Στην παρ. 3 του άρθρου 40 του ν. 4779/2021 (Α΄ 27), περί μεταβίβασης ραδιοφωνικών επιχειρήσεων, προστίθεται τελευταίο εδάφιο και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Επιτρέπεται η μεταβίβαση επιχείρησης που κατέχει άδεια ραδιοφωνικού σταθμού ελεύθερης λήψης. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για καθολική μεταβίβαση, κατά τις σχετικές κοινές διατάξεις. Κάθε τέτοια μεταβίβαση στο σύνολό της ή μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων ή μετοχών εταιρείας που κατέχει άδεια σε ποσοστό τουλάχιστον ένα τοις εκατό (1%) του κεφαλαίου, εντός ή εκτός του Χρηματιστηρίου, κάθε σύσταση νέας εταιρείας με τη συμμετοχή επιχείρησης αυτής της κατηγορίας και γενικά κάθε μετασχηματισμός της εταιρείας, γνωστοποιείται μέσα σε δέκα (10) ημέρες στο Ε.Σ.Ρ. με κατάθεση αντιγράφου του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού βέβαιης χρονολογίας ή της σχετικής σύμβασης που πρέπει να περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο, ή τον κατά περίπτωση άλλον τύπο δημοσιότητας. Το Ε.Σ.Ρ. ελέγχει τα σχετικά έγγραφα, δυνάμενο να καλεί σε ακρόαση τους κατά περίπτωση ενδιαφερομένους, προβαίνει στον έλεγχο των μέσων χρηματοδότησης της εταιρείας και των εταίρων ή μετόχων σύμφωνα με τον ν. 3592/2007 (A’ 161) και αποφασίζει για την έγκριση ή μη της μεταβίβασης ή του μετασχηματισμού. Σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω επιβάλλονται οι προβλεπόμενες στον ν. 2328/1995 (A’ 159) κυρώσεις. Στο Ε.Σ.Ρ. γνωστοποιείται, επίσης, κάθε τροποποίηση του καταστατικού εταιρείας. Tα ανωτέρω ισχύουν και για τις ραδιοφωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν υπαχθεί στην περ. στ) της παρ. 9 του άρθρου 8 του ν. 3592/2007 (Α’ 161), περί της διαδικασίας αδειοδότησης τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 40 του ν. 4487/2017 (Α’ 116), περί καταργούμενων διατάξεων.».
Με το άρθρο 30 του σχεδίου νόμου δρομολογείται η τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του ν. 4779/2021. Ειδικότερα, προστίθεται ένα τελευταίο εδάφιο, το οποίο ορίζει ότι μεταβίβαση ραδιοφωνικής επιχείρησης επιτρέπεται και για τις «ραδιοφωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν υπαχθεί στην περ. στ) της παρ. 9 του άρθρου 8 του ν. 3592/2007 περί της διαδικασίας αδειοδότησης τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 40 του ν. 4487/2017, περί καταργούμενων διατάξεων».
Η εξαιρετική και ήδη σήμερα καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 8 παρ. 9 περ. στ’ του ν. 3592/2007 (η οποία προστέθηκε με το άρθρο 32 του ν. 4109/2013) προέβλεπε ότι: «Σε περίπτωση οριστικής παύσης ή διακοπής τουλάχιστον επί εξάμηνο της λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού ή καθυστέρησης καταβολής επί τετράμηνο των αποδοχών στο 1/3 τουλάχιστον του προσωπικού ή του 1/3 των συνολικών αποδοχών του από τους υπόχρεους προς τούτο, η άδεια λειτουργίας του ραδιοφωνικού σταθμού ανακαλείται από τον ως τότε αδειούχο της. Ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης από το ήμισυ πλέον ενός τουλάχιστον των εργαζομένων – περιλαμβανομένου του 1/3 τουλάχιστον των δημοσιογράφων αν πρόκειται για ενημερωτικό σταθμό – χορηγείται σε αυτούς άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού στην αντίστοιχη συχνότητα με πρόταση του ΕΣ.Ρ. και απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε.. Ειδικώς για την περίπτωση αυτή και κατ` εξαίρεση των οριζόμενων, στην επόμενη παράγραφο 10, το ελάχιστο καταβεβλημένο κεφάλαιο, καθώς και τα ίδια κεφάλαια των υποψηφίων και τα ποσά εγγυητικών επιστολών καθορίζονται από το Ε.Σ.Ρ. που εκτιμά τις περιστάσεις μέχρι του 35% αυτού».
Η κατάργηση της εν λόγω διάταξης κρίθηκε επιβεβλημένη για λόγους υγιούς ανταγωνισμού και συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο, όπως επιβεβαιώνει και η αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 40 περ. ι’ του ν. 4487/2017 («η διασφάλιση υγιών συνθηκών λειτουργίας της αγοράς και της επί ίσοις όροις συμμετοχής σε αυτήν καθιστούν απαραίτητη την κατάργησή της περίπτωσης στ’ της παρ.9 του άρθρου 8 του ν.3592/2007»). Την κατάργηση της ρύθμισης είχε εισηγηθεί και ο ΟΟΣΑ, στην έκθεση για την αξιολόγηση του ανταγωνισμού στην Ελλάδα το 2017. Ασφαλώς η κατάργηση της διάταξης δεν επηρέασε τη λειτουργία όσων ραδιοφωνικών σταθμών είχαν ήδη υπαχθεί στο εξαιρετικό καθεστώς, δυνάμει αποφάσεων που έκαναν δεκτή τη μεταβολή του φορέως του ραδιοφωνικού σταθμού, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να εκπέμπουν μέχρι σήμερα τουλάχιστον 3 σταθμοί υπό τον έλεγχο και την ευθύνη των εργαζομένων (εξ και ο όρος «αυτοδιαχειριζόμενα ραδιόφωνα»).
Σκοπός του νομοθέτη ήταν να διασφαλιστούν, κατά το δυνατόν, τα συμφέροντα των εργαζομένων, ενόψει της αποδεδειγμένης οικονομικής αδυναμίας της επιχείρησης και όχι να παραχωρηθεί στους εργαζόμενους – και μάλιστα στο διηνεκές – δυνατότητα εκποίησης προς τρίτους του δικαιώματος να χρησιμοποιούν μία ραδιοφωνική συχνότητα (που αποτελεί δημόσιο και σπάνιο αγαθό). Εφαρμόζοντας τον νόμο, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης έχει κρίνει ότι ο έλεγχος της ραδιοφωνικής επιχείρησης πρέπει να ασκείται και να διατηρείται αποκλειστικά από τους εργαζόμενους, «ως ευχερώς συνάγεται από τον σκοπό που εξυπηρετεί η οικεία θεσπισθείσα και ήδη καταργηθείσα διάταξη». Τη θέση αυτή υιοθέτησε και το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την πρόσφατη υπ’ αριθ. 1205/2024 απόφασή του, κρίνοντας ότι «μετά την έγκριση της μεταβολής του φορέα του σταθμού, στο πλαίσιο των επιχειρηματικών αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εκτίμηση των δεδομένων που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας αυτού, δεν αποκλείεται, η μείωση του αρχικού αριθμού των εταίρων – εργαζομένων, ακόμη και κάτω του καθοριζομένου στον νόμο ορίου για την υποβολή της αιτήσεως για την έγκριση της μεταβολής του φορέα του σταθμού, εφ’ όσον, πάντως, διασφαλίζεται ότι ο σταθμός συνεχίζει να λειτουργεί υπό τη διοίκηση των εναπομεινάντων εταίρων – εργαζομένων με τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά και, συνεπώς, η λειτουργία του σταθμού εξακολουθεί να υπηρετεί τον σκοπό, για τον οποίο θεσπίσθηκε η εξαιρετική ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 9 περ. στ΄ του ν. 3592/2007».
Συνεπώς, κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά την κατάργηση της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 9 περ. στ΄ του ν. 3592/2007, ο μοναδικός λόγος για τον οποίον εξακολουθεί να είναι νόμιμη η συνέχιση της λειτουργίας όσων σταθμών είχαν υπαχθεί σε αυτήν, είναι αποκλειστικά και μόνον η εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίον αυτή είχε αρχικώς θεσπιστεί, ήτοι η προστασία των εργαζομένων. Η εξασφάλιση της προστασίας αυτής, κατά το ΣτΕ αποτελεί θεμελιώδη όρο και αναγκαία προϋπόθεση για την εξακολούθηση της λειτουργίας των αυτοδιαχειριζόμενων σταθμών.
Η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση – κόντρα στη νομολογία του ΣτΕ – έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ως άνω επιδιωκόμενο σκοπό. Και αυτό διότι οι μέχρι σήμερα προστατευόμενοι εργαζόμενοι δύνανται αίφνης να μεταβιβάσουν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία διατηρούσαν υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, κατά παράβαση ακριβώς των όρων και των προϋποθέσεων αυτών.
Δεδομένου ότι οι συγκεκριμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί κατ’ εξαίρεση μέχρι σήμερα παραμένουν σε λειτουργία (αποκλειστικά και μόνον για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων), η επιχειρούμενη, δια της προτεινόμενης ρύθμισης, αναιτιολόγητη αποκοπή του δεσμού μεταξύ των εργαζομένων και των αυτοδιαχειριζόμενων από αυτούς ραδιοφωνικών σταθμών θα ανέτρεπε το μοναδικό θεμέλιο στο οποίο ερείδεται η νομιμότητα της λειτουργίας των τελευταίων. Κατά λογική και νομική αναγκαιότητα όμως, η αποκοπή αυτή θα έπρεπε να οδηγήσει στη διακοπή της λειτουργίας τους. Κάθε διαφορετική προσέγγιση έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού και τον ενωσιακό δίκαιο. Εφόσον η διασφάλιση υγιών συνθηκών λειτουργίας της αγοράς επέβαλε την κατάργηση της εξαιρετικής ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 9 περ. στ΄ του ν. 3592/2007, κατά μείζονα λόγο η επιχειρούμενη σήμερα κατάφορη στρέβλωση του νομοθετικού καθεστώτος λειτουργίας των αυτοδιαχειριζόμενων σταθμών, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, ανατρέπει κάθε έννοια ισότητας και ναρκοθετεί την επικείμενη και πολλαπλώς εξαγγελθείσα διαδικασία αδειοδότησης ραδιοφωνικών σταθμών.
Όλα δε τα ανωτέρω επιχειρούνται χωρίς έχει προηγηθεί διαβούλευση ή συζήτηση με τους αρμόδιους φορείς του κλάδου της ραδιοφωνίας και χωρίς να έχει εκπονηθεί κάποια τεχνική ή οικονομική μελέτη, που να δικαιολογεί ή να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους η δρομολογούμενη ρύθμιση είναι τεχνικά εφικτή, οικονομικά βιώσιμη και πάντως καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αιτιολογημένη.