Άρθρο 33 Σώματα εποπτών – Τροποποίηση του άρθρου 109 του ν. 4261/2014 (παρ. 40 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/878)

Μετά την παρ. 2 του άρθρου 109 του ν. 4261/2014 (Α΄107) προστίθεται παρ. 2Α, στο τέλος της παρ. 5 προστίθεται τελευταίο εδάφιο και το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 109
Σώματα εποπτών
(άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που αναφέρονται στα άρθρα 105 και 106 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 107 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων απορρήτου της παρ. 3 και του ενωσιακού δικαίου, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.
2. Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, της ΕΑΤ και των άλλων ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,
β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, σε περιπτώσεις που αυτή ενδείκνυται,
γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 91 που βασίζονται σε εκτίμηση των κινδύνων του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 89,
δ) βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με αποφυγή των περιττών επικαλύψεων των εποπτικών απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 107 και στην παράγραφο 7 του άρθρου 110,
ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο ενωσιακό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών,
στ) εφαρμογή της περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 105, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.
2Α. Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 105, στην παρ. 1 του άρθρου 107 και στην παρ. 1 του άρθρου 108, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών στις περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εποπτικές αρχές των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 54 του παρόντος και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 74 και 79 του ν. 4514/2018 (Α΄14).
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ και τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώμα εποπτών. Οι απαιτήσεις απορρήτου βάσει του άρθρου 54 του παρόντος και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007 (Α΄195) δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ΕΑΤ και των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
4. Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων εποπτών βασίζεται σε συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 108, οι οποίες καθορίζονται εγγράφως έπειτα από διαβούλευση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.
5. Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους-μέλους υποδοχής, όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 52, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το Κεφάλαιο 1 Τμήμα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 54 και 58 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ (L 145/1). Επίσης, στο σχετικό σώμα εποπτών μπορεί να συμμετέχει και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 22Α του παρόντος ή σύμφωνα με το άρθρο 21α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας:
α) προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μία δραστηριότητα του σώματος,
β) ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση,
γ) ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται ή με τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις.
7. Στην απόφαση που λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον αυτή ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συνεκτιμάται η σημασία που η εποπτική δραστηριότητα που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί επέχει για τις λοιπές αρμόδιες αρχές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 7, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η παράγραφος 3 του άρθρου 52.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των άρθρων 54 του παρόντος και των άρθρων 63 και 67 του ν. 3606/2007, όπου συντρέχει περίπτωση, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
9. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (L 331/12).»