ΜΕΡΟΣ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ (άρθρα 272-279)

 

Άρθρο 272
Εφαρμοζόμενες διατάξεις στη συντηρητική κατάσχεση
Για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίου εφαρμόζεται, ανάλογα με τη συντρέχουσα περίσταση, η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1952 «Περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων» που κυρώθηκε με το ν.δ. 4570/1966 (Α’ 224), καθώς και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρο 273
Κακόπιστη ακινητοποίηση πλοίου
1. Όποιος, ενεργώντας με κακή πίστη, προκάλεσε με αίτησή του ακινητοποίηση ή απαγόρευση απόπλου πλοίου, μετά από έκδοση δικαστικής προσωρινής διαταγής που ανακλήθηκε μεταγενέστερα με δικαστική απόφαση, είναι υπόχρεος σε αποζημίωση.
2. Η αποζημίωση περιλαμβάνει μόνο τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε το πλοίο προς τον σκοπό της άρσης του εξασφαλιστικού μέτρου, καθώς και τον ναύλο που θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στην περίοδο ακινητοποίησης.
3. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν συντρέχουσα διεθνή δικαιοδοσία επί διαφορών αποζημίωσης που ανακύπτουν λόγω ακινητοποίησης ή απαγόρευσης απόπλου πλοίου που φέρει ελληνική σημαία, κατόπιν εξασφαλιστικού μέτρου που επιβλήθηκε στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή. Η δικαιοδοσία αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία των μερών.

Άρθρο 274
Εφαρμοζόμενες διατάξεις στην αναγκαστική κατάσχεση
1. Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την κατάσχεση ακινήτου εφαρμόζονται και για την κατάσχεση νηολογημένου πλοίου, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα Κώδικα.
2. Οι διατάξεις περί κατασχέσεως ακινήτων του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» (Α’ 228) δεν εφαρμόζονται στα πλοία.

Άρθρο 275
Αναγκαστική κατάσχεση επί πλοίων
1. Αναγκαστική κατάσχεση πλοίου δεν επιβάλλεται πριν παρέλθουν είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση.
2. Η επιταγή μπορεί να επιδοθεί προς τον πλοίαρχο αν η απαίτηση είναι σχετική προς την εκμετάλλευση του πλοίου ή είναι προνο¬μιούχος ή ενυπόθηκη.
3. Αν το πλοίο βρίσκεται υπό την εκμετάλλευση τρίτου, η εκτέλεση ενεργείται κατά του οφειλέτη, αλλά η επιταγή προς εκτέλεση επιδίδεται, με ποινή την ακυρότητα της εκτέλεσης, και προς τον τρίτο ή προς τον πλοίαρχο.
4. Αν στην επιταγή προς εκτέλεση προσδιορίζεται συγκεκριμένο πλοίο, η επίδοση αυτής εμποδίζει τον απόπλου του πλοίου και ο λιμενάρχης, μόλις του επιδοθεί το αντίγραφο της επιταγής, οφείλει να εμποδίσει τον απόπλου. Η κωλυσιπλοΐα μπορεί να αίρεται μετά από έγγραφη συμφωνία δανειστή και οφειλέτη, που επιδίδεται στον λιμενάρχη. Η απαγόρευση απόπλου αίρεται αυτοδίκαια αν δεν επιβληθεί από τον επισπεύδοντα δανειστή αναγκαστική κατάσχεση του πλοίου και δεν επιδοθεί στον λιμενάρχη έως την παρέλευση του πέμπτου (5ου) εικοσιτετραώρου από την επίδοση της επιταγής.

Άρθρο 276
Απαγόρευση διάθεσης ή επιβάρυνσης κατασχεθέντος πλοίου
1. Η διάθεση πλοίου που έγινε μετά την εγγραφή αναγκαστικής κατάσχεσης στο νηολόγιο είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και υπέρ των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Αν πρόκειται για ενυπόθηκο πλοίο είναι άκυρη η διάθεσή του και από τον τρίτο, κύριο ή νομέα. Τα ίδια ισχύουν υπέρ αυτού που επέβαλε συντηρητική κατάσχεση.
2. Αν πριν από την επιβολή κατάσχεσης το πλοίο τελούσε σε ναύλωση κατά το άρθρο 107 από τον οφειλέτη ή τον τρίτο κύριο ή νομέα, ο υπερθεματιστής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την εγγραφή του τίτλου στο νηολόγιο. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη έννομη σχέση, δυνάμει της οποίας τρίτος έχει χρήση ή κατοχή στο πλειστηριασθέν πλοίο. Αν ναύλωση γυμνού πλοίου ή άλλη έννομη σχέση συναφθούν μετά την επιβολή κατάσχεσης, ο υπερθεματιστής ασκεί τα δικαιώματα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρο 277
Περισσότερες αναγκαστικές κατασχέσεις
1. Υφιστάμενη κατάσχεση πλοίου ή ναυπηγούμενου, πλοίου, εφόσον τούτο έχει νηολογηθεί, δεν εμποδίζει την επιβολή άλλης κατάσχεσης.
2. Σε περισσότερες αναγκαστικές κατασχέσεις κάθε ένας από αυτούς που επέβαλαν κατάσχεση εξακολουθεί τις πράξεις της εκτέλεσης μέχρι το πέρας του πλειστηριασμού. Με την κατακύρωση ακυρώνονται αυτοδίκαια όλες οι λοιπές κατασχέσεις, τα δε έξοδα αυτών βαρύνουν αυτούς που επέβαλαν κατάσχεση. Εάν συμπέσουν πλείονες πλειστηριασμοί την ίδια ημέρα, ενεργείται εκείνος που επισπεύδεται με την παλαιότερη κατάσχεση.
3. Αν κατά την ίδια ημέρα έγινε εγγραφή κατάσχεσης και μεταβολής κυριότητας προτιμάται η κατάσχεση.

Άρθρο 278
Αναγκαστική κατάσχεση ελληνικού πλοίου στην αλλοδαπή
1. Για την καταχώριση στο νηολόγιο κατακυρωτικής έκθεσης ή ισοδύναμου προς αυτή τίτλου μετά από πλειστηριασμό στην αλλοδαπή πλοίου με ελληνική σημαία, υποβάλλονται από τον αποκτώντα ή τον κύριο στην αρμόδια λιμενική αρχή τα παρακάτω έγγραφα:
(α) αλλοδαπός τίτλος εκτέλεσης (δικαστική απόφαση ή πράξη αρμοδίου οργάνου εκτέλεσης, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης),
(β) βεβαίωση αρμόδιου οργάνου (αλλοδαπής προξενικής αρχής ή ασκούντος δικηγορικό λειτούργημα στον τόπο εκτέλεσης) ότι σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης ολοκληρώθηκε η διαδικασία του πλειστηριασμού, ότι δεν είναι προσβλητή με ένδικα μέσα και ότι ο υπερθεματιστής απέκτησε το πλοίο ελεύθερο βαρών,
(γ) δημόσιο έγγραφο ότι κατατέθηκε ή συμψηφίστηκε ολικά ή μερικά το εκπλειστηρίασμα.
2. Η καταχώριση στο νηολόγιο του αναφερομένου στην παρ. 1 αλλοδαπού τίτλου επιφέρει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με την καταχώριση περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης πλειστηριασθέντος στην ημεδαπή ελληνικού πλοίου.

Άρθρο 279
Δικαστική κατακύρωση πλοίου
1. Μετά την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο πλοίο και πριν διεξαχθεί ο πλειστηριασμός ενώπιον του συμβολαιογράφου, ο επισπεύδων, και σε περίπτωση πλειόνων κατασχέσεων οποιοσδήποτε από αυτούς, δύναται να προσφύγει στο μονομελές πρωτοδικείο του τόπου εκτέλεσης ή αυτό του Πειραιά (ναυτικό τμήμα) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και να ζητήσει την κατακύρωση του πλοίου σε τρίτο.
2. Η διαδικασία ενεργοποιείται με αίτηση του επισπεύδοντος, η οποία επί ποινή απαραδέκτου, περιλαμβάνει τα εξής:
α. αναφορά όλων των αναγκαστικών κατασχέσεων που έχουν επιβληθεί επί του πλοίου και τυχόν υποθηκών που έχουν εγγραφεί επ’ αυτού,
β. τον λόγο κατακύρωσης σε τρίτο, ο οποίος στηρίζεται σε ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω περιστατικά:
βα. το κατασχεμένο πλοίο εκ της ακινησίας απαξιώνεται με ταχύτατο ρυθμό,
ββ. οι απαιτήσεις του πληρώματος θα ικανοποιηθούν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα με την άμεση κατακύρωση,
βγ. άμεσος κίνδυνος ρύπανσης εκ της ακινησίας του πλοίου σε συνδυασμό με το σημείο ελλιμενισμού, το οποίο πρέπει να αποδοθεί ελεύθερο για την εύρυθμη λειτουργία του λιμένα,
βδ. επίτευξη βέλτιστου τιμήματος,
βε. οποιοδήποτε άλλο γεγονός που μπορεί να ενισχύσει την κρίση του δικαστηρίου για το επωφελές της κατακύρωσης.
3. Στην αίτηση επισυνάπτονται υποχρεωτικά:
α. έκθεση από τουλάχιστον δύο (2) εκτιμητές πλοίων διεθνούς κύρους περί της τρέχουσας τιμής εξαγοράς του υπό πλειστηριασμό πλοίου κατά την επίμαχη διαδικασία, ένας (1) τουλάχιστον εκ των οποίων θα καταθέσει υποχρεωτικά ως μάρτυρας κατά την ακροαματική διαδικασία,
β. βεβαίωση από τον συμβολαιογράφο του πλειστηριασμού ότι για το προσφερόμενο από τον τρίτο τίμημα, το οποίο δεν δύναται να υπολείπεται της τιμής πρώτης προσφοράς του επισπευδόμενου πλειστηριασμού, έχει κατατεθεί ισόποση τραπεζική εγγυητική επιστολή σε αυτόν.
4. Στη διαδικασία κλητεύεται και παρίσταται υποχρεωτικά ο τρίτος, ο οποίος δηλώνει τη βούληση εξαγοράς του κατασχεθέντος πλοίου κατά τους όρους που θα ορίσει το δικαστήριο και με το τίμημα που αναφέρεται στην αίτηση. Επίσης, κλητεύονται οι περισσότεροι επισπεύδοντες, ο οφειλέτης και οι ενυπόθηκοι δανειστές.
5. Το δικαστήριο αποφαίνεται επί της βασιμότητας της αίτησης εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών και, εφόσον πεισθεί περί αυτής, κατακυρώνει το πλοίο στον τρίτο και διατάσσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, το ποσό της οποίας αποτελεί το πλειστηρίασμα. Απόφαση που αναστέλλει την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την αναγγελία των απαιτήσεων και την κατάταξη αυτών.
6. Η δικαστική απόφαση που διατάζει την κατακύρωση υπόκειται σε έφεση εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών από τη δημοσίευσή της. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η απόφαση που δέχθηκε την αίτηση μαζί με το πιστοποιητικό μη άσκησης ένδικου μέσου υποβάλλονται προς εγγραφή χωρίς υπαίτια βραδύτητα στο νηολόγιο. Επίσης επιδίδονται στον συμβολαιογράφο του πλειστηριασμού. Μετά την εγγραφή το πλοίο είναι ελεύθερο παντός βάρους.
7. Η άσκηση έφεσης και η προθεσμία αυτής έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Η συζήτηση της έφεσης ορίζεται εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κατάθεση αυτής, εκδικάζεται κατά την ίδια διαδικασία και εκδίδεται απόφαση εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών. Η εκδοθείσα απόφαση που επικυρώνει την απόφαση που είχε δεχθεί την αίτηση εγγράφεται χωρίς υπαίτια βραδύτητα στο νηολόγιο και επιδίδεται στον συμβολαιογράφο. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση που η έφεση γίνει δεκτή και εξαφανίσει απόφαση που είχε απορρίψει την αίτηση. Σε κάθε άλλη περίπτωση η εκδοθείσα απόφαση επιδίδεται στον συμβολαιογράφο, οπότε εξακολουθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.
8. Με βάση τη δικαστική απόφαση μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του τρίτου, στον οποίο κατακυρώθηκε το πλοίο, και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του, εφόσον η διαδοχή επέλθει μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων του νηολογίου, καθώς και κατά εκείνου που νέμεται ή κατέχει το πράγμα στο όνομα εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση ή των διαδόχων του, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για σχέση εμπράγματη ή ενοχική. Το άρθρο 947 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζεται και εδώ.
9. Με τη δικαστική κατακύρωση ακυρώνονται αυτοδίκαια όλες οι λοιπές κατασχέσεις, τα δε έξοδα αυτών βαρύνουν αυτούς που επέβαλαν κατάσχεση.

  • 21 Ιανουαρίου 2023, 16:24 | Ανδρέας

    Επί του άρθρου 275:

    Η διάταξη της προτεινόμενης νέας παρ. 4 είναι εξαιρετική και καθιστά πλέον περιττή την, μέχρι πρότινος, αναγκαία κατάθεση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (για την χορήγηση Προσωρινού Σημειώματος), προκειμένου να αποτραπεί ο απόπλους του πλοίου εντός της προθεσμίας των 24 ωρών από την επίδοση της επιταγής.

    Επί του άρθρου 273:

    Εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η «δικαστική απόφαση» της παρ. 1 αναφέρεται στην απόφαση που απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και όχι τυχόν απόφαση που ανακαλεί την εκδοθείσα Προσωρινή Διαταγή, κατόπιν ανακλητικής αίτησης του καθού η αίτηση (δεδομένου ότι αυτή ασκείται μόνο αν έχουν εμφιλοχωρήσει νέα πραγματικά περιστατικά, μετά τη συζήτηση του αιτήματος χορήγησης Προσωρινής Διαταγής).

    Μολονότι ο σκοπός της διάταξης είναι αναγκαίος (αποτροπή του φαινομένου της «καταχρηστικής»/για λόγους πίεσης, άσκησης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων), είναι βέβαιο ότι η διάταξη στην πράξη θα αποδειχθεί πολλαπλώς προβληματική. Εκτιμάται ότι, αφενός, θα αποθαρρύνει τους δανειστές από την άσκηση της αίτησης, ακόμη και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και, αφετέρου, θα παρερμηνευθεί και θα οδηγήσει στην άσκηση νόμω αβάσιμων αγωγών μετά την απόρριψη αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων.

    1. Αρχικά, είναι δεδομένο ότι η πλειοψηφία των αιτήσεων έκδοσης Προσωρινών Σημειωμάτων (που συζητούνται ερήμην του καθού η αίτηση), γίνεται δεκτή. Είναι, επίσης, δεδομένο ότι η πλειοψηφία των αιτήσεων έκδοσης Προσωρινών Διαταγών γίνεται δεκτή (ακόμη και όταν ο αιτών δεν διαλαμβάνει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, θεμελιούντα επικείμενο κίνδυνο), αφού ο Πρόεδρος Υπηρεσίας (ενίοτε ευλόγως) διστάζει να «ρισκάρει», κατόπιν σύντομης συζήτησης της αιτήσεως, να απορρίψει ολοσχερώς το αίτημα, δυνητικά ματαιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ολοσχερώς την ικανοποίηση της απαίτησης του αιτούντος. Για τον μετριασμό δε των επιπτώσεων, παγίως η Προσωρινή Διαταγή διαλαμβάνει διάταξη για την αυτοδίκαιη αντικατάσταση του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου με την κατάθεση εγγυοδοσίας. Σε κάθε περίπτωση, η προβληματική εκκινεί από την δεδομένη παραδοχή ότι ο «κανόνας» είναι να χορηγείται το Προσωρινό Σημείωμα και η Προσωρινή Διαταγή και, εν συνεχεία, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων να απορρίπτεται (πρώτη προϋπόθεση προτεινόμενης διάταξης).

    2. Από την γραμματική διατύπωση της παρ. 1 της διάταξης συνάγεται ότι η αξίωση του καθού γεννάται ήδη με την απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.

    2.1. Με δεδομένο τούτο, σε συνδυασμό με την ρύθμιση του άρθρου 703 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η «κακή πίστη» δεν μπορεί να αφορά στην, εν γνώσει του αιτούντος, ουσιαστική αβασιμότητα της εξασφαλιστέας απαίτησης.

    Ως γνωστόν, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η ασφαλιστέα αξίωση συνιστά μόνο παρεμπίπτον (και δευτερεύον) ζήτημα και αρκεί (όπως και για το κύριο αντικείμενο της δίκης) η πιθανολόγηση. Αντιθέτως, η οριστική επ’ αυτού δικανική κρίση επαφίεται στο δικαστήριο της κύριας δίκης (με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης), που κρίνει επί τη βάσει της πλήρους αποδείξεως. Κατά συνέπεια, τυχόν μεταγενέστερη κρίση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων ότι, τελικά, δεν πιθανολογείται η βασιμότητα της απαίτησης, η οποία είχε πιθανολογηθεί από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας κατά την έκδοση της Προσωρινής Διαταγής, δεν μπορεί να είναι οριστική, αναφορικά με το ζήτημα της ουσιαστικής αβασιμότητας της απαίτησης και, παρεπομένως, της συνδρομής της «κακής πίστης», αφού, το Δικαστήριο της κύριας δίκης, είναι πιθανόν, στη συνέχεια να δεχθεί την ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης.

    Για αυτό και το άρθρο 703 ΚΠολΔ προβλέπει ότι τέτοια αξίωση αποζημίωσης γεννάται μόνο αν «απορριφθεί τελεσίδικα ως αβάσιμη η αγωγή για την κύρια υπόθεση» (και μόνο αν ο αιτών «γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι δεν υπήρχε το δικαίωμα»). Όχι με την απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.

    2.2. Πιο προβληματική παρίσταται η έννοια της «κακής πίστης» αναφορικά με το κύριο αντικείμενο της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων (επείγουσα περίπτωση/επικείμενος κίνδυνος).

    (α) Άπασες σχεδόν οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων για την συντηρητική κατάσχεση/μεσεγγύηση πλοίου, που πάντοτε περιλαμβάνουν και αίτημα χορήγησης Σημειώματος/Διαταγής για την απαγόρευση απόπλου, διαλαμβάνουν ότι συντρέχει κίνδυνος διότι (α) «μπορεί, ανά πάσα στιγμή» το πλοίο να πωληθεί και μεταβιβασθεί και (β) «μπορεί, ανά πάσα στιγμή» το πλοίο, που φέρει ξένη σημαία, να αναχωρήσει από την ημεδαπή και να μην επιστρέψει στο μέλλον. Παγίως, επίσης, γίνεται αναφορά και στην έλλειψη έτερων περιουσιακών στοιχείων του καθού, η οποία, ωστόσο, κατά τις πάγιες νομολογιακές παραδοχές, ουδόλως ενδιαφέρει (αφού τούτο θα δικαιολογούσε την λήψη ασφαλιστικών μέτρων στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων). Μολονότι άπαντα τα παραπάνω είναι γενικόλογα ενδεχόμενα και, φυσικά, δεν αποτελούν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούντα επικείμενο κίνδυνο, ενίοτε οδηγούν στην έκδοση Σημειώματος-Διαταγής για την απαγόρευση του απόπλου. Και, όλως φυσιολογικά, στη συνέχεια οι συναφείς αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτονται. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί «κακή πίστη» του αιτούντος, διότι η δέσμευση του πλοίου οφείλεται, αποκλειστικά, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας (που κρίνει ότι στοιχειοθετείται επικείμενος κίνδυνος από γενικόλογα ενδεχόμενα ή/και από την έλλειψη έτερων περιουσιακών στοιχείων).

    (β) Άπασες οι αιτήσεις διαλαμβάνουν επίσης ότι συντρέχει επικείμενος κίνδυνος και διότι «εξ αντικειμένου, όλα τα πλοία υπόκεινται σε θαλάσσιους κινδύνους και μπορούν να απωλεσθούν». Και, μολονότι, σαφώς η αιτίαση αυτή είναι μη νόμιμη (αφού, στην περίπτωση αυτή θα συνέτρεχε ο εξαιρετικός επικείμενος κίνδυνος για όλα τα πλοία ανά την υφήλιο) και αυτή γίνεται περιστασιακά δεκτή (και μάλιστα, όχι μόνο από Προέδρους Υπηρεσίας, αλλά ακόμη και με αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, ενδ. ΜΠΠ 1070/2022, αδημ.). Ομοίως, και πάλι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί «κακή πίστη» του αιτούντος, διότι η δέσμευση οφείλεται, αποκλειστικά, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας.

    2.3. Παραμένει, συνεπώς, το ερώτημα: πότε (μπορεί να) συντρέχει «κακή πίστη» του αιτούντος; Όταν λ.χ. ισχυρίζεται ψευδώς ότι επίκειται πώληση και μεταβίβαση του πλοίου; Όταν ισχυρίζεται ψευδώς ότι επίκειται ο απόπλους του πλοίου στο εξωτερικό και ότι έχει ληφθεί απόφαση να μην επιστρέψει στο μέλλον; Όταν κατέχει ήδη έτερο μέσο εξασφάλισης της απαίτησής του και το αποκρύβει στην αίτησή του; Άπαντα τα παραπάνω δύνανται να αντικρουσθούν από τον καθού κατά τη συζήτηση της Προσωρινής Διαταγής. Αν, κατόπιν της εκτίμησης των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, ο Πρόεδρος Υπηρεσίας χορηγήσει την Προσωρινή Διαταγή και, εν συνεχεία, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (επί τη βάσει των ίδιων ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων) απορρίψει την αίτηση, θα στοιχειοθετείται «κακή πίστη» του αιτούντος;

    3. Είναι αδόκιμη η χρήση του όρου «ανάκληση». Η Προσωρινή Διαταγή ανακαλείται, κατά πάντα χρόνο (στην πράξη, έως και τη συζήτηση της αίτησης), έως την έκδοση της απόφασης. Με την έκδοση της απόφασης δεν ανακαλείται. Παύει να ισχύει αυτοδικαίως, και μάλιστα, είτε η απόφαση κάνει δεκτή την αίτηση, είτε την απορρίψει.

    4. Κακόπιστη ακινητοποίηση μπορεί να επιβληθεί κυρίως με την έκδοση Προσωρινού Σημειώματος, που διατηρεί την ισχύ του μέχρι την συζήτηση της Προσωρινής Διαταγής (με όμοια ζημία του καθού κατά τη διάρκεια της δέσμευσης). Μάλιστα, η κακόπιστη διαγωγή του αιτούντος συνήθως εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης του αιτήματος έκδοσης Προσωρινού Σημειώματος, αφού η ερημοδικία του καθού καθιστά το «έδαφος» πιο πρόσφορο για την διατύπωση ψευδών και παραπλανητικών ισχυρισμών (τους οποίους αντικρούει ο καθού κατά τη συζήτηση της Προσωρινής Διαταγής).

    Γενικώς επί της Συντηρητικής Κατάσχεσης:

    Για την αντιμετώπιση του συχνότατου φαινομένου της κακόπιστης ακινητοποίησης πλοίων, για την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, αλλά και σε εκπλήρωση της πάγιας παράκλησης των απανταχού «ναυτοδικηγόρων», θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο παρόν Κεφάλαιο διάταξη (ενδεχομένως, συναφής με το άρθρο 705 ΚΠολΔ), αναγνωρίζουσα τις Εγγυητικές Επιστολές (Letters of Undertaking) των (ομολογουμένως, παντελώς φερέγγυων) Αλληλασφαλιστικών Οργανισμών (P & I Clubs) – τις οποίες, έως και σήμερα, τα Δικαστήρια αρνούνται να «εξομοιώσουν» με τις εγγυητικές επιστολές αξιόχρεων τραπεζών. Και τούτο, μολονότι το ελληνικό κράτος (και τα αρμόδια Λιμεναρχεία) αποδέχεται αυτές για την εξασφάλιση των απαιτήσεών του (λ.χ. για τις δαπάνες μέτρων πρόληψης της ρύπανσης/απορρύπανσης).

    Στην πράξη, ο διατεινόμενος δανειστής, είτε λαμβάνει το LoU και απέχει από την άσκηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, είτε λαμβάνει αυτό ευθύς μόλις λάβει Προσωρινό Σημείωμα από τον Πρόεδρο Υπηρεσίας και παραιτείται από την αίτησή του. Ωστόσο, οι δανειστές που γνωρίζουν την μεγίστη οικονομική ζημία που υφίσταται το δεσμευμένο πλοίο, αρκετά συχνά αρνούνται να παραιτηθούν από την αίτηση έναντι της λήψεως του LoU, προκειμένου (και μόνο) να ασκήσουν πίεση. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ο πλοιοκτήτης:

    (α) είτε να εξοφλεί την απαίτησή του δανειστή (ακόμη και αν αυτή είναι προδήλως ουσία αβάσιμη), για να σταματήσει την υφιστάμενη οικονομική «αιμορραγία» του (δεδομένου ότι ο ημερήσιος ναύλος του πλοίου μπορεί ακόμη και να ξεπερνά, σε ύψος, την απαίτηση του αιτούντος)

    (β) είτε να σπεύδει να μεριμνήσει για την έκδοση εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τραπέζης, της οποίας, ωστόσο, η έκδοση ενδέχεται να απαιτήσει ημέρες (ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση παρατηρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων). Η δε «διατήρηση» της εγγυητικής επιστολής έως την τελεσιδικία της κύριας αγωγής συνεπάγεται σημαντικό ετήσιο κόστος.

    Αντιθέτως, τα LoUs εκδίδονται και χορηγούνται αμέσως και δεν επιφέρουν την παραμικρή οικονομική επιβάρυνση.