Άρθρο 12 – Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ` εξαίρεση – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 309 ΚΠΔ

Στην παρ. 2 του άρθρου 309 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο με την αναφορά στην ενημέρωση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους για το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των οποίων η κύρια ανάκριση περατώνεται με απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατόπιν σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών, β) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως προς την αποστολή αντιγράφου της πρότασης στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, γ) το νέο τρίτο εδάφιο τροποποιείται με την προσθήκη αναφοράς στην απόδειξη της ειδοποίησης των διαδίκων, δ) προστίθεται νέο τέταρτο εδάφιο με τη σύντμηση της δεκαήμερης προθεσμίας για την ανωτέρω ενημέρωση σε περίπτωση κινδύνου άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης και το άρθρο 309 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 309
Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ` εξαίρεση

1. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων: του ν.δ. 86/1969, των νόμων 998/1979, 2168/1993, 2960/2001, 4002/2011 (άρθρο 52), 4139/2013, 4174/2013 και 4251/2014, καθώς και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. Οι διατάξεις των άρθρων 128 και 129 εφαρμόζονται αναλόγως και σε τούτη την περίπτωση.
2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε κατά την ανάκριση, και αν δεν έχει δηλωθεί, έστω τηλεφωνικά, προκειμένου να λάβουν αντίγραφο της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους. To αντίγραφο της πρότασης αποστέλλεται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο. Στην περίπτωση αυτή, αφού παρέλθουν δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίηση, η οποία αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία, και σε περίπτωση ηλεκτρονικής ειδοποίησης με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με εκτύπωση του μηνύματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών. H υποχρέωση για την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας δεν ισχύει αν συντρέχει, κατά την κρίση του εισαγγελέα, κίνδυνος άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών, μετά την παρέλευση σαράντα οκτώ (48) ωρών. Εφόσον ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη, για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή.
3. Σε περίπτωση διαφωνίας του προέδρου εφετών ή όταν από την αρχή ο εισαγγελέας φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ή θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.
4. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου ο πρόεδρος εφετών αποφαίνεται με διάταξη του, κατά της οποίας δεν χωρεί προσφυγή, για την διατήρηση ή μη της προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων ή της ισχύος του εντάλματος σύλληψης και την προσωρινή του κράτηση σε περίπτωση που θα συλληφθεί. Η παρ. 4 του άρθρου 315 εφαρμόζεται αναλόγως.
5. Αν υπάρχουν περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι, το συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο να αποφανθεί για όσους από αυτούς δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ή ως προς τους οποίους θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, οπότε η υπόθεση χωρίζεται. Επίσης, το ίδιο συμβούλιο είναι σε κάθε περίπτωση αρμόδιο να αποφανθεί και για τα συναφή εγκλήματα είτε πρόκειται για έναν είτε πρόκειται για περισσότερος κατηγορουμένους.».