Άρθρο 17

Το    άρθρο  435    του  Κώδικα  Ποινικής  Δικονομίας  αντικαθίσταται  ως  εξής :

«Άρθρο  435. – Αίτηση ακύρωσης  της  διαδικασίας. 1. Αν  ο κατηγορούμενος,  που  καταδικάστηκε   κατά  το άρθρο   432 §§ 2 και 3 ,  από   λόγους  ανώτερης   βίας  ή από άλλα  ανυπέρβλητα  αίτια    δεν   μπόρεσε   εγκαίρως  να  γνωστοποιήσει  με  οποιονδήποτε  τρόπο    στο δικαστήριο ανυπέρβλητο   κώλυμα εμφάνισής  του   στη  δίκη  και   να ζητήσει  την  αναβολή της  συζήτησης (άρθρο  349), μπορεί  να  υποβάλει  αίτηση  για  ακύρωση της διαδικασίας   που  πραγματοποιήθηκε  χωρίς  την  παρουσία  του  ή  την  εκπροσώπησή του από συνήγορο.  Η  αίτηση    υποβάλλεται  στο  γραμματέα του  δικαστηρίου   που  εξέδωσε  την απόφαση   μέσα  σε  ανατρεπτική  προθεσμία  δεκαπέντε  ημερών  από την  έκδοσή της   και  αναφέρει τους  λόγους  ανώτερης  βίας  ή  το ανυπέρβλητο  κώλυμα .  Νέα  αίτηση για ακύρωση της  ίδιας   διαδικασίας  είναι  απαράδεκτη  σε   οποιουσδήποτε  λόγους και  αν στηρίζεται.

2. Η  αίτηση αυτή  δεν  αναστέλλει  την εκτέλεση  της  απόφασης. Μπορεί  όμως    ο εισαγγελέας  του δικαστηρίου  που εξέδωσε  την  απόφαση,  μόλις  υποβληθεί  η αίτηση για ακύρωση,  να  διατάξει  την αναστολή της  εκτέλεσης,  ωσότου  εκδικαστεί   η  αίτηση  . Σε   περίπτωση  μη  χορήγησης  της  αναστολής,   ο  αιτών  δύναται  να  προσφύγει  στο  δικαστήριο   ή,   αν  αυτό  δεν  συνεδριάζει,  στο δικαστικό   συμβούλιο   μέσα  σε   δύο ημέρες.                 Η  αίτηση  για  ακύρωση  εισάγεται,  χωρίς   να  κλητευθεί  εκείνος  που  την  υπέβαλε,  στην  πρώτη  δικάσιμο  του  δικαστηρίου   που  δίκασε, το  οποίο  αποφασίζει  αμετάκλητα. Το δικαστήριο  όμως  είναι  δυνατό  να αναβάλει τη  συζήτηση   για   την  αίτηση σε  μεταγενέστερη    ορισμένη  δικάσιμο,  αν προβάλλονται    λόγοι   ανώτερης   βίας  ή  άλλα  ανυπέρβλητα  αίτια, εξαιτίας  των  οποίων   εκείνος  που υπέβαλε  την  αίτηση   δεν  μπορεί   να  εμφανιστεί   στη  συζήτηση της  αίτησης για  ακύρωση. Αν  γίνει   δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται  η απόφαση  που  προσβάλλεται  και   διατάσσεται η νέα  συζήτηση  της  υπόθεσης σε ρητή   δικάσιμο,  κατά την  οποία ο κατηγορούμενος  οφείλει  να  προσέλθει   χωρίς  να  κλητευθεί.  H  προθεσμία  της έφεσης  ή  της  αίτησης   για  αναίρεση  της καταδικαστικής  απόφασης  αρχίζει  μετά την πάροδο  άπρακτης της ως  άνω  δεκαπενθήμερης προθεσμίας  ή, σε  περίπτωση  υποβολής  αίτησης  ακύρωσης,  από την απόρριψή  της».

  • 19 Σεπτεμβρίου 2010, 19:34 | Γεώργιος Κτιστάκης Αντεισαγγελέας Εφετών

    Νομίζω ότι θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι καμιά αίτηση ακύρωσης δεν γίνεται δεκτή  από το δικαστήριο μετά το πέρας του δεκαπενθημέρου, εκτός αν οι λόγοι ανώτερης βίας αποδεικνύονται με επίσημα έγγραφα και βέβαιης χρονολογίας, όχι με την προσκόμιση ενός εγγράφου ιδιώτη γιατρού με τις συνήθεις δικαστικές ασθένειες: οξεία εμπύρετη βρογχίτιδα, οσφυαλγία κτλ, κτλ.

  • 15 Σεπτεμβρίου 2010, 20:42 | ΔΙΚ

    Ορθή διόρθωση, νόμισα οτι αναφέρεται στο 341 Κ.Π.Δ.

  • 15 Σεπτεμβρίου 2010, 20:55 | ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

    Σωστή είναι η διάταξη και η αρίθμηση. Αφορά ερήμην καταδίκη για κακούργημα και αίτηση ακυρώσεως κατά της ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως (βλ. προηγούμενο άρθρο νομοσχεδίου!!)

  • 15 Σεπτεμβρίου 2010, 16:33 | ΔΙΚ

    Ο αριθμός του άρθρου πρέπει να διορθωθεί καθότι πρόκειται για το άρθρο 341 του Κ.Π.Δ. και όχι για αυτό που αναγράφεται.
    Επίσης η φράση «Αν  ο κατηγορούμενος,  που  καταδικάστηκε   κατά  το άρθρο   432 §§ 2 και 3 …» είναι λάθος. Μάλλον πρόκειται για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 340 του Κ.Π.Δ.