Άρθρο 1 – Σκοπός

Σκοπός του παρόντος είναι η ανασυγκρότηση και ανάπτυξη των περιοχών των Νομών Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Αρκαδίας, Κορινθίας, Ευβοίας, Αττικής, Αιτωλοακαρνανίας, Μαγνησίας, Αχαΐας, Αργολίδας, Λάρισας, Άρτας, Θεσπρωτίας, Ζακύνθου, Φθιώτιδας Κεφαλληνίας και Βοιωτίας που επλήγησαν από τις πυρκαγιές του έτους 2007 και κηρύχθηκαν πυρόπληκτες, όπως αυτές οριοθετήθηκαν με τις υπ.’αρ. οικ/5285/Α32/31.08.07, οικ/5645/Α32/12.9.07 Κοινές Αποφάσεις του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης & Αποκέντρωσης και την οικ/6374/Α32/10.10.2007 Κοινή Απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και του Υφυπουργού Εσωτερικών (εφεξής οι “Πυρόπληκτες Περιοχές”) με ειδική μέριμνα για τις περισσότερο πληγείσες περιοχές των νομών Αχαΐας και Ηλείας και οποιασδήποτε άλλης περιοχής κηρυχθεί στο μέλλον πυρόπληκτη   καθώς και η θεσμοθέτηση σύγχρονων και ευέλικτων δομών, οργάνων και διαδικασιών που θα διασφαλίζουν τη συγκράτηση των πληθυσμών στις εστίες τους, την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, την περιβαλλοντική προστασία και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

  • 14 Σεπτεμβρίου 2010, 00:12 | Δρ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

    Το παρόν νομοσχέδιο σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται σαν μία σημαντική και απαραίτητη πρωτοβουλία για τις περιοχές που αντιμετώπισαν μεγάλες καταστροφές από τις πυρκαγιές. Και ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετές από τις προβλεπόμενες δράσεις θα ανακουφίσουν εκείνους που επλήγησαν, θα ήθελα σαν ερευνητής εξειδικευμένος σε θέματα δασικών πυρκαγιών, να εκθέσω κάποιους προβληματισμούς που οι νομοθέτες οφείλουν να έχουν υπόψη τους:

    Η πρόβλεψη για την ανασυγκρότηση «οποιασδήποτε άλλης περιοχής κηρυχθεί στο μέλλον πυρόπληκτη» μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε κίνητρο για μαζικούς εμπρησμούς, ιδιαίτερα σε περιοχές που είναι σε οικονομική υποανάπτυξη. Η καταστροφή μπορεί να αποτελέσει τρόπο εξασφάλισης εισροών από το κράτος στην πληγείσα περιοχή. Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από αυτούς που θα καταστραφούν (π.χ. αγρότες) μπορεί να ωφεληθούν κάποιοι (π.χ. εργολάβοι) που ως κάτοικοι πόλεων δεν θα έχουν πληγεί άμεσα. Αυτοί θα είχαν κίνητρο να δουν τον νομό να κηρύσσεται ως πυρόπληκτος. Το φαινόμενο όπου οι οικονομικές εισροές λόγω πυρκαγιών (π.χ. εποχική εργασία στη δασοπυρόσβεση, εργολαβίες αναδασώσεων και έργων αντιπλημμυρικής προστασίας, συγκομιδή και πώληση ξυλείας) οδηγούν στον εμπρησμό των δασών έχει τεκμηριωθεί σε πολλές περιπτώσεις παγκοσμίως.
    Επίσης, εάν δημιουργηθούν παραδείγματα πλούσιας και άνευ όρων αποκατάστασης – ανασυγκρότησης είναι σχεδόν σίγουρο ότι σε όλες τις  περιπτώσεις σημαντικών πυρκαγιών θα υπάρχουν έντονες πιέσεις για την κήρυξη της περιοχής ως πυρόπληκτης. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ακόμη και την εμφάνιση απάθειας ως προς την καταστολή (μη συμβολή πολιτών και τοπικής αυτοδιοίκησης) ως μέσο πίεσης για να γίνει η κήρυξη.
    Η δυνατότητα χρηματοδότησης δράσεων αποκατάστασης έχει οδηγήσει στο παρελθόν σε μη απαραίτητες έως και αρνητικές επεμβάσεις (κορμοδέματα, φράγματα, αναδασώσεις) που εφαρμόστηκαν χωρίς επιστημονικά κριτήρια υπό την πίεση της κοινής γνώμης και άλλων ενδιαφερομένων (εργολάβοι, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης). Το πρόβλημα αποτυπώθηκε έντονα σε Πανελλήνιο Συνέδριο για την «Αποκατάσταση Καμένων Εκτάσεων» που οργανώθηκε τον Δεκέμβριο του 2001, για να συζητηθούν τα προβλήματα αυτού του τύπου που προέκυψαν μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2000. Τα πρακτικά του συνεδρίου είναι διαθέσιμα σε μορφή PDF στον δικτυακό τόπου του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας στη διεύθυνση http://www.fria.gr. Δυστυχώς, η αρχή μεγάλων έργων αποκατάστασης που έγινε τότε επεκτάθηκε ανεξέλεγκτα κατά τα επόμενα έτη, αυξάνοντας κατακόρυφα τα έξοδα αποκατάστασης και   δημιουργώντας σε πολλούς ερωτηματικά για το αν τα κονδύλια που δίνονται αποτελούν ταυτόχρονα και κίνητρο εμπρησμών.
    Οι δύο σημαντικότεροι λόγοι της έξαρσης των πυρκαγιών κατά τα τελευταία έτη είναι η συσσώρευση δασικής βιομάζας στην Ελληνική ύπαιθρο και η δημιουργία περιοχών μίξης δασών-οικισμών. Η συσσώρευση της δασικής βιομάζας προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την εγκατάλειψη της υπαίθρου στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές και στον σχεδόν μηδενισμό της διαχείρισης των δασών σαν αποτέλεσμα της ουσιαστικής διάλυσης της Δασικής Υπηρεσίας από την πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η πρόβλεψη στον υπό διαβούλευση νόμο μέτρων ανασυγκρότησης της αγροτικής οικονομίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης μετά από την καταστροφή, θα έπρεπε κατ’ ελάχιστον να συνοδεύεται από μέτρα διορθωτικά των ανωτέρω αδυναμιών (αναδιοργάνωση και ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας και ουσιαστική διαχείριση των δασών, προσφέροντας εργασία και κίνητρο προστασίας του δάσους στους ορεινούς πληθυσμούς) στα πλαίσια της αρχής «κάλλιον το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν». Ακόμη, στα πλαίσια της οικιστικής ανασυγκρότησης πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη παρεμβάσεων (πολεοδόμησης, ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας) στις ζώνες μίξης δασών-οικισμών αλλά και στους οικισμούς που περιτριγυρίζονται  από πλούσια γεωργική βλάστηση (π.χ. ελαιώνες) ώστε να βελτιωθεί η ασφάλειά τους για το ενδεχόμενο νέας πυρκαγιάς.
    Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα στην πυρκαγιά και όταν η συχνότητα με την οποία καίγονται δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη μπορούν κατά κανόνα να αναγεννηθούν μόνα τους χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου. Κατά κανόνα προϋπόθεση αποτελεί η προστασία τους κατά τα πρώτα μετά την πυρκαγιά έτη από τη βόσκηση, ιδίως δε την υπερβόσκηση. Δυστυχώς, η ανεπάρκεια των κρατικών μηχανισμών δεν εξασφαλίζει πάντοτε την προστασία των καμένων περιοχών με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά μεγάλη καταστροφή της φυσικά αναγεννώμενης βλάστησης (με αποτέλεσμα υποβάθμισή της ή ανάγκη πανάκριβης τεχνητής αναδάσωσης) προς όφελος μερικών βοσκών. Ειδικότερα σε περιπτώσεις εκτεταμένων πυρκαγιών όπως στην Ηλεία, οι βοσκοί δεν έχουν επιλογές ως προς το που θα βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Ο εγκλεισμός των ζώων τους σε στάνη αλλάζει τελείως το μοντέλο διαχείρισης σε ένα νέο με το οποίο δεν είναι εξοικειωμένοι. Η πρόβλεψη λοιπόν στον νόμο για την» αποκατάσταση των υποδομών γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής» πρέπει να αναγνωρίζει αυτό το πρόβλημα και να εξασφαλίζει την απαραίτητη υποστήριξη (π.χ. επιστημονική υποστήριξη, ζωοτροφές) στους πληττόμενους κτηνοτρόφους όχι όμως σε βάρος του δάσους. Ταυτόχρονα πρέπει να διασφαλίζεται και ο αποτελεσματικός έλεγχος της εφαρμογής της απαγόρευσης της βοσκής στις καμένες περιοχές από τη Δασική Υπηρεσία.
    Στα πλαίσια του νόμου πρέπει να προβλέπεται η παρακολούθηση της εμφάνισης παράνομων δραστηριοτήτων στις καμένες περιοχές (παράνομη δόμηση, αλλαγές χρήσης γης, κλπ.) με τη βοήθεια δορυφορικών εικόνων, όπως προβλέφθηκε από το ΥΠΕΚΑ για την Ανατολική Αττική.

    Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος
    Δασολόγος – Ειδικός στις Δασικές Πυρκαγιές
    Ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας