Άρθρο 02 – Τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα

1. Το άρθρο 54 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ούτε είναι μικρότερη από δύο».

 

2. Το άρθρο 56 ΠΚ τροποποιείται και αναδιατυπώνεται ως εξής:

«Άρθρο 56. Με ιδιαίτερους νόμους κανονίζεται ο τρόπος της εκτέλεσης των ποινών, που προβλέπουν τα άρθρα 38 και 51-55 καθώς επίσης και των μέτρων ασφάλειας που προβλέπουν τα άρθρα 69-72. Εκείνος που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης έως δέκα ετών και έχει υπερβεί το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, εκτίει την ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής στην κατοικία του, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κριθεί ότι η έκτιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων. Εάν το πιο πάνω όριο ηλικίας έχει συμπληρωθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αποφασίζει το δικαστήριο που επιβάλλει την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αποφασίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών μετά από αίτηση του καταδικασμένου. Στην περίπτωση αυτή, οι καταδικασθέντες υποχρεούνται να εμφανίζονται το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας τους. Αν παραλείψουν την υποχρέωση τους αυτή, ο εισαγγελέας έκτισης της ποινής, εκτιμώντας τη συχνότητα των παραλείψεων και τους λόγους στους οποίους οφείλονται, μπορεί να: α) προβαίνει σε συστάσεις, β) διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής τους που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα στο κατάστημα κράτησης ή γ) διατάξει την έκτιση της ποινής τους στο κατάστημα κράτησης. Η διάταξη του άρθρου 105 έχει και εδώ ανάλογη εφαρμογή. Οι διατάξεις για την κατ’ οίκον έκτιση της ποινής έχουν εφαρμογή και: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω εφόσον διακριβωθεί με τη διαδικασία της ειδικής πραγματογνωμοσύνης της παραγράφου 3 του άρθρου 110 Α ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης».

 

3. Το άρθρο 74 ΠΚ τροποποιείται ως εξής:

«1. Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη, εάν κρίνει ότι η παραμονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, το βαθμό της υπαιτιότητας του αλλοδαπού, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα το βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία. Αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν ανήλικος, για την απέλαση του λαμβάνεται υπόψη και η τυχόν νόμιμη εγκατάσταση και παραμονή της οικογένειας του στη χώρα ή στην περίπτωση που η οικογένεια του διαμένει στην αλλοδαπή, ο υφιστάμενος στη χώρα προορισμού σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας του. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενη ποινή.

2. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον οποίο επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69, 71 και 72. Σ` αυτή την περίπτωση, η απέλαση μπορεί να διαταχθεί, σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.

3. Το δικαστήριο που αποφασίζει την απέλαση του αλλοδαπού δράστη επιβάλλει σε αυτόν απαγόρευση επανεισόδου του στη χώρα, για χρονικό διάστημα έως δέκα (10) ετών. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση, μετά από γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, μπορεί να επιτρέψει την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα ύστερα από αίτηση του, αφού περάσει μια τριετία από την εκτέλεση της απέλασης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο χρονικός περιορισμός του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής. Το συμβούλιο αποφαίνεται αμετάκλητα και μπορεί να εξετάσει νέα αίτηση για επιστροφή μόνο μετά την πάροδο ενός έτους από την απόρριψη της προηγούμενης.

4. α. Η απέλαση εκτελείται με ενέργειες των αρμόδιων αστυνομικών αρχών, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία περί αλλοδαπών καθώς και τους κανόνες του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου. Πέντε μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου για την υφ΄ όρον απόλυση του κρατούμενου, ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης υποχρεούται να ενημερώνει σχετικά τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης, ώστε ο τελευταίος να παραγγείλει άμεσα στην αστυνομική αρχή τη διερεύνηση του εφικτού της απέλασης και την προετοιμασία για την υλοποίησή της. Τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου για την υφ’ όρον απόλυση, η αρμόδια αστυνομική αρχή αναφέρει, με αιτιολογημένη έκθεσή της, στον εισαγγελέα του τόπου κράτησης εάν η απέλαση είναι εφικτή. Σε περίπτωση που η απέλαση είναι εφικτή, εκτελείται αμέσως μετά την υφ’ όρον απόλυση ή την έκτιση της ποινής του κρατουμένου. Με αιτιολογημένη διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης, η κράτηση μπορεί να παραταθεί για ένα μήνα μόνο εφόσον η διαδικασία απέλασης έχει ξεκινήσει και πρόκειται να εκτελεστεί μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού και εφόσον η απέλαση δεν έχει πραγματοποιηθεί, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλεται υποχρεωτικά η απέλαση του αλλοδαπού, του επιβάλλονται όρος ή όροι από τους προβλεπόμενους στην παρ. 3 του άρθρου 100 του παρόντος και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως.

β. Σε περίπτωση που ο αλλοδαπός παρεμποδίζει την προετοιμασία της απομάκρυνσής του αρνούμενος να συνεργαστεί με τις αρχές και να αποκαλύψει τα πραγματικά του στοιχεία, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης μπορεί να παρατείνει την κράτηση μέχρι και τρεις μήνες από το χρόνο της υφ’ όρον απόλυσης ή έκτισης της ποινής. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, ο αλλοδαπός παραμένει μέχρι την εκτέλεση της απέλασής του σε ειδικό χώρο του καταστήματος κράτησης ή του θεραπευτικού καταστήματος ή σε ειδικό χώρο των αστυνομικών αρχών που δημιουργούνται για το σκοπό αυτό, με εντολή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης. Κατά της εισαγγελικής διάταξης που παρατείνει την κράτηση, ο κρατούμενος μπορεί να υποβάλει προσφυγή, για την οποία αποφαίνεται αμετάκλητα ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών. Μετά την παρέλευση του τριμήνου, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλεται υποχρεωτικά η απέλαση, επιβάλλονται στον κρατούμενο όρος ή όροι από τους προβλεπόμενους στην παρ. 3 του άρθρου 100 του παρόντος και απολύεται αμέσως.

γ. Οποτεδήποτε η απέλαση καταστεί εφικτή κατά την αιτιολογημένη γνώμη της αστυνομικής αρχής, η χορηγηθείσα αναστολή απέλασης ανακαλείται με την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε και διατάσσεται η κράτηση του αλλοδαπού για την πραγματοποίησή της για χρονικό διάστημα το πολύ δεκαπέντε ημερών».

5. Εάν, σύμφωνα με την αιτιολογημένη έκθεση της αστυνομικής αρχής κατά την παρ. 4 α’ του παρόντος, η απέλαση δεν είναι εφικτή για οποιονδήποτε λόγο και ιδίως επειδή α) ο αλλοδαπός είναι ανιθαγενής, ή αιτών διεθνούς προστασίας ή απολαμβάνει διεθνή προστασία, β) δεν λειτουργεί ή δεν συνεργάζεται η προξενική αρχή της χώρας καταγωγής του, γ) η χώρα του δεν συνιστά ασφαλή προορισμό ή τυχόν επιστροφή συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ή δ) δεν τον δέχεται η χώρα καταγωγής του, τότε, μετά την υφ’ όρον απόλυση ή την έκτιση ποινής, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλει υποχρεωτικά με διάταξη τη δικαστική απέλαση, επιβάλλει όρο ή όρους του άρθρου 100 παρ. 3 ΠΚ και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως. Οποτεδήποτε η απέλαση καταστεί εφικτή, εφαρμόζεται αναλόγως το εδάφιο γ΄ της προηγούμενης παραγράφου.

6. Σε περίπτωση παραβίασης του όρου ή των όρων που έχουν τεθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κατά την αναστολή της δικαστικής απέλασης, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 182 παρ. 1 ΠΚ».

 

4. Στο άρθρο 94 ΠΚ προστίθεται παρ. 4 ως εξής:

«4. Ποινές οι οποίες επιβάλλονται για κακουργήματα ή εκ δόλου τελούμενα πλημμελήματα με άσκηση σωματικής βίας, τα οποία έχουν διαπραχθεί από κρατούμενους εντός των καταστημάτων κράτησης κατά άλλων κρατουμένων ή σωφρονιστικών υπαλλήλων ή κατά τη διάρκεια άδειας, εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος».

 

5. Η παρ. 2 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα είκοσι έτη περιορίζονται σε δεκαπέντε έτη, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαπέντε ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει δεκαεννέα έτη. Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής. Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους καταδίκους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 105 του ν. 1492/1950 Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».

 

6. Η παρ. 6 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί πάντως στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαπέντε έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαπέντε ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει δεκαεννέα έτη. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 5 του ν. 2058/1952. Επίσης, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της παραγράφου 1 του άρθρου 299, εφόσον η πράξη τελέσθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής τους σε σωφρονιστικό κατάστημα».

 

7. Η παρ. 7 του άρθρου 105 ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, β) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον διακριβωθεί με τη διαδικασία της ειδικής πραγματογνωμοσύνης της παραγράφου 3 του άρθρου 110Α ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω της κατάστασης της υγείας τους, γ) κρατούμενους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση του ιατρού του καταστήματος η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, ε) κρατούμενους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά αναγνωρισμένου κατά το άρθρο 51 οργανισμού. Ο ευεργετικός υπολογισμός διενεργείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46 παρ. 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα».

 

8. Μετά την παρ. 7 του άρθρου 105 ΠΚ προστίθεται παράγραφος 8, ως εξής:

«8. Σε κάθε περίπτωση, η προσμέτρηση για τον ευεργετικό υπολογισμό των ημερών ποινής των καταδίκων ή υποδίκων δεν διακόπτεται λόγω νοσηλείας στο Νοσοκομείο Κρατουμένων, στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο νοσηλευτικό ίδρυμα».

 

9. Το άρθρο 110 Α ΠΚ τροποποιείται ως εξής:

«1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε τακτική αιμοκάθαρση ή από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικός ή έχει υποστεί μεταμόσχευση ήπατος, μυελού και καρδιάς ή πάσχει από κακοήθη νεοπλάσματα ή από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία στις παραπάνω νόσους άνω του εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή από γεροντική άνοια έχοντας υπερβεί το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας.

2. Η απόλυση χορηγείται, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 και στις πιο κάτω ειδικές περιπτώσεις: α) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, β) στους καταδίκους με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω εφόσον διακριβωθεί με τη διαδικασία της ειδικής πραγματογνωμοσύνης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο της ποινής. Σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης η απόλυση χορηγείται μόνο εφόσον ο κρατούμενος έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο δέκα έτη και διαθέτει ποσοστό αναπηρίας 80% ή παραπάνω.

3. Η διακρίβωση των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2 γίνεται μετά από αίτηση του καταδίκου από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας διατάσσει, μετά την υποβολή της αίτησης, ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2 και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ). Την κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή την βεβαίωση από το ΚΕΠΑ υποβάλλει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών μαζί με την πρότασή του. Η υπ’ αριθμόν 164484/18-12-2009 (ΦΕΚ Β΄52/25-01-2010) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εφαρμόζεται αναλόγως.

4. Με την επιφύλαξη των άρθρων 107 και 108, η απόλυση υπό όρο κατά τις παραγράφους 1 και 2 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου, χορηγείται μόνο μια φορά και επεκτείνεται αυτοδικαίως σε όλες τις συντρέχουσες στην έκτιση ποινές, για τις οποίες μπορεί να καθοριστεί συνολική ποινή κατ’ άρθρο 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

5. Η καταδίκη κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας για πράξη που τελέστηκε πριν την έναρξη της έκτισης της ποινής, για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση υπό όρο, δεν επιφέρει την ανάκληση της απόλυσης.

6. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις δύναται να επιβληθεί μόνο ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Ανάκληση απόλυσης για παραβίαση όρου δεν χωρεί όταν αυτή προκλήθηκε από λόγους υγείας».

 

10. Προστίθεται παρ. 4 και αναριθμείται η παρ. 4 σε 5 του άρθρου 124 του Ποινικού Κώδικα, ως εξής:

«4. Το δικαστήριο δύναται να αντικαταστήσει το αναμορφωτικό μέτρο του υπό στοιχ. ιβ’ της παρ. 1 του άρθρου 122 που έχει επιβληθεί για πράξη την οποία εάν τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας, με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, εφόσον: α) ο ανήλικος διαφεύγει επανειλημμένα από το ίδρυμα αγωγής και ο ποινικός σωφρονισμός κρίνεται απολύτως αναγκαίος, ή β) τελέσει εκ νέου πράξη, που εάν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα που εμπεριέχει στοιχεία βίας».

 

 

11. Η παρ. 1 του άρθρου 126 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο οκτώ έως δεκαπέντε ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν».

 

 

12. Η παρ. 1 του άρθρου 127 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα απειλούμενο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 124 του Ποινικού Κώδικα».

 

 

 

13. Το άρθρο 130 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η διάταξη του άρθρου 127 παρ. 1 εφαρμόζεται και για τους ανηλίκους που τέλεσαν αξιόποινη πράξη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου πέμπτου έτους της ηλικίας τους και εισάγονται σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους. Στην περίπτωση αυτή τα αναμορφωτικά μέτρα παύουν αυτοδικαίως όταν ο υπαίτιος συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση του αναμορφωτικού μέτρου υπό στοιχείο ιβ’ της παρ. 1 του άρθρου 122 παύει αυτοδίκαια όταν ο υπαίτιος συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων δεν είναι επαρκής και ότι ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, μολονότι αναγκαίος δεν είναι πλέον σκόπιμος, μπορεί να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται για την πράξη που τελέστηκε, ελαττωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83».

 

 

14. Το άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα και ο τίτλος του αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 312. Πρόκληση βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά.

1. Αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση όποιος με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προξενεί σε τρίτον σωματική κάκωση ή άλλη βλάβη της σωματικής ή ψυχικής υγείας.

2. Αν το θύμα δεν συμπλήρωσε ακόμη το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και ο δράστης το έχει στην επιμέλεια ή στην προστασία του ή ανήκει στο σπίτι του δράστη ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή που του το έχει αφήσει στην εξουσία του ο υπόχρεος για την επιμέλειά του ή που του το έχουν εμπιστευθεί για ανατροφή, διδασκαλία, επίβλεψη, ή φύλαξη έστω προσωρινή επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με παραμέληση των υποχρεώσεών του προς τα προαναφερόμενα πρόσωπα γίνεται αιτία να πάθουν σωματική κάκωση ή βλάβη της σωματικής ή ψυχικής τους υγείας.

  • 30 Μαρτίου 2015, 16:35 | ΕΛΕΝΑ Κ.

    Επί αδικημάτων οικονομικού χαρακτήρα, θα πρέπει όλες ανεξαιρέτως οι ποινές των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων να έχουν αναστέλλουσα δύναμη. Δεν είναι δυνατόν να οδηγούνται άνθρωποι στην φυλακή, με μόνη την απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε από δικαστές χωρίς ειδικές γνώσεις, με ελλειπή στοιχεία, στις περισσότερες περιπτώσεις με απλή πιθανολόγηση και χωρίς τα αναγκαία αποδεικτικά μέσα και να μην τους δίνεται η ευκαιρία να παραμένουν ελεύθεροι μέχρι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ώστε να έχουν και τον χρόνο και την δυνατότητα ελευθερίας κινήσεων γιά να συλλέξουν τα απαιτούμενα στοιχεία απόδειξης της αθωότητάς τους, ακόμα και χρήματα γιά να πληρώσουν τα πρόστιμα που καταλογίσθηκαν εις βάρος τους, προκειμένου να καταργηθεί η δίκη, όπως π.χ. προβλέπει το άρθρο 24 του νόμου 2523/1997, ιδίως τώρα που κάτι τέτοιο είναι εφικτό με τις εύστοχες ρυθμίσεις του Υπουργείου Οικονομικών. Τελικά, θα πρέπει να είναι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ως ανώτατο δικαστήριο ουσίας, το μόνο που θα πρέπει να αποφασίζει γιά τον εγκλεισμό ή μη του κατηγορουμένου.

  • 30 Μαρτίου 2015, 15:09 | ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

    Με την κατάθεση του νομοσχεδίου να μπει και παρόμοια διάταξη όπως αυτή του 2012 ποινές που δεν έχουν γίνει αμετάβλητες έως 1 έτος να μπουν στο αρχειο

  • Δε γνωρίζω κατά πόσο η διεύρυνση του ακαταλόγιστου στους ανηλίκους από τα 13 έτη (που ήταν μέχρι σήμερα) στα 15 στηρίζεται σε κάποιες εκθέσεις παιδοψυχίατρων σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, ειδικά ενόψει των συνθηκών που επικρατούν τα τελευταία έτη, όπου παρατηρούμε π.χ. στην Αμερική 13χρονα και 14χρονα να εισβάλουν σε σχολεία και να σκοτώνουν συνομήλικούς τους ή να αποτελούν εκτελεστικά όργανα των τζιχαντιστών. Ένας ανήλικος που έχει συμπληρώσει τα 13 αλλά όχι τα 15 έτη τη σημερινή εποχή δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί «νοητικά» την πράξη που έχει τελέσει, ώστε να μπορεί ενδεχομένως να του καταλογιστεί (σημειωτέον ότι το bullying ξεκινάει συνήθως σε τέτοιες ηλικίες); Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη διάταξη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, αφού ακαταλόγιστο = ατιμωρησία. Ουσιαστικά αν τεθεί σε ισχύ η συγκεκριμένη ρύθμιση θα πρέπει παράλληλα να καταργηθεί και η παρ. 2 του συγκεκριμένου άρθρου που ορίζει ότι «σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη χωρίς να έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα». Από τη στιγμή που μέχρι τη συμπλήρωση των 15 ετών θα υπάρξει ακαταλόγιστο πώς είναι δυνατόν να επιβληθούν αναμορφωτικά μέτρα; Άλλη μία προχειρότητα του νομοθέτη….. Νομίζω ότι ήδη οι ευνοϊκές διατάξεις που υπάρχουν για τους ανηλίκους αρκούσαν και δεν ήταν απαραίτητο να γίνει η συγκεκριμένη διεύρυνση. Είμαι περίεργος να δω πώς θα δικαιολογεί τη συγκεκριμένη τροποποίηση η αιτιολογική έκθεση του νόμου….
    Κ. Παρασκευόπουλε θα γνωρίζετε ότι με τις νομοθεσίες αποσυμφόρησης των φυλακών επιλύεται προσωρινά και μόνο «με τις ελληνικές μεθόδους» το θέμα των υπεράριθμων κρατουμένων. Σε λίγο πάλι οι φυλακές θα ξαναγεμίσουν, όπως έγινε κάτι αντίστοιχο με την Αμυγδαλέζα για τους παράνομους μετανάστες. Τι προτίθεστε να πράξετε επιτέλους, ώστε οι φυλακές να καταστούν μέσο σωφρονισμού και όχι μόνο τιμωρίας των κρατουμένων, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες π.χ. Σουηδία (εκεί πολλές φυλακές κλείνουν…); Απ’ ότι καταλαβαίνω δυστυχώς τίποτε, αφού ακολουθείτε την «πεπατημένη» των προηγούμενων συναδέλφων σας…

  • 30 Μαρτίου 2015, 11:48 | ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

    Να επεκταθεί σε όλα τΑ οικονομικα αδικήματα κακουργηματικου χαρακτήρα με την ικανοποίηση του παθοντος μέχρι και την απόφαση του πρωτοβαθμιου δικαστηρίου να απλασεται ο κατηγορουμενος και να μένει ατιμωρητος. Όλοι η Ελλάδα υποφέρει από οικονομικά θέματα δεν γίνεται κατά την διάρκεια της ζωής κάποιου αν κατά λάθος η λόγο συγκηριων έκανα κάποιο λάθος και έχει επιστρέψει πίσω τα χρήματα να ταλεπωρειτε για μια ζωή. Όπως γίνεται στα πλημελειματα με την ατιμωρησια το ίδιο πρέπει να γίνει και στα κακουργηματα. Δεύτερον θα πρέπει να ανά προσαρμοστεί το πόσο των 30.000 και το πόσο των 120.000

  • 30 Μαρτίου 2015, 11:40 | Κοτσώνη Έλια

    άρ. 2 παρ. 14 (άρ.312 ΠΚ)

    Με το άρ. 2 παρ. 14 του σχεδίου νόμου επιχειρείται να ποινικοποιηθεί και ο εκφοβισμός/ηθική παρενόχληση στην εργασία («workplace bullying», «mobbing, «harcèlement morale»).
    Στην ελληνική έννομη τάξη, σε αντίθεση με αλλοδαπές έννομες τάξεις, δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση για την «ηθική παρενόχληση στην εργασία». Ορισμός της ηθικής παρενόχλησης διατυπώνεται στο άρ. 12α του υπ’ αριθμ. 723/2004 Κανονισμού του Συμβουλίου της 22.3.2004 και ορισμός της απλής παρενόχλησης στο άρ. 3 εδ. γ’ του Ν. 4097/2012, στο άρ. 2 παρ. 2 σε συνδυασμό με του άρ. 1 του Ν. 3304/2005, στο άρ. 2 εδ. γ’ του Ν. 3896/2010 κ.α. Οι μορφές εκδήλωσης της ηθικής παρενόχλησης στην εργασία, ως αυτές περιγράφονται σε έρευνες και μελέτες και ως έχουν αντιμετωπιστεί μέχρι τώρα από τη νομολογία των ημεδαπών και αλλοδαπών δικαστηρίων, ποικίλλουν. Ορισμένες πληρούν την ειδική υπόσταση αδικημάτων των άρ. 308 επ., 330, 333, 361, 362, 363 ΠΚ κ.α. και ως εκ τούτου ειδική νομοθετική ρύθμιση για την ηθική παρενόχληση στον χώρο εργασίας φαίνεται να παρέλκει. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, η ηθική παρενόχληση δεν συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες αυτοτελώς ιδώμενες συνιστούν αξιόποινες πράξεις σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο ούτε μπορούν πάντα μεμονωμένα να υπαχθούν στην έννοια της «σκληρής συμπεριφοράς» του άρ. 312 ΠΚ ως ισχύει, αλλά σε αλλεπάλληλες, συνεχιζόμενες, αλληλοδιαδοχικές πράξεις που η συνέχειά τους, η συστηματικότητά τους, ο ενιαίος προσανατολισμός τους, ο τρόπος εκδήλωσής τους και ο σκοπός που τις διέπει, ήτοι η εγκαθίδρυση ενός εκφοβιστικού, επιθετικού, ταπεινωτικού περιβάλλοντος με σκοπό την ψυχική και σωματική εξουθένωση του θύματος ή/και την έξοδο του από την εργασία θεμελιώνει την ιδιαίτερη νομική απαξία του και για το λόγο αυτό καθίσταται αναγκαία η ποινικοποίησή τους. Η ηθική παρενόχληση στην εργασία θα μπορούσε να οριστεί ως η συνεχής κοινωνικά απρόσφορη συμπεριφορά, η οποία με σκοπό τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού εργασιακού περιβάλλοντος ή τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας τρίτου ή την αποχώρησή του από την εργασία, μπορεί να προκαλέσει σε τρίτο κίνδυνο στη σωματική ή ψυχική υγεία ή στο μέλλον του στον επαγγελματικό χώρο.
    Σε συνέχεια των ανωτέρω η υπαγωγή των πράξεων ηθικής παρενόχλησης στην εργασία στην έννοια της «σκληρής συμπεριφοράς» που επιλέγεται ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος στο άρ. 2 παρ. 14 του σχεδίου νόμου, ως η έννοια αυτή έχει ήδη οριοθετηθεί από τη θεωρία και τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων στα πλαίσια ερμηνείας και εφαρμογής του ισχύοντος άρ. 312 ΠΚ καθίσταται δυσχερής.
    Κατά το πρότυπο της γαλλικής έννομης τάξης σκόπιμη θα ήταν η διατύπωση ορισμού της ηθικής παρενόχλησης στην εργασία στην εργατική μας νομοθεσία και η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων στις οικείες διατάξεις. Ειδικότερα στον γαλλικό Κώδικα Εργασίας (Code du Travail, art. 1152-1) και στον γαλλικό ποινικό Κώδικα (Code Penal, art. 222-33-2) η ηθική παρενόχληση ορίζεται ως «επαναλαμβανόμενη πράξη, η οποία σκοπεύει ή επιφέρει τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και η οποία δύναται να προσβάλλει τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του εργαζομένου, να επηρεάσει αρνητικά τη σωματική ή ψυχική του υγεία ή να θέσει σε κίνδυνο το επαγγελματικό του μέλλον» και τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή 30.000 ευρώ «όποιος παρενοχλεί άλλον με λέξεις ή συμπεριφορές επαναλαμβανόμενες που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας και που δύνανται να θίξουν τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά του, να επηρεάσουν αρνητικά τη σωματική ή ψυχική του υγεία ή να θέσουν σε κίνδυνο το επαγγελματικό του μέλλον».

  • 29 Μαρτίου 2015, 22:37 | Γιώργος Καρανικόλας, δικηγόρος

    Σχετικά με το άρθρο 312 ΠΚ.
    Πρώτον, γενικά, στην παρούσα συγκυρία γίνεται αντιληπτό ότι η κοινωνία πιέζει για ρύθμιση, ωστόσο είναι γνωστό ότι τις περισσότερες, αν όχι όλες τις φορές που ο νομοθέτης δρα υπό την πίεση της κοινωνίας, ήτοι εν θερμώ, οδηγείται σε συμβολική απλώς νομοθεσία, με ό,τι αρνητικό, τις περισσότερες, αν όχι όλες τις φορές, αυτό συνεπάγεται, ιδίως ελλείψει της ελάχιστης πρόβλεψης για πρόληψη του φαινομένου που μια ποινική, ιδίως, ρύθμιση καλείται να αντιμετωπίσει.
    Δεύτερον, ειδικότερα, η «συνεχής σκληρή συμπεριφορά» δύσκολα συμβιβάζεται με μια περιγραφική, φιλελεύθερης φοράς, άποψη για το άδικο. Θα ήταν ίσως προτιμότερη, από την άποψη αυτή, η αποτύπωση του βίαιου και επιθετικού χαρακτήρα της πράξεως του δράστη ή των δραστών.
    Τρίτον, ως συνεχής δεν θα έπρεπε να είναι και σκληρή η «συμπεριφορά» του δράστη ή των δραστών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σην ενδοοικογενειακή βία, όπου απαιτείται είτε άπαξ απλή σωματική βλάβη είτε συνεχής, διαρκής όλως ελαφρά βίαιη συμπεριφορά.
    Τέταρτον, είμαι της γνώμης ότι η διάταξη δεν ανταποκρίνεται σε βασικές πτυχές του φαινομένου που καλείται να αντιμετωπίσει, για παράδειγμα: την ηλικία τόσο του θύματος όσο και του/των δράστη/ών, το γεγονός ότι πολύ συχνά το θύμα είναι μόνο του και οι δράστες περισσότεροι του ενός, οι οποίοι συστηματικά του επιτίθενται λόγω ή έργω, ασκώντας βία, ιδίως ψυχική, εκμεταλλευόμενοι την αδύναμη θέση του θύματος, η οποία οφείλεται στην καταγωγή, τη θρησκευτική επιλογή, στη σεξουαλική ταυτότητα κ.λπ του θύματος.
    Πέμπτον, με δεδομένες τις ρυθμίσεις που εισάγονται στο γενικό μέρος όσον αφορά τους ανήλικους και το γεγονός ότι ο/οι δράστης/ες πιθανότατα εμπίπτει/ουν σε μια από τις σχετικές ηλικιακές κατηγορίες, έστω και ως νεαρός/οι εγκληματίας/ες, φαίνεται να ανακύπτει πρόβλημα συνέπειας με τη θέσπιση ενός τόσο σοβαρού και αόριστα διατυπωμένου πλημμελήματος.
    Έκτον, το πρόβλημα φαίνεται να ανακύπτει εκεί που ο συγχρωτισμός δράστη/ων και θύματος είναι αναπόφευκτος, ήτοι το θύμα δεν μπορεί να αποφύγει τον/τους δράστη/ες δίχως σημαντικές συνέπειες σε βάρος άλλων αγαθών του. Πως να ζητήσει να φύγει από μια εστία, ένα σχολείο, μια στρατιωτική μονάδα ή έναν χώρο εργασίας κ.λπ κάποιος και πόσο εύκολο από ηθικής, κοινωνικής, οικονομικής κ.λπ απόψεως είναι αυτό; Τούτο δεν φαίνεται να αποτυπώνεται στη βασική μορφή.
    Για τους παραπάνω, μεταξύ πολλών άλλων λόγων, φρονώ ότι θα πρέπει να ξαναδεί κανείς τη διάταξη.

  • 29 Μαρτίου 2015, 17:11 | δρ Κουτσούκος Αναστάσιος

    Κύριε Υπουργέ τι θα γινει με την υπόθεση ΣΕΓΑΣ τις επιδοτήσεις πιυ πέρβει κσι την διαξαγωγή του Μαραθωνλιου που λέγεται ότι τον οργανώνει μια εταιρεία synergy ενώ τα χρήματα δεν φαίνονται στον οικονομικό απολογισμό του ΣΕΓΑΣ. Έως πότε θα καλύπτονται οι ατασθαλίες και δδν θα γίνεται δίωξη των υπευθύνων. Κάθε αθλητής που συμμετέχει στον Μαραθώνιο πληρώνει από 30 έωε 120 ευρώ. Πού πάνε αυτά τα χρήματα. Σε ποιο ΑΦΜ κόβοντσι οι αποδείξεια…. έως πότε θα γίνοντσι κομπίνες και εισαγγελείς και ανακριτές δεν θα βλέπουν τίποτα? Ας σταματήσει συτή η απάτη.

  • 29 Μαρτίου 2015, 17:37 | δρ Κουτσούκος Αναστάσιος

    Κύριε Υπουργέ
    αυτήν τη στιγμή που η Ελλάδα παρακαλεί για δάνειο 2 δις στην Ελβετία βρίσκονται περίπου 800 δις από καταθέσεις Ελλήνων. Γιατί δεν κινούνται οι εισαγγελείς και οι ανακριτές να πάρουν πίσω τα χρήμστα ή να τα φορολογήσουν. Λέγετσι όυι αυτσ τα χρήματσ ανήκουν μόνο σε 50 χιλιάδες Έλληνες. Οι εισαγγελείς και οι δικσστές που θέλουν τα αναδρομικά τους μλονο γιστί δρν κάνουν ενδφγρο γισ επκστροφή των χρημάτων

  • 29 Μαρτίου 2015, 14:16 | ΔΡΑΚΟΥΛΑ ΜΑΡΙΑ

    ΟΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΑΙΤΗΜΑΤΑ που προτείνουμε,σε σχέση με το νέο νομοσχέδιο,είναι τα κάτωθι:ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ:1)Στο άρθρο 56 Π.Κ. να προστεθεί παράγραφος ως εξής:
    «Η ρύθμιση του παρόντος εφαρμόζεται και στους καταδίκους που εκτίουν συνολική ποινή κατ’ άρθρο 551 Κ.Π.Δ. ή εκτίουν περισσότερες ποινές κατ’ άρθρο 105 παρ. 3 Π.Κ.,χωρίς να έχει γίνει καθορισμός συνολικής ποινής,εφόσον καμιά από τις συντρέχουσες ποινές δεν υπερβαίνει τα δέκα ετή κάθειρξη»2)Στο άρθρο 105 να προστεθούν τα εξής:α)Στην παράγραφο 2 να προστεθεί στο τέλος του α’ εδάφιου το εξής εδάφιο:
    «…ή έχει υπαχθεί στις περιπτώσεις της παρ.7 του παρόντος και δεν απολύεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 110Α’ Π.Κ..Η εφαρμογή της παρ.6 του παρόντος αποκλείεται.»β)Να προστεθεί στο άρθρο 105 παρ.7 περίπτωση στ’ ως εξής:
    «στ)για κρατούμενους που παραμένουν και νοσηλεύονται σε Θεραπευτικά καταστήματα ή Νοσοκομεία για όσο διαρκεί η νοσηλεία τους,εφόσον αυτό το ευεργέτημα δεν τους χορηγείται για άλλον λόγο.»γ)Κατάργηση ΟΛΗΣ της παρ.8.Δεν έχει λόγω ύπαρξης εφόσον μπήκε ο όρος «κάθε ήμερα κράτησης» αντί του όρου «κάθε μέρα παραμονής σε σωφρονιστικό κατάστημα» στην αρχή της παραγράφου 7 του άρθρου 105.Δεν χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης με την παρ.8.Τα καλύπτει όλα.Θα μπορούσε ακόμη και να αντικατασταθεί με την παράγραφο 8 των μεταβατικών διατάξεων του νομοσχεδίου όπως προτείνουμε όμως παρακάτω στις μεταβατικές διατάξεις.9.Το άρθρο 110Α’ Π.Κ. τροποποιείται ως εξής:
    «1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105,106 και 107,εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε τακτική αιμοκάθαρση ή από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικός ή από κακοήθη νεοπλάσματα ή έχει υποστεί μεταμόσχευση καρδιάς,ήπατος ή μυελού, καθώς και από γεροντική άνοια έχοντας υπερβεί το εβδομηκοστοπέμπτο έτος της ηλικίας του ή κίρρωση του ήπατος με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.
    2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται χωρίς την συνδρομή των άρθρων 105 και 106 και στους καταδίκους οι οποίοι:α)εκτίουν ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης,έχουν αναπηρία με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω ή έχουν ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω εφόσον διακριβωθεί με τη διαδικασία της ειδικής πραγματογνωμοσύνης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης τους και έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο της ποινής τους.Σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης η απόλυση χορηγείται μόνο εφόσον ο κρατούμενος έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο δέκα έτη και διαθέτει ποσοστό αναπηρίας 80% ή παραπάνω.
    3.Η διακρίβωση των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2 γίνεται μετά από αίτηση του καταδίκου από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας διατάσσει, μετά την υποβολή της αίτησης, ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2 και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ). Την κατά τα άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή την βεβαίωση από το ΚΕΠΑ υποβάλλει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών μαζί με την πρότασή του. Η υπ’ αριθμόν 164484/18-12-2009 (ΦΕΚ Β΄52/25-01-2010) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εφαρμόζεται αναλόγως.
    4.Η απόλυση υπό όρο κατά τις παραγράφους 1 και 2,σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου,χορηγείται μόνο μια φορά και επεκτείνεται αυτοδικαίως σε όλες τις συντρέχουσες στην έκτιση ποινές,για τις οποίες μπορεί να καθοριστεί συνολική ποινή κατ’ άρθρο 551 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
    5.Η καταδίκη κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας για πράξη που τελέστηκε πριν την έναρξη της έκτισης της ποινής,για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση υπό όρο,δεν επιφέρει την ανάκληση της απόλυσης.
    6.Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του παρόντος δύναται να επιβληθεί ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα.Ανάκληση απόλυσης για παραβίαση του όρου αυτού δεν χωρεί όταν αυτή προκλήθηκε για λόγους υγείας.Στις ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (άρθρο 9 του νομοσχεδίου) να προστεθούν τα εξής:1)Η παράγραφος 8 αντικαθίσταται και συμπληρώνεται ως εξής:«Η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 105 Π.Κ. εφαρμόζεται αναδρομικά από την έναρξη ύπαρξης των λόγων χόρήγησης του ευργετικού υπολογισμού,δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 46 παρ.3 του Ν.2776/1999 και ησύμπλήρωση ολόκληρου του χρόνου έκτισης της ποινής με τον μερικό ή ολικό συνυπολογισμό του άνω ευεργετήματος επιφέρει την πλήρη απότιση της.»2)Να προστεθεί παράγραφος 9 στις μεταβατικές διατάξεις ως εξής:«Στους καταδίκους που κατά το παρελθόν απολύθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110Α’ Π.Κ. και η απόλυση έχει ανάκληθεί κατ’αρθρον 107 Π.Κ.,οι ανακλήσεις αυτές ανακαλούνται αυτοδικαίως και θεωρούνται ως μη γενόμενες.»

  • 29 Μαρτίου 2015, 10:39 | Νικ. Λαγο.

    Κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης

    Θα πρέπει να υπαρχη στο Κ.Ποιν.Δ και αθρο που να προβλέπει την τιμωρία των δικαστικών λειτουργών της κυριας ανάκρισης που δίνουν την εντολή προφυλάκισης. Σε ατομα που αποδιδει αθωον το δικαστήριο.
    Σε φυλάκιση ενός μηνός το ελαχιστο για να γνωρίσει τη σημαντική βλαβη που προξενεί η άδικη απόφαση του.
    Οταν αυτη μαλιστα προερχεται από αδιαφορία να διαβάζει και να εφαρμόσει τον νόμο οπως ο νομοθέτης ορίζει. Θεωρώ αδικο να στηρίζετε μια κατηγορία σε νομο που εχει καταργηθει από τον Μάιο, ν.3386/2005
    Να εφαρμοστεί το Νοέμβριο του 2014.
    Να παραβλέπουν τη διάταξη του Συνταγματος αθρο 9 ασυλο κατοικίας και της προϋπόθεσης του αθρου 253 το ΚΠΟΙΝΔ για να γίνει νόμιμη ερευνα.
    Σιγουρα θα πρέπει να γνωρίζει το Υπουργείο σας οτι υπάρχουν και αναξιόπιστη δικαστική μεσα στους πολλούς άξιους. Από τους αδιάφορους και ανικανους εισαγγελέα και αανακριτή κλονηζετε η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στην δικαιοσύνη.
    Συγνωμη για την ορθογραφια, είναι του δημοτικου σχολείου.

  • 29 Μαρτίου 2015, 00:51 | Μαρία-Σοφία Βαΐτση – Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών

    – Αναφορικά με την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Ποινικού Κώδικα, προτείνω να διατυπωθεί ως εξής :

    » Αν το θύμα δεν συμπλήρωσε ακόμη το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, λόγω μυϊκής, νοητικής ή ψυχικής αδυναμίας του, και ο δράστης το έχει στην επιμέλεια ή στην προστασία του, ή ανήκει στο σπίτι του δράστη, ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας, ή που του το έχει αφήσει στην εξουσία του ο υπόχρεος για την επιμέλειά του, ή που του το έχουν εμπιστευθεί για ανατροφή, διδασκαλία, επίβλεψη, ή φύλαξη έστω προσωρινή, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.»

    Η διαπίστωση της «αδυναμίας του θύματος να υπερασπιστεί τον εαυτό του» -ειδικά στην περίπτωση ενηλίκου θύματος- καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής κατά την αποδεικτική διαδικασία, με αποτέλεσμα κατά τη δικαστηριακή πρακτική να κρίνεται συνήθως ως «αδύναμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του» ο ανάπηρος, ο πευματικά ή σωματικά ασθενής, ο υπέργηρος, ήτοι στις περιπτώσεις διαπιστωθείσας σωματικής ή ψυχικής νόσου. Ωστόσο, εφόσον ο σκοπός του νομοθέτη είναι να προστατεύσει όχι μόνο τον σωματικά και ψυχικά ασθενή, αλλά και το μυϊκά αδύναμο θύμα έναντι του μυϊκά δυνατού δράστη, καθώς και το θύμα που δεν διαθέτει εκ της ιδιοσυγκρασίας του το ψυχικό σθένος να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι του έχοντος ισχυρή προσωπικότητα δράστη, θεωρώ πως θα πρέπει να διασαφηνισθεί η φράση «δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του» με την προσθήκη της φράσης «λόγω μυϊκής, νοητικής ή ψυχικής αδυναμίας του» .

    – Αναφορικά με την τροποποίηση του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 312 του Ποινικού Κώδικα, προτείνω να διατυπωθεί ως εξής :

    » Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με παραμέληση των υποχρεώσεών του προς τα προαναφερόμενα πρόσωπα παραλείπει να ενεργήσει προς αποτροπή της επέλευσης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας των προσώπων αυτών και εξαιτίας της παράλειψής του αυτής γίνεται αιτία να υποστούν σωματική κάκωση ή βλάβη της σωματικής ή ψυχικής τους υγείας.»

    Η συμπλήρωση της ανωτέρω διάταξης με τη φράση «παραλείπει να ενεργήσει προς αποτροπή της επέλευσης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας των προσώπων αυτών και εξαιτίας της παράλειψής του αυτής» κρίνεται αναγκαία προκειμένου αφενός να προσδιοριστεί με σαφήνεια ο τρόπος τέλεσης της εγκληματικής πράξης του δράστη δια παραλείψεως (άρθρο 15 ΠΚ), αφετέρου να καθίσταται ευχερέστερη για το δικαστή η διαπίστωση συνδρομής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης ενέργειας -στην οποία ο δράστης όφειλε να προβεί και στην οποία δεν προέβη παραμελώντας τις υποχρεώσεις του έναντι του θύματος- και της προκληθείσας σωματικής κάκωσης ή βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας του δράστη.

    Επιπρόσθετα, εφόσον ο σκοπός του νομοθέτη είναι να θέσει τον «υπεύθυνο» εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, διευθυντή ιδρύματος, ή έχων την υπεύθυνη επιμέλεια άλλου προσώπου προ των ευθυνών του και να λειτουργήσει προληπτικά και όχι μόνο κατασταλτικά με την επιβολή κυρώσεων στους ήδη παραβάτες, θεωρώ αναγκαίο, η ανωτέρω ορθώς θεωρούμενη ως «εγκληματική» παραμέληση των υποχρεώσεων του δράστη να τυποποιηθεί ως αξιόποινη πράξη τελεσθείσα όχι μόνο με δόλο (όπως έχει ήδη τεθεί στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου) αλλά και από αμέλεια, με επαπειλούμενη ποινή, ενδεχομένως, αυτή της φυλάκισης.

  • 28 Μαρτίου 2015, 23:47 | δρ Κουτσούκος Αναστάσιος

    Κύριε Υπουργέ
    επαναλαμβάνω ότι οι αρμόδιοι εισαγγελείς και ανακριτές και δικαστές κατά την γνώμη του κόσμου δεν μπορούν να βγάλουν πέρα υποθέσεις μςγάλης διαφθοράς διαφυγής χρημάτων στο εξωτερικό κλπ… οπότε παράλληλα μσ αυτούς ας υπάδχει τριμελής επιτροπή πολιτών που θα αποφαίντσι για να μην μπαλινει η υπόθεση στο αρχείο. ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ ότι υπάρχει πρόβλημα σε αυτό το σημείο. ΥΠΟΘΈΣΕΙΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΔΙΑΦΥΓΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΙΩΝ ΔΙΩΚΤΙΚΒΝ ΑΡΧΩΝ ΔΕΝ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΙΜΟΣ ΕΝΤΟΣ ΣΞΑΜΗΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΦΑΓΓΕΛΙΑ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. ΕΛΕΟΣσημείο. λσ

  • 28 Μαρτίου 2015, 22:48 | δρ Κουτσούκος Αναστάσιος

    Κύριε Υπουργέ
    αποκαλύπτετσι όυι σήμερα στην Ελβρτία βρίσκονται 800 δις ρυρώ υην στιγμξ που έχουν συτοκτονήσει στην Ελλάδα 6 χιλάδες δανειολήπτες. Παρακαλω να ξηλώσετε τους αρμόδιους εισαγγελείς και δικαστές όπως και όλους τους αρμόδιους των υπηρεσιών ελέγχου εξαγωγής χρημάτων με το σκεπτικό της συνυπευθυνόυητσς σσ παρανοομίες δις ευρώ και το σκεπτικό της ανικανότητας.επίσηε να περάσει διάταξη να επιστρέψουν ή να κατασχεθούν τα χρήματα αυτά και να δημευτούν οι περιουσίες των φοροδιαφρυγλοντων.

  • 28 Μαρτίου 2015, 16:17 | Νικ. Λαγο.

    Κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης
    Θα πρέπει με την ευκαιρία αφτί να δούμε και και το ν.4251/2014 αθρο 29 παρ.6 και 30 παρ.1 περ. β»
    Δεν χωραει στην κεινη λογική να καταστραφεί καποιος που θέλει να βοηθήσει ανθρώπους να σωσουν τη ζωή τους, φεύγοντας από μία εμπολεμη χώρα οπως η Συρία καί αλλες, για να βρουν ασυλο σε μια πιο ασφαλή χωρα. Αυτός να θεωρηθεί οτι εκανε κακούργημα, οπως αυτός ο νόμος ορίζει. Παρολο που αυτή η πραξη εγεινε κακούργημα απο πλημμλειμα που ηταν το μονο που καταφέρνει είναι να γεμίζει της φυλακές απο Έλληνες ενώ δεν μιοσε το ρευμα των μεταναστών που διέρχονται την χωρα μας, αντιθέτως αυξήθηκε η επικινδυνότητα του τροπου διέλευσης προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτη, από ανθρώπους που γνωρίζουν το νόμο αυτό. Αυτη δε που δεν το γνωρίζουν δεν χρησιμοποιουν επικινδυνα μεσα και τροπους. (Γιαυτο και συλαμβανονται)
    Στην κινεί λογική του Ελληνα δεν μπορεί να είναι παρανομο η βοηθεια προς έξοδο μεταναστών από την χώρα, η Υπατη Αρμοστεια συνιστά παροχή προστασίας σε ατομα από χώρες κατεστραμμένες από ενοπλει συγκρουση.
    Συμβαση του 1951.
    Μπορουμε ομως να κρατησουμε ολους τους πρόσφυγες που ζητούν ασυλο στην Ευρωζώνη διά της βίας στη χώρα μας κιαν ακόμα η Ευρωζώνη το θελει αυτό.
    Θεωρώ αντί για Δουβλίνο 1,2,και 3 να ειπαρχη ίση κατανομή των προσφύγων σε ολες της αναπτυγμένες χώρες όπου αφτί προτιμούν και βάση πληθυσμού, αλλιώς συντομα θα ειμαστε μιονοτητα στην χώρα μας, ισως αυτό να επιδιώκεται από καποια αλλη δύναμη.
    Παρακαλω να το κανετε παλι πλημμελειμα και να το κανουμε γνωστοποίηση σε ολα τα ΜΜΕ