Αρθρο 18 – Συμβάσεις και συνεργασίες μεταξύ δημόσιων αρχών

1. Μια δημόσια σύμβαση που ανατίθεται από μια αναθέτουσα αρχή / αναθέτοντος φορέα σε άλλο νομικό πρόσωπο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, εάν πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:
α) η αναθέτουσα αρχή / αναθέτων φορέας ασκεί επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών•
β) τουλάχιστον το 80% των δραστηριοτήτων του εν λόγω νομικού προσώπου διεξάγονται για την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή / τον ελέγχοντα αναθέτοντα φορέα ή για άλλα νομικά πρόσωπα που υπόκεινται στον έλεγχο της εν λόγω αναθέτουσας αρχής•/ αναθέτοντος φορέα
γ) δεν υπάρχει ιδιωτική συμμετοχή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο με εξαίρεση την από νόμο απαιτούμενη ιδιωτική συμμετοχή, με μορφή τέτοια ώστε να μην δίνεται στον ιδιώτη η δυνατότητα ελέγχου και παρεμπόδισης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, και υπο την προϋπόθεση ότι δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.
Μια αναθέτουσα αρχή / αναθέτων φορέας θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί ενός νομικού προσώπου ανάλογο με τον έλεγχο που ασκεί στις υπηρεσίες της κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), όταν ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις του υπό έλεγχο νομικού προσώπου. Ο έλεγχος μπορεί να ασκείται και από τρίτο νμικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχεται κατά τον ίδιο τρόπο από την αναθέτουσα αρχή / αναθέτοντος φορέα.
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση που ένα υπό έλεγχο νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι αναθέτουσα αρχή / αναθέτων φορέας, αναθέτει μια σύμβαση στην αναθέτουσα αρχή / αναθέτοντος φορέα που ασκεί επ’ αυτού τον έλεγχο ή σε άλλο νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο της ίδιας αναθέτουσας αρχής / του ιδίου αναθέτοντος φορέα, εφόσον δεν υπάρχει ιδιωτική συμμετοχή στο νομικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η δημόσια σύμβαση, με εξαίρεση την από νόμο απαιτούμενη ιδιωτική συμμετοχή, με μορφή τέτοια ώστε να μην δίνεται στον ιδιώτη η δυνατότητα ελέγχου και παρεμπόδισης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, και υπο την προυπόθεση ότι δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.
3. Μια αναθέτουσα αρχή / αναθέτων φορέας, η οποία δεν ασκεί σε ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου έλεγχο κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορεί εντούτοις να αναθέσει στο νομικό αυτό πρόσωπο δημόσια σύμβαση χωρίς να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος νόμου , υπό τις ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:
α) η αναθέτουσα αρχή / ο αναθέτων φορέας ασκεί από κοινού με άλλη αναθέτουσα αρχή / αναθέτολντα φορέα επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών•
β) τουλάχιστον το 80% των δραστηριοτήτων του εν λόγω νομικού προσώπου διεξάγονται για τις ελέγχουσες αναθέτουσες αρχές / αναθετόντων φορέων ή για άλλα νομικά πρόσωπα που υπόκεινται στον έλεγχο των ίδιων αναθετουσών αρχών•/ αναθετόντων φορέων
γ) δεν υπάρχει ιδιωτική συμμετοχή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση την από νόμο απαιτούμενη ιδιωτική συμμετοχή, με μορφή τέτοια ώστε να μην δίνεται στον ιδιώτη η δυνατότητα ελέγχου και παρεμπόδισης της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, και υπο την προυπόθεση ότι δεν ασκεί αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.
Για τους σκοπούς του στοιχείου α), θεωρείται ότι οι αναθέτουσες αρχές ελέγχουν από κοινού ένα νομικό πρόσωπο εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:
α) τα όργανα λήψης αποφάσεων του υπό έλεγχο νομικού προσώπου απαρτίζονται από εκπροσώπους όλων των αναθετουσών αρχών που συμμετέχουν•στον κοινό έλεγχο. Μεμονωμένοι εκπρόσωποι μπορούν να εκπροσωπούν μερικές ή όλες τις συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές
β) οι εν λόγω αναθέτουσες αρχές είναι σε θέση να ασκούν από κοινού αποφασιστική επιρροή στους στρατηγικούς στόχους και τις σημαντικές αποφάσεις του υπό έλεγχο νομικού προσώπου•
γ) το υπό έλεγχο νομικό πρόσωπο δεν επιδιώκει τυχόν συμφέροντα που αποκλίνουν από αυτά των αναθέτουσων αρχών / αναθετόντων φορέων που ασκούν τον κοινό έλεγχο.
4. Μια συμφωνία ή σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών / αναθέτοντων φορέων δεν θεωρείται δημόσια σύμβαση κατά την έννοια της παραγράφου 2, στοιχ. α του άρθρου 2του παρόντος νόμου, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:
α) η συμφωνία / σύμβαση καθιερώνει ή εφαρμόζει μία συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών, στο πλαίσιο της από κοινού εκπλήρωσης των καθηκόντων τους παροχής δημόσιας υπηρεσίας με στόχο την επίτευξη κοινών σκοπών.
β) η συνεργασία διέπεται αποκλειστικά από λόγους δημοσίου συμφέροντος•
γ) οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές δεν εκτελούν ελεύθερα στην αγορά πάνω από το 20 % του κύκλου εργασιών των δραστηριοτήτων τους που είναι σχετικές με το περιεχόμενο της συμφωνίας•
Για τον προσδιορισμό των ποσοστών των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις παράγραφους 1 στοιχείο β), 3 στοιχείο β )και 4 στοιχείο γ), λαμβάνεται υπόψη ο μέσος συνολικός κύκλος εργασιών της σχετικής αναθέτουσας αρχής όσον αφορά τις υπηρεσίες, τα αγαθά και τα έργα κατά την τριετεία που προηγείται της σύναψης της σύμβασης. Αν, λόγω της ημερομηνίας κατά την οποία δημιουργήθηκε ή προέβη στην έναρξη των δραστηριοτήτων της η εν λόγω αναθέτουσα αρχή ή λόγω αναδιοργάνωσης των δραστηριοτήτων της, ο κύκλος εργασιών της για την τελευταία τριετία δεν είναι διαθέσιμος ή δεν είναι πλέον επίκαιρος, αρκεί να αποδειχθεί ότι η πραγματοποίηση του κύκλου εργασιών είναι πιθανή, ιδίως μέσω προβολών για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της.