτης χώρας στην οποία έχει την έδρα της η τελική μητρική επιχείρηση του ομίλου τρίτης χώρας, ή
β) θα καθιστούσε λιγότερο αποτελεσματική τη δυνατότητα εξυγίανσης από ό,τι στην περίπτωση που υπήρχαν δύο (2) ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ΕΕ, σύμφωνα με αξιολόγηση που διενεργεί η αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στην ΕΕ.
3. Η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ είναι είτε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος ή το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (L 176) είτε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 22Α του παρόντος ή το άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, εάν κανένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παρ. 1 δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εάν η δεύτερη ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ πρέπει να συσταθεί σε σχέση με επενδυτικές δραστηριότητες, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρεωτική απαίτηση για διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της παρ. 2, η ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ ή η δεύτερη ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ, δύναται να είναι επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του v. 4514/2018 (Α’ 14) ή την παρ. 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας 2014/65/ ΕΕ (L 173) και η οποία υπόκειται στον v. 4335/2015 (Α’ 87) ή στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ (L 173).
4. Οι παρ. 1,2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ είναι χαμηλότερη από σαράντα δισεκατομμύρια (40.000.000.000) ευρώ.
5. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
α) Η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ είναι το άθροισμα των ακολούθων:
αα) της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε ιδρύματος του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ, όπως αυτό προκύπτει από τον ενοποιημένο ισολογισμό του ή τον ατομικό ισολογισμό τους, όταν ο ισολογισμός του ιδρύματος δεν είναι ενοποιημένος, και
αβ) της συνολικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην EE σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ τον ν. 4514/2018, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 (L 173).
β) ο όρος «ίδρυμα» περιλαμβάνει επίσης τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), κατά λόγο αρμοδιότητας, τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε όμιλο τρίτης χώρας που λειτουργεί στην Ελλάδα:
α) τις επωνυμίες και τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα και ανήκουν σε όμιλο τρίτης χώρας,
β) τις επωνυμίες και τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα υποκαταστήματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, τον v. 4514/2018 ή τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014 και τα είδη των δραστηριοτήτων για τα οποία έχουν λάβει την εν λόγω άδεια λειτουργίας,
γ) την επωνυμία και το είδος, όπως αναφέρεται στην παρ. 3, οποιασδήποτε ενδιάμεσης μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένης στην ΕΕ που έχει συσταθεί στην Ελλάδα και την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διασφαλίζει ότι κάθε ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα που ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ,
β) είναι ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ,
γ) είναι το μόνο ίδρυμα του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ, ή
δ) ανήκει σε όμιλο τρίτης χώρας με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού στην ΕΕ κάτω από σαράντα δισεκατομμύρια (40.000.000.000) ευρώ.
8. Κατά παρέκκλιση από την παρ. 1, οι όμιλοι τρίτης χώρας που λειτουργούσαν μέσω περισσότερων του ενός ιδρυμάτων στην ΕΕ, με τουλάχιστον ένα ίδρυμα ή υποκατάστημα στην Ελλάδα και με συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού ίση ή μεγαλύτερη από σαράντα δισεκατομμύρια (40.000.000.000) ευρώ στις 27 Ιουνίου 2019, πρέπει να έχουν έως τις 30 Δεκεμβρίου 2023 ενδιάμεση μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ ή, εφόσον ισχύει η παρ. 2, δύο (2) ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην ΕΕ.
9. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίζει με απόφασή της την απαιτούμενη πληροφόρηση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 122
Σημαντικά υποκαταστήματα – Τροποποίηση του άρθρου 52 του ν. 4261/2014
(παρ. 11 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο άρθρο 52 του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί σημαντικών υποκαταστημάτων, διαγράφονται οι αναφορές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή, καταργείται το δεύτερο εδάφιο της περ. α) της παρ. 1 και το άρθρο 52 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 52
Σημαντικά υποκαταστήματα
(άρθρο 51 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής μπορεί να υποβάλει αίτημα προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105 ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης ώστε να θεωρηθεί σημαντικό το εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος.
β) Στο παραπάνω αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους:
αα) αν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα υπερβαίνει ποσοστό 2%,
ββ) τις πιθανές επιπτώσεις από την αναστολή ή την παύση των εργασιών του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ελλάδα,
γγ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο ελληνικό τραπεζικό ή χρηματοοικονομικό σύστημα με βάση τον αριθμό των πελατών του.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
δ) Αν εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αιτήματος της περίπτωσης α΄ δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, λαμβάνει μονομερώς τη σχετική απόφαση εντός νέου χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι τυχόν επιφυλάξεις της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης.
ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παρούσας παραγράφου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών-μελών.
στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρχής ενοποιημένης εποπτείας ή της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους προέλευσης ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος-μέλος.
3. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος, τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 110 και εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 105 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής.
β) Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 107, ειδοποιεί αμελλητί το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα΄ και δδ΄ της περίπτωσης α΄ και στην υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκομένων κρατών-μελών.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα ιδρυμάτων τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση των κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 89 και, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 2 του άρθρου 106. Επίσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής τις αποφάσεις που λαμβάνονται με βάση τα άρθρα 96 και 98 στο βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν τα συγκεκριμένα υποκαταστήματα.
δ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, αναφορικά με τις κατά τις παραγράφους 14 και 15 του άρθρου 78 απαιτούμενες ενέργειες, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο εν σχέσει με τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους-μέλους υποδοχής.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα και καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 3.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δεν διαβουλεύθηκαν με αυτή ή εάν μετά τη διαβούλευση εκείνη έχει σχηματίσει τη θέση ότι οι απαιτούμενες ενέργειες βάσει της παραγράφου 14 του άρθρου 78 δεν είναι οι προσήκουσες.
6. α) Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 109, η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργώντας ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 51. Οι διατυπώσεις για τη σύσταση και λειτουργία του σώματος εποπτών καταρτίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών.
β) Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η επιδιωκόμενη εποπτική δράση και ιδίως τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 7, καθώς και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων με πληρότητα όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων και τα προς εξέταση ζητήματα. Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών αναφορικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής μετέχει στις εργασίες των σωμάτων προηγούμενης παραγράφου.»

Άρθρο 123
Υπηρεσιακό – Επαγγελματικό απόρρητο
Τροποποίηση του άρθρου 54 του ν. 4261/2014
(παρ. 12 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί υπηρεσιακού-επαγγελματικού απορρήτου συμπληρώνεται ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις και το άρθρο 54 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 54
Υπηρεσιακό – Επαγγελματικό απόρρητο
(άρθρα 53 έως 62 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος και οι εντεταλμένοι από την Τράπεζα της Ελλάδος ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο Ποινικό Δίκαιο και την Ποινική Δικονομία, καθώς και των διατάξεων του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους σε σχέση με τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, δεν αποκλείεται για τα παραπάνω πρόσωπα η ανακοίνωση, στο πλαίσιο των διαδικασιών ιδιωτικού δικαίου, εμπιστευτικών πληροφοριών που δεν αφορούν σε τρίτους που αναμείχθηκαν στις διαδικασίες διάσωσης καθ’ οιονδήποτε τρόπο του πιστωτικού ιδρύματος. Ανακοίνωση εμπιστευτικών πληροφοριών επιτρέπεται και σε εκπλήρωση ανειλημμένων υποχρεώσεων βάσει του Προγράμματος Οικονομικής Στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιτρέπεται να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος νόμου ή το άρθρο 32 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου ή να κοινοποιεί τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ΕΑΤ.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσσει με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών ή να διαβιβάζει προς το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (εφεξής ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331), πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της κατά τον παρόντα νόμο, κατά τον Κανονισμό αριθ. 575/2013 και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά το άρθρο 15 του Κανονισμού αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά τα άρθρα 31, 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και κατά τα άρθρα 31 και 36 του Κανονισμού αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 που σύμφωνα με τις σχετικές ενωσιακές διατάξεις εφαρμόζεται και για τις αρμόδιες αρχές και δεν κοινοποιούνται περαιτέρω χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου πληροφορίες κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της για τους ακόλουθους σκοπούς:
α) την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,
β) τον έλεγχο συνδρομής των όρων ανάληψης και άσκησης δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος,
γ) τη διευκόλυνση της εποπτείας, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, ιδιαίτερα όσον αφορά τον έλεγχο της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, της συγκέντρωσης πιστωτικών κινδύνων και της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, όπως επίσης και για την επιβολή κυρώσεων ή και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαφορών που σχετίζονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σχετικά με την άσκηση νομισματικής πολιτικής εντός του Ευρωσυστήματος και την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και
δ) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί εναντίον αποφάσεων αυτής ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 6, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.
6.α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου:
αα) του Υπουργού Οικονομικών κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 437/19 Σεπτεμβρίου 1985 (Α’ 157) και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων της,
ββ) των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά τη, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, άσκηση των καθηκόντων τους,
γγ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης ιδρυμάτων,
δδ) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, για την εκπλήρωση της αποστολής τους,
εε) του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του, καθώς και
στστ) τoυ Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον πρόκειται για πληροφορίες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής του,
ζζ) των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία των υπόχρεων προσώπων που αναφέρονται στα σημεία 2) και 3) του άρθρου 3 του v. 4557/2018 (Α’ 139) αναφορικά με τη συμμόρφωση με τον προαναφερόμενο νόμο, καθώς και Μονάδων Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών,
ηη) των αρμόδιων αρχών ή φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των κανόνων περί διαρθρωτικού διαχωρισμού στο εσωτερικό τραπεζικού ομίλου.
β) Τηρουμένων των παρ. 1 έως 5, επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου:
βα) των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων και οργάνων των υποπερ. γγ) και δδ) της περ. α) και
ββ) προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων κατά την ενάσκηση των καθηκόντων εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών. Εάν ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του παρόντος εδαφίου ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά. Η ανταλλαγή πληροφοριών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους ίδιους όρους και αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών μελών, αντίστοιχα προς αυτά που αναφέρονται στις περ. α) και β), συμπεριλαμβανομένων αρχών ή οργάνων επιφορτισμένων με την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω της χρήσης μακροπροληπτικών κανόνων, των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση των αρμοδιοτήτων εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας της παρ. 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού αριθμ. 575/2013, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.
δ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος και αφετέρου:
αα) των κεντρικών τραπεζών του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με παρόμοια αποστολή, όταν ενεργούν με την ιδιότητα νομισματικής αρχής, εφόσον αυτές οι πληροφορίες είναι σχετικές με την εκπλήρωση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής με αυτήν παροχής ρευστότητας, της επίβλεψης συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,
ββ) τυχόν άλλων αρχών επιφορτισμένων με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών και
γγ) του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (εφεξής ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (EE L 331) ή της ΕΑΚΑΑ, όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει των Κανονισμών (ΕΕ) αριθμ. 1092/2010, αριθμ. 1094/2010 και αριθμ. 1095/2010 αντιστοίχως.
ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλον παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους μέλους, εάν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικής, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές.
στ) Σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας, οι λαμβανόμενες από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου της παρ. 1. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει της παρούσας.
7. Η διαβίβαση από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση των αρχών αυτών και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Πληροφορίες που αποκτώνται από τις αρχές άλλων κρατών-μελών κατόπιν πραγματοποίησης επιτόπιων ελέγχων ή επιθεωρήσεων δεν αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος ή η επιθεώρηση.
8. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.
9. Στο επαγγελματικό απόρρητο που θεσπίζεται με το παρόν άρθρο υπόκεινται και:
α) οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών με βάση το άρθρο 49 του παρόντος νόμου και
β) τα μέτρα που λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.
10. Η συλλογή, επεξεργασία, διασύνδεση και δημιουργία αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευαίσθητων δεδομένων από την Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4624/2019 (Α΄ 137) και τις οικείες διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 (ΓΚΠΔ). Οι ανωτέρω δραστηριότητες απαλλάσσονται της συναφούς υποχρέωσης κοινοποίησης και αδειοδότησης, εφόσον πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των εργασιών της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως προβλέπονται από το Καταστατικό της.»

Άρθρο 124
Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων – Τροποποίηση του άρθρου 58 του ν. 4261/2014
(παρ. 13 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στην παρ. 1 του άρθρου 58 του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων προστίθεται περ. (αα) και το άρθρο 58 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 58
Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα για παραβάσεις των απαιτήσεων παροχής άδειας λειτουργίας και των απαιτήσεων για απόκτηση ειδικών συμμετοχών επί πιστωτικών ιδρυμάτων
(άρθρο 66 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα της παρ. 2 στις εξής περιπτώσεις:
α) αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9,
αα) άσκηση τουλάχιστον μίας από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. β του σημείου 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 με κάλυψη του ορίου που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, χωρίς άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,
β) έναρξη ή άσκηση δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 23 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 23,
δ) παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 26 ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος,
ε) μη τήρηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 23 ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπόμενων στις περ. β) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 15,
στ) μη υποβολή αίτησης για έγκριση κατά παράβαση του άρθρου 22Α ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση των απαιτήσεων του εν λόγω άρθρου.»
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν περιλαμβάνουν, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τα εξής:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και η φύση της παράβασης,
β) εντολή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες, σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,
δ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ,
ε) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο,
στ) αναστολή του δικαιώματος ψήφου των μετόχων που ευθύνονται για τις παραβάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στην περίπτωση γ΄ της παρούσας παραγράφου επιχείρηση είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.
3. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 στις υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά:
α) να επιβάλει με απόφασή της την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο πιστωτικό ίδρυμα,
β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν,
γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή του πιστωτικού ιδρύματος με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά.
Σε περίπτωση παράβασης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου, η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων ψήφου δεν έχει αποτελέσματα και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στους παραβάτες σωρευτικά ή διαζευκτικά:
αα) πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών τους που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα και
ββ) την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.
Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης της περίπτωσης γ΄ της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στο πιστωτικό ίδρυμα, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της και στα κατά παράβαση των αποφάσεων της, συναλλασσόμενα με το πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα, πρόστιμο, ύψους μέχρι της αξίας της συναλλαγής ή εφόσον αυτή δεν είναι ευχερώς υπολογίσιμη, ποσού μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει την κύρωση της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν διαθέτουν πλέον την απαραίτητη αξιοπιστία και δεν διασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.»

Άρθρο 125
Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας
Τροποποίηση του άρθρου 104 του ν. 4261/2014
(παρ. 17 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο άρθρο 104 του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί δικαιοδοσίας της αρχής ενοποιημένης εποπτείας τροποποιούνται η παρ. 2 και το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 3, προκειμένου να αναφερθούν διακριτά τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, και το άρθρο 104 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 104
Δικαιοδοσία της αρχής ενοποιημένης εποπτείας
(άρθρο 111 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. α) Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος που εποπτεύει το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή το εν λόγω μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ σε ατομική βάση.
β) Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και καμία από τις θυγατρικές της δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που εποπτεύει την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή την εν λόγω μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ σε ατομική βάση.
γ) Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ελλάδα ή μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ και τουλάχιστον μία εκ των θυγατρικών της είναι πιστωτικό ίδρυμα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα. Εφόσον το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Εφόσον πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού το διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
2. Όταν η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων, τα οποία εποπτεύονται, κατά περίπτωση, σε ατομική βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αντίστοιχα.
3. Όταν δύο ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται κατά περίπτωση από:
α) την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει μόνο ένα πιστωτικό ίδρυμα. Αν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
β) την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος περιλαμβάνει περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού το διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα που εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ή
γ) την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα. Αν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
4. Όταν απαιτείται ενοποίηση σύμφωνα με τις παρ. 3 ή 6 του άρθρου 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή, όταν ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, από την αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού ή η επιχείρηση επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αντίστοιχα, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
5. α) Κατά παρέκκλιση της περ. γ) της παρ. 1, της περ. β της παρ. 3 και της παρ. 4, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός του ομίλου, όταν το άθροισμα των συνόλων ισολογισμού των εν λόγω εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύονται σε ατομική βάση από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού αντιστοιχεί σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εντός ομίλου που εποπτεύονται σε ατομική βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
β) Κατά παρέκκλιση της περ. γ) της παρ. 3, όταν μια αρμόδια αρχή εποπτεύει σε ατομική βάση περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που εποπτεύει σε ατομική βάση μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός του ομίλου με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού συγκεντρωτικά. Εάν το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού αντιστοιχεί σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων εντός ομίλου που εποπτεύονται σε ατομική βάση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
6. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κοινή συναινέσει με τις υπόλοιπες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, να μην εφαρμόσει τα κριτήρια που αναφέρονται στις παρ. 1, 3 και 4, και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, αν η εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα ή τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τη σχετική σημασία των δραστηριοτήτων τους στα οικεία κράτη μέλη, ή την ανάγκη να διασφαλιστεί η συνέχεια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρμόδια αρχή. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, στην μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, στην μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στο πιστωτικό ίδρυμα ή στην επιχείρηση επενδύσεων με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, κατά περίπτωση, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στην παρ. 6.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεσπίζει τις απαιτούμενες ρυθμίσεις για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ελέγχει τη συμμόρφωση των υποκείμενων σε αυτήν επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα.»

Άρθρο 126
Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
Τροποποίηση του άρθρου 107 του ν. 4261/2014
(παρ. 18 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 107 του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί αιτούμενων πληροφοριών σε καταστάσεις έκτακτες ανάγκης τροποποιείται ως προς τον ειδικότερο προσδιορισμό των αναφερόμενων αρνητικών εξελίξεων και την επικαιροποίηση των παραπεμπόμενων διατάξεων, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται με ένα νέο εδάφιο και το άρθρο 107 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 107
Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
(άρθρο 114 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις στις αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 52 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα και με το άρθρο 54 του παρόντος νόμου και με τα άρθρα 15, 16 και 17 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν την ΕΑΤ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπερ. αα΄, ββ΄ και δδ΄ της περ. α΄ και στην υποπερ. αα΄ της περ. δ΄ της παρ. 6 του άρθρου 54, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκόμενων κρατών-μελών και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Οι υποχρεώσεις του πρώτου εδαφίου ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.».

Άρθρο 127
Σώματα εποπτών – Τροποποίηση του άρθρου 109 του ν. 4261/2014
(παρ. 19 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο άρθρο 109 του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί σωμάτων εποπτών, α) στην παρ. 3, τροποποιούνται το πρώτο εδάφιο ως προς τον χαρακτηρισμό της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως αρχής ενισχυμένης εποπτείας και το δεύτερο εδάφιο ως προς την επικαιροποίηση των παραπεμπόμενων διατάξεων, β) στην παρ. 5, το πρώτο εδάφιο βελτιώνεται νομοτεχνικά και επικαιροποιείται ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις και καταργείται το δεύτερο εδάφιο, γ) η παρ. 8 τροποποιείται ως προς τον χαρακτηρισμό της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως αρχής ενισχυμένης εποπτείας και ως προς την επικαιροποίηση των παραπεμπόμενων διατάξεων και το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 109
Σώματα εποπτών
(άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που αναφέρονται στα άρθρα 105 και 106 και στην παρ. 1 του άρθρου 107 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων απορρήτου της παρ. 3 και του ενωσιακού δικαίου, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.
2. Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, της ΕΑΤ και των άλλων ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010,
β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, σε περιπτώσεις που αυτή ενδείκνυται,
γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 91 που βασίζονται σε εκτίμηση των κινδύνων του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 89,
δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με αποφυγή των περιττών επικαλύψεων των εποπτικών απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 107 και στην παρ. 7 του άρθρου 110,
ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο ενωσιακό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών,
στ) εφαρμογή της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 105, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.
2Α. Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 105, στην παρ. 1 του άρθρου 107 και στην παρ. 1 του άρθρου 108, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών στις περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εποπτικές αρχές των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 54 του παρόντος και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 74 και 79 του v. 4514/2018 (Α’ 14).
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ και τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώμα εποπτών. Οι απαιτήσεις απορρήτου βάσει του άρθρου 54 του παρόντος και των άρθρων 15, 16 και 17 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΑΤ και των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
4. Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών βασίζεται σε συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 108, οι οποίες καθορίζονται εγγράφως έπειτα από διαβούλευση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.
5. Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 52, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το άρθρο 54 του παρόντος και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 15, 16 και 17 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας:
α) προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μία δραστηριότητα του σώματος,
β) ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση,
γ) ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται ή με τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις.
7. Στην απόφαση που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον αυτή ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συνεκτιμάται η σημασία που η εποπτική δραστηριότητα που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί επέχει για τις λοιπές αρμόδιες αρχές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 7, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η παρ. 3 του άρθρου 52.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του άρθρου 54 του παρόντος και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
9. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (L 331/12).»

Άρθρο 128
Συνεργασία – Τροποποίηση του άρθρου 118 του ν. 4261/2014
(παρ. 20 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στην παρ. 2 του άρθρου 118 του ν. 4261/2014 (Α΄107) περί συνεργασίας επικαιροποιούνται οι παραπεμπόμενες διατάξεις και το άρθρο 118 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 118
Συνεργασία
(άρθρο 125 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Όταν ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία συμμετοχών ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή επιχειρήσεις του άρθρου 31 ή άλλου είδους επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται στενά. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους ανταλλάσσουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της οικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.
1Α. Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 104, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητά της ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και δεν είναι συντονιστής, όπως αυτός καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 του v. 3455/2006 (Α’ 84), συνεργάζεται με τον συντονιστή με σκοπό την εφαρμογή του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένη βάση. Η αρμοδιότητα του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν ενεργεί ως συντονιστής και δεν αποτελεί αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενός ομίλου με μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η συνεργασία, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως συντονιστής, συνάπτει γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας με τον συντονιστή ή την αντίστοιχη αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
2. Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στον παρόντα νόμο, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 54 του παρόντος για τα πιστωτικά ιδρύματα ή το άρθρο 15 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας καταρτίζει καταλόγους των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Οι κατάλογοι αυτοί κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

Άρθρο 129
Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές – Τροποποίηση του άρθρου 134 του ν. 4261/2014
(παρ. 24 άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)

Η περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 134 του ν. 4261/2014 (Α΄107), περί γενικών απαιτήσεων δημοσιοποίησης πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές, επικαιροποιείται ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις και το άρθρο 134 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 134
Γενικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης πληροφοριών
από τις αρμόδιες αρχές
(άρθρο 143 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τους νόμους, τις, γενικής ισχύος, αποφάσεις και τις εγκυκλίους που εκδίδονται για την εφαρμογή του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
β) τον τρόπο άσκησης εκ μέρους τους των παρεχόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δυνατοτήτων και διακριτικών ευχερειών,
γ) τα γενικά κριτήρια και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για την εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 89, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 89,
δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 54 του παρόντος και των άρθρων 15, 16 και 17 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ, τα βασικά στατιστικά στοιχεία σε συγκεντρωτική μορφή που αφορούν την εφαρμογή του πλαισίου προληπτικής εποπτείας στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου του είδους των εποπτικών μέτρων και του αριθμού των περιπτώσεων που αυτά ελήφθησαν σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 94 του παρόντος και των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος.
2. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να επιτρέπουν την αξιόπιστη σύγκριση του τρόπου εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας μεταξύ των κρατών-μελών. Οι πληροφορίες, οι οποίες είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα κάθε αρμόδιας αρχής, δημοσιοποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση σύμφωνα με το μορφότυπο που καταρτίζει η ΕΑΤ και επικαιροποιούνται τακτικά.»

Άρθρο 130
Ορισμός επιχείρησης επενδύσεων – Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015
(παρ. 1 άρθρου 63 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)

Το στοιχείο 36 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α΄87) περί ορισμών τροποποιείται, προκειμένου να επικαιροποιηθεί ο ορισμός της επιχείρησης επενδύσεων, και διαμορφώνεται ως εξής:
«36) «επιχείρηση επενδύσεων»: επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στην περ. 22 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο άρθρο 9 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ.».

Άρθρο 131
Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις
Τροποποίηση στο εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015
(παρ. 2 άρθρου 63 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο εσωτερικό άρθρο 45 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α΄87), προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 45 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 45
Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 πληρούν ανά πάσα στιγμή την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το παρόν και σύμφωνα με τα άρθρα 45α έως 45θ.
2. Η απαίτηση που αναφέρεται στην παρ. 1 υπολογίζεται σύμφωνα με τις παρ. 3, 5 ή 7 του άρθρου 45γ, ανάλογα με την περίπτωση, ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και εκφράζεται ως ποσοστό:
α) του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παρ. 1, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (L 176), και
β) του μέτρου συνολικού ανοίγματος της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παρ. 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
3. Οι παραπομπές του παρόντος στο άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 όσον αφορά στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στην περ. 3) της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος και που δεν αποτελούν επιχειρήσεις επενδύσεων της παρ. 2 ή της παρ. 5 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως εξής:
α) Οι παραπομπές του παρόντος στην περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση του συνολικού δείκτη κεφαλαίου αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033,
β) οι παραπομπές του παρόντος στην παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 όσον αφορά στο συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο αναφέρονται στην ισχύουσα απαίτηση στην παρ. 1 του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, πολλαπλασιαζόμενη επί 12,5.
Οι παραπομπές του παρόντος στο άρθρο 96α του ν. 4261/2014 (Α’ 107) όσον αφορά τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στην περ. 3) της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος και που δεν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παρ. 2 ή την παρ. 5 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 41 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ.».

Άρθρο 132
Ανάκληση άδειας λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ. – Τροποποίηση του άρθρου 8 του ν. 4514/2018
(παρ. 1 άρθρου 64 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 4514/2018 (Α΄14), περί ανάκλησης άδειας λειτουργίας ΑΕΠΕΥ, επικαιροποιείται ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις και το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 8
Ανάκληση άδειας λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ.
(Άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας Α.Ε.Π.Ε.Υ., εν όλω ή ως προς ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες αν η Α.Ε.Π.Ε.Υ.:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράτυπο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με τη λειτουργία των Α.Ε.Π.Ε.Υ., οι οποίες θεσπίζονται βάσει του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, και κάθε άλλης διάταξης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.
Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
2. Πριν ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Α.Ε.Π.Ε.Υ. τις ελλείψεις ή παραβάσεις που διαπιστώθηκαν, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η Α.Ε.Π.Ε.Υ. οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της Α.Ε.Π.Ε.Υ. και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικά.»

Άρθρο 133
Αρχικό κεφάλαιο – Τροποποίηση του άρθρου 15 του ν. 4514/2018
(παρ. 2 άρθρου 64 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Το άρθρο 15 του ν. 4514/2018 (Α΄14), περί αρχικού κεφαλαίου, επικαιροποιείται ως προς τις παραπεμπόμενες διατάξεις και διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 15
Αρχικό κεφάλαιο
(Άρθρο 15 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ μόνον εφόσον η αιτούσα εταιρεία έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.»

Άρθρο 134
Χορήγηση της άδειας λειτουργίας – Τροποποίηση του άρθρου 41 του ν. 4514/2018
(παρ. 3 άρθρου 64 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο άρθρο 41 του ν. 4514/2018 (Α΄14), περί χορήγησης άδειας λειτουργίας, α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, προκειμένου να προβλεφθεί η εφαρμογή του σε επιχείρηση τρίτης χώρας που έχει ή σκοπεύει να εγκαταστήσει υποκατάστημά της και να συμπληρωθεί παραπομπή στην παρ. 3, β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην παρ. 2, γ) προστίθενται παρ. 3, 4 και 5 και το άρθρο 41 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 41
Χορήγηση της άδειας λειτουργίας
(Άρθρο 41 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, χορηγεί άδεια λειτουργίας, σε επιχείρηση τρίτης χώρας που έχει ή σκοπεύει να εγκαταστήσει υποκατάστημά της, μόνο όταν έχει πειστεί ότι:
α) πληρούνται οι όροι του άρθρου 39,
β) το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις που αναφέρονται στις παρ. 2 και 3.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση, ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη άδειας λειτουργίας.
2. Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την παρ. 1 συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 16 έως 20, στα άρθρα 23, 24, 25 και 27, στην παρ. 1 του άρθρου 28 και στα άρθρα 30, 31 και 32, όπως επίσης στα άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή τους, και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή προκειμένου περί υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά το λόγο της αρμοδιότητας τους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 67. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ, σε ετήσια βάση, τον κατάλογο των υποκαταστημάτων επιχειρήσεων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους.
3. Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1 υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή στην Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση τις ακόλουθες πληροφορίες σε ετήσια βάση:
α) Την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από το υποκατάστημα στην Ελλάδα,
β) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που εκτελούν τη δραστηριότητα που απαριθμείται στην παρ. 4 του Τμήματος Α του Παραρτήματος Ι, το μηνιαίο ελάχιστο, μέσο και μέγιστο άνοιγμά τους σε αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
γ) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν μία ή αμφότερες τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στην παρ. 6 του Τμήματος Α του Παραρτήματος Ι, τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που προέρχονται από αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αναδοχής ή τοποθετήθηκαν με δέσμευση ανάληψης τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες,
δ) τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. α),
ε) λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των επενδυτών που διατίθενται στους πελάτες του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των πελατών αυτών που προκύπτουν από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, το οποίο αναφέρεται στην περ. στ) της παρ. 2 του άρθρου 39,
στ) την πολιτική τους για τη διαχείριση κινδύνων και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται από το υποκατάστημα για τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. α),
ζ) τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος ή των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών, προκειμένου περί υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας που είναι πιστωτικό ίδρυμα,
η) κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.
4. Κατόπιν αιτήματος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ:
α) Όλες τις άδειες λειτουργίας για τα υποκαταστήματα που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παρ. 1 και κάθε μεταγενέστερη αλλαγή αυτών των αδειών,
β) την κλίμακα και το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από εξουσιοδοτημένο υποκατάστημα στην Ελλάδα,
γ) τον κύκλο εργασιών και τα συνολικά στοιχεία του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην περ. β),
δ) την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές των οντοτήτων που αποτελούν μέλη του ίδιου ομίλου στον οποίο ανήκουν τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρ. 1, η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του εν λόγω ομίλου στην Ένωση υπόκεινται σε πλήρη, συνεπή και αποτελεσματική εποπτεία, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013,τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014, τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033, την Οδηγία 2019/2034/ΕΕ και τον ν. 4261/2014 (Α’ 107).».

Άρθρο 135
Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη – Τροποποίηση του άρθρου 42 του ν. 4514/2018
(παρ. 4 άρθρου 64 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στο άρθρο 42 του ν. 4514/2018 (Α΄14), περί παροχής υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη, προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 42 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 42
Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη
(Άρθρο 42 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
Όταν, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη υπό την έννοια του Τμήματος II του Παραρτήματος II εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ελλάδα , παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η προϋπόθεση της χορήγησης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 39 δεν ισχύει για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, συμπεριλαμβανομένης τυχόν υφιστάμενης σχέσης που αφορά ειδικά την παροχή της υπηρεσίας ή την άσκηση της δραστηριότητας. Με την επιφύλαξη των σχέσεων εντός του ομίλου, όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας, μεταξύ άλλων μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της ή που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτή την επιχείρηση τρίτης χώρας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό αυτής της οντότητας, προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στην Ελλάδα, δεν θεωρείται υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη. Η πρωτοβουλία των πελατών αυτών δεν δίδει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών με άλλον τρόπο πέραν του υποκαταστήματος.».

Άρθρο 136
Ανταλλαγή πληροφοριών – Τροποποίηση του άρθρου 79 του ν. 4514/2018
(παρ. 6 άρθρου 64 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Η περ. α) της παρ. 3 του άρθρου 79 του ν. 4514/2018 (Α΄14), περί ανταλλαγής πληροφοριών, αντικαθίσταται και το άρθρο 79 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 79
Ανταλλαγή πληροφοριών
(Άρθρο 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει, ως αρμόδια αρχή επικοινωνίας, αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών που προβλέπονται από τον παρόντα, την Οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον Κανονισμό (ΕΕ) 600/2014. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατά την παροχή πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, να ορίζει ότι οι χορηγούμενες πληροφορίες μπορεί να γνωστοποιούνται περαιτέρω μόνο με τη ρητή συγκατάθεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος τις πληροφορίες που λαμβάνει με βάση την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 75 και 86. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν διαβιβάζει τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έστειλε τις πληροφορίες.
3. Οι αρχές του άρθρου 70 και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή σύμφωνα με τα άρθρα 75 και 86 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:
α) για να εξακριβώσουν αν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και για να διευκολύνουν την παρακολούθηση των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου,
β) για να εποπτεύουν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης,
γ) για την επιβολή κυρώσεων,
δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής,
ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 72,
στ) στο μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 73.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 και τα άρθρα 74 και 86 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει στην Ε.Α.Κ.Α.Α, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί με την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στις κεντρικές τράπεζες, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητά από τις εν λόγω αρχές πληροφορίες για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της που προβλέπει ο παρών νόμος και ο Κανονισμός (ΕΕ) 600/2014.
5. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η διαδικασία παροχής των στοιχείων και των πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα κρίνει απαραίτητο για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νομισματική αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέχονται σε γνώση της, σύμφωνα με την προηγούμενη και την παρούσα παράγραφο.»

Άρθρο 137
Μεταβατική διάταξη σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παρ. 1 σημείο 1) στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 – Προσθήκη άρθρου 95Β στον ν. 4514/2018
(παρ. 7 άρθρου 64 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)
Στον ν. 4514/2018 (Α΄14) μετά το άρθρο 95Α προστίθεται άρθρο 95Β, ως εξής:
«Άρθρο 95Β
Μεταβατική διάταξη σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παρ. 1 σημείο 1) στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή κατά το άρθρο 8 του ν. 4261/2014 (Α΄107), σε περίπτωση που τα προβλεπόμενα συνολικά στοιχεία ενεργητικού επιχείρησης, η οποία έχει υποβάλει αίτηση άδειας λειτουργίας βάσει του Τίτλου II του παρόντος πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2019, με σκοπό την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις παρ. 3 και 6 του Τμήματος Α του Παραρτήματος Ι, ισούνται με το ποσό των τριάντα δισεκατομμυρίων (30.000.000.000) ευρώ ή το υπερβαίνουν, και παρέχουν σχετική ενημέρωση στον αιτούντα».

Άρθρο 138
Παραπομπές στην οδηγία 2013/36/ΕΕ σε άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις
(άρθρο 65 της Οδηγίας 2019/2034/ΕΕ)

Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στον ν. 4261/2014 (Α΄107) για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας και της εξυγίανσης των επιχειρήσεων επενδύσεων, νοούνται οι κατά περιεχόμενο αντίστοιχες διατάξεις του μέρους Γ και του κεφαλαίου Α του Μέρους Η του παρόντος, ήτοι των άρθρων 56 έως και 139 και 185 έως και 188.

Άρθρο 139
Καταργούμενες διατάξεις
(παρ. 3, 4, 10, 14, 16, 21 έως 23 του άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034)
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι παρ. 6, 12 έως και 15 του άρθρου 4, τα άρθρα 29 έως και 32, η παρ. 11 του άρθρου 68, οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 84, η παρ. 2 του άρθρου 103, η παρ. 2 του άρθρου 121, οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 122, οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 123, το στοιχείο 4 της παρ. 1 του άρθρου 3 και οι παρ. 2 και 3, καθώς και η περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014 (Α΄107).

  • 19 Μαρτίου 2022, 16:18 | Εμμανουήλ Κόμης

    Το άρθρο 65 του νομοσχεδίου ορίζει το αρχικό κεφάλαιο που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας ΑΕΠΕΥ, ενσωματώνοντας τη διάταξη του άρθρου 9 της Οδηγίας. Συναφώς, το άρθρο 133 του νομοσχεδίου, τροποποιεί (ορθώς) τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 4514/2018 ώστε η αναφορά στο αρχικό κεφάλαιο των ΑΕΠΕΥ να γίνεται με παραπομπή στην Οδηγία 2019/2034/ΕΕ.
    Ωστόσο το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει διάταξη για την αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 5 παρ. 5 του ν. 4514/2018, το οποίο ορίζει το ελάχιστο μετοχικό κεφαλαίου των ΑΕΠΕΥ.
    Δεδομένου ότι η παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 4514/2018 δεν αποτελεί ενσωμάτωση διάταξης της Οδηγίας 2014/65 (MiFID II), αφού η τελευταία δεν αναφερόταν καθόλου στην έννοια του μετοχικού κεφαλαίου, είναι λογικό η Οδηγία 2019/2034/ΕΕ να μην περιλαμβάνει κάποια αντίστοιχη διάταξη. Όμως αν τροποποιηθεί το άρθρο 15 του ν. 4514/2018 χωρίς αντίστοιχη τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, θα υπάρχει μεγάλη σύγχυση ως προς το ύψος του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου που απαιτείται για τη χορήγηση άδειας σε μια ΑΕΠΕΥ, αφού δεν θα συμβαδίζουν τα ποσά του απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου με αυτά του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου.
    Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2019/2034 (και με το άρθρο 65 του νομοσχεδίου) τροποποιούνται και οι επενδυτικές υπηρεσίες βάσει των οποίων καθορίζονται τα ελάχιστα ποσά αρχικού κεφαλαίού (π.χ. στη «μικρή» κατηγορία των 75.000€ προβλέπεται πλέον ρητώς η επενδυτική υπηρεσία της τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης, πράγμα που δεν συνέβαινε μέχρι τώρα), η σύγχυση θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.
    Παράδειγμα: μια νέα ΑΕΠΕΥ που θα επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες λήψης και διαβίβασης ή εκτέλεσης εντολών και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης χωρίς να διατηρεί χρήματα και τίτλους πελατών, βάσει του νέου άρθρου 15 θα μπορεί να έχει αρχικό ίδιο κεφάλαιο 75.000€ αλλά βάσει του άρθρου 5 παρ. 5 (εφόσον δεν τροποποιηθεί) θα πρέπει να έχει μετοχικό κεφάλαιο 150.000€, πράγμα που δεν θα έχει καμία λογική.
    Επιπλέον, στο ίδιο παράδειγμα, η ίδια νέα ΑΕΠΕΥ, βάσει του άρθρου 71 του ν. 2533/1997 περί συνεγγυητικού κεφαλαίου θα πρέπει να επιβαρυνθεί με αρχική εισφορά 150.000€ και με τακτική εισφορά 100.000€ – λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νόμος περί συνεγγυητικού κεφαλαίου παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις περί μετοχικού κεφαλαίου (ήτοι άρθρο 5 παρ. 5 του 4514/2018) και όχι σε αυτές περί αρχικού κεφαλαίου (ήτοι άρθρο 15 του ν. 4514/2018) – ενώ αν τροποποιηθεί η παρ. 5 του άρθρου 5, η συγκεκριμένη ΑΕΠΕΥ θα επιβαρύνεται με εισφορά 50.000€, το οποίο είναι ορθότερο λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω επιχείρηση δεν θα διατηρεί περιουσιακά στοιχεία πελατών.
    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, ιστορικά, οι διατάξεις των ελληνικών νόμων που όριζαν το ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο και το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΠΕΥ πάντοτε συμβάδιζαν ως προς τα ποσά (βλ. σχετικώς άρθρο 166 παρ. 3 του ν. 4261/2014, το οποίο είχε τροποποιήσει τις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 10 του ν. 3606/2017 προκειμένου να βρίσκονται σε συμφωνία με τις προβλέψεις περί αρχικού κεφαλαίου του ιδίου νόμου οι οποίες εισάγονταν για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36).
    Επομένως θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό να τεθεί το ζήτημα υπόψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και να εισαχθεί διάταξη περί τροποποίησης του άρθρου 5 παρ. 5 του ν. 4514/2018 η οποία θα συμβαδίζει με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 65 του νομοσχεδίου, τόσο ως προς τα ποσά όσο και ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που καλύπτει η κάθε κατηγορία ΑΕΠΕΥ.