Άρθρο 34 (άρθρο 16 Οδηγίας 2010/53/ΕΕ) – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εμπιστευτικός χαρακτήρας και ασφάλεια της επεξεργασία

1. Κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται με τη δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων υπόκειται στις διατάξεις του ν. 2472/1997, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι οργανισμοί αφαίρεσης, οι Μονάδες Μεταμόσχευσης και ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία τεχνικά μέτρα, ώστε να τηρούνται οι κανόνες σχετικά με τη συλλογή, την καταχώριση, την οργάνωση, την αποθήκευση, την τροποποίηση, τη χρήση, τη διαβίβαση, τη συσχέτιση, τη διασύνδεση, τη διαγραφή και την καταστροφή των προσωπικών δεδομένων του δότη και του λήπτη οργάνων. Επίσης οφείλουν να μεριμνούν για την τήρηση των αρχών σχετικά με την ποιότητα των δεδομένων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 2472/1997, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Παραβάσεις των κανόνων αυτών, όπως μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, στα αρχεία προσωπικών δεδομένων σχετικά με τη δωρεά και μεταμόσχευση οργάνων τιμωρείται κατά τις διατάξεις του ν. 2472/1997, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
2. Οι οργανισμοί αφαίρεσης, οι Μονάδες Μεταμόσχευσης και ο Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων οφείλουν να λαμβάνουν τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ανωνυμοποίηση των πληροφοριών, ώστε η ταυτότητα του δότη και του λήπτη οργάνων να μην δύναται να αποκαλυφθεί στο δότη, στον λήπτη και στις οικογένειες αυτών. Η παράβαση του κανόνα αυτού τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
3. Πέραν των ιατρών που συμμετέχουν στην αφαίρεση ή/και τη μεταμόσχευση οργάνων, μπορούν να έχουν πρόσβαση στα σχετικά αρχεία προσωπικών δεδομένων οι ιατροί που παρέχουν περίθαλψη στον δότη και τον λήπτη, σύμφωνα με το άρθρο 10 σχετικά με την εξασφάλιση ιχνηλασιμότητας και μόνο για θεραπευτικό σκοπό.
4. Οι επαγγελματίες υγείας που συμμετέχουν στην αφαίρεση και μεταμόσχευση οργάνων υπόκεινται στον κανόνα προστασίας του ιατρικού απορρήτου που προβλέπει ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 3418/2005 (287 Α) και το άρθρο 371 Ποινικού Κώδικα.